Ντομινίκ ντε Ρου

Η εξαιρετική περίπτωση του Dominique de Roux

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Γνωστός στην ελληνική βιβλιογραφία μόνον από τις «Συνομιλίες» του με τον Βίτολντ Γκομπρόβιτς (Β. Γκομπρόβιτς, Διαθήκη, Νεφέλη 2014), ο Ντομινίκ ντε Ρου υπήρξε ένας σπουδαίος συγγραφέας και χαρισματικός εκδότης που κατέλιπε, στο σύντομό του πέρασμα από τη ζωή (1935-1977), μια πολύτιμη πνευματική διαθήκη. Μια διαθήκη που συνέταξε με το έργο, τον βίο και την κοσμοθεωρία του, η οποία περιφρονούσε εξίσου την αλαζονική δεξιά του χρήματος, την τάχα άσπιλη αριστερά του ηθικού πλεονεκτήματος, αλλά και την ακροδεξιά της αγανάκτησης και του αυταρχισμού.

Προερχόμενος από μια οικογένεια αριστοκρατών του Λανγκεντόκ και ηγετικών μορφών της μοναρχικής Action Française (παππούς του ο νομικός και ιστορικός Μαρί ντε Ρου και θείος του ο μεταπολεμικός ηγέτης της οργάνωσης Λουί-Ολιβιέ ντε Ρου), ο Ντομινίκ ντε Ρου θα μπορούσε να είχε παραμείνει ένας άνθρωπος της απόλυτης δεξιάς, πιστός στις αρχές της μοναρχίας και του καθολικισμού, ταγμένος στην υπεράσπιση των αξιών μιας αρχαίας τάξης. Θα μπορούσε επίσης να γίνει ένα είδος δεξιού αναρχικού, με ύφος δανδή, με ελαφρά ειρωνεία και επιφανειακή αυθάδεια. Θα ήταν έτσι δημοφιλής και επί της ουσίας ακίνδυνος, όπως τόσοι και τόσοι, παίζοντας τον ρόλο φιλικού ταραξία που σοκάρει μικροαστούς και τροφοδοτεί τα φτηνά μέσα ενημέρωσης. Όμως ο Ντε Ρου, από τα πρώτα του χρόνια, αναζήτησε την υπαρκτική ελευθερία, την οποία συνέδεσε με την επιθυμία του να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία, όπου πολύ γρήγορα ανήλθε σε άλλο ύψος, αρνούμενος τις νεκρές μορφές, στις οποίες επιμένουν συντηρητικοί και προοδευτικοί με δουλοπρεπείς επαναλήψεις κανόνων και δογμάτων. Πιστεύοντας πως «ύπαρξη θα πει το ον να στέλνει στην εξορία μιαν ορισμένη εμπειρία του εαυτού του, η οποία στη συνέχεια γίνεται ανάμνηση, μνήμη και θέληση επιστροφής και αναγέννησης», αισθάνθηκε γρήγορα πως το να υπάρχεις αυθεντικά στον μοντέρνο κόσμο σημαίνει να είσαι σε εξορία σε σχέση με το Είναι μα να το θυμάσαι πάντα και «όλα να τα θυσιάζεις για μιαν επιστροφή, για να αναστήσεις νεκρά πράγματα, για την ολική ανάκτηση μέσω της τέχνης ενός πνεύματος αναγέννησης».

Αναγνώστης σε βάθος του Σαρλ Πεγκύ, του Ζωρζ Μπερνανός, του Ρενέ Γκενόν και του Ιούλιου Έβολα, ο Ντομινίκ ντε Ρου ήταν κατ’ αρχήν αντιμοντέρνος. Εχθρικός προς τη βασιλεία της ποσότητας, τη θρησκεία του φράγκου και την παγκόσμια δημοκρατία της αγοράς (μια παρωδία αυτοκρατορίας που θεωρεί ότι κλείνει την Ιστορία, αντικαθιστώντας τους λαούς με ξεριζωμένες μάζες παραγωγικών μονάδων ικανών μόνο για κατανάλωση), ο Ντομινίκ ντε Ρου δεν ήθελε να γίνει ένας ακόμη αντιδραστικός ή συντηρητικός, αν κατανοήσουμε αυτούς τους δύο όρους ως επιθυμία για αυταρχική παλινόρθωση ή υπεράσπιση των ηθών και των προνομίων της αστικής τάξης. Περιφρονούσε τη δεξιά που έχει εμμονή στη διαχείριση και την ανάπτυξη αλλά και την ακροδεξιά που ονειρεύεται την στρατιωτική/αστυνομική τάξη. Για την επίσημη αριστερά ούτε λόγος. Εκτός από μερικές αυθεντικά αντισυμβατικές προσωπικότητες, δεν άντεχε την πεπεισμένη οίκοθεν για την ηθική και πνευματική της υπεροχή αριστερά, αυτή την αστική προσομοίωση των επιδοτούμενων από το καθεστώς διανοητών-ιερέων της νεωτερικότητας που μονίμως καταγγέλλουν και ηθικολογούν. Ασυγχώρητη επιλογή σε μιαν εποχή που δέσποζε ο θίασος της κατά φαντασίαν (στην εξουσία) επανάστασης, ο οποίος και τον έθεσε σε καραντίνα πριν αλλά και μετά τον πρόωρο θάνατό του. Μάταιος κόπος. Το έργο του είναι εδώ. (περισσότερα…)