Ρούντιγκερ Σαφράνσκι

Ρ. Σαφράνσκι: Μην μας αφήνετε μονάχους με τους Γερμανούς!

safranski.jpg

Ο Ρούντιγκερ Σαφράνσκι (γεν. 1945) ανήκει στους επιφανέστερους Γερμανούς στοχαστές της γενιάς του. Τα βιβλία του για συγγραφείς όπως ο Ε. Τ. Α. Χόφφμαν, ο Νίτσε, ο Γκαίτε, ο Χάιντεγγερ συγκαταλέγονται στα πιο πολυδιαβασμένα των τελευταίων ετών. Με τις τοποθετήσεις του πάνω στο προσφυγικό ζήτημα και την κριτική που άσκησε στην πολιτική της καγκελαρίου Μέρκελ τέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας αντιπαράθεσης στη χώρα του, και όχι μόνο, και προκάλεσε πλήθος αντιδράσεις και πολεμικές. Η συζήτησή του με τον Ρίκο Μπάντλε δημοσιεύτηκε στην ελβετική επιθεώρηση Die Weltwoche, τον περασμένο Δεκέμβριο.  Η μετάφραση είναι του Πέτρου Γιατζάκη.    

 * * *

Κύριε Σαφράνσκι, κανείς δεν έχει αναλύσει την ουσία του Γερμανού με μεγαλύτερη ακρίβεια από εσάς. Τι συμβαίνει λοιπόν στην Γερμανία;

Για να σας δώσω μία λακωνική απάντηση: Στην γερμανική πολιτική κυριαρχεί ένας μοραλιστικός παλιμπαιδισμός.

Και μία λιγότερο λακωνική απάντηση;

Η Γερμανία απώλεσε μετά το 1945 ως ηττημένο έθνος την κυριαρχία της. Μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989, η Δυτική Γερμανία διήγε βίον ανθόσπαρτον: Ήμασταν υπό την αιγίδα των Αμερικανών και δεν ήμασταν υπεύθυνοι για τίποτε. Επειδή δεν είχαμε την ευθύνη της φροντίδας για τους εαυτούς μας, δεν γνωρίζαμε καν τι είναι η εξωτερική πολιτική. Μόλις το 1989 έγινε η Γερμανία ένα κυρίαρχο κράτος και κινείται μέχρι σήμερα με αρκετή ανασφάλεια στην διεθνή σκηνή. Ταλαντευόμαστε μεταξύ μίας οικονομικής αυτοπεποίθησης και ενός αλλόκοσμου ουμανιταρισμού. Η εξωτερική μας πολιτική έχει καταστεί μία ηθική αποστολή.

Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι μία κουλτούρα του καλωσορίσματος, όπου οι άνθρωποι που ζητούν άσυλο γίνονται δεκτοί με αλαλαγμούς χαράς;

Παντού στην Ευρώπη πλην της Σουηδίας οι άνθρωποι λένε: «Οι Γερμανοί  τρελάθηκαν.» Η ανωριμότητα της γερμανικής πολιτικής καθίσταται οφθαλμοφανής στο αξίωμα ότι δεν επιτρέπεται να θέσουμε όρια ή κάποια οροφή στον αριθμό των προσφύγων. Εδώ υπάρχει ένα σημαντικό συλλογιστικό σφάλμα. Διότι σύμφωνα με την σημερινή πρακτική, τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού θα είχαν δικαίωμα ασύλου στην Γερμανία με βάση τα δικά μας οικονομικά και δημοκρατικά πρότυπα. Το γεγονός ότι η προσφυγική πολιτική μας είναι θύμα ενός εγγενούς λογικού σφάλματος, θα έπρεπε να έχει γίνει το αργότερο σε αυτό το σημείο πλήρως αντιληπτό.

Ο φιλόσοφος Πέτερ Σλοτερντάικ δήλωσε, ότι στο προσφυγικό ζήτημα θα έπρεπε να είμαστε ικανοί για «κάτι σαν μία καλοσυγκερασμένη σκληρότητα». Το πρόβλημα κατ΄ αυτόν είναι ότι: «Οι Ευρωπαίοι αυτοπροσδιορίζονται ως καλοσυνάτοι, καλόγνωμοι  άνθρωποι και όχι ως σκληροί άνθρωποι, και υπάρχει μία ανάλογη δημοσιολογία και δημοσιογραφία, που δυσφημεί τα πρώτα δείγματα στην πορεία προς μία πιο αμυντική ή πιο σκληρή στάση στο προσφυγικό ζήτημα ως πολιτισμικό όνειδος του υψίστου μεγέθους.»  

Δεν είναι απαραίτητο να το εκφράσουμε με τέτοια οξύτητα. Το 1997 έγραψα ένα βιβλίο για το Κακό. Εκεί δεν ισχυρίζομαι ότι είμαστε αβυσσαλέοι σατανάδες. Στην ανθρώπινη όμως ωρίμανση ανήκει η γνώση, για το κακό που ενυπάρχει μέσα μας. Οι Γερμανοί πολιτικοί ομιλούν διαρκώς για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που είναι απαράβατη και απαραβίαστη. Υποκρινόμαστε, σαν να είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ένα έμφυτο όργανο όπως τα χέρια ή τα πόδια. Αυτό είναι ένα αφελές κοσμοείδωλο. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια δεν πέφτει από τον ουρανό, αλλά προϋποθέτει ένα λειτουργικό κράτος, που δύναται να προστατεύσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια εντός των συνόρων και των ορίων του. Και κατόπιν πρέπει να θέσουμε το ερώτημα: Πώς δυνάμεθα να έχουμε αυτό το κρατικό οικοδόμημα; Αυτό επιτυγχάνεται μόνο με πολύ αυστηρούς κανόνες, αλλιώς το κράτος χάνει την αφομοιωτική, ενοποιητική του δύναμη, που εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φοβάμαι πολύ, ότι το κράτος μας χάνει τούτη τη δύναμή του, όταν έχουμε σε ορισμένα τμήματα της κοινωνίας μία ισλαμική πλειοψηφία με ένα τελείως διαφορετικό αξιακό σύστημα. Εν συντομία: Πρέπει να κρατήσουμε σταθερή την κοινωνική συνοχή, για να μπορέσει το κράτος να εγγυηθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν τούτο δεν το ξεκαθαρίζουμε, τότε αυτό είναι ανεύθυνο: Επιθυμούμε να βοηθήσουμε και παρόλα ταύτα, αδυνατίζουμε συνάμα τους θεσμούς, που θα μπορούσαν εν τέλει να βοηθήσουν. (περισσότερα…)