*
Στέκομαι στήν ἀκτή, μονάχος, κι ἀρχίζω νά σκέπτομαι
Ὑπάρχουν τά ὁρμητικά κύματα, βουνά ἀπό μόρια
Κάθε χαζομάρα πού κοιτάζει τή δική της δουλειά
Τρισεκατομμύρια ξεχωριστά, πού ὅμως ἑνωμένα
Δημιουργοῦν μιάν ἄσπρη ἐπιφάνειαΑἰῶνες ἐπί αἰώνων, προτοῦ κανένα μάτι μπορέσει νά δεῖ
Χρόνο μέ τό χρόνο,
Κεραυνοβόλα χτυπώντας τήν ἀκτή ὅπως τώρα
Γιά ποιόν, γιατί;
Σ’ ἕνα νεκρό πλανήτη, δίχως ζωή νά εὐφραίνεται
Ποτέ σέ ἡσυχία, τυραννισμένα ἀπό τήν ἐνέργεια
Ξοδεμένα θαυμαστά ἀπό τόν ἥλιο, χυμένα στό διάστημα
Μιά δύναμη κάνει τή θάλασσα νά βρυχᾶται
Βαθιά στη θάλασσα, ὅλα τά μόρια ἐπαναλαμβάνουν τά μοτίβα
Τοῦ ἑνός καί τοῦ ἄλλου ὡσότου νέα περίπλοκα σχηματίζονται
Κάνουν τά ἄλλα ὅμοια μ’ αὐτά
Κι ἕνας νέος χορός ξεκινᾶ (περισσότερα…)
