Μιχάλης Γκανάς

Η αλυσίδα που σπάζει

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 12:27
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Χθες ο Παπαδημητρακόπουλος, προχθές ο Γκανάς, παραπροχθές ο Βαλτινός. Για τα ελληνικά γράμματα, ήταν βαριές οι απώλειες της χρονιάς που φεύγει. Και δεν εννοώ τις απώλειες εδώ τις ατομικές. Η ελληνική λογοτεχνία, ως σύνολο πια, ως έκφραση ενός κόσμου διακριτού, χάνει σιγά σιγά τον συνεκτικό της ιστό, τους κρίκους που σχηματίζουν την αλυσίδα της.

Γιατί και οι τρεις αυτοί ήταν τέτοιοι, φυσιογνωμίες που υπερέβαιναν το ατομικό, που εξέφραζαν μια συλλογικότητα. Ήταν στιγμές, όψεις, μαρτυρίες, πείτε το όπως θέλετε, μιας ιδιαιτερότητας, της ιδιοφωνίας ενός τόπου και ενός καιρού. Και με την έννοια αυτή, η σημασία του έργου τους ξεπερνά κατά πολύ το ύψος του ατομικού τους, αναμφισβήτητου, επιτεύγματος.

Στην ιστορία της λογοτεχνίας, ανοίξτε όποιο εγχειρίδιο θέλετε, οι σημαντικότεροι σταθμοί ήταν πάντα τέτοιοι, διττοί. Εκφάνσεις, την ίδια στιγμή, και του προσωπικού ταλέντου και της υπερπροσωπικής παράδοσης, γεννήματα και μιας ατομικότητας ανεπανάληπτης και μιας ευαισθησίας γενικής. Στις μέρες μας αυτό γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Γιατί σε καιρούς φυγόκεντρους, το ατομικό χάρισμα δεν φτάνει για να προσδώσει σε κάτι αξία και διάρκεια. Χρειάζεται και οι άλλοι να μπορούν να καθρεφτιστούν και να αναγνωριστούν μέσα του. Είναι τα πρόσωπα των πολλών που δίνουν αξία στο πρόσωπο του ενός.

Νά γιατί οι ατομικιστικές εποχές, η όψιμη Αρχαιότητα φέρ’ ειπείν, ή η τωρινή Ευρώπη, έχουν να παρουσιάσουν στις τέχνες και στα γράμματα μια απειραριθμία ατόμων, αλλά τις καθολικές προσωπικότητες του παρελθόντος μόνο να τις ονειρεύονται μπορούν. Η απλή συμπαρεύρεση των μονάδων, όσο αξιόλογων και είναι, χωρίς άθροισή τους οργανική, δεν δίνει πρόσθετη, ανώτερη τιμή. Ίσα ίσα, απομειώνει και την αξία της ατομικής προσπάθειας.  Όταν η αλυσίδα σπάζει, μένουν σκόρπιοι κρίκοι.

/// (περισσότερα…)

Μικρό, πικρό, σημείωμα για τον Μιχάλη Γκανά

*
του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Φωτογραφία μου στα χέρια που θα πας
κοίταξε μη δακρύσεις…
Μητριά Πατρίδα

Πλημμύρισαν τα ΜΚΔ χτες από στίχους του Μιχάλη Γκανά, με το που μαθεύτηκε ο θάνατός του στα 80 του χρόνια. Ακούγονται λέξεις όπως: κορυφαίος, πρώτος, μεγαλύτερος των εν ζωή Ελλήνων ποιητών. Από ποιους; Μήπως από θεσμικούς παράγοντες, κρατικούς φορείς, ιδρύματα ή το λογοτεχνικό σινάφι; (Ο πρωθυπουργός ήταν απασχολημένος με τη σύνταξη επικήδειου μηνύματος για τον Βαρδή Βαρδινογιάννη).

Ποιοι λοιπόν εξυμνούν το έργο του Μιχάλη Γκανά; Μα το ευρύ, πλατύ κοινό που αγάπησε την ποίησή του και τους στίχους του, που τους τραγούδησε τόσες και τόσες φορές σε τόσες περιστάσεις, ξανά και ξανά· το μέγα πανελλήνιον.

Διαβάζω: «Το 1994 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το βιβλίο του Παραλογή, το 2009 με το Βραβείο Καβάφη, το 2011 με το βραβείο Ίδρυμα Πέτρου Χάρη (Ακαδημίας Αθηνών) για το σύνολο του έργου του». Στην ίδια την Ακαδημία βέβαια (όπου υπέβαλε υποψηφιότητα ασφαλώς, όπως και όλοι οι άλλοι), δεν κρίθηκε άξιος να συμπεριληφθεί. Βγήκε τρίτος και καταϊδρωμένος. Μα μέχρι και τα ογδόντα χρόνια του, το ελληνικό κράτος δεν θέλησε να του επιδαψιλεύσει την τιμή του Ειδικού ή του Μεγάλου Βραβείου για το έργο του, την οποία κέρδισαν συγγραφείς πολύ ασημότεροί του. Έτι ζων, δεν ευτύχησε να δει τα αθρόα αφιερώματα των εκατοντάδων σελίδων με τα οποία τιμήθηκαν άλλοι συγκαιρινοί ομότεχνοί του από τον λογοτεχνικό κόσμο και το σινάφι. Δεν γράφτηκαν γι’ αυτόν ογκώδεις μελέτες πανεπιστημιακών ούτε επιτιμοποιήθηκε από τις φιλοσοφικές σχολές μας. Παρ’ όλα αυτά, λογιάζεται ως μεγάλος ποιητής, μετά τον θάνατό του, απ’ το πλατύ, μεγάλο κοινό της πατρίδας. Ίσως κι η ίδια η πατρίδα να επαίρεται σε λίγο, τώρα πια μετά τον θάνατό του.

Παρ’ ότι η Μητριά Πατρίδα (1981, εκδ. “Κείμενα”) αναφέρεται στην Ουγγαρία (όπου έζησε ως παιδί μαζί με την οικογένειά του εξόριστοι μεταξύ ’48 και ’54), θαρρώ πως ακούγεται στ’ αυτιά μας και σαν ταιριαστή ονομασία της φυσικής του/μας πατρίδας ίσαμε σήμερα.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Σ’ αυτό τον τόπο
δεν βρίσκω εύκολα τον Νότο,
να ξέρω από πού φυσάει,
ούτε τη Δύση
σαν θεία να με νουθετήσει,
τα ’χω χαμένα
και στροβιλίζομαι σαν σβούρα
μες στο κενό και τη θολούρα.

Σ’ αυτό τον τόπο
δεν βρίσκω εύκολα τον τρόπο,
να πω το ναι να προχωρήσω,
γιατί το όχι
έχει μακρύτερη απόχη
και παραπαίω
ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο
και σ’ ένα ίσως επενδύω.

Σ’ αυτό τον τόπο
πιάνεις πιο εύκολα το Λόττο
από τη σκέψη του πλησίον,
γιατί ο άλλος
έγινε πρόσφατα μεγάλος
και δεν ακούει
παρά μονάχα ό,τι θέλει,
μ’ όλα τα δάχτυλα στο μέλι.

Σ’ αυτό τον τόπο
δεν βρίσκω εύκολα το στόχο,
να πιάσω κέντρο επιτέλους,
γιατί το κέντρο
δεν είναι ακίνητο σαν δέντρο,
μετακινείται,
αλλάζει θέση κάθε λίγο
και πουθενά δεν καταλήγω.

Σ’ αυτό τον τόπο
που όλα γίνονται με κόπο
και πάντα κάποιος άλλος φταίει,
έχω προσέξει,
όσοι ξυπνάνε απ’ τις έξι
δεν έχουν λόγο,
μόνον αυτιά να μας ακούνε
και χέρια να χειροκροτούνε.

Μα κάποτε θα βαρεθούνε
και θα μας γράψουν στα παλιά τους,
εκτός κι αν έχουν λερωμένη
με κάποιο τρόπο τη φωλιά τους.

Στίχοι, 2002

*

*

*

Μιχάλης Γκανάς (8.11.1944-12.11.2024)

*

Των κεκοιμημένων

στη μάνα και στον Χρήστο

Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό,
καθώς αρμόζει στους κεκοιμημένους,
ενώ φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα
κι αυτοί περνούν σκυφτοί
σηματοδότες και βγαίνουν σε υπόγειες
διαβάσεις.
Πάλι σκοτάδι, πάλι της ψυχής
τ’ απόκρημνα φαράγγια
κι ο ήλιος με παλάμες κάρβουνο
να τους πατάει,
ώσπου βουτάνε στα νερά και κρύβονται.

Κι όμως γελούσαν στα νοσοκομεία,
δε βρίσκανε το φαγητό του γούστου τους,
βλέπανε τηλεόραση, έκαναν σχέδια
για ένα μέλλον που κανείς δεν τους υπόσχονταν.
Ούτε οι γιατροί με το φθαρμένο κύρος
ούτε οι δικοί τους με την αναπόδεικτη αγάπη
και μόνον οι οροί τούς λέγαν την αλήθεια
στάζοντας μέρα και νύχτα
τα χημικά του χάρου μες στο αίμα τους.

Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό,
καθώς φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα
κι αυτοί βουτάνε στα νερά και κρύβονται,
ενώ το φως επάνω
τρέχει σε πλάτες και μαλλιά
και συντηρεί τα ζώα και τα χόρτα,
μα προπαντός τα λέπια του.

Γυάλινα Γιάννενα, 1989

~.~

Βλ. ακόμη στο ΝΠ

Κώστας Κουτσουρέλης, Τρίπτυχο για τον Μιχάλη Γκανά

*

*

*

Τρίπτυχο για τον Μιχάλη Γκανά

*

Γεννημένος στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944, ο Μιχάλης Γκανάς, ποιητική φωνή κορυφαία της γλώσσας μας, γιορτάζει εφέτος τα 80 του χρόνια. Με αφορμή την επέτειο, αναδημοσιεύουμε εδώ τρία παλιότερα κείμενα του Κώστα Κουτσουρέλη αφιερωμένα στο έργο του, πρωτότυπο και μεταφραστικό.

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ι. Τα ποίηματα 1978-2012

Τους σημερινούς ποιητές, και δικαίως, το ευρύ κοινό τους έχει πάρει από στραβό μάτι. Τους θεωρεί στριφνούς, δύσκολους, ακατάδεκτους. Δύσκολα τους πιάνει στο χέρι του. Αλλά και οι ποιητές από τη μεριά τους, δεν σκοτίζονται και πολύ για αναγνώστες κι απήχηση, μόνη ευγενική φιλοδοξία που τρέφουν είναι να εκφράσουν το ακατάβλητό τους εγώ. Τόσο που και όταν ακόμη, μία στις τόσες, κάποιος από τη συντεχνία κατορθώνει να σπάσει τον κλοιό, να γίνει γνωστός, οι συνάδελφοί του δεν του το συγχωρούν.

Τη δημοτικότητα της Κικής Δημουλά, λ.χ., πολλοί ομότεχνοί της τη θεωρούν ύποπτη, δεν είναι λίγοι όσοι της κουνούν το δάχτυλο δημόσια ότι στα τελευταία της βιβλία έχει βάλει νερό στο κρασί της, ότι επαναλαμβάνεται, ότι αυτοπροβάλλεται υπέρμετρα κ.ο.κ., κ.ο.κ… Από την άλλη, υπάρχουν ποιητές που στους κύκλους των μυημένων θεωρούνται σπουδαίοι, αλλά το όνομά τους κυκλοφορεί λίγο πολύ σαν έγγραφο διαβαθμισμένο, απρόσιτο στους πολλούς. Ο Βύρων Λεοντάρης είναι, αλίμονο, η πιο εξέχουσα τέτοια περίπτωση.

Ο Μιχάλης Γκανάς δεν ανήκει ούτε στη μια ούτε στην άλλη κατηγορία. Το αργότερο από την Παραλογή (1993), αν όχι ήδη από τα Γυάλινα Γιάννενα (1989), έδωσε βιβλία που και διαβάστηκαν και θαυμάστηκαν πολύ, από αναγνώστες κάθε λογής, επαΐοντες και κοινούς. Του απονεμήθηκαν βραβεία και έπαθλα αλλά τραγουδήθηκε κι από χιλιάδες. Κατόρθωσε να γίνει περίοπτος τόσο εντός όσο και εκτός του κλειστού λογοτεχνικού περιβόλου. Ποιος από τους νεώτερους, τους συνηλικιώτες του έστω, μπορεί να ισχυριστεί κάτι αντίστοιχο; (περισσότερα…)

Μιχάλης Γκανάς, Αγάπης Εγκώμιον

Bokoros

*

Α Γ Α Π Η Σ   Ε Γ Κ Ω Μ Ι Ο Ν

Μ Π Ο Λ Ε Ρ Ο
Πρὸς Κο­ριν­θί­ους Α΄, 13. 1-13

Ἐὰν τὶς γλῶσ­σες τῶν ἀν­θρώ­πων μι­λῶ
Ἐὰν τὶς γλῶσ­σες τῶν ἀν­θρώ­πων μι­λῶ καὶ τῶν ἀγ­γέ­λων
Ἐὰν τὶς γλῶσ­σες τῶν ἀν­θρώ­πων μι­λῶ καὶ τῶν ἀγ­γέ­λων, ἀγά­πην δὲ μὴ ἔχω,
Εἶ­μαι χαλ­κὸς ποὺ ἀν­τη­χεῖ, κύμ­βα­λον ἀλα­λά­ζον.

Ἀκό­μη κι ἂν ἔχω τὸ χά­ρι­σμα
Ἀκό­μη κι ἂν ἔχω τὸ χά­ρι­σμα τῆς προ­φη­τεί­ας
Ἀκό­μη κι ἂν ἔχω τὸ χά­ρι­σμα τῆς προ­φη­τεί­ας καὶ κα­τέ­χω ὅλα τὰ μυ­στή­ρια
Καὶ ὅλη τὴ γνώ­ση καὶ ἡ πί­στη μου με­τα­κι­νεῖ βου­νά,
Ἀγά­πην δὲ μὴ ἔχω, εἶ­μαι ἕνα τί­πο­τα.

Ἐὰν δώ­σω ὅλα μου τὰ ὑπάρ­χον­τα
Ἐὰν δώ­σω ὅλα μου τὰ ὑπάρ­χον­τα στοὺς φτω­χοὺς
Ἐὰν δώ­σω ὅλα μου τὰ ὑπάρ­χον­τα στοὺς φτω­χοὺς καὶ γί­νω πα­ρα­νά­λω­μα
Πυρός, ἀγά­πην δὲ μὴ ἔχω, μά­ταιος κό­πος.

Ἡ ἀγά­πη μα­κρο­θυ­μεῖ, χρη­στεύ­ε­ται, δὲν ζη­λο­φθο­νεῖ
Δὲν ξι­πά­ζε­ται ἡ ἀγά­πη, δὲν πε­ρη­φα­νεύ­ε­ται, δὲν ἀσχη­μο­νεῖ
Ἡ ἀγά­πη δὲν ζη­τά­ει τί­πο­τα, δὲν πα­ρα­φέ­ρε­ται, δὲν θέ­λει τὸ κα­κό,
Δὲν στέρ­γει τ’ ἄδι­κο, μά­χε­ται γιὰ τὸ δί­κιο.

Ἡ ἀγά­πη ὅλα τὰ σκέ­πει
Ὅλα τὰ σκέ­πει, ὅλα τὰ πι­στεύ­ει
Πάν­τα ἐλ­πί­ζει, τὰ πάν­τα ὑπο­μέ­νει.

Ἡ ἀγά­πη οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει.
Οἱ προ­φη­τεῖ­ες μπο­ρεῖ νὰ στε­ρέ­ψουν
Οἱ γλῶσ­σες μπο­ρεῖ νὰ σι­γή­σουν
Ἡ γνώ­ση μπο­ρεῖ νὰ κα­ταρ­γη­θεῖ, για­τὶ ἐν μέ­ρει γνω­ρί­ζου­με
Καὶ ἐν μέ­ρει προ­φη­τεύ­ου­με καὶ ὅταν γνω­ρί­σου­με τὸ ὅλον
Θὰ ξε­χά­σου­με τὸ με­ρι­κό.

Ὅταν ἤμουν νή­πιο
Σὰν νή­πιο μι­λοῦ­σα
Σὰν νή­πιο σκε­πτό­μουν
Σὰν νή­πιο στο­χα­ζό­μουν.
Ὅταν ἔγι­να ἄν­τρας ἔπα­ψα νὰ σκέ­πτο­μαι σὰν νή­πιο.

Τώ­ρα δὲν βλέ­που­με κα­θα­ρά,
Για­τὶ εἶ­ναι σὰν νὰ βλέ­που­με σὲ κα­θρέ­φτη,
Ἐνῶ τό­τε θὰ βλέ­που­με πρό­σω­πο μὲ πρό­σω­πο.
Τώ­ρα γνω­ρί­ζω ἐν μέ­ρει ἐνῶ τό­τε θὰ κα­τέ­χω τὸ ὅλον.

Ὅ,τι μᾶς μέ­νει λοι­πὸν εἶ­ναι
Ἡ πί­στη
Ἡ ἐλ­πί­δα
Ἡ ἀγά­πη
Αὐ­τὰ τὰ τρία.
Μεί­ζων δὲ τού­των ἡ ἀγά­πη.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ 

Πρώτη δημοσίευση, ΝΠ1, σ. 207-208

~.~

Εικονογράφηση

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΚΟΡΟΣ

*

*

*