ρουμανικός κινηματογράφος

Είναι ο καπιταλισμός, pula mea…

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Η τελευταία ταινία του Ράντου Ζούντε, Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου, διατρέχεται από μια έμμονη εικόνα, που συγχρόνως υπερβαίνει τη γραμμική της συνέχεια και διαχέεται στο σύνολό της: η νεαρή γυναίκα οδηγεί νευρικά το αυτοκίνητό της στους δρόμους του Βουκουρεστίου, μασώντας τσιχλόφουσκα και ταυτόχρονα προτείνοντάς τη με αυθάδικο ύφος σε «κάποιον» απέναντί της που μπορεί να είναι ο εργοδότης της, οι άντρες γενικά ή ο άντρας της ζωής της ή ολόκληρη η κοινωνία. Οδηγεί στους δρόμους της ρουμανικής πρωτεύουσας: θα πρέπει να περάσει πολλές συμπληγάδες, να υποστεί πολλά δηκτικά και υβριστικά σχόλια που δεν φτάνουν μέχρι, αλλά αρχίζουν από, έναν άγριο σεξισμό και πηγαίνουν όπου παραπέρα. Κι αυτή αρνείται πεισματικά να υπαναχωρήσει στην αναμέτρηση της ασφάλτου που της έτυχε. Χυδαιολογεί, και η τσιχλόφουσκα γίνεται μια μετωνυμία της χυδαιολογίας της, της μόνιμης σύσπασης που κρατά σε άκρα διέγερση το πρόσωπό της, που την κάνει να μένει ξύπνια πάνω στο τιμόνι, μιας και δουλεύει, όπως λέει, δεκάξι ώρες την ημέρα. Είναι ένας τρόπος να ανασαίνει μέσα στο περιβάλλον αυτό. Κάποτε ημερεύει κάπως μπροστά στη μητέρα της κι όταν πρόκειται για τον τάφο των παππούδων της, μιας και το «ακραίο» σύμπαν του Ζούντε δεν είναι μονολιθικό. Το εξαγριωμένο του σκώμμα δεν είναι χωρίς διάκριση. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τις πολεμικές αντιδράσεις της ηρωίδας του, επιχαίροντας με τη συγκρουσιακή της αύρα, αλλά και μένοντας στις αδυναμίες της. Οπότε και φαντάζει μέσα σε τούτο τον ηλεκτρισμό ως αντίστιξη, συνεχής και δραστική, το ringtone με τον «Ύμνο στη χαρά» από την Ενάτη που ακούγεται κάθε λίγο και λιγάκι όταν χτυπά το κινητό της για να της δώσουν οδηγίες πάνω στη δουλειά της. Ολύμπια μεταρσίωση μέσα από το λιγδερό μπάχαλο. (περισσότερα…)