Σίμος Μενάρδος

Λεωνίδας ο Ταραντίνος, Επιγράμματα

*

Ο Κλείτωνας ο ξωμάχος, ο βουκόλος Θηρίμαχος, ο Θήρις ο μαραγκός κι ο άλλος ο Θήρις, ο ψαράς, και ο συντεχνίτης του ο γερο-Ολπάς… Εργάτες, αγρότες, βιοπαλαιστές που μετρούν στη ράχη τους ογδόντα κι ενενήντα χρόνια, που θύουν τα εργαλεία τους στους θεούς όταν πια το γήρας τούς παίρνει το κουράγιο να συνεχίζουν τη δουλειά ή που πεθαίνουν μονάχοι κάτω από μια βελανιδιά ή στο φτωχοκάλυβό τους…

Σπανίως, πολύ σπανίως η ποίηση αξιώθηκε να εκφράσει με τέτοια ευγένεια, με τόση δύναμη, προ πάντων όμως με τόση απέραντη τρυφερότητα αυτές τις ταπεινές εικόνες του βίου του καθημερινού, του αλαμπούς, του σχεδόν ανεπαίσθητου για όλους τους άλλους, όπως το κατόρθωσε ο Λεωνίδας ο Ταραντίνος από τα βάθη του 3ου προχριστιανικού αιώνα. Σκέφτομαι τώρα τον κυρ Αλέξανδρο, τον Λάμπρο Πορφύρα, τον Μιλτιάδη Μαλακάση, τον Τέλλο Άγρα – πόσο κοντά στη νεοελληνική ζωή που εκείνοι μνημείωσαν, στάθηκε ο Σικελιώτης ομότεχνός τους. Λες και δεν κύλησαν τόσες και τόσες εκατονταετίες…

«Πτωχότατος και μελαγχολικός, έγινεν ο ποιητής του προλεταριάτου», έγραψε για τον Λεωνίδα ο Σίμος Μενάρδος, που στον Στέφανό του μας μετέφρασε εξαίσια λιγοστά από τα επιγράμματά του. Δεν θέλει πολλά ο ποιητής για να δείξει ανάστημα. Ούτε ο μεταφραστής επομένως. Τόσα φτάνουν. – ΚΚ

* * * (περισσότερα…)

Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος Ζ΄: Παύλος Σιλεντιάριος

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

 

ΠΑΥΛΟΣ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΣ

Επιγράμματα

Αποδόσεις των Σίμου Μενάρδου, Ηλία Κυζηράκου, Άρη Δικταίου, Ανδρέα Λεντάκη και Γιώργου Κεντρωτή

Ο Παύλος Σιλεντιάριος, γιος του ύπατου Κύρου, ποιητής και αυλικός (όπως δηλώνει και το αξίωμά του), έζησε στα χρόνια του Ιουστινιανού. Το σημαντικότερο ποίημά του ήταν μια περιγραφή (έκφρασις) της Αγίας Σοφίας, σε εξάμετρους στίχους, η πληρέστερη περιγραφή του ναού μετά την ανακαίνιση του Ιουστινιανού, και εκφωνήθηκε ενώπιον του αυτοκράτορα στις 6 Ιανουαρίου 563. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται 78 δικά του επιγράμματα, επί το πλείστον ερωτικά, που τα διακρίνει ηδυπάθεια, έκδηλος ερωτισμός μα και δεν τους λείπει η χάρη. Αν και μεταστράφηκε στον χριστιανισμό, το έργο του παρουσιάζει μία σύμμειξη χριστιανικών και παγανιστικών θεμάτων, παρότι τα ερωτικά του επιγράμματα θεωρείται ότι δεν είναι αυτοβιογραφικού περιεχομένου αλλά μάλλον προϊόντα της φαντασίας του. Μαρτυρούν όμως ταυτόχρονα την έσχατη επίδραση και επιβίωση της συγκεκριμένης ποιητικής εθνικής κληρονομιάς κατά τον 6ο αιώνα. Ευχαριστίες στον Γιώργο Κεντρωτή για την άδεια αναδημοσίευσης των αποδόσεών του.

~·~

Ἂς παίρνωμε ἁρπακτὰ φιλιά, Ροδόπη, καὶ κλεφτάτη,
πουλάκι μου, ἂς γυρέψωμε παράμερη φωλεά.
Τί γέλοια, νὰ ξεφύγωμε τόσων φυλάκων μάτι!
καὶ τὰ κλεμμένα πάντα ᾽ναι τὰ πιὸ γλυκὰ φιλιά.

 

Τὰ βάρυπνα τὰ μάτια σου θωροῦνε κουρασμένα
σὰν τώρα νὰ σηκώθηκες, ὡραῖα Πολυμνώ.
Ἡ κόμη σου εἶναι ξέπλεκη κι ὠχρὰ καὶ ξασπρισμένα
τὰ ρόδινά σου μάγουλα, τὸ σῶμα σου χαμνό.
Κι ἂν εἶναι μιᾶς ὀλόνυκτης τούτ᾽ ἀγρυπνίας δῶρα,
τὸν μακαρίζω τρεῖς φορὲς καὶ τὸν δοξολογῶ
ὅποιον μαζί σου ἀγρύπνησεν· ἂν ὅμως λυώνῃς τώρα
γιὰ τὴν ἀγάπη κανενός, θέμου καὶ νἆμ᾽ἐγώ!

 

Φίλοι, γλυκὺ χαμόγελον ἔχει ἡ πιστή μου Ἑλένη·
μ᾽ ἀπὸ τ᾽ ἁγνά της βλέφαρα καὶ δάκρυ ρέει γλυκύ·
χθὲς ἄδικ᾽ ἀναστέναζε· στὸν ὦμο μου σκυμμένη,
τ᾽ ὡραῖο κεφάλι κάμποσην ὥρ᾽ ἀκουμποῦσ᾽ ἐκεῖ.
Κλαμένην τὴν ἐφίλησα καὶ σὰν τὸ νᾶμα κρήνης
στὰ σμικτὰ πῆγε χείλη μας τὸ κλάμ᾽ ἀναμεσῆς
καὶ μοὖπε ὡς τὴν ἐρώτησα «γιατί τὸ δάκρυ χύνεις;»
«φοβοῦμαι, μὴν ἀφήσῃς με· ὅρκους πατᾶτ᾽ ἐσεῖς!»

Σίμος Μενάρδος, Στέφανος, Ἀθήνα 1971, β’ έκδοση.

(περισσότερα…)