*
του ΛΕΥΤΕΡΗ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Στην προ σοσιαλ μήντια εποχή, το μεγαλύτερο ακροατήριο ενός μέσου ανθρώπου ήταν 10-20 άτομα, δηλαδή η παρέα του, οι συνάδελφοι του, άντε και λίγοι παραπάνω σε κάποια κοινωνική εκδήλωση. Αν μιλάμε απλώς για την ορατότητά του, ας πούμε και λίγους παραπάνω, έστω περίπου 50-100 άτομα σε έναν γάμο, μια φορά τον χρόνο. Με τα σόσιαλ μήντια ο μέσος άνθρωπος έχει εύκολα από 1.000-10.000 άτομα ακροατές-θεατές, ένα σίγουρα πολύ πιο μεγάλο και πιο απόμακρο κοινό σε σχέση με τον πραγματικό του κύκλο και δη ένα καθημερινό κοινό, που τον παρακολουθεί 24/7. Αν είναι και λίγο ωραίος/-α, από αυτό και μόνο φτάνει εύκολα τα 100.000 άτομα.
Επομένως, αυτός που έχει ανάγκη την προσοχή θα καρφωθεί αρκετά εύκολα. Θα αναρτήσει απόψεις που νιώθει ότι είναι πλειοψηφικές και άρα αποδεκτές ή αναρτήσεις που ενέχουν επίδειξη αρετής (virtue signaling), θα προβάλλει τα επιτεύγματά του, κάποιοι/-ες θα απευθυνθούν στα σεξουαλικά ένστικτα που διεγείρονται εύκολα και αυτόματα, αλλά με κόστος στην υπόληψη κλπ.
Γενικώς, ο άνθρωπος μπαίνει πολύ περισσότερο στον πειρασμό της διεκδίκησης της προσοχής γιατί υπάρχει το κοινό που δημιουργεί την ψευδαίσθηση του δημοσίου ρόλου (parasocial craving). Συνέπεια αυτού είναι η απώλεια της αυθεντικότητας και η υπηρέτηση ενός ρόλου για ένα απόμακρο κοινό που κάνει το άτομο να ξεχνά με ποιον θέλει πραγματικά να μιλήσει και να αλληλεπιδράσει ουσιαστικά.
Έτσι, τα άτομα με έντονη την ανάγκη της προσοχής πέφτουν πολύ εύκολα στην παγίδα της διαρκούς αναζήτησής της, κάτι που δεν καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι, αλλά πολλές φορές ούτε και το ακροατήριο, επειδή ακριβώς αυτό έχει κανονικοποιηθεί ως φαινόμενο. Ο ψυχαναλυτής Χάιντς Κόχουτ το ονομάζει «ναρκισσιστικό τραύμα», δηλαδή όποιον δεν τον «έβλεπαν» ως παιδί, προσπαθεί διαρκώς ως ενήλικας να τον δουν, κάτι που ουδέποτε χορταίνει. Πράττει συνεχώς με έγνοια το κοινό του, με το να προβάλλει συνεχώς ό,τι θεωρεί πλεονέκτημά του ή ό,τι βλέπει πως πιάνει ψάρια. (περισσότερα…)

