προδημοσίευση

Κινηματογράφος Αλεξάνδρα

*

Προδημοσίευση από την ομώνυμη συλλογή του Δημήτριου Μουζάκη που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις Εκδόσεις Σίγμα Πι Λάμδα.

~.~

ΨΙΧΑΛΕΣ ΑΠΟ ΚΥΜΑΤΑ

Τη θάλασσα και τη βροχή
τις ερωτεύτηκα απ’ τον ήχο.
Τα κύματα και οι ψιχάλες
δεν απευθύνονται στα μάτια.
Απευθύνονται στα όνειρα.

***

ΓΑΣΤΡΑΛΙΑ

Όταν αντίκρυζα
μια όμορφη γυναίκα
σκεπτόμουν όλβιος
γαστράλια, σκιοδερμίς.
Υπέροχες λέξεις
ό,τι κι αν σημαίνουν. (περισσότερα…)

Η περίπτωση του Αλέξανδρου Σχινά

 

του ΣΠΥΡΟΥ ΜΟΣΚΟΒΟΥ

Προδημοσίευση από το Eπίμετρο της νέας και συμπληρωμένης εκδόσεως της «Αναφοράς περιπτώσεων» του Αλέξανδρου Σχινά που θα κυκλοφορήσει αργότερα αυτήν την άνοιξη από τις Εκδόσεις της Εστίας.*

///

Ο συγγραφέας Αλέξανδρος Σχινάς ήταν ένας ιδιοφυής πρωτεργάτης του λογοτεχνικού μοντερνισμού στην Ελλάδα, ολιγογράφος αλλά καίριος, και σήμερα εν πολλοίς λησμονημένος. Τα εκρηκτικά υπερλεξιστικά κείμενά του που δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό Πάλι του Νάνου Βαλαωρίτη το 1964 και το κορυφαίο βιβλίο του Αναφορά περιπτώσεων που κυκλοφόρησε το 1966 (επανεκδόθηκε τριπλασιασμένο το 1989 και ανατυπώνεται τώρα από τις εκδόσεις της Εστίας) υπήρξαν για την εποχή τους πρωτοποριακά, άσκησαν μεγάλη επίδραση στους ομοτέχνους του και πλούτισαν απρόσμενα τον νεοελληνικό αφηγηματικό λόγο. Στην εποχή του η κριτική επισήμανε το ρηξικέλευθο για τα ελληνικά δεδομένα έργο του. Πολλοί θαύμασαν αυτό το έργο, πολλούς συνεπήρε, αλλά κατά παράξενο τρόπο δεν βρήκε συνέχεια, έμεινε στο στερέωμα σαν μια ειδική και ανεπανάληπτη περίπτωση. Όσο τα χρόνια περνούν, τα βιβλία εξαντλούνται, όπως και η διάχυση της λάμψης τους στις επόμενες γενιές. Η ανατύπωση της Αναφοράς περιπτώσεων δίνει τώρα την ευκαιρία στους νεότερους κυρίως αναγνώστες να ανακαλύψουν και πάλι ένα έργο που μοιάζει ατόφιο εξήντα σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, να το ερμηνεύσουν με την ιδιοσυγκρασία της εποχής μας, να προσμετρήσουν από την αρχή την αξία του, να αποφανθούν οι ίδιοι αν στο παλιό κρυβόταν ο σπόρος του νέου.

Συνειδητή πρόθεση του Σχινά ήταν μια συναισθηματικά πλήρως αποφορτισμένη γλώσσα, μια γλώσσα μαθηματικής ακρίβειας, μια πρόζα τέλειου σχεδιασμού. Όπως στο κείμενο «Ενώπιον πολυβολητού», στο οποίο πειραματίζεται με μια ηλεκτρονική «αφηγηματική συσκευή». Της δίνει συνεχώς εναλλασσόμενες εντολές κι αυτή παράγει διαρκώς νέες εκδοχές του ίδιου θέματος ‒ ένα καλειδοσκόπιο αχαλίνωτης γλωσσικής ευφροσύνης. Το θέμα είναι εξαιρετικά απλό. Σε ένα γραφείο κάποιος αδέξιος υπαλληλίσκος θέλει να αστειευθεί και στρέφει τον χάρακά του εν είδει πολυβόλου κατά του έκπληκτου λογιστή Αμεδαίου, αλλά, μέχρις ότου η συσκευή με την παιδαριώδη ακόμα τεχνητή νοημοσύνη της καταφέρει να διηγηθεί το τετριμμένο αυτό συμβάν, γεμίζει πρώτα με τις αφηγηματικές σπουδές της εκατό σχεδόν σελίδες. Είναι αμέτρητες θαρρείς υφολογικές δοκιμές, περιπλανήσεις στα πιο διαφορετικά επίπεδα του λόγου, κατασκευές μικρών αυθύπαρκτων κόσμων.

Συσκευές και μηχανές υπήρξαν πολλές στην τέχνη του 20ού αιώνα. Ο Αλφρέ Ζαρρύ επινόησε στο βιβλίο του Το υπεραρσενικό μια ηλεκτρική καρέκλα που ερωτεύεται τον παρθένο ήρωα, όμως τον σκοτώνει άθελά της μέσα στην ηλεκτροφόρα αγκαλιά της. Στην κατασκευή του Μαρσέλ Ντυσάν Μεγάλο ποτήρι, οι μνηστήρες θέτουν σε λειτουργία απλώς έναν τρίφτη σοκολάτας, κι ας περιμένει στον επάνω όροφο ξεγυμνωμένη κιόλας η νύφη. Και ο Φραντς Κάφκα μηχανεύεται στο βιβλίο του Στη σωφρονιστική αποικία μια δερματοστικτική συσκευή που χαράσσει στο γυμνό σώμα ενός απείθαρχου στρατιώτη το παράπτωμά του. Σε όλες αυτές τις καλλιτεχνικές εφευρέσεις ενυπάρχει ένας ανεκπλήρωτος αισθησιασμός, γι’ αυτό και αποκλήθηκαν «ασύζευκτες μηχανές» (machines célibataires). Η αφηγηματική συσκευή του Σχινά γίνεται σύμβολο ενός παθιασμένου έρωτα με τη γλώσσα που αναζητά τη λύτρωση, είναι σαν το αγωνιώδες ζουζούνισμα μιας απελπισμένης μύγας, κλεισμένης σ’ ένα χαρτόκουτο. Ο ίδιος ο συγγραφέας αφουγκράζεται το ζουζούνισμα μέσα του και το δακτυλογραφεί. Πίσω πάντως από τη γεωμετρική αρμονία και εντέλεια της δακτυλογράφησης διαισθάνεται κανείς ένα απομονωμένο εγώ, έγκλειστο, που καγχάζει προκλητικά με τον έξω κόσμο. Η αφετηρία και η πεμπτουσία της ζωής και του έργου του Σχινά ήταν η αποξένωση του ανθρώπου μέσα σε έναν εχθρικό κόσμο και η προσπάθεια λύτρωσης με την επινόηση νέων κόσμων, μέσα από ανανεούμενες γλωσσικές φαντασμαγορίες. (περισσότερα…)

Ιωάννα Τσιβάκου, Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Προδημοσίευση)

*

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το υπό εκτύπωση βιβλίο της Ιωάννας Τσιβάκου Περίπλους στις Ακτές του Νοήματος (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης). Η συγγραφέας θεωρεί πως η θεωρητική σκέψη από την αυγή των Νέων Χρόνων κι ύστερα, έως σήμερα, εποχή της ψηφιακής τεχνολογικής έκρηξης, είναι συνυπεύθυνη με τις αντικειμενικές συνθήκες του καπιταλισμού για την έκπτωση του κοινωνικού νοήματος από ενεργειακή δύναμη έμπλεη αξιακού περιεχομένου σε μέσον προωθητικό της λειτουργικότητας των κοινωνικών φαινομένων. Προς απόδειξη αυτού, στο πρώτο μέρος της συγγραφής παρακολουθεί την πορεία του νοήματος προς τη λειτουργοποίησή του, όπως αυτή αποτυπώνεται σε μεγάλα έργα της κοινωνικής οντολογίας. Στο δεύτερο μέρος εντρυφά σε θέματα της τεχνολογίας πληροφοριών και στην εμπέδωση πλέον ενός λειτουργικού νοήματος και, κατ’ επέκταση, ενός λειτουργικού πολιτισμού. Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί περιληπτικό σκιαγράφημα του πρώτου μέρους.

~.~

Με τη θεωρία των κοινωνικών δικτύων έφθασε σχεδόν στο τέλος του ο περίπλους μας στις ακτές του νοήματος μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, με σκαρί παλιό μεν, αγέραστο δε, καλαφατισμένο με την οπτική της κοινωνικής οντολογίας και με πηδάλιο που τραβά συνεχώς προς τον ορίζοντα μιας σκέψης και δράσης ελκυόμενες από το ιδεώδες της λειτουργίας. Επιχειρήσαμε να δείξουμε την ευθύνη της θεωρητικής σκέψης για τη λειτουργοποίηση του νοήματος μέχρι σχεδόν τα τέλη του 20ού αιώνα, χωρίς βεβαίως να εισέλθουμε στην επίδραση των κοινωνικών συνθηκών για τη στροφή της σκέψης από τη μεταφυσική προς την κοινωνική οντολογία και, προφανώς, στα αίτια που έστρεψαν τη θεωρία από την ανίχνευση της ουσίας και της υπόστασης των όντων, στη διερεύνηση των κοινωνικών οντοτήτων και στο νόημα που τις συγκρότησε.

Στη σύντομη αναδρομή μας, αφού αφήσαμε πίσω μας μεταφυσικές αντιλήψεις, προσεγγίσαμε θεωρίες που επεξεργάστηκαν στο πλαίσιο ενός διαδικαστικού ολισμού τις κοινωνικές σχέσεις και το νόημα.

Διαπιστώσαμε, πως σε κάθε προσπάθεια της κοινωνικής οντολογίας να εντοπίσει το στοιχειακό δεδομένο της κοινωνίας, σε κάθε θεωρητική πραγμάτευση των κοινωνικών οντοτήτων, προκειμένου να αναδειχθεί είτε το βασικό συστατικό τους είτε ο κυρίαρχος ρόλος τους στη σύσταση της κοινωνικής πραγματικότητας, στο βάθος ήταν το είδος του νοήματος ─ως περιεχομένου και μορφής─ που επιστράτευε ο θεωρητικός για να ερμηνεύσει τη διαμόρφωση και εξέλιξη του κοινωνικο-ιστορικού. Γύρω από τον άξονα του νοήματος περιεστράφη σε κάθε ιστορική περίοδο η κοινωνική ζωή. Κάθε της έκφανση, κάθε φάση του πολιτισμού μας, αξιοποιεί το νόημα για να δώσει μορφή και περιεχόμενο στα πράγματα που όχι μόνο μας περιβάλλουν, αλλά ορίζουν τον χώρο και τον χρόνο εντός του οποίου εμείς οι ίδιοι συγκροτούμαστε ως ανθρώπινα υποκείμενα και ως κοινωνία.

Το ενδιαφέρον της πραγματείας για το νόημα, όπως δηλώθηκε ήδη από την αρχή, εντοπίστηκε στην εξελικτική του πορεία: πώς από νόημα προτρεπτικό για μια ζωή άξια να τη βιώνει η ανθρώπινη ύπαρξη, άρα από νόημα ηθικό/αξιακό, όπως το συνέλαβε και το επεξεργάστηκε η μεταφυσική σκέψη, μετατράπηκε σε νόημα λειτουργικό, υποκινητικό της επίτευξης αντικειμένων χρήσης, ικανών να προσφέρουν χαρά αλλά και να αιχμαλωτίζουν τη ζωή στη δική τους ουσία, ήτοι, στη δική τους χρηστικότητα.

Αρχίζοντας με τον Σπινόζα, είδαμε πώς η δυτική σκέψη προχώρησε στην εποχή της εγκοσμιότητας και της εξατομίκευσης. Ο σπινοζικός άνθρωπος προβάλλει ως άτομο, παρότι εξακολουθεί να μην θεωρείται αυτόνομη ύπαρξη παρά θεϊκό δημιούργημα, προικισμένο με τις θείες ιδιότητες της σκέψης αλλά και της έκτασης (ήτοι του σώματος). Ο Θεός από υπερβατική ιδέα γίνεται φύση, εγκόσμια δύναμη, ικανή να πλημμυρίζει με το φως της τα ανθρώπινα όντα. Μπορεί οι σχέσεις ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα να είναι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε σώματα και ιδέες, οι οποίες αποτελούν αντανάκλαση της θείας φύσεως, όμως συχνά οδηγούνται σε αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις∙ κι αυτό, διότι, ενώ το ανθρώπινο πνεύμα ─και συνεπώς το νόημα που το διακατέχει─, μέσω της θεϊκής καταγωγής του, ωθεί τον άνθρωπο στην ενατένιση του αγαθού, το σώμα τον ωθεί προς μια ζωική παρόρμηση για τη διατήρηση της βιολογικής του συνθήκης. Μέσα από τη διαπάλη νου – σώματος, διαμορφώνεται το ανθρώπινο νόημα, ένα μίγμα θεϊκού πνεύματος και ανθρώπινης όρεξης, διαποτισμένου ωστόσο από λειτουργικούς σκοπούς. (περισσότερα…)

Έφη Δήμου, «Τέλειο!»

main-image.jpg

«Τέλειο!»

Τον τελευταίο μήνα, κάθε μέρα, η ίδια σκηνή, η ίδια κουβέντα. Εκείνη, καθισμένη στο τραπέζι της κουζίνας, με το βλέμμα καρφωμένο στα χέρια της, προσεχτικά ακουμπισμένα στην ποδιά της και, εκείνος, να κόβει βόλτες μπροστά της, σαν αγρίμι στο κλουβί. Μικρές βόλτες, πέρα-δώθε, ίσαμε τέσσερα βήματα η καθεμία. Σταματά και ανάβει τσιγάρο. Τρεις βαθιές ρουφηξιές. Τη ρωτά αν είναι σίγουρη, αν το σκέφτηκε καλά και νιώθει το πηγούνι του να τρέμει. Του απαντά ότι όχι, δεν είναι σίγουρη, για τίποτα πια δεν μπορεί να είναι σίγουρη όμως τώρα αυτό θέλει. Τον προλαβαίνει και του μιλά για τα παιδιά, πως είναι μεγάλα, θα καταλάβουν, αν μπουν στον κόπο να ασχοληθούν. «Δε σε ρώτησα για τα παιδιά», της λέει ξερά. «Κουράστηκα να υποκρίνομαι…», συνεχίζει εκείνη σα να μην τον άκουσε και κάνει να σηκωθεί να φύγει. «Κουράστηκες να υποκρίνεσαι;», αρθρώνει με κόπο εκείνος και αφήνει τα χέρια του να κρεμάσουν. Το τσιγάρο πέφτει από τα δάχτυλά του και κυλά στο πάτωμα. Ο καπνός του αρχίζει να ανεβαίνει προς τα πάνω αλλά διαλύεται προτού φτάσει στο ύψος των κεφαλιών τους. Με την αναστροφή του χεριού του σκουπίζει τον ιδρώτα που έχει φυτρώσει –ψιλές ψιλές σταγονίτσες– στο μέτωπό του. «Κουράστηκες να υποκρίνεσαι;», επαναλαμβάνει σα να απευθύνεται στο κενό. «Δεν αντέχω άλλο σ’ αυτόν τον ρόλο», ψελλίζει εκείνη με φωνή βραχνή και πνιγμένη, ανακατεμένη μ’ ένα πνιχτό αναφιλητό. «Μαριάννα, κοίταξέ με» κι εκείνη, σαν μικρό παιδάκι, υπακούει. Τον κοιτά με το πρόσωπό της βουτηγμένο στα δάκρυα και σε λίγο ξεσπά σε λυγμούς που τραντάζουν το λιγνό κορμί της. «Για ποιο ρόλο μου μιλάς; Πρόκειται για τη ζωή σου. Τη ζωή μας», λέει εκείνος και κάνει να την αγγίξει. «Έχω στεγνώσει από ζωή. Είμαι μόνο θέατρο…», λέει εκείνη πικρά, τα μάτια της κατακόκκινα, στα όρια του εαυτού της. «Σύνελθε», φωνάζει εκείνος και η παλάμη του αφήνει κόκκινο αποτύπωμα στο μάγουλό της. Πονάει. Σωριάζεται στο πάτωμα και νιώθει την καύτρα του τσιγάρου στην πλάτη της. Η θεόρατη σκιά του στέκει από πάνω της και την κάνει να μαζευτεί κουβάρι, παλεύοντας απεγνωσμένα να ξεφύγει, να κρυφτεί. Αφήνει μια κραυγή που δεν βγαίνει ποτέ προς τα έξω. Το πρόσωπό της είναι αλλοιωμένο από μια έκφραση απελπισίας και οδύνης. Με τρόμο αντιλαμβάνεται τα δάχτυλά του να σφίγγουν το λαιμό της. Έχει μελανιάσει, ανασαίνει όλο και πιο δύσκολα.

Με όσο κουράγιο της απομένει σηκώνει το κεφάλι και το στρέφει προς την πλευρά της πλατείας. «Στοοοπ!», ακούγεται μια φωνή, «τέλειο!». Τα μάτια της μένουν ακίνητα, διεσταλμένα, με μια έκφραση θριάμβου πάνω στη γυάλινη επιφάνειά τους.

ΕΦΗ ΔΗΜΟΥ



(Τὸ διήγημα «Τέλειο!» ἀποτελεῖ προδημοσίευση ἀπὸ τὴν ἐπικείμενη συλλογὴ ἀφηγημάτων τῆς Ἔφης Δήμου, ἡ ὁποία ἐπίκειται νὰ κυκλοφορήσει ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Γκοβόστη)

Ιωάννα Τσιβάκου, Συναίσθημα και ορθολογικότητα. Η ελληνική εμπειρία (προδημοσίευση)

Εισαγωγικά

Ο «συναισθηματικός» Έλληνας, έναυσμα και σκοπός

Συχνά, διανοούμενοι και πολιτικοί, ως και άνθρωποι της τέχνης, χαρακτηρίζουν τον ελληνικό λαό «συναισθηματικό». Κρίνοντας από τα συμφραζόμενα, θα έλεγα, πως χρησιμοποιούν τον εν λόγω χαρακτηρισμό για να εξηγήσουν τον κατά τη γνώμη τους έντονο αυθορμητισμό που διακρίνει τους Έλληνες, την έλλειψη τάξης στις πράξεις και σκέψεις τους, όπως και το ευσυγκίνητο του χαρακτήρα τους. Παρόμοιες συμπεριφορές είτε αποδίδονται σε γεωγραφικά και γενετικά αίτια συνδεδεμένα με τη φυλή, είτε, πράγμα που ενδιαφέρει εν προκειμένω, σε μακρο-κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες συνδεδεμένους με την οικογενειακή δομή και θρησκεία. Ακούγεται συχνά, πως το ελληνικό άτομο, αναθρεμμένο μέσα σε κλειστούς κοινωνικούς κύκλους, κυρίως της οικογένειας και μικρών κοινωνικών ομάδων –εντοπιότητας ή προσωπικών φιλικών σχέσεων–, αναπτύσσει ψυχισμό ρέποντα προς συναισθηματικές και όχι ορθολογικές κρίσεις και αποφάσεις για τη ζωή του όπως και για τα κοινά. Υπ’ αυτήν την οπτική, το συναίσθημα ερμηνεύεται ως η άλλη όψη όχι της αναισθησίας, αλλά του ορθολογισμού. Με τον τελευταίον όρο υπονοούνται συμπεριφορές και στάσεις ζωής εγκαθιδρυμένες κατά τους Νέους Χρόνους, όταν απέναντι στον μεσαιωνικό άνθρωπο του δυτικού κόσμου ορθώθηκε από την φιλοσοφικο-πολιτική σκέψη το εκλογικευμένο άτομο. Το υποκείμενο που πρόβαλε τότε στη σκηνή των δυτικών κοινωνιών, δεν έπαψε να είναι φορέας συναισθημάτων, όμως, όπως υποστηρίχθηκε από μεγάλο τμήμα του δυτικού στοχασμού, η κύρια συνιστώσα του θεωρήθηκε ο έλλογος νους, ο οποίος όφειλε να καλλιεργείται έτσι, ώστε ο μακρόπνοος σχεδιασμός του βίου του και, κατά ακολουθίαν, η δράση του να διακρίνονται από ορθολογικότητα. Συνεπώς, όταν γίνεται αναφορά στον συναισθηματισμό των Ελλήνων, η έννοια εκφέρεται υποτιμητικά, καθώς, υπόρρητα, συγκρίνεται με τον ορθολογισμό που κατά τη γνώμη τους εξακολουθεί να διέπει τα άτομα των δυτικών κοινωνιών, κυρίως όσων έχουν βιώσει την περίοδο της νεωτερικότητας.

ΕξώφυλλοΤσιβάκου.jpgΜεγάλο μέρος της ελληνικής πολιτικής, κοινωνιολογικής και ιστοριογραφικής σκέψης επιχείρησε να ερμηνεύσει τις παρατηρούμενες κατά τη γνώμη τους αντιφατικές ελληνικές συμπεριφορές επί τη βάσει του εκσυγχρονιστικού θεωρητικού προτύπου που αναδείχτηκε κατά τις δεκαετίες 1950-1960 και επανήλθε στο προσκήνιο κατά τις δεκαετίες 1990-2000. Με ρίζες στον Βέμπερ, το εν λόγω θεωρητικό σχήμα στηρίχθηκε κυρίως στο μοντέλο του Τάλκοτ Πάρσονς, ο οποίος ισχυρίστηκε πως οι κοινωνίες προχωρούν εξελικτικά από μια προνεωτερική σε μια νεωτερική, εκσυγχρονιστική φάση. Οι Έλληνες θεωρητικοί επέμειναν πως η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να κινείται με παλινδρομήσεις ανάμεσα σ’ ένα παραδοσιακό, προνεωτερικό πρότυπο, όπου κυριαρχεί η επιθυμία του προστατευτισμού και των συγγενικών σχέσεων, η ξενοφοβία και ανασφάλεια, οι συγκινήσεις και τα εθνικιστικά συναισθήματα, και σ’ ένα πρότυπο εκσυγχρονιστικό, νεωτερικό, εξωστρεφές, βασισμένο στις δημοκρατικές αρχές, τον ελεύθερο ανταγωνισμό, την ορθολογική λειτουργία του πολιτικού συστήματος κλπ.

Είναι αλήθεια πως ο δυϊσμός που παρατηρήθηκε από πολιτικούς διανοητές στις ελληνικές αντιλήψεις και συμπεριφορές αναφερόταν στην πολιτική κουλτούρα και όχι γενικά στο μοντέλο πολιτισμού της κοινωνίας, γι’ αυτό και η συζήτηση περιστράφηκε κυρίως γύρω από τον εκσυγχρονισμό των θεσμών. Η διάκριση μεταξύ πολιτικής σφαίρας και κοινωνίας ακολουθεί μια συστημική οπτική, παλαιότερα εγκαθιδρυμένη από τον Πάρσονς και μεταγενέστερα από τον Λούμαν, όπου η κοινωνική διαφοροποίηση είναι οριζόντιας μορφής, βασισμένη στην υποδιαίρεση των κοινωνικών λειτουργιών σε αυτόνομα, αυτοαναφερόμενα συστήματα. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία πως οι υποστηρικτές του εκσυγχρονισμού της πολιτικής κουλτούρας γνωρίζουν πως η τελευταία δεν είναι δυνατόν να διαχωριστεί από τη γενικότερη κουλτούρα της κοινωνίας, όπως και από το μακροπρόθεσμο πολιτισμικό της πρότυπο, μιας και αναφέρεται σε ιδεώδη και αξίες, όπως και στις παραδόσεις και ιστορικές μνήμες ενός λαού. Αυτόν τον λόγο τον θεωρώ επαρκή προκειμένου να επεκτείνω την οπτική του πολιτικού εκσυγχρονισμού σε όλη την κοινωνία, και να θεωρήσω πως, στο βάθος, αφορά στο σύνολο των ελληνικών κοσμοαντιλήψεων. (περισσότερα…)

Ξάνθος Μαϊντάς, Αφανών γυναικών (προδημοσίευση)

working-women-peter-black

ΣΤΑ ΔΕΚΑΕΦΤΑ

Ὅταν βρέθηκε κρεμασμένη

(εἶχε ἀγαπήσει τὸν θειό της
στενὴ συγγένεια
αἷμα της)

τὸ σημείωμα στὰ πόδια της
τρεῖς στίχοι ὅλοι κι ὅλοι
ἔγραφε.

Τώρα μάνα μπορεῖς
νὰ φορέσεις
κόκκινα.

~.~

Η ΣΑΣΑ
Κατέβηκε στὸν δρόμο,
λίγο πρὶν ξημερώσει.
Ἦταν ὁ ἔρωτας ποὺ ἔδινε
ἐκεῖνο τὸ ξεχωριστὸ χρῶμα.
Ἕνα σκοῦρο,
ὄχι ὅπως τὶς ἄλλες μέρες,
ἕνα φωτεινὸ σκοῦρο τ’ οὐρανοῦ.

Τὸ Ἀλβανάκι ἦταν δὲν ἦταν εἴκοσι χρονῶν
κι ἡ Σάσα, κοντὴ καὶ χοντρούλα,
πάνω ἀπ’ τὰ ἑξήντα.

Ὅταν κατέβηκε ἀπ’ τὸ ξενοδοχεῖο,
στέκι τῶν ξενιτεμένων τῆς πόλης,
δὲν σκέφτηκε τὰ βάσανα, χρόνια τώρα,
ποὺ εἶχε σηκώσει ἡ πλάτη της,
οὔτε τὰ παιδιὰ ἢ τὰ ἐγγόνια της.
Δὲν σκέφτηκε τὴν καθημερινὴ καταφρόνια.
Μὰ μόνο τοῦ νεαροῦ τὰ λίγα λόγια
(ἐργατικὸς νέος, ὀμορφόπαιδο
ὁ συμπατριώτης της):

«Γιατί ’σαι καθαρή».

Γι’ αὐτὸ τὴν ἤθελε, ἔτσι τῆς εἶπε.
Κι ἤτανε θολωμένο τὸ μυαλό του·
καὶ ὄχι ἀπ’ τὴ ρακή.

~.~

Η ΠΑΛΙΑ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

Στέκεται στὴ γωνιά, μόνη της
διακοσμητική, στολίδι τοῦ σπιτιοῦ,
ἄξια γιὰ ἐργασία ἀκόμη,
ὅμως κανεὶς δὲν τὴν καταδέχεται.
Γιατὶ κανεὶς δὲν ξέρει
τὶς ἱκανότητές της.

Στέκεται μόνη,
παλιὰ σεβάσμια ὑπηρέτρια,
ποὺ ὀφείλει σύντομα νὰ πεθάνει
γιὰ νὰ ἀδειάσει τὴ γωνιά,
τὸν τόπο της.

Κι ἂς τὴ θαυμάζουν ὅλοι,
– τὰ παλιὰ ἔχουν χάρη.
Ἡ χρήση τὰ ἔχει ἐξευγενίσει.
Στέκεται μόνη
ἡ παλιά μας Singer.
Ἡ αἰωνόβια.

~.~  

Τὰ λεφτά μου τὰ ἔβγαλα,
ἕνα δαμάλι τοῦ παπποῦ τοῦ Θεοχάρη
κι ἕνα τάλιρο ἀκόμη.
Ἔραψα παντελονάκια τῶν μικρῶν
ἐσώρουχα μὲ δαντέλες
μὰ καὶ νυφικά.
Πάντρεψα κόρες κι ἐγγονές.
Στὴν Κατοχὴ κρύφτηκα
ἀπὸ τοὺς Ἰταλούς,
μαζὶ μὲ τὸ πιστόλι τοῦ παπποῦ.
Σκέβρωσε τὸ καπάκι, τὸ ντύσιμό μου
μὰ ἐγὼ στὴ θέση μου.
Λίγο λάδωμα κι ὅλα ἐντάξει.

Τοὺς ἔραψα, τοὺς ἔντυσα
κι ἀκόμα ἀξίζω,
μὰ αὐτοὶ μὲ παραπέταξαν,
γιατὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν μποροῦν
οὔτε κλωστὴ στὴν τρύπα νὰ περάσουν
–κι ἂν τὴν περάσουν, τί;–
οὔτε τὴ ρόδα μὲ τὸ χέρι νὰ γυρίσουν
οὔτε ἕνα χάδι στὸ πανί,
ἕνα γαζὶ ἢ ἕνα στρίφωμα.

Ἔτσι ἀνήμποροι,
εὔκολοι ἀγοραστὲς τοῦ ἕτοιμου,
δῆθεν ὡραίου,
χαζεύουν τὸ σχῆμα καὶ τὴ γραμμὴ
τὸ στέρεο μέταλλο τῆς ρόδας μου
καὶ τὸ ἀστραφτερὸ ἀτσάλι τῆς βελόνας,
καθὼς μὲ παίζουν καὶ μὲ περιπαίζουν,
ἐκεῖ στὴ γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ τους,

ἄχρηστη καὶ διακοσμητική.

~.~

ΟΙ ΤΣΑΚΑΡΑΝΤΕΣ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΘΗΝΑΣ

Μ’ ἁπλωμένα κλαδιὰ
σὲ φιγούρα χοροῦ
λυγερὲς μπαλαρίνες

αὐστηρὰ σκυθρωπὲς
μιμηλήφυλλες ἄστατες
τῆς ὁδοῦ Ἀθηνᾶς.

Μὲ ὀσμὴ στὸν κορμὸ
κοριτσιῶν ἱδρωμένων
κοριτσιῶν ποὺ ξαπόστασαν
λίγο πρὶν βροῦν πελάτη.

Τσακαράντες μὲ τ’ ἄνθη τους
τόσο μπλὲ μὲς στὸ γκρὶ
τόσο ἔντονο μπλὲ φωτεινό,
ζυμωμένο ἀπὸ φῶς

ἀπὸ πίκρα, σεργιάνι
ἀπὸ χρῆμα, σεβντᾶ κι ἡδονή.

~.~

ΕΝ ΚΝΙΔΩι , 4ος Π.Χ. ΑΙΩΝΑΣ

Στὴν πόλη ἔγινε γνωστὸ πὼς συνευρέθη μὲ τ’ ἄγαλμα τῆς Ἀφροδίτης.
Ἀξιοθαύμαστη, τοῦ νέου ἐπισκέπτη, ἡ τρέλα καὶ τὸ πάθος
νὰ αἰσθανθεῖ τὴν ἱερὴ σάρκα, ὅμως ἡ θεϊκὴ ἡ δύναμή της
κι ἡ σύνεση τῆς πολιτείας τιμώρησαν τὸ ἀνίερό του λάθος.

Καμία ἔπαρση στὴν πράξη του αὐτὴ
σὰν θέλησε νὰ νοιώσει δική του τὴν ἄψυχη τὴν πέτρα
καὶ ν’ ἀπολαύσει ὀλύμπια ἡδύτητα ξεχωριστή.
Φτωχὲ τῆς καλλιπύγιας ἐραστή, τοῦ κάτεργου τὶς μέρες τώρα μέτρα.

Ὤ! Πόσο βέβηλοι οἱ αἰῶνες ποὺ πέρασαν ἀλλάζοντας τὰ ἤθη.
Φάνηκε, ναί, φάνηκε αὐτὸ στὸ ξέφραγο τῶν Παρισίων Λοῦβρο,
στὴν ξιπασιὰ μεσήλικα ποὺ χάιδευε χλευαστικὰ τῆς ἀπαράμιλλης θεᾶς τὰ στήθη.

Καὶ δὲν κατάλαβε κανεὶς πὼς ἄλλο ὁ θλιβερὸς τοῦ αἰώνα μας ἐπιδειξίας
(ποὺ εἶχε κακάσχημο τὸ ἀπαράδεκτό του μοῦτρο)
καὶ ἄλλο ὁ ἐρωτευμένος, πάλαι ποτέ, γαμιὰς τῆς θεϊκῆς Κνιδίας.


Τὰ ποιήματα προέρχονται ἀπὸ τὴν ὑπὸ ἔκδοση ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ Ξάνθου Μαϊντᾶ, Ἀφανῶν γυναικῶν, ἡ ὁποία πρόκειται νὰ κυκλοφορήσει σὐντομα ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Γαβριηλίδη.