Λάμπρος Λαρέλης

Paul Verlaine, Περισυλλογή

*

Πιάσου απ’ το χέρι μου και μη μιλάς, έλα μαζί μου
κάτω από τον γιγάντιο δρυ, κει που πεθαίνει η αύρα,
στους στεναγμούς σου ας προστεθούν οι στεναγμοί οι δικοί μου
σαν το φεγγάρι που ακουμπά στα σύννεφα τα μαύρα.

Ασάλευτο το βλέμμα μας ας καρφωθεί στο χώμα.
Όχι με σκέψεις, με όνειρα. Και ό,τι θέλει ας γίνει!
Πεθαίνει, χάνεται η χαρά, σβήνει κι η αγάπη ακόμα,
και τα μαλλιά μας ο λυγμός του γκιώνη θα ομορφύνει.

Ας πάψουμε να ελπίζουμε. Αργά και μυστικά
του καθενός μας η ψυχή ας βυθιστεί βαθιά
μες στου ήλιου τον μειλίχιο και ακύμαντο χαμό.

Της νύχτας μη συλήσουμε την άπεφθη σιωπή:
απ’ του ύπνου ας μη σηκώσουμε τη γαληνή ηδονή
τη Φύση, αυτόν τον άγριο και αμίλητο θεό.

Μτφρ. Λάμπρος Λαρέλης

*

*

*

 

Η αναμονή

*

Έστεκε ώρες με τους άλλους στην ουρά,
τόσο πού ξέχασε σχεδόν τον λόγο·
μια πόρτα που άνοιγε συνήθως αραιά
και κάποιος έμπαινε, αυτό ήταν όλο.

Οι άλλοι γύρω του ήταν μάλλον απαθείς,
λίγοι γκρινιάζαν, λίγοι αδημονούσαν:
ένα ξανθό παιδάκι μασουλούσε τσιπς·
μπρος σε μια οθόνη μια χρυσοφορούσα

μαντάμ σκυμμένη πολεμούσε μ’ ένα παζλ
ή ένα σταυρόλεξο να καταφέρει·
δυο νεαρές μιλούσαν περί μακιγιάζ
κι ένας πιο κει για κέρδη και για χρέη. (περισσότερα…)

Νυχτερινές περιπέτειες

*

Ἔχω ἕνα ξύλινο κρεββάτι ποὺ ὅλο τρίζει
–ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ πρὸ πάντων– μὰ ἀγνοῶ
ἂν στοὺς θορύβους ἔχω τοῖχο στεγανό·
ὁ γείτονάς μου, μοῦ ’χει πεῖ, δὲν ροχαλίζει,

ἀλλὰ οὔτε κι ἄκουσα ποτὲ ἀπὸ δίπλα κρότους.
Ἔλα ποὺ ὡστόσο κι ἡ ἠρεμία μ’ ἐνοχλεῖ –
ἀφοῦ δὲν ἔχω κἂν μιὰν ἔνδειξη ἁπαλὴ
ἐὰν μ’ ἀκούει μέσ’ ἀπ’ τὴ σιγὴ τοῦ σκότους…

Πολὺ τὸ σκέφτομαι. Ἡ ἔγνοια δὲν μ’ ἀφήνει,
τὶς νύχτες πλέον δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ.
Μ’ αὐτὶ στημένο προσπαθῶ ν’ ἀφουγκραστῶ
ἂν μ’ ἀφουγκράζεται κι αὐτὸς μὲς στὴ γαλήνη. (περισσότερα…)

Kurt Schwitters, Στην Άννα την Λουλούδινη

Kurt Schwitters (1887-1948)

*

Ω Εσύ, αγαπημένη και των 27 μου αισθήσεων, Σου αγαπώ!
Εσού Εσένα Εσέ, ημείς υμείς – – – – εμείς;
Άκου, κι ας φαίνονται ξεκάρφωτα όλ’  αυτά!

Ποια είσαι, ω απροσμέτρητη;
Μην είσαι… είσαι αλήθεια αυτή;
Ο κόσμος λέει ότι είσαι εσύ…
Άσ’ τους να λένε, άσ’ τους να πουν,
πού παν τα τέσσερα δεν ξέρουν να σου πουν.

Φορείς το καπελάκι Σου στα πόδια
και επί τας χείρας πορπατείς
πάνω στα χέρια πηαίνεις.

Γεια και χαρά σου, χαιρετώ
τα κόκκινα τα ρούχα Σου τ’ ασπροπριονισμένα,
την Άννα την Λουλούδινη κόκκινη εγώ την αγαπώ,
κόκκινη, ω ναι, αγαπώ και Σου!
Εσού Εσένα Εσέ, ημείς υμείς – – – – εμείς;
Άκου, φωτιά τα κάρβουνα πήραν τα παγερά!
Άννα Λουλούδινη, Άννα κοκκίνω μου Ανθιστή,
άκου τι λέει ο κόσμος!

Γρίφος (ο ευρών αμοιφθήσεται):

1) Η Άννα η Ανθηρή διαθέτει ένα πουλί!
2) Η Άννα η Ανθηρή είναι κόκκινη!
3) Τι χρώμα έχει το πουλί; (περισσότερα…)

Μεταξύ χρόνων

*

Ο Αόριστος και ο Μέλλων
ροφούν νέκταρ αμπέλων.

Μ’ ύφος γελούν τεμπέλικο
πλάι στον Υπερσυντέλικο

ενώ τον συγκαθήμενο
κερνούν τον Παρακείμενο.

Γύρω τους μύρια φώτα
λάμπουν του Ενεστώτα.

Λέει κάποιος: είμαι ωραίος
γιατί είμαι Στιγμιαίος!

Και ο άλλος, ο Διαρκής:
εγώ είμαι ο ευειδής!

Με τούτα και με κείνα
κυλούσε στην Αθήνα

των Χρόνων η βεγγέρα
και λόγια όλο αέρα.

Γιατί όλοι τους γνωρίζαν
κι ας μη το τελαλίζαν:

Μόν’ ο Τετελεσμένος
ο χρόνος είναι σένιος!

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ

*

*

*

Χάινριχ Χάινε, Δώδεκα ποιήματα

 

*

Μπουρλέσκο σονέτο

Πώς στη μιζέρια θα ’βαζα τελεία
αν ήμουν δεξιοτέχνης στα πινέλα
και στον καμβά μου ηρώων μεγαλεία
ζωγράφιζα και καλλονές με βέλα.

Πώς πακτωλός σωστός θα μ’ ελεούσε
αν γνώριζα βιολί καλό ή πιάνο
κι ο πάσα εις που μ’ άκουγε επαινούσε
το παίξιμό μου το γλυκό και πλάνο.

Μα αλίμονο, στο δρόμο αυτόν που πήρα
τον Μαμωνά ποτέ δεν θα πετύχω,
μιας κι απ’ τις τέχνες όλες την πιο στείρα
διάλεξα για την τσέπη μου – τον στίχο !

Το θείο ποτό του Βάκχου άλλοι πίνουν,
διψώ, επαιτώ κι εγώ, μα δε μου δίνουν.

~.~

Παίρναν όλοι το τσάι τους παρέα…

Παίρναν όλοι το τσάι τους παρέα
κι όλο λέγαν για τα ερωτικά,
δεσποσύνες με αμφίεση ωραία,
καβαλιέροι με ήθη λεπτά.

«Ένας Έρως υπάρχει : ο αγνός»,
ο βαρώνος με ύφος δηλώνει.
Και (με στόνο κρυφό…) η βαρώνη
του πετάει σκωπτικά : «Ασφαλώς !»

«Α, η πείρα», λέει ο δούξ, «συμβουλεύει
η συνεύρεσις να ’ναι πραεία,
διότι βλάπτεται ειδάλλως η υγεία !»
Κι η μαμζέλ –που απορεί– : «Μα αληθεύει ;» (περισσότερα…)

Προσωπικός Παρνασσός

*

ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΜΙΛΗΣΕ

στον Δημήτρη Σολδάτο

Από θεούς, ήρωες, ανθρώπους
πάντοτε προτιμώ τους οργισμένους.
Αυτοί μόνο μου φαίνονται ευθείς και αυθεντικοί,
Του Ποσειδώνα το γινάτι, ας πούμε,
που για τον γιο του τον Πολύφημο
έστρωσε τον Λαερτιάδη στο κυνήγι
στα μάτια μου τον κάνει συμπαθή,
πατέρα αληθινά φιλόστοργο.
Ή η εκδίκηση του Σιδερά τού Βαίλουντρ
που τσάκισε όσους τόλμησαν
πάνω του να σηκώσουν χέρι –
μπορεί να ’ταν φρικτή αλλά φανερώνει
το αδούλωτό του πνεύμα.

Πάνω απ’ όλα όμως θαυμάζω
του Ιησού το ξέσπασμα μες στον Ναό
που πήρε μόνος κι έπλεξε ένα φραγγέλιο
κι όρμηξε στους εμπόρους και τους τοκογλύφους·
«και των κολλυβιστών εξέχεε το κέρμα»
μας λέει ο Ιωάννης,
«και τας τραπέζας ανέτρεψε» –
τι πράξη αξιομίμητη αυτή, «και τας τραπέζας»,
ιδίως στους καιρούς μας!

Αυτούς που αποστρέφομαι είναι τους καθωσπρέπει,
κάτι πολιτικάντες της φακής,
κάτι ιησουίτες φιλανθρωπιστές,
κάτι τραπεζορρήτορες χαρτογιακάδες παρασημοφόρους
μαικήνες ή τρεχέδειπνους, κάτι όρθια τούβλα
που αόκνως μάχονται υπέρ των αδυνάτων
κι έχουνε το μειδίαμα χαλκομανία στη φάτσα,
που το χειλάκι τους στάζει όλο μέλι κι έγνοια,
που όλο για το δίκιο σου λεν ότι βάζουν πλάτη –
και τα ίδια λεν και σ’ όλους τους εχθρούς σου.
Κι ακόμη, κάτι ποετάστρους και μποέμ
που κάνουνε καριέρα αντικομφορμιστή
και μάχονται δήθεν τα καθεστώτα
μα στο σινάφι είν’ όλο γαλιφιές
και δεν αφήνουνε αφίλητη ούτε μια
ποδιά κατουρημένη. (περισσότερα…)

Ιστορίες θερινής τρέλας

*

ΟΙ ΔΥΟ ΦΙΛΕΣ

Ήταν δυο φίλες, μια απ’ την Καρδίτσα
κι η άλλη πάλι απ’ το Ανκοράζ,
η φαλαινίτσα κι η σαρδελίτσα,
κι είπαν μια μέρα να παν στην πλαζ.

Είπαν μια μέρα να παν για μπάνιο
έλαμπε ο ήλιος, μούρλια ο καιρός,
είχαν τ’ αγέρι για καπετάνιο,
τα κυματάκια στην άμμο εμπρός.

Πήραν μαζί τους λάδια, παγούρια,
γυαλιά, πετσέτες λογιώ λογιώ
μα η φαλαινίτσα πάνω στη φούρια
πηγαίνει η ξύπνια χωρίς μαγιό.

«Α, μη σε νοιάζει», της λέει η σαρδέλα,
«κι έχω τα πάντα εγώ σκεφτεί.
Μαγιό ’χω κι άλλο, θα σού ’ρθει τρέλα!»
Και της το δίνει να βολευτεί.

– Μπα, δεν σου μπαίνει; – Ναι, με στενεύει…
– Πάχυνες μήπως; – Χμμμ, τι να πω…
– Ρουφήξου λίγο καλέ ν’ ανέβει!
– Μα μου σκαλώνει, δες, στον ποπό!

Κι όλο ρουφιέται, κι όλο ζαρώνει
η φαλαινίτσα καλά καλά,
μα κι αν τραβιέται, μα κι αν ιδρώνει,
το μαγιουδάκι δεν πάει ψηλά.

Γύρω παιδάκια, κάποιος σερφάρει,
τα κυματάκια «πλιτς» κάνουν, «πλατς»,
μα η φάλαινά μας έχει φρακάρει
μέχρι που ακούει ξάφνου ένα… χράαατς!

«Αχ, πάει το μπάνιο! Και τώρα; Πλήξη…»,
λέει με βλέμμα λυπητερό.
Η σαρδελίτσα πάει να βουτήξει
κι εκείνη ψάχνει για παρεό.

~.~

(περισσότερα…)

ڤنتون → pantoum → παντούμ: Οι μεταμορφώσεις ενός είδους [2/2]

*

Μικρή εισαγωγή στο μαλαϊκό, ευρωπαϊκό και ελληνικό παντούμ,
μεταφραστική περιήγηση στους σημαντικούς του σταθμούς
και πρώτη χαρτογράφηση της διαδρομής του στην Ελλάδα  [ 2/2 ]

~.~

του ΣΤΑΘΗ Α. ΚΙΣΣΑΜΙΤΗ

Για την γενική εισαγωγή στο παντούμ/παντούν, βλ. το πρώτο μέρος της παρούσας μελέτης. Όπως προσημειώνεται εκεί, η καταγραφή των ελληνικών παντούμ που ακολουθεί σε αυτό το δεύτερο μέρος δεν είναι εξαντλητική, περιλαμβάνει δε 28 εν συνόλω ποιήματα. Σε κάθε παντούμ υποσημειώνεται η πρώτη δημοσίευση εφόσον έγινε δυνατόν να εντοπιστεί· όπου υπάρχει νεώτερη έκδοση, χρησιμοποιείται αυτή ως πηγή. — Σ.Α.Κ.

~.~

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Η Λάμια

Τ’ όνομά μου Λαμπετώ η Γελούσα,
είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
τρέφω το τραγούδι σαν τη Μούσα,
λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού.

Είμαι η Λάμια του ξολοθρεμού,
βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Λάμπω σαν τον άγγελο του Θεού,
κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα.

Βάι στα γερατειά κι οϊμέ στα νιάτα!
Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
—κλάφτε όποιον μ’ απάντησε στη στράτα—
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά.

Τα χρυσά μου ανήσυχα μαλλιά
τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
χάιδιο ονείρου και πνιμού θηλιά
και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια.

Τα χτενίζω νύχτα, φως και φίδια,
στους αγαπημένους τί κακό!
Και μια τρίχα από τ’ αποχτενίδια
σπέρνει θέρμη και θανατικό. (περισσότερα…)

Πανδημία 2021

panic

Ηγέτες κορδωτοί και ζαρωμένα πλήθη,
κοπάδια ανθρώπινα στημένα στην ουρά,
απ’ τις οθόνες το κουκί και το ρεβύθι:
«Πες τους, γιατρέ, πως το εμβόλιο δεν πονά».

Πάνε δυο χρόνια που μαρμάρωσαν τα πάντα
(«καλέ, μας τσάκισε ο άτιμος ο ιός»),
μ’ ένα χαχάνισμα στ’ αυτιά («καλά σαράντα…»)
σύγκορμος τρέμει της Προόδου ο Υιός.

Μα πού ακούστηκε, ένα τοσοδούλι πλάσμα
κι εμπρός του πέφτουν οι λαοί του θανατά,
του υποδεκάμετρου ανεπαίσθητο ένα κλάσμα
που πίσω σέρνεται από εννιά μηδενικά.

Μόνο αποκούμπι μας η Σώτειρα Επιστήμη,
σταυροκοπιούνται στα κανάλια οι ευλαβείς.
—Ποιος είσαι, κύριε; Είσαι ειδήμων; Μη βλασφήμει!
Δικό σου χρέος έχεις ένα: να σωθείς.

—Α! μας χρειάζεται επειγόντως χαλινάρι…
—Οι αιρετικοί να παταχθούν ανηλεώς!
—Αδιανόητο ο καθείς να σουλατσάρει…
Στους ουρανούς χαμογελά ο τέως Θεός.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ

Εις συκοφάντην

~.~

ΕΙΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΝ

Είναι απ’ τα γέλια να κρατάς στ’ αλήθεια την κοιλιά σου :
με ψέγει ο Κακόκαρπος ότι τον έχω κλέψει.
Φίλος δεν έμεινε ή γνωστός που δεν τον έπιασε ήδη
με σου-σου-σου και ψου-ψου-ψου και τις γνωστές του κλάψες
για να του πει… ενός στίχου του πως βούτηξα τη δόξα !

Στα φόρα δεν κοτάει να βγει, τις τρέμει τις ντομάτες,
απ’ τη λαγουδοτρύπα του το ψέμα λιβανίζει.
Μα τέτοιος είναι, φταίει αυτός ;  Εγώ τα φταίω όλα
που ανέχτηκα τόσο καιρό τα χοιρινά του κόλπα.
Να μη σου πω, πάλι καλά που με διαβάλλει μόνο
(ούτε κι ο πρώτος είμαι δα ούτε κι ο τελευταίος)…
Για σκέψου λέει –ω βάι κι αλί– να μ’ είχε… μεταφράσει !

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ

~.~

Περιμένοντας τους τουρίστας

 

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ

— Τι περιμένουμε στην αμμουδιά συναθροισμένοι;
Είναι να φθάσουν οι τουρίσται σήμερα.

— Γιατί στο Κοινοβούλιον μια τέτοια απραξία;
Τι κάθετ’ η κυβέρνησις και δεν εκδίδει νόμους;

— Γιατί θα φθάσουν οι τουρίσται σήμερα.
Τι νόμους η κυβέρνησις να εκδώσει;
Οι ίδιοι σαν φτάσουν θα μας πουν τι θέλουν.

— Γιατί ο Καταλληλότερος τόσο νωρίς σηκώθη
στου Ελ Βενιζέλος να σταθεί την πιο μεγάλη πύλη,
γιατί παλάμη άπλωσε σαν να ’ταν διακονιάρης;

— Γιατί θα φθάσουν οι τουρίσται σήμερα.
Κ’ ελπίζει μήπως τον προσέξει εκεί
κανένας ξεναγός των. Μάλιστα ετοίμασε
ένα λογύδριο να τον πει. Εκεί
τον έγραψε χίλια μύρια γλειψίματα.

— Γιατί και όλοι οι άρχοντες οι τοπικοί εβγήκαν
με ζήλον τόσον κ’ έπιασαν τες ρούγες, τες πλατείες·
γιατί γκαρσόνας φόρεσαν ποδίτσα με φιογκάκι
και ξεσκονόπανο κρατούν κ’ απ’ το πρωί γυαλίζουν·
γιατί μπρος στον καθρέπτην των προβάρουν ρεβεράντζες
που απ’ το πολύ το σκύψιμον τούς κόπηκεν η μέση;

Γιατί θα φθάσουν οι τουρίσται σήμερα·
και οι τουρίσται απαιτούν σέρβις και προθυμία.

— Γιατί οι ρεπόρτερ οι άξιοι δεν βγαίνουν στα κανάλια
να πουν πως η ανάπτυξις μάς τρέχει απ’ τα μπαντζάκια;

Γιατί θα φθάσουν οι τουρίσται σήμερα·
κ’ αυτοί απ’ την πάρλα προτιμούν την ηλιοθεραπεία.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία.
(Οι φάτσες οι υπουργικές τι πελιδνές που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα πλαζ και ξενοδοχεία,
κ’ όλοι γυρνούν στα σπίτια τους σαν φιδοδαγκωμένοι;

Γιατί ενύχτωσε αλλά τουρίσται δεν φανήκαν.
Και οι ειδήσεις που έφθασαν από την Αλβιόνα
λένε πως τους εκράτησε μακριά λοιμού τρομάρα
και πως τουρίσται φέτος πια δεν πρόκειται να ’ρθούνε.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς τουρίστας.
Το χαρτζιλίκι που άφηναν ήταν μια κάποια λύσις.

ΛΑΜΠΡΟΣ ΛΑΡΕΛΗΣ