ρομαντισμός

Ο Ζαν Πάουλ Ρίχτερ και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Συμπληρώνονται φέτος 200 χρόνια από τον θάνατο του κορυφαίου πεζογράφου της ρομαντικής Γερμανίας, του Johann Paul Friedrich Richter (Βούνσιντελ 1763 – Μπαϊρόυτ 1825), γνωστότερου ως Ζαν Πάουλ, όπως ο ίδιος θέλησε να μείνει στην ιστορία των Γραμμάτων. Επιδιώκοντας σταθερά την σύνθεση επικού και λυρικού/μουσικού στοιχείου και την σύνδεση του ορατού με τα αόριστα ψυχικά βιώματα, αντιστρέφοντας τη σχέση της φωτεινής επιφάνειας με το εσωτερικό βάθος, ο Ζαν Πάουλ, ξεπερνώντας την διάκριση γεγονότος και αίσθησης αλλά και την δουλεία της μορφής, οδήγησε την ρευστή αμορφία του ρομαντικού μυθιστορήματος στα άκρα της.

Το εντυπωσιακό του ξεκίνημα με τις σατιρικές Δοκιμασίες της Γροιλανδίας και το δημοφιλές μυθιστόρημα Έσπερος ή 45 Μέρες με Σκύλους δεν του χάρισαν την πολυπόθητη αναγνώριση που επιθυμούσε. Ο Χέρντερ και ο Βήλαντ τον επαίνεσαν αλλά ο Γκαίτε και ο Σίλλερ έστεκαν ψυχροί ενώ και το αναγνωστικό κοινό έδειχνε διχασμένο. Κάποιοι τον σέβονταν απόλυτα κι άλλοι τον αντιμετώπιζαν με κούνημα του κεφαλιού και αδιαφορία.

«Βρήκε την υγειά του» αφήνοντας την Βαϊμάρη για το Βερολίνο όπου η βασίλισσα της Πρωσίας Λουίζα αποδείχθηκε ενθουσιώδης αναγνώστρια των έργων του. Αυτό ώθησε τον Ζαν Πάουλ να μετακομίσει μόνιμα στο Βερολίνο τον Οκτώβριο του 1800, όπου έγινε φίλος με τους αδελφούς Σλέγκελ και τους άλλους μεγάλους ρομαντικούς, τον Τικ, τον Σλάιερμαχερ, τον Φίχτε. Από το 1804 όμως εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Μπαϊρόυτ όπου έζησε απομονωμένος ως τον θάνατό του. Παρά την απομόνωση όμως, ενέπνεε τις γερμανικές φοιτητικές αδελφότητες, τόσο για τον πατριωτισμό του όσο και για τις τολμηρές μεταφορές και τις λαβυρινθώδεις πλοκές των έργων του, στις οποίες ο Ζαν Πάουλ παρενέβαλλε στοχασμούς και ποιητικά ή φιλοσοφικά σχόλια που μαρτυρούν την αποστασιοποίησή του τόσο από τον διαφωτισμό όσο και από την μεταφυσική. Η πνευματώδης ειρωνεία του διανθιζόταν πάντα με απότομη πικρή σάτιρα και ο νηφάλιος ρεαλισμός του με τα πιο μεταμορφωτικά ειδύλλια. Έτσι, κατέληξε σε μια κοσμοθεωρία χωρίς ψευδαισθήσεις, σε συνδυασμό με την χιουμοριστική παραίτηση από κάθε διάθεση κατήχησης. Κέρδισε τελικά την υψηλότερη εκτίμηση μεταξύ των μεταγενέστερων ποιητών και δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξε ο μόνος ποιητής του οποίου τα πλήρη έργα πήρε μαζί του στο Παρίσι ο Πάουλ Τσέλαν, στο έργο του οποίου είναι εμφανείς οι επιδράσεις. (περισσότερα…)

Βίλχελμ Μύλλερ, Τὸ χειμωνιάτικο ταξίδι


*

Εἰσαγωγὴ – Ἐπιλογὴ
ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

Ὁ Wilhelm Müller (1794-1827), κορυφαῖος Γερμανὸς φιλέλληνας, ὑμνητὴς τοῦ Εἰκοσιένα, ποιητής, μεταφραστὴς στὴ γερμανικὴ γλώσσα τῆς συλλογῆς ἑλληνικῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν τοῦ Κλὼντ Φωριέλ, ἔγραψε καὶ δημοσίευσε τὸν κύκλο ποιημάτων Τὸ χειμωνιάτικο ταξίδι (Die Winterreise) σὲ δύο περιόδους (1823-1824). Συνολικὰ εἴκοσι τέσσερα ποιήματα ποὺ μελοποιήθηκαν ὅλα ἀπὸ τὸν Φρὰντς Σοῦμπερτ τὸ 1827. Οἱ χρονολογικές, ἢ μᾶλλον, ἡμερολογιακὲς λεπτομέρειες τῆς σύνθεσης εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ συγκινητικὲς στὴν ἱστορία τῆς μουσικῆς. Ὅπως ἀναφέρει σὲ χειρόγραφο σημείωμα, ὁ Σοῦμπερτ καταπιάστηκε μὲ τὴ σύνθεση τῶν δώδεκα πρώτων ποιημάτων τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1827, καὶ μὲ τὸ δεύτερο μέρος ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ μέχρι τὸ τέλος Ὀκτωβρίου τῆς ἴδιας χρονιᾶς. Ὁ Μύλλερ, βαριὰ ἄρρωστος στὴ γενέτειρά του, τὸ Ντεσσάου, πέθανε στὶς 20 Σεπτεμβρίου, πιθανότατα χωρὶς νὰ πληροφορηθεῖ τὸ συνθετικὸ ἐγχείρημα τοῦ Σοῦμπερτ καὶ φυσικὰ χωρὶς νὰ ἀκούσει τὶς μοναδικὲς στὴν ἱστορία τῆς μουσικῆς, καὶ τοῦ ρομαντισμοῦ εἰδικότερα, συνθέσεις.

Ἦταν 33 χρόνων. Εἴκοσι μέρες ἀργότερα ἔγινε ἡ ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου (20 Ὀκτωβρίου 1827) ποὺ σήμανε γιὰ τοὺς Ἕλληνες τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἀπελευθέρωσης ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸ ζυγό. Ὁ Μύλλερ εἶχε γράψει καὶ δημοσιεύσει περισσότερα ἀπὸ πενῆντα λῆντερ (ὅπως τὰ ὀνόμαζε), τὰ πασίγνωστα πλέον GriechenliederLieder der Griechen, φόρο τιμῆς στὸν ἀγώνα. Τὰ τέσσερα τελευταῖα γιὰ τὴν Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου. Ὁ Σοῦμπερτ, ἄρρωστος ἤδη ἀπὸ τὸ 1823, πέθανε ἕνα χρόνο ἀργότερα, στὶς 19 Νοεμβρίου 1828. Ἦταν 31 χρόνων. Ὁ ποιητὴς καὶ ὁ συνθέτης (ποὺ δὲν εἶχαν γνωριστεῖ προσωπικὰ οὔτε συναντηθεῖ) συναντήθηκαν μέσα ἀπὸ τὴν τέχνη τους. Τὰ τραγούδια τοῦ Σοῦμπερτ συγκινοῦν, καὶ θὰ συγκινοῦν στοὺς αἰῶνες, ὅπως συνέβη στὴ πρώτη παρουσίαση τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1828 στὴν Βιέννη, καὶ πάλι (δύο μῆνες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συνθέτη) τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1829.

Ποιήματα-τραγούδια τῆς περιπλάνησης, τοῦ ἀπεγνωσμένου ἔρωτα καὶ τῆς βύθισης στὴ μελαγχολία. Στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, ἀναπόφευκτη κατάληξη, ἡ αὐτοκτονία. Εἴκοσι τέσσερα λιτά, ἔμμετρα, μὲ πλεκτὴ κατὰ βάση ὁμοιοκαταληξία καὶ πλούσια σὲ εἰκόνες καὶ ἀποχρώσεις γλώσσα. Κατὰ ἕναν τρόπο ἀποτελοῦν τὴν ποιητικὴ ἐκδοχὴ τῆς πορείας τοῦ Βέρθερου τοῦ Γκαῖτε (Τὰ πάθη τοῦ νεαροῦ Βέρθερου, 1774-1787), στὸ μυθιστόρημα μαθητείας ποὺ ἄνοιξε τὸν δρόμο στὸν γερμανικὸ ρομαντισμό.

Μὲ τὸν ἴδιο ἀριστουργηματικὸ τρόπο ὁ Σοῦμπερτ εἶχε μελοποιήσει ἐνωρίτερα, τὸ 1823, τὸν ὁμόθυμο ποιητικὸ κύκλο τοῦ Μύλλερ Ἡ ὡραία μυλωνού, γραμμένον τὸ 1820 (μελοποιήθηκαν εἴκοσι ἀπὸ τὰ εἴκοσι πέντε ποιήματα). Ὅσο γνωρίζουμε, ὁ Μύλλερ δὲν εὐτύχησε νὰ ἀκούσει οὔτε αὐτὲς τὶς συνθέσεις ποὺ πρωτοπαίχτηκαν, καὶ μάλιστα στὸ βιεννέζικο κοινό, τρεῖς δεκαετίες ἀργότερα, τὸ 1856.

(περισσότερα…)

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Λυρικά αποσπάσματα

*

Προλόγισμα-Εκλογή: Κώστας Κουτσουρέλης

«Ο Βαλαωρίτης δεν είναι λυρικός», προειδοποιεί τον αναγνώστη ο Κωστής Παλαμάς – ίσως για να τον προφυλάξει από την διαδεδομένη ήδη στον καιρό του παρεξήγηση ότι η ποίηση ταυτίζεται με το λυρικό της γένος. Ωστόσο δεν έχει εντελώς δίκιο. Το μέγιστο μέρος του έργου του Βαλαωρίτη το αποτελούν ασφαλώς τα αφηγηματικά του ποιήματα. Όμως ο Βαλαωρίτης είναι κάτι παραπάνω από ιστορητής, από εικονογράφος των μακραίωνων εθνικών παθών, για να θυμίσω μια από τις σημασίες της λέξης. Είναι βάρδος με το πλατύ περιεχόμενο που προσέδιδε στον όρο ο 19ος αιώνας, ποιητής δηλαδή που συνδέει οργανικά και αναπόσπαστα τον επικό με τον λυρικό και τον ελεγειακό τόνο. Παρότι ποιοτικά σημαντική, ποσοτικά αυτή του η πλευρά είναι αφανέστερη. Οι λυρικές στιγμές του συχνά είναι κρυμμένες σε εκτενέστερα έργα του, λειτουργούν ως πρελούδια ή ιντερμέδια τα οποία παρενείρονται στην αφήγηση και ρυθμίζουν τη ροή της. Στην Κυρά Φροσύνη, για παράδειγμα, βλέπουμε τον ποιητή να περιγράφει λυρικότατα την Λίμνη των Ιωαννίνων.

Κρυφά το γλυκοχάραμα προβαίνει από τον Πίνδο
ραντίζοντας με τη δροσιά το κάθε πάτημά του.
Κοιμάται η λίμνη ατάραχη, και στου γιαλού την άκρη
ακούεται γλυκά γλυκά λίγος αφρός να παίζει,
σαν ήσυχος ανασασμός μικρού παιδιού στον ύπνο.

Κύριο γνώρισμά του βαλαωριτικού λυρισμού είναι η βαθιά τρυφερότητα:

Στον κόσμο σ’ είδα μιαν αυγή, στον ουρανό μου αστέρι,
στον έρημό μου το γιαλό μονάκριβη αρμυρήθρα,
βυζασταρούδι γαλανό, δροσάτο σαν τη φτέρη,
ξανθό σαν την κερήθρα.

Ο λυρικός Βαλαωρίτης ποθεί τη γαλήνη και την αρμονία, οραματίζεται μια αιθρία όπου οι κίνδυνοι απέλειπαν, όπου και τα θηρία ακόμη έχουν εξουδετερωθεί.

Καλός καιρός οπού ’τανε! Το ’χα κρυφό καμάρι
να μη με σκιάζει η ομορφιά και δίχως χαλινάρι
να τρέχω θάλασσα και γη. Έβλεπα τον πετρίτη,
αντί να βάφει στη σφαγή τη σιδερένια μύτη,
να ξεψυχάει μες στη φωλιά. 

(περισσότερα…)

Επισκόπηση των βαλαωριτικών σπουδών, 1847-2024

*

της ΕΥΣΤΑΘΙΑΣ ΠΟΛΙΤΗ

Η σύντομη αυτή μελέτη παρακολουθεί σε αδρές γραμμές την εκδοτική τύχη του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη μέσα από τους κυριότερους σταθμούς που αφορούν κυρίως συνολικές εκδόσεις του έργου του και ιδιαίτερα σημαντικές μελέτες από το 1847 που εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή Στιχουργήματα μέχρι σήμερα, σε μια προσπάθεια επισκόπησης των βαλαωριτικών σπουδών, αποτίμησης των κατορθωμένων και εξέτασης των προοπτικών τους.1

Αφορά στην ουσία την παρουσίαση των πρώτων συμπερασμάτων της διατριβής μου με τίτλο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879): εργογραφική και βιβλιογραφική καταγραφή, σημασιολογική αποτύπωση και σχεδιασμός ψηφιακής συλλογής».2 Η μοναδική έκδοση της εργογραφίας-βιβλιογραφίας του ποιητή  που διαθέτουμε μέχρι σήμερα είναι το αφιερωματικό βιβλιογραφικό τομίδιο του Οργανισμού Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων που κυκλοφόρησε και μοιράστηκε μαζικά στα σχολεία το 1979 μαζί με αντίστοιχο τομίδιο-ανθολογία του έργου του,  στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από τον θάνατο του ποιητή.3 Συνεπώς η συστηματική βιβλιογράφηση των δημοσιευμάτων του, η πλήρης ευρετηρίαση, ο σχολιασμός και η αξιολόγηση της εκδοτικής τύχης του έργου του και των μελετών γι’ αυτό, αποτελεί ένα από τα βασικά φιλολογικά αιτούμενα με στόχο να αναδειχθούν πολύτιμα στοιχεία –ποσοτικά και ποιοτικά– για την εξέλιξη και τους σταθμούς των βαλαωριτικών σπουδών. Παρομοίως στα φιλολογικά αιτούμενα συγκαταλέγονται η φιλολογική έκδοση των Απάντων του με την αλληλογραφία του με τα μέλη της οικογένειάς του και με τους λόγιους της εποχής του, καθώς και μια επιλογή με τις μελέτες γύρω από το λογοτεχνικό έργο και την πολιτική του δράση. Η έκδοση των Απάντων του είναι προϋπόθεση για την συγγραφή της πνευματικής του βιογραφίας, αλλά και την πρόσληψή του από τις σύγχρονες και τις μεταγενέστερες γενιές. Οι λόγοι των παραπάνω εκδοτικών απουσιών είναι πολλαπλοί και συνδέονται με τις «τύχες» και τις καμπύλες που γνώρισε η πρόσληψη και η αναγνωσιμότητα του έργου του από τις ελληνικές γενιές και κάποτε τις ξένες. Μπορούμε όμως με σχετική ασφάλεια να εντοπίσουμε τον σημαντικότερο λόγο: τη βαριά σκιά του Σολωμού και στη συνέχεια του Κάλβου που υπήρξαν οι πρωταγωνιστές της επτανησιακής λογοτεχνίας.

Ωστόσο η νεοελληνική κριτική στο πρόσωπο και το έργο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, αναγνώρισε τον διάδοχο του Σολωμού και τον ενέταξε στην ποιητική τριανδρία των κορυφαίων του αιώνα του, μαζί με τους δύο Επτανήσιους ομοτέχνους του, τον Σολωμό και τον Κάλβο. Το πλαίσιο που διαμόρφωσε την προσωπικότητα και τον ποιητικό του λόγο και μέσα στο οποίο πρέπει να επιχειρούμε την αξιολόγησή του είναι τα εθνικά, πολιτικοκοινωνικά και πνευματικά γεγονότα των πρώτων πενήντα χρόνων του ελεύθερου κράτους (1830-1880) που ορίζονται από την Επανάσταση, τη δημιουργία του ανεξάρτητου κράτους, τις πολιτικές και πολιτειακές αλλαγές, την πολιτική διάσπαση των Ελλήνων, την αμφισβήτηση της καταγωγής τους, την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης, τη Μεγάλη Ιδέα, τη θεμελίωση της εθνικής ιδεολογίας και της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού στο τρίσημο σχήμα Αρχαιότητα-Βυζάντιο-Νέος Ελληνισμός, όπως το αποτύπωσαν ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Στην ζοφερή εκείνη πραγματικότητα της πεντηκονταετίας  που ακολούθησε την Επανάσταση η ποίηση απέκτησε έναν ρόλο εκτονωτικό και παραμυθητικό. Μέσα από την ποιητική δημιουργία η ελληνική κοινωνία ήλπιζε σ’ ένα απότομο ποιοτικό άλμα που θα τις χάριζε το καινούργιο, επιθυμητό πρόσωπο. Η Μεγάλη Ιδέα ήταν η πρώτη ουτοπία που ενστερνίστηκαν οι Έλληνες για να ανακάμψουν ηθικά. Η ποίηση ήταν το δεύτερο αποκούμπι τους. Ιδίως η ρομαντική ποίηση, με τη ρητορεία, την παραφουσκωμένη έκφραση, την υπερβολή που την χαρακτηρίζει, τους πρόσφερε μια διέξοδο από την πεζή και αντίξοη πραγματικότητα.4  Όταν αναφερόμαστε στην ποίηση του Βαλαωρίτη, μέσα σε αυτό το κλίμα θα πρέπει να διερευνούμε τους στόχους της και να επιχειρούμε την αξιολόγησή  της. (περισσότερα…)

Γεωγραφικὰ τοῦ ρωμαντισμοῦ

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ἔγραφα τὴν περασμένη Κυριακὴ[1] πὼς ὁ ρωμαντισμὸς ἦταν ἠ ἀντίδραση τῆς ζωντανῆς καὶ συναισθηματικῆς νιότης τῆς Εὐρώπης. Ἀντίδραση ἐνάντια στὸν κλασικισμό, πού ’χει ἀπὸ καιρὸ ἀκινητήσει τὴν τέχνη μὲ τὴν ἀδιάκοπη προσπάθεια τῆς μίμησης ἑλληνιστικῶν καὶ ρωμαϊκῶν προτύπων καὶ ἐνάντια στὸν ὀρθολογισμό, ποὺ ὄχι μόνο εἶχε κυριαρχήσει στὴ φιλοσοφία μὲ τοὺς ἐγκυκλοπαιδιστὲς καὶ τοὺς διαφωτιστές, μὰ ἀπειλοῦσε νὰ γίνει κι ὁ ρυθμιστὴς τὴς πολιτκῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς.

Μὲ τὸ ρωμαντισμὸ ἡ Τέχνη τῆς Εὐρώπης ‒τῆς Εὐρώπης ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴ Μεσόγειο‒ ξαναβρίσκει τὸ δρόμο της ἀπ’ ὅπου τὴν εἶχε ξεστρατίσει ὁ θαυμασμὸς πρὸς τὸν ἑλληνικὸ καὶ ἑλληνορωμαϊκὸ πολιτισμὸ κι ἀρχίζει νὰ ἐκφράζει τὸν ἀληθινὸ χαρακτήρα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὁ Ἄγγλος, ὁ Γερμανὸς ἢ ὁ Ρῶσος ἤτανε καὶ εἶναι στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τους ρωμαντικοί.  Φταίει ἴσως τὸ φυσικὸ περιβάλλον. Οἱ μελαγχολικοὶ βάλτοι τῆς Ἀγγλίας κι ὁ ἀνήσυχος ὠκεανὸς ποὺ πελεκᾶ τοὺς βράχους τῶν ἀχτῶν της. Τὰ σκοτεινὰ δάση τῆς Γερμανίας. Ἡ ἀπέραντη ρωσικὴ πεδιάδα, πότε κάτασπρη, πότε μὲ τὸ χρῶμα τοῦ ξεροῦ χόρτου. Καὶ προπάντων ἐκεῖνος ὁ βαρὺς σταχτὴς οὐρανός, κοινὸς σ’ ὅλες τὶς βορεινὲς χῶρες, ποὺ κρύβει τὸν ἥλιο καὶ τυλίγει τὰ πάντα σ’ ἕνα θαμπὸ κι ἀμφίβολο φῶς καὶ σὲ κάνει ν’ ἀναρωτιέσαι ἂν ὅ,τι βλέπεις ὑπάρχει πραγματικὰ ἢ μήπως τό ’στησε μπρός σου ἡ φαντασία σου. Κάτω ἀπὸ ἕνα τέτοιον οὐρανὸ τριγυρισμένος ἀπὸ μιὰ τέτοια ἀτμόσφαιρα ὁ ἄνθρωπος τῆς βόρειας, τῆς κεντρικῆς ἢ τῆς ἀνατολικῆς Εὐρώπης κλείνεται στὸν ἑαυτό του, γίνεται μυστικιστὴς κι ὀνειροπόλος, μοναχικὸς καὶ στοχαστικός.[2]

Τὴν τελειότερη ἔκφραση τῆς ψυχῆς τοῦ βορεινοῦ Εὐρωπαίου ἀποτελοῦν οἱ μεσαιωνικὲς μητροπόλεις, τὰ θαυμαστὰ μνημεῖα μιᾶς Τέχνης, ποὺ ὁ μεσογειακὸς Ραφαὴλ τὴν ὀνόμασε μερικοὺς αἰῶνες ἀργότερα, περιφρονητικὰ «Γοτθική», γιατὶ δὲν τοῦ ἤτανε δυνατὸ νὰ τὴ νιώσει. Γενικὰ ἡ Μεσαιωνικὴ Τέχνη, μιὰ τέχνη μὲ πολλὰ στοιχεῖα ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ ποῦμε ρωμαντικά, εἶναι γέννημα τῆς Εὐρώπης τοῦ τεφροῦ οὐρανοῦ. Ἐνῶ ἡ Τέχνη τῆς Ἀναγέννησης εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νότιου Εὐρωπαίου, κυριώτερα τοῦ Ἰταλοῦ,  στὸ γνώριμό του ἀπὸ τὴν ἀρχαία Τέχνη «θεοποιημένο κόσμο τῶν σωμάτων». Ὅταν ἡ Ἀναγέννηση προχώρησε ὣς τὶς χῶρες ποὺ δὲν ἔχουνε γνωρίσει τὸ χάδι τῆς Μεσογείου, ἄλλαξε χαραχτήρα. Ἔπαψε νὰ παίζει μὲ τὸ φῶς, τὸ γυμνό, τὴ δροσερὴ φύση, ἔπαψε νὰ ἐκφράζει τὴ χαρὰ τῆς γήινης ζωῆς. (περισσότερα…)

Ρωμαντικὴ νιότη

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ἡ ἐπέτειος τοῦ θανάτου τοῦ Πούσκιν, ποὺ γι’ αὐτὴν ἔγραφα σὲ περασμένη ἐπιφυλλίδα, ἔφερε γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ  στὴ θύμησή μου τὶς μορφὲς τῶν μεγάλων ρωμαντικῶν ποὺ γεμίζουνε μὲ τὴν ἀνήσυχη ζωή τους τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ περασμένου αἰώνα.

Πάντα σὰ συλλογίζουμαι τὸ κίνημα  τοῦ ρωμαντισμοῦ, ὁ νοῦς μου γεμίζει εἰκόνες μιᾶς αἰώνια ἀγέραστης νιότης. Σὲ καμιὰν ἄλλη περίοδο τῆς ἱστορίας τῆς λογοτεχνίας δὲν ἐφθάσανε στὸν τάφο τόσοι ποιητὲς πάνω στὸ ἄνθισμα τῆς ζωῆς τους καὶ τῆς τέχνης τους. Στὴ ρωμαντικὴ ποίηση λίγοι εἶναι οἱ γέροι. Λὲς καὶ βιάστηκαν οἱ πιὸ πολλοὶ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο πρὶν νὰ συμπληρώσουνε τὴν τέταρτη, καμιὰ φορὰ καὶ τὴν τρίτη δεκαετία τῆς ἡλικίας τους, γιὰ νὰ μείνουνε παντοτεινὰ νέοι. Ἀκόμη καὶ κάποιοι ποὺ τοὺς ξέχασε ὁ σωματικὸς θάνατος ὣς τὸ μισοκαίρισμα, σπάνια ὣς τὰ γεράματα, ὅπως ὁ Ζερὰρ ντὲ Νερβάλ, ὁ Νικόλαους Λενάου ἢ ὁ Φρίντριχ Χαίλντερλιν, εἴχανε πεθάνει πνευματικὰ ἀρκετὰ χρόνια νωρίτερα.

Ἔτσι μιλώντας γιὰ τὸν ρωμαντισμό, ἔρχουνται στὴ μνήμη μας οἱ εἰκόνες ἀνθρώπων νέων, συχνὰ ὡραίων, ὅπως τὶς κράτησε πάνω στὸ μουσαμὰ ὁ χρωστήρας συγκαιρινῶν ζωγράφων, αἰχμάλωτες τῆς αἰώνιας νεότητας. Ἀρυτίδωτα κι ἀγένεια πρόσωπα πλασιωμένα μὲ πλούσια μαλλιά, μάτια ὑγρά, καλοσχεδιασμένα χείλια. Εἶναι οἱ μορφὲς τοῦ Κήτς, τοῦ Σέλλεϋ, του Μπάυρον. Τοῦ Νοβάλις καὶ τοῦ φὸν Κλάιστ. Τοῦ Πούσκιν καὶ τοῦ Λέρμοντοβ. Τοῦ Πεταίφι.

Ὁ ρωμαντισμὸς ἤτανε τὸ κίνημα τῆς ζωντανῆς νιότης. Καὶ δὲν ἤτανε μόνο ἕνα κίνημα φιλολογικὸ ἢ ἔστω γενικότερα καλλιτεχνικό. Ἤτανε μιὰ ὁλόκληρη βιοθεωρία. Δὲν ἦρθε μόνο σὰν ἀντίδραση ἐνάντια στὰ ψυχρὰ καλούπια τοῦ κλασσικισμοῦ πού ’χανε καταντήσει τὴν τέχνη ὁλότελα ἄψυχη, νεκρή, κάτω ἀπὸ μιὰ ἄψογη καὶ μεγαλόπρεπη ἐπφάνεια. Ἦρθε καὶ σὰ μιὰ ἐπανάσταση τῆς καταπιεσμένης καρδιᾶς ἐνάντια στὴ δεσποτεία τοῦ Λογικοῦ. Ὁ 18ος αἰώνας, εἶναι ὁ αἰώνας τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τῆς λατρείας τοῦ Λόγου.

Οἱ Ἐγκυκλοπαιδιστὲς κι οἱ Διαφωτιστὲς γκρεμίζουνε, βέβαια, πολλὲς σκουριασμένες ἀντιλήψεις,  κοινωνικὲς καὶ πολιτικές, ἀνοίγουνε τὸν δρόμο στὴν πρόοδο, μὰ στήνουνε στ’ ὄνομα τῆς Ἐλευθερίας μιὰ καινούργια τυραννία, τὴν τυραννία τῆς Λογικῆς. Ὅ,τι δὲν εἶναι σύμφωνο μ’ αὐτὴν εἶναι ἄχρηστο καὶ βλαβερό. Τὸ ρωμαντικὸ ἄτομο, δηλαδὴ ὁ νέος, συναισθηματικὸς ἄνθρωπος, νιώθει νὰ πνίγεται μέσα στὸν κλοιὸ τῶν ὀρθολογικῶν συστημάτων ποὺ τοῦ κόβουνε τὰ φτερὰ κι ἀπειλοῦνε νὰ τὸν μεταβάλλουνε σ’ ἐξάρτημα μιᾶς μηχανῆς ποὺ θὰ δουλεύει τυφλὰ «γιὰ τὸ καλὸ τοῦ συνόλου». Κι ἐξεγείρεται. (περισσότερα…)

Κωστής Παλαμάς – Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς, παράλληλοι

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 6 / 6 ]

~.~

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ – ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΜΠ. ΓΕΗΤΣ, ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Οι “τύχες” του Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς στην Ελλάδα δεν ανήκουν στις αξιοζήλευτες. Ο Ιρλανδός μεταφράζεται καθυστερημένα, αποσπασματικά και, το κυριότερο, προβληματικά. Καθυστερημένα, επειδή ποίημα δικό του μεταφράζεται πρώτη φορά στα ελληνικά μόλις στα 1941, από την Μελισσάνθη στα Νεοελληνικά Γράμματα, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Γέητς και σχεδόν δυο δεκαετίες μετά το Βραβείο Νομπέλ που του απονέμεται στα 1923[1]. Αποσπασματικά, διότι τα ογδόντα αυτά χρόνια έκτοτε, το ογκωδέστατο έργο του, ποιητικό και άλλο (δραματικό, δοκιμιακό, αφηγηματικό, φιλοσοφικό), αντιπροσωπεύεται στα ελληνικά με μια δεκαριά μόλις αυτοτελείς εκδόσεις και κάποιες σποράδην παρουσίες του σε ανθολογήματα και περιοδικά, σχεδόν όλες ολιγοσέλιδες. Προς σύγκριση, μόνο από το 2010 και εντεύθεν έχουμε πάνω από τριάντα ελληνικές εκδόσεις του Λόρκα, άλλες τόσες του Μπρεχτ, δεκαπέντε του Μαγιακόφσκι και δώδεκα του Έλιοτ, ενός ποιητή που στον ίδιο τον αγγλόφωνο κόσμο θεωρείται συνήθως υποδεέστερος του Γέητς. Αποσπασματικές είναι όμως  οι υπάρχουσες μεταφράσεις και εξαιτίας της σύστασής τους. Μεγάλα κομμάτια του γεητσιανού κόρπους, κάποτε περίοδοι ολόκληρες, υποαντιπροσωπεύονται, ενώ τα κρίσιμα συνθετικά ποιήματά του παρουσιάζονται κερματισμένα, με τρόπο που τα συσκοτίζει.

Πρωτίστως όμως, ο Γέητς μεταφράζεται προβληματικά. Τους λόγους για την ανεπάρκεια των ελληνικών μεταφράσεων ώς το 1995 τους απαριθμεί ο Διονύσης Καψάλης στο σχετικό του δοκίμιο: μικρή τριβή με την αγγλόφωνη ποίηση και το ιστορικό της βάθος· ελλιπής γνώση της κλασσικής προσωδίας που κατ’ αποκλειστικότητα χρησιμοποιεί ο Γέητς· περιρρέουσα λογοτεχνική ατμόσφαιρα που απέχει πολύ από το πνεύμα και την ποιητική του[2]. Ατυχώς, τα προβλήματα αυτά δεν λείπουν και από τις (κατά πολύ περισσότερες) μεταφράσεις ποιημάτων του της τελευταίας εικοσιπενταετίας. Αντιθέτως, σε κάποιες είναι οξυμένα.

Τώρα, η φτωχή αυτή ποσοτικά και ποιοτικά μεταφραστική σοδειά επόμενο ήταν να επηρεάσει και την εικόνα του Γέητς που σχηματίστηκε στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια. Και αυτή είναι κατά τα ουσιώδη της λειψή και παραπλανητική. Ως επί το πολύ, ο Γέητς μάς συστήνεται ως ποιητής που ανοίγει τον δρόμο προς τον «μοντερνισμό», γενικώς και αορίστως. Ή μας παρουσιάζεται ως κήρυκας ποικίλλων, μεγαλοφάνταστων, κάποτε και συγκεχυμένων «οραμάτων και θαυμάτων», για να θυμηθώ τον Μακρυγιάννη. Όσοι προτιμούν την πρώτη ερμηνεία, τον παραλληλίζουν με τον Κ. Π. Καβάφη. Όσοι επιμένουν στη δεύτερη, τον αντιπαραβάλλουν με τον Άγγελο Σικελιανό[3].

Δίχως άλλο, ο Γέητς έχει κοινά και με τον ένα και με τον άλλο Έλληνα ομότεχνό του. Τα όψιμα βιωματικά ποιήματα του Ιρλανδού, αυτή η εκ βαθέων αντιμέτρηση με το γήρας και τη φθορά, θυμίζουν ενίοτε τον τόνο τον καβαφικό. Αντίστοιχα, η διαρκής πάλη του Γέητς με τους μεγάλους μύθους, ο αγώνας του για την αναμάγευση και την ανανοηματοδότηση του κόσμου, φέρνουν στον νου τον Λευκαδίτη ποιητή. Πολύ περισσότερα είναι όμως αυτά που χωρίζουν τον Γέητς από τους δυο Έλληνες. Την καχυποψία του Καβάφη απέναντι στον ιδεαλισμό λ.χ. ο Γέητς δεν την συμμεριζόταν διόλου. Απεναντίας, ώς το τέλος νοσταλγεί τα μεγάλα ιδεώδη του 19ου αιώνα και μυκτηρίζει τους συμπατριώτες του επειδή τα λησμόνησαν. «Είναι ρωμαντικοί, ρωμαντικοί, ρωμαντικοί!» ανέκραζε ο γέρων Αλεξανδρινός στα 1932 κατακεραυνώνοντας τους Αθηναίους ομοτέχνους του. «We were the last romantics», δήλωνε με μαχητική υπερηφάνεια έναν χρόνο προηγουμένως ο Δουβλινέζος στο αυτοβιογραφικό ποίημά του «Coole Park and Ballylee, 1931». Για τον Γέητς την ιστορία την κινούν πρωτίστως τα πάθη, τα όνειρα, οι ιδέες, τα «ανεξέλεγκτα μυστήρια» – κι αυτά οι λεγόμενοι «Ρεαλιστές», σημειώνει,  δεν έχουν μάτια να τα δουν[4].

Hope that you may understand !
What can books of men that wive
In a dragon-guarded land,
Paintings of the dolphin-drawn
Sea-nymphs in their pearly wagons
Do, but awake a hope to live
That had gone
With the dragons? (περισσότερα…)

Πανδημία, επιστήμη και ρομαντισμός

*

της ΜΑΡΙΑΛΕΝΑΣ ΤΣΑΝΤΗΛΑ

Από την αρχή της πανδημίας και τη σταδιακή δημιουργία αυτού του τεχνητού πολιτικού δίπολου (εμβολιασμός ή μη, εμβολιασμένος / ανεμβολίαστος), ένα είδος συζήτησης κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο, αυτό της επιστήμης. Ή μήπως «επιστήμης»; Διότι ο τρόπος που μιλάμε γι’ αυτήν πιο πολύ παραπέμπει σε κάποια… προβατίνα με το όνομα επιστήμη, που από τότε που την πιάσαμε την περιφέρουμε από εδώ και από εκεί, δείχνοντας ο ένας στον άλλον «να, αυτή είναι η επιστήμη», παρά στο σύστημα γνώσεων που αποκτώνται μέσω της τεκμηρίωσης και της απόδειξης. Πολύ απλά, φαίνεται ότι οι επιχειρηματολογίες που επιζητούν να είναι οι πιο επιστημονικά ορθές, είναι και οι πιο αντιεπιστημονικές. Φράσεις του τύπου «η επιστήμη λέει», «σύμφωνα με την επιστήμη», «αυτό είναι επιστήμη» τοποθετημένες σε πλαίσιο όπου η επιστήμη χρησιμοποιείται ως αυθεντία, χαράζουν, σβήνουν, τερματίζουν την ίδια φύση του πράγματος το οποίο επικαλούνται. Καλύτερα να μιλούσαμε για την προβατίνα. Η επιστήμη βρίσκεται εκεί που υπάρχει κατάρριψη, διάψευση, αμφισβήτηση, κριτική (αναφορά στα κριτήρια του Πόππερ) και για να υπάρχουν αυτά πρέπει να υπάρχει πλουραλισμός. Όχι μόνο ένας de facto πλουραλισμός απόψεων/πλευρών, αλλά ένας που εκφράζεται και σε προσωπικό επίπεδο, στην στάση μας ως προς τη συζήτηση με διαφορετικά στοιχεία, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Έχω την εντύπωση ότι και τα δύο εκλείπουν. (περισσότερα…)