Ρἀινερ Μαρία Ρίλκε

Rainer Maria Rilke, Η αναχώρηση του άσωτου υιού και άλλα ποιήματα

*

Μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης

~.~

ΑΒΙΣΑΓ

I

Είχε πλαγιάσει. Και τα παιδικά της μπράτσα
τα ’χαν δεμένα οι δούλοι γύρω απ’ τα πλευρά του
τα μαραμένα· έτσι πέρναγε τις νύχτες,
με κάποιο φόβο εμπρός στα χρόνια τα πολλά του.

Κι άλλες φορές μέσα στα γένια του τριβόταν
το πρόσωπό της με το σκούξιμο του γκιώνη·
και τρόμους σέρνοντας και πόθους το σκοτάδι
από παντού ένιωθε να την περιζώνει.

Έτρεμαν τ’ άστρα όπως έτρεμε κι εκείνη,
το στρώμα έν’ άρωμα ψηλαφητά τρυπούσε,
στον τοίχο σάλευε η κουρτίνα σαν σημάδι
και με το βλέμμα της βουβά τ’ ακολουθούσε.

Μα αυτή, στον σκοτεινό τον γέρο πλάι ριγμένη,
ανέγγιχτη έμενε απ’ τη Νύχτα τη Μεγάλη,
ψυχή ελαφριά που το ψυχρό του μεγαλείο
ζεστό το κράταγε σε μια παρθένα αγκάλη.

II

Τα έργα στον θρόνο ο βασιλιάς συλλογιζόταν
της άδειας μέρας του, αυτά που λαχταρούσε
και δεν τ’ απέκτησε, τη σκύλα που αγαπούσε…
Μα σαν το βράδυ η Αβισάγ κουλουριαζόταν
πάνω του, η άστατη ζωή του αφηνόταν
όπως του κάβου του κακόφημου οι ξέρες
κάτω απ’ του στήθους της τους σιωπηλούς αστέρες. (περισσότερα…)

Η κριτική του Σαραντάρη στους ποιητές

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Μην ανοίξης ποτέ το στόμα να πής την αλήθεια
Γιατί ξάφνου θ’ ανάψουν οι γύμνιες του κόσμου
Θα πιάσει φωτιά η λαίμαργη ανθρώπινη σκόνη!
Έργα, Β΄ τόμ., σελ. 82 (1935)

Εάν ισχύει αυτό που λέει ο Λορεντζάτος ότι η ποίηση συνιστά την «εσχατολογία της λογοτεχνίας» και εάν η σχέση του Σαραντάρη με την ποίηση είναι σχέση ζωής, τότε αξίζει να δούμε πως ο φιλόσοφος αυτός ποιητής κρίνει τους άλλους ποιητές. Αρχίζοντας από κάποιες γενικές προϋποθέσεις. Ο Σαραντάρης ξέρει την Ευρώπη, τη φιλοσοφία της και την ποίησή της. Είναι από τους σπάνιους εκείνους ανθρώπους με ανεπτυγμένη πολύ νωρίς αντιληπτικότητα και ευαισθησία. Ερχόμενος στην Ελλάδα απο την Ιταλία διαβάζει στα ελληνικά ποιήματα τα σημάδια της ευρωπαϊκής σφραγίδας ή επίδρασης, λόγου χάρη την απαισιοδοξία. Ασκημένος πάνω στους Ευρωπαίους αλλά μέσα από μια άλλη αίσθηση ζωής χριστιανικής απαίτησης, αρνείται την πρωτοκαθεδρία στην καλλιέργεια προσωπικού ύφους (πράγμα που προσάπτει στον Καβάφη), ειδικά όταν αυτό είναι σε βάρος μιας «ομιλίας», όπως λέει, που «να συμβαδίζει παράλληλα με τη λαλιά του λαού μας». Απαιτεί ένα βασανισμό του ποιητή, που να θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια του την υπόσταση, ή να το πω αλλιώς, να μην αφήνει περιθώρια αυταπάτης ή ωραιοπάθειας. Αυτό συνάδει με την πεποίθησή του ότι ο ποιητής χαρακτηρίζεται από προωθημένη αυτοσυνειδησία.

Πρέπει ακόμη να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι ο Σαραντάρης στα 32 του έχει φύγει από τούτο τον κόσμο. Το έργο του κυοφορήθηκε και υλοποιήθηκε ουσιαστικά μέσα σε δώδεκα χρόνια, αν λογαριάσουμε ότι από τα είκοσι και μετά σχημάτισε στο χαρτί κείμενα απαιτήσεων αλλά και πλεονάσματα ψυχής. Παραμένει απορίας άξιον πώς ένας τόσο νέος άνθρωπος παρουσιάζει τέτοια ωριμότητα χωρίς να χάνει σε φρεσκάδα, χωρίς να γεροντοποείται αν μπορούμε να πούμε, χωρίς να απελπίζεται, παρ’ όλο που σε μερικά του ποιήματα καταγράφεται μια αβυσσαλέα μοναξιά. Όλες οι παραπομπές εδώ αναφέρονται στη δίτομη έκδοση της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου Κρήτης, που επιμελήθηκε με περισσή φροντίδα η φίλη Σοφία Σκοπετέα.

*

Ας δούμε λοιπόν πώς αντικρύζει ο άνθρωπος αυτός την ποίηση των άλλων, ελλήνων και ξένων και πως αυτή η στάση συνδυάζεται με τη γενικότερη θεώρηση της ζωής που περιέχει το έργο του.

Αραδιάζω μερικά ονόματα στο χαρτί: Μελισσάνθη, Καρέλλη, Παπατζώνης, Σαραντάρης. Ποιό είναι το κοινό τους σημείο; Για τους δύο τουλάχιστον είναι η πίστη, ή μια θρησκευτική διάσταση. Όμως ο Σαραντάρης, καθώς ετοιμάζεται να μιλήσει γι’ αυτούς, αρχίζει με τη φράση: «Ποιός σύγχρονος ποιητής μας έχει μια βίωση μέσα στην πίστη; Αναζητώ και δεν βρίσκω». (περισσότερα…)

Rainer Maria Rilke, Τρεις γυναίκες

*

Η ΑΝΑΡΡΩΝΥΟΥΣΑ

Σαν το τραγούδι που στους δρόμους τριγυρνά
και μια ζυγώνει και μια λες ότι δειλιάζει,
μια φτερουγίζει — και σχεδόν την ακουμπά —
και μια πιο απόμακρα πηγαίνει και κουρνιάζει:

έτσι μαζί της παίζει τώρα η ζωή·
ενώ εκείνη, αδύναμη και κουρασμένη,
κάνει μια απόπειρα για να της προσφερθεί,
μια αδέξια κίνηση όχι συνηθισμένη.

Και σαν ξελόγιασμα το αισθάνεται σχεδόν
τώρα το χέρι της, που τόσο είχε τραχύνει
αυτή η παράκρουση των άγριων πυρετών,
σαν χάδι λες ν’ αναρριχάται λουλουδιών
το μέτωπό της το τραχύ για ν’ απαλύνει.

///

ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΜΠΡΟΣ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Καθώς βοτάνι σε ποτό υπνωτικό,
τους κουρασμένους τρόπους της αργά διαλύει
μες στου καθρέφτη το κρυστάλλινο νερό·
εκεί και το χαμόγελό της πάει και δύει.

Και περιμένει ωσότου η στάθμη ν’ ανεβεί·
και τότε χύνει στον καθρέφτη τα μαλλιά της
και, τους εξαίσιους ώμους της για μια στιγμή
αποδεσμεύοντας από το φόρεμά της,

(περισσότερα…)

Ἀπὸ τὸν Γιὰν Σκάτσελ, μὲ διάμεσο τὸν Πάουλ Τσέλαν, στὸν Σωτήρη Γουνελᾶ

*

τοῦ ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

Σωτήρης Γουνελᾶς,
Διάπλους,
Ἁρμός, 2016
[διάπλους: (ναυτικὸς ὅρος) ἡ διέλευση θαλάσσιας ἔκτασης ἢ πορθμοῦ μὲ πλωτὸ μέσο]

~.~

«Γιὰ νὰ γεννηθεῖ ἕνας στίχος, θὰ πρέπει νὰ ἔχεις δεῖ πολλὲς πολιτεῖες, πολλὰ πράγματα καὶ ἀνθρώπους, πρέπει νὰ γνωρίσεις τὰ ζῶα, νὰ νιώσεις πῶς πετοῦν τὰ πουλιά, νὰ ξέρεις τὴ χειρονομία ποὺ κάνουν τὰ μικρὰ ἄνθη ὅταν ἀνοίγουν τὸ πρωί […]. Πρέπει νὰ ἔχεις δεῖ ἀνθρώπους νὰ ξεψυχοῦν, νὰ ἔχεις ξενυχτίσει πεθαμένους σὲ κάποιο δωμάτιο μὲ ἀνοιχτὸ παράθυρο καὶ θυρύβους κατὰ διαστήματα. Ὅμως δὲν ἀρκεῖ νὰ ἔχεις ἁπλῶς ἀναμνήσεις. Πρέπει νὰ μπορεῖς νὰ τὶς ξεχάσεις ὅταν εἶναι πολλές, καὶ πρέπει νὰ περιμένεις ὑπομονετικὰ νὰ ξανάρθουν. Γιατὶ αὐτὲς δὲν εἶναι ἀκόμα οἱ πραγματικὲς ἀναμνήσεις. Μόνο ὅταν μετουσιωθοῦν μέσα μας σὲ αἷμα, βλέμματα καὶ χειρονομίες, ὅταν γίνουν ἀνώνυμες καὶ μὴ ἀναγνωρίσιμες ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, μόνο τότε μπορεῖ νὰ ἔρθει κάποια σπάνια στιγμὴ ποὺ θὰ ξεπηδήσει ἀπὸ μέσα τους ἡ πρώτη λέξη κάποιου στίχου».
Ρ. Μ. ΡΙΛΚΕ, Σημειώσεις τοῦ Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε,
Μτφρ. Ἀλ. Ἴσαρης, Κίχλη, 2018, σ. 25-26.

Ἄρχισα νὰ γράφω γιὰ τὸν ποιητὴ Σωτήρη Γουνελᾶ (1949) –θὰ ἤθελα νὰ ἀπομονώσω τὶς παράλληλες ἰδιότητες, τοῦ στοχαστῆ, τοῦ θρησκευόμενου χριστιανοῦ, τοῦ κατὰ τὸ Finis Graeciae καὶ τὸ «Χαμένο κέντρο» ἐσχατολόγου ἐπικροτητῆ τῶν Γιανναρᾶ καὶ Λορεντζάτου, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον–, ἄρχισα, λοιπόν, νὰ γράφω γιὰ τὸν ποιητή, μὲ ἕνα πασίγνωστο ἀπόσπασμα τοῦ Ρίλκε γιὰ τοὺς ὅρους τῆς ποιητικῆς λειτουργίας, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Γουνελᾶς τὸ ἔχει ἐγκολπωθεῖ καὶ παρουσιάσει («Γράμμα στὸν Κώστα Κουτσουρέλη», 13.4.2020). Δὲν εἶμαι μεθοδικὸς ἀναγνώστης του, ἰδίως τῶν θεωρητικῶν κειμένων ποὺ γενικῶς ἀποφεύγω, ἀλλὰ ἀρκεῖ ἡ καταβύθιση (μὲ τὴν ἀπαιτούμενη, ἐλπίζω, σκευή) σὲ ἕναν ποιητικό του κύκλο, λόγου χάρη τὸν Ἰωνᾶ, γιὰ νὰ συναισθανθεῖς τὴ μετουσίωση τῶν ἀναμνήσεων σὲ αἷμα, βλέμμα, χειρονομία. Καμία λέξη του δὲν ἔρχεται τυχαῖα, κανένας αὐτοσχεδιασμός, πέρα ἀπὸ τὸ ἀπρόβλεπτο τοῦ ἐργαστηρίου ὅπως τὸ ἐννόησε ὁ Ἔλιοτ: «Μέχρι νὰ ὁλοκληρώσω μιὰ πρόταση, δὲν ξέρω πῶς θὰ τὴν ὁλοκληρώσω».

Ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ ἐργαστηρίου εἶναι ὁ αὐτοματισμός, ὄχι ὡς συνειρμός, ἀλλὰ ὡς προϊὸν ἀδιόρατων, ἄπειρων διεργασιῶν ποὺ συντελοῦνται, ἄλλοτε βουβά, ἄλλοτε ἐκκωφαντικά, ὄχι στὶς ὧρες τῆς προσήλωσης σὲ ἕνα γραφεῖο, ἀλλὰ μέσα στὴν τύρβη τῆς καθημερινότητας, στὴ χλαλοὴ τῆς κίνησης σὲ μιὰ πολυάνθρωπη πόλη, στὶς ἀγχώδεις συναλλαγές, στὶς ἀγορές. Ὅπως δηλώνει ὁ ἴδιος, ἔτσι γεννήθηκε τὸ ἀκόλουθο ποίημα ἀπὸ μιὰν ἐντύπωση στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς Τράπεζας:

«Τὰ κάδρα»
(μιὰ σημείωση)

Σήκωσα τὰ μάτια μου ψηλὰ
Κι εἶδα τοὺς ἀγωνιστὲς παραταγμένους
Ἕνας ἕνας στὸ κάδρο του
Νὰ τὸν φωτίζει τὸ χρυσαφὶ τῆς κορνίζας
Νὰ τὸν φέγγει
Νὰ τὸν ἁγιάζει.
 
Ἔστεκαν λαμπροὶ
Ἄλλος πάνω στὸ ἄλογο
Ἄλλος μὲ γιαταγάνι
Κι ἄλλος μὲ τὸ καρυοφίλι στὸ πλάι
Κι οἱ φουστανέλες
Εἶχαν κι αὐτὲς τὸ συμβολισμό τους.
 
Βουνά, ραχοῦλες, οὐρανός, ξέφωτα
Κι ἕνας ἥλιος νὰ τυλίγει τὰ πρόσωπα
Καὶ νὰ φωτίζεται ἡ πλάση.
 
Κάτω, μέσα στὴ αἴθουσα
Τράπεζα ἦταν
Ὁ κόσμος ἐξακολουθοῦσε τὶς συναλλαγές του,
Ἀνυποψίαστος. (περισσότερα…)

Μαθαίνοντας ν’ αγαπάμε ως αγαπώντες

Ράινερ Μαρία Ρίλκε,malte1
Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε,
Μετάφραση Αλέξανδρος Ίσαρης
Κίχλη 2018

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Η πρώτη έκδοση στα ελληνικά αυτού του βιβλίου έγινε το 1965 στις εκδόσεις Γαλαξία. Μεταφραστής τους ο Δημήτριος Μπέσκος. Είχα προμηθευτεί τη δεύτερη έκδοση του 1978 (Γαλαξίας-Ερμείας). Το βιβλίο μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Μολονότι είχα την αίσθηση ότι διαβάζοντάς το χώνεσαι σ’ ένα λαβύρινθο εξομολογήσεων, σκέψεων, εσωτερικών εμπειριών, ενοράσεων και οραματισμών αλλά και διαπιστώσεων για τη ζωή, τους ανθρώπους, την κοινωνία, το θάνατο, την αρρώστια και τόσα άλλα. Θυμόμουν για χρόνια τις ξεχωριστές εκείνες σελίδες όπου προβάροντας ρούχα αποκριάτικα που βρήκε σε μα ντουλάπα και συμπληρώνοντας το ντύσιμό του με μια μάσκα στήθηκε μπροστά στον καθρέφτη – σημειωτέον ότι η μητέρα του τον έντυνε με κοριτσίστικα ρούχα γιατί είχε πεθάνει η μικρή της κόρη ― φτάνει «να χάσει κάθε αίσθηση του εαυτού του― έπαψε να υπάρχει», όπως γράφει. Ταυτίστηκε με την εικόνα του καθρέφτη. (περισσότερα…)