Κωνσταντίνος Χρυσόγελος

Τρία βυζαντινά ερωτικά ποιήματα

*

Μετάφραση-Σημειώσεις
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

~.~

1. Μουσαίος, Ηρώ και Λέανδρος
(5ος-6ος αι.), στ. 203-218

[ Ο μονόλογος του Λέανδρου ]

«Κόρη, για την αγάπη σου τα κύματα θα σκίσω
κι ας είναι η θάλασσα δεινή κι εχθρός μου το νερό της.
Κινώντας για την κλίνη σου το ρεύμα δεν θα τρέμω
και διόλου δεν θα φοβηθώ το πέλαγος που ουρλιάζει.
Μα κάθε νύχτα που περνά για τον υγρό εραστή σου
τον άγριο τον Ελλήσποντο θα διαπερνά με θάρρος.
Την Άβυδο, την πόλη μου, μακριά πολύ δεν κτίσαν.
Ένα λυχνάρι μοναχά στον πύργο σου εκεί πάνω
στη νύχτα ας φέγγει τη βαθιά. Κι όταν θα το κοιτάζω
καράβι θα ’μαι του Έρωτα κι ο λύχνος σου ένα αστέρι·
εκείνον θα ’χω για οδηγό, τον Βοώτη δεν θα βλέπω
κι ο τολμηρός Ωρίωνας βοηθός μου δεν θα γίνει
κι ούτε την άβροχη τροχιά θ’ ακολουθώ της Άρκτου,
σαν έρχομαι από απέναντι προς το γλυκό λιμάνι.
Μόνο, καλή μου, πρόσεχε τους δυνατούς ανέμους
μήπως τυχόν τον σβήσουνε και χάσω την ψυχή μου,
τον λύχνο τον λαμπρό ταγό που ορίζει τη ζωή μου».

[Σημείωση: Στο ποίημα του Μουσαίου, δύο νέα παιδιά, η Ηρώ και ο Λέανδρος, βιώνουν τον κεραυνοβόλο έρωτα. Υπάρχει όμως το πρόβλημα της απόστασης, καθώς τις πόλεις τους τις χωρίζει ο Ελλήσποντος. Το σχέδιο που συλλαμβάνει ο Λέανδρος, και τελικά εφαρμόζουν οι ερωτευμένοι, είναι παράτολμο: Το αγόρι κολυμπά κάθε βράδυ από την πόλη του σ’ εκείνη της αγαπημένης του, ενώ αυτή φροντίζει το φως του λυχναριού της να του δείχνει τον δρόμο. Η άφιξη της βαρυχειμωνιάς οδηγεί στο τραγικό τέλος, με τον χαμό του ζευγαριού. Ακόμα κι έτσι, ο θάνατος βρίσκει τα σώματα των δύο νέων το ένα δίπλα στο άλλο. Ο τελευταίος στίχος του ποιήματος σχολιάζει: «Και στην τελευταία αυτή συμφορά κατάφεραν ν’ απολαύσουν ο ένας τον άλλο».]

~.~ (περισσότερα…)

Ελληνικό καλοκαίρι

*

ΤΑ ΞΥΛΑ

Θυμάμαι
μικροί που θυσιάζαμε τον χρόνο μας
στα δέντρα, αυτούς τους εύθραυστους θεούς
που ακόμα κι όταν θύμωναν
παρέμεναν στον τόπο μας γονείς ή φίλοι.

Μα τι συνέβη;
Θυμήσου το καλύβι που έχτισες
τον έρωτα που χάραξες στον σώμα ενός·
θαρρώ δεν ήταν άλλο
πλην τρόποι για να πεις πώς πέθανε ο θεός
με τούτες τις μικρές αυτοχειρίες.

///

ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΑΝΤΟΥ

Δεσμεύομαι
θυσιάζομαι σαν άλλος Προμηθεύς.
Εκλέγομαι και γεύομαι,
μες στην πορφύρα, με το Κράτος και τη Βία,
θεόσταλτα εισαγόμενη αμβροσία·
γίνομαι τότε κύκνος, βιάζω τον εαυτό μου
–αισίως στη δεκάτη μου θητεία–
για ν’ αποδιώξω τη δυσβάσταχτή μου ανία
και ζήσω όπως προρρήθηκε: σεπτός Επιμηθεύς.

///

ΑΘΗΝΑΪΚΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Αθήνα
εύμορφη νύμφη στα σκοτάδια
τα φώτα της μητρόπολης αχλάδια
που δρόσιζαν τον ουρανίσκο
στα τέλη του όγδοου μήνα.

Και μες στα διψασμένα φύλλα
στοιχειά και στίχοι του Ευριπίδη,
φωνή μιας σάρκας τετραπέρατης:
«Μην την κοιτάζεις μόνο· μίλα!»
Τιμή στη μαύρη πέτρα της
και στο μεταλλαγμένο μύδι.

Αθήνα, θίνα της θαλάσσης!
(άκαιρη καθαρεύουσα:
ο επίλογος της πλάσης.)

///

ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΚΡΥΦΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Αγαπημένο βοριαδάκι
το βράδυ που την ξαναείδα
το σώμα μου ήταν υγιές.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

*

*

*

 

 

Νεκρόδειπνος 2024

*

Μέρος Α΄: ΝΥΚΤΟΣ ΕΝ ΑΜΟΛΓΩ

Γλυκιά δροσιά·
κυνηγούσα έναν άγγελο Κυρίου
πλησίαζα και ξέφευγε –παιχνίδι λες–
και κάποτε καθόμασταν στο καλντερίμι
κι ανάμεσά μας το ψωμί με τις ελιές.
Και ζέσταινε και ζέσταινε· του ζήτησα βεντάλια
μα ξαφνικά κυμάτισαν τα δυο φτερά
κι ο αέρας ανακάτεψε τα ατίθασα μαλλιά μου.

Η γη πια δεν κρυβόταν·
κάτω απ’ τον ήλιο τον δεινό άνοιξα
το στόμα κι είπα: ρίξε μια σταγόνα,
σ’ εσένα έχω κρεμάσει την πνοή μου.
Κι ακούστηκαν τα δυο φτερά του
ανάμεσα σε σύννεφα χιλιάδες
και γέμισε το δέρμα μου νερό.

Σουρούπωνε και βράδιασε και μαύρισαν τα σπίτια. (περισσότερα…)

Τρία βυζαντινά ποιήματα του 11ου αιώνα

*

Μετάφραση-Σημειώσεις
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

1. Ανωνύμου

Στον τάφο του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου

Ο βασιλιάς ορίζει μοναχός του
το μέρος που θα θάψει τη σορό του.
Εγώ ο Βασίλης, της πορφύρας θρέμμα,
στήνω τον τύμβο μου στη γη του Εβδόμου,
όπου θα βρω την ποθητή μου σχόλη
απ’ τους αρίφνητους, φριχτούς πολέμους.
Το δόρυ δεν ξαπόστασε, το ξέρεις,
ο βασιλιάς των Ουρανών σαν είπε
της Γης εδώ να γίνω ο βασιλιάς σας.
Τα μάτια μου δεν γνώρισαν τον ύπνο
τι ποιος για τους Ρωμαίους θα νοιαζόταν,
στη Δύση στρέφοντας το βέβαιο βλέμμα
ή στης Ανατολής τους πέρα τόπους;
Άραβες, Βούλγαροι κι Αρμένιοι, Σέρβοι
το ξέρουν πως σου λέω την αλήθεια.
Και τώρα που τον τάφο μου κοιτάζεις
αντάμειψέ με με τις προσευχές σου.

~.~ (περισσότερα…)

Η ματιά της Αντιγόνης

*

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΑΠΟΨΕ

Μέσα από τις κουρτίνες που ανεμίζουν
ακούω και βλέπω να ζυγώνει –θόρυβος
πολύς!– το ταίρι κι η κλεψύδρα της ζωής·
κι από το δάπεδο η αφή
και μυρωδιές με την κρυφή,
κανείς σας που δεν ξέρει, προσευχή
εκτός από… Κι αυτό το γέλιο που με κομματιάζει

κι αυτό το δάκρυ, νέα συναρμογή
και ξέρεις, είπες, πρέπει να χαμογελάμε
κι ας ξέχασες να κλείσεις τον διακόπτη
κι η βρύση ας στάζει –ξέρω πως νυστάζει
το καθαρό σου βλέμμα· λίγο ακόμα–
αυτό και τίποτα άλλο: «η βρύση ας στάζει»
κι αποκοιμήθηκες στην αγκαλιά μου.

Σ’ ευχαριστώ που μίλησες για την αγάπη απόψε.

~.~

ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ

Δωροδοκεί τον Χρόνο
με τα χρυσά μαλλιά της
με αντάλλαγμα οξυγόνο.

Σαν ένα περιδέραιο
ακάματης αξίας
ο φόβος διακοσμεί τον τράχηλό του.

Φιλοτεχνούν το τέλος τους
κάθε στιγμή που υπάρχουν
κι αφήνουν μια πηγαία κραυγή·
«απόδειξη πως ήμουνα κι εγώ πάνω στη γη».

~.~

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΕΝ ΘΗΒΑΙΣ

Να τος! Ψηλός, πλατύστερνος ο Κρέων·
της εξουσίας θύμα, της αρχής ο θύτης
αρρενωπός μέχρι να δύσει ο ήλιος
και μια ανιψιά τού βγάλει γλώσσα. Μα για στάσου,
ποιος από σας μπορεί να διώξει το χτικιό;
Ω Κρέων, Κρέων, σώσε μας κι αφού το κάνεις
φύγε. Θα συζητιέται για πολύ θαρρώ
εκείνο το αναπόφευκτο Κακό – «πολιτικό»
κατά πώς λέμε εμείς. Τι χάος, τι φριχτή εποχή·
ένα κορίτσι τρομαγμένο, το άλλο σ’ αψηφά
και τούτο το νεκρό κορμί να συμβολίζει
ποιος ξέρει τι και ποιος γιατί… Σταθείτε εδώ,
το πλήθος που βουβά τσιρίζει και κοιτά·
εδώ και τώρα θέλουμε προβλήματα και λύσεις!

Αντάρα φοβερή σας έχει βρει.
Προσέξτε τη ματιά της Αντιγόνης
την εμμονή στον πόθο τον κρυφό της·
τιμή, δικαιοσύνη
–ή μάλλον όχι· αγάπη, μόνο αγάπη–
για τον νεκρό αδελφό της.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

 

 

 

Η αχλή

*

ΤΑ ΔΥΟ ΣΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ

Το αγαπημένο πρόσωπό του εγώ
καθώς ξοδεύομαι με λύπη περισσή
εδώ, θυμάμαι –και ταράσσομαι–
τα δύο σώματα του βασιλιά.

Στην απαλή του κλίνη, στα κυνήγια
και στης ρητορικής τους άξιους αγώνες
σαν φτερωτός θεός ανακαλώ
πώς σούφρωνε, πώς κούναγε τα δυο του χείλη
προστάζοντας και τέρποντας τον ποθητό λαό.

Κι όταν οι βάρβαροι μας έκρυψαν τον ήλιο
όλοι βρεθήκαμε σφιχτοδεμένοι στον ναό
κι ήταν η σάρκα του νοητή κι ήταν τα χείλη του…

Ή μήπως τα γυρίζω μες στης μνήμης τον τροχό

το αγαπημένο πρόσωπό του εγώ;
Εύθραυστα κόκαλα και τα αίματα
που αδίστακτα ποτίσατε τη γη
μιλήστε, σας εκλιπαρώ· τι απέγιναν
τα δύο σώματα του βασιλιά; (περισσότερα…)

Τα δικαιώματα του χθες και του σήμερα

*

του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Ο χρόνος κυλά και το ρεύμα του παρασύρει τις παλιές σημασίες και μαζί με τα νέα συστήματα ιδεών αφήνει να αναδυθούν στην επιφάνεια καινούργιες. Τα «δικαιώματα του Θεού» έδωσαν τη θέση τους στα «ατομικά δικαιώματα του ανθρώπου», το ουσιοκρατικό «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» της Εκκλησίας των πιστών το διαδέχθηκε ο φυσιοκρατικός υπαρξισμός της μονάδας. Εντούτοις στην Ελλάδα τα προνεωτερικά δικαιώματα αρνήθηκαν να χαθούν στη λήθη της Ιστορίας για χάρη των νεωτερικών αντιπάλων τους. Η κραταιή παράδοση συνυπάρχει, άλλοτε με όρους δημιουργικής αλληλεπίδρασης και άλλοτε σε συνθήκες σφοδρής σύγκρουσης, μέσα στον νου των Νεοελλήνων. Πώς μπορούμε να μιλάμε για οποιοδήποτε φλέγον κοινωνικό ζήτημα όταν δεν λαμβάνουμε υπόψη ότι η σύγχρονη ελληνική σκέψη μοιάζει στην καλύτερη περίπτωση με χωνευτήρι, συνηθέστερα όμως με πεδίο μάχης;

Μα πρώτα από όλα ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις: Ο Ψαλμός 118 στην Παλαιά Διαθήκη αποτυπώνει ποιητικά την αγωνιώδη προσπάθεια του πιστού να φανεί αντάξιος των δικαιωμάτων του Θεού (5: ὄφελον κατευθυνθείησαν αἱ ὁδοί μου τοῦ φυλάξασθαι τὰ δικαιώματά σου· 8: τὰ δικαιώματά σου φυλάξω· 12: δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου κλπ.). Η λέξη υποδηλώνει εδώ τις προσταγές του Θεού στον άνθρωπο, μιλάμε άρα για την υποχρέωση που έχει το δημιούργημα απέναντι στον Δημιουργό του. Ωστόσο, το γεγονός της Πτώσης περιπλέκει τα πράγματα και βρίσκει τελικά τον άνθρωπο σε έναν συνεχή αγώνα για να υπερβεί την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει στην παρούσα ζωή, με σκοπό την επάνοδο του στην πρότερη συνθήκη του, ως κοινωνού του θεϊκού σχεδίου. Τα δικαιώματα της νεωτερικότητας δεν είναι τέτοιου είδους· αυτά παρέχονται από τη φύση στον άνθρωπο από τη στιγμή της γέννησής του και τον συντροφεύουν καθ’ όλη τη διάρκεια της υλικής του ύπαρξης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο παρατηρούνται και άλλες σημασιολογικές μεταθέσεις καθώς περνάμε από το ένα σύστημα στο άλλο, και μάλιστα σε ακρογωνιαίες λέξεις. Επί παραδείγματι, η κεντρικότατη χριστιανική έννοια της φιλανθρωπίας, εγγενές χαρακτηριστικό του ίδιου του Χριστού και κατά συνέπεια οποιουδήποτε πιστού επιθυμεί να πολιτεύεται «χριστομίμητα», μετενσαρκώνεται στην αποϊεροποιημένη ανακούφιση του συνανθρώπου, ο οποίος, όπως και εμείς, έχει σε τούτη τη ζωή το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια.

Στην ελληνική κοσμοθεωρία τα δικαιώματα κατέχουν φυσιολογικά κεντρική θέση. Το παράδοξο είναι ότι η ύλη που περιβάλλει το κέντρο δεν διακρίνεται από σταθερότητα· πρόκειται περισσότερο για μία εύπλαστη μάζα μέσα στην οποία συνυπάρχουν και συγκρούονται παραδοσιακά και νεωτερικά στοιχεία, προερχόμενα από διαφορετικά συστήματα θεώρησης πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη. Κάθε ένα από αυτά έχει τους θεωρητικούς του, καθώς και τους δημόσιους υποστηρικτές του. Η ιδιωτική σφαίρα διαφέρει – άλλοι προσχωρούν στις τάξεις ενός εκ των δύο, ενώ άλλοι δέχονται επιρροές εξ αμφοτέρων. Καλό είναι πάντως να έχουμε υπόψη μας ότι ακόμα και όσοι διατρανώνουν την άθεη προοδευτικότητά τους έχουν, έστω και εν αγνοία τους, τον σπόρο της προνεωτερικότητας μέσα τους. Αλήθεια, υπάρχει κάποιος ανάμεσά μας που σκάβοντας στα τρίσβαθα της συνείδησής του θα αρνιόταν τη δωρεάν ιατρική περίθαλψη στον συνάνθρωπό του; Και όμως, σε χώρες τις πεφωτισμένης Δύσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας υπήρχαν φωνές που υποστήριζαν ότι οι αρνητές του ιού κόβιντ και οι αντιεμβολιαστές δεν θα έπρεπε να δικαιούνται νοσηλείας. Στα καθ’ ημάς, η χριστιανική φιλανθρωπία, απόρροια των δικαιωμάτων του Θεού, δεν αποδιώχνεται εύκολα από το συλλογικό υποσυνείδητο. (περισσότερα…)

Άλλες Οδύσσειες

*

Ι. Πάνω σ’ ένα ξένο Άσμα

Ξεκινήσαμε τα ξημερώματα
ή μάλλον στα τρίσβαθα της νύχτας
κι ο ήλιος –μεσημέρι καθώς ήταν–
καψάλιζε τις πλάτες. Και λίγο λίγο
κοκκίνησαν τα δέρματα και μοιάζαμε
με τους δαρμένους δούλους
που αφήσαμε ξοπίσω.

Κάποια στιγμή για ν’ αποδιώξουμε τη θλίψη
σκεφτήκαμε να πούμε τι θα κάναμε
όταν γυρίζαμε στα σπίτια – τι ελπίζαμε
να ξαναγεννηθούμε.

Κι ο πρώτος είπε ας φτάσουμε και βλέπω,
ο δεύτερος νοστάλγησε τον πόλεμο
καθώς μέσα του είχε αλλάξει
κι ο τρίτος, εγώ εκείνος δηλαδή,
ευχήθηκα ν’ αναπαυθώ στον θρόνο. (περισσότερα…)

Άγριο σώμα

*

Την τρίτη νύχτα επιτέλους στάθηκε ένα σύννεφο μπροστά στο φεγγάρι και κινήσαμε να φύγουμε – ο Θεός ξέρει για πού. Ο αδελφός Δομήνικος ξεπετάχτηκε μπροστά και βάλθηκε να προχωρά στα τυφλά, λες και στην άλλη άκρη του απόλυτου σκοταδιού θα έβρισκε τη σωτηρία μας. Του ψιθύρισα μια και δυο, αλλά στο τέλος έκλεισα το στόμα μου κι απλά τον ακολούθησα, παρότι ήξερα πως δεν είχε ιδέα πού πήγαινε. Το άγριο σώμα του άνοιγε δρόμο μέσα στη βλάστηση.

Πίσω από τα δέντρα με τα άθεα ονόματα άκουγα όλο ήχους και πατημασιές. Δεν άντεχα καν να πλάσω στο μυαλό τις χλωμές φάτσες αυτών που ήθελαν να μας βλάψουν. Υπάρξεις με πρόσωπα αξεχώριστα, που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να μάθουν τον Λόγο του Θεού, τώρα είχαν γίνει οι κυνηγοί μας. Κοιτούσα από δω κι εκεί μήπως και κατάφερνα να φυλαχτώ αν ορμούσαν, αλλά με φρίκη σκέφτηκα πως απλώς μας έσπαγαν τα νεύρα. Μπροστά μου, σε σταθερή απόσταση όσο είχα αντοχή, ο αδελφός Δομήνικος ξάνοιγε δρόμο, ίδιος πανικόβλητη αντιλόπη. (περισσότερα…)

Ένα αρχαιοπρεπές ποίημα αφιερωμένο στον βασιλιά Όθωνα

*

Εισαγωγικά-μετάφραση ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

Ένα εν πολλοίς ανεξερεύνητο πεδίο έρευνας της νεοελληνικής φιλολογίας είναι η αρχαιοπρεπής λογοτεχνική παραγωγή μετά την δεύτερη άλωση έως, κατ’ ουσίαν, την εποχή μας. Στα χρόνια του Όθωνα ο λόγιος καθηγητής του Πανεπιστημίου Φίλιππος Ιωάννου γράφει ποίηση χρησιμοποιώντας τις αρχαίες διαλέκτους, καθώς και τα μέτρα της αρχαίας ποίησης. Το εγχείρημα είναι ενδιαφέρον τόσο από αισθητική, όσο και από ιδεολογική σκοπιά. Εδώ μεταφράζω μία «Ωδή» που γράφτηκε με αφορμή την επέτειο των 25 ετών από την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο. Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Ιωάννου Φιλολογικά πάρεργα, το οποίο κυκλοφόρησε μετά την έξωση του Όθωνα (1865, αλλά αντλώ από τη δεύτερη έκδοση, του έτους 1874, σσ. 513-515) γι’ αυτό στον τίτλο του ποιήματος γίνεται λόγος για τον «πρώην βασιλέα» – παράλληλα δίνεται η πρόσθετη πληροφορία ότι το σύνθεμα εκφωνήθηκε ενώπιον του μονάρχη το 1858. Σε ό,τι αφορά τη μορφή και τη γλώσσα του ποιήματος, ο Ιωάννου προβαίνει σε μία ενδιαφέρουσα μείξη: Ενώ από άποψη εξωτερικής κατασκευής παραπέμπει στην ποίηση της Σαπφούς, το ιδίωμα στο οποίο γράφεται το στιχούργημα δεν είναι, όπως θα περίμενε κανείς, εκείνο της σπουδαίας ποιήτριας, δηλαδή το αιολικό, αλλά το δωρικό. Από άποψη στιχουργικής προσπάθησα να μείνω, στο μέτρο του δυνατού, κοντά στη σύλληψη του Ιωάννου, γι’ αυτό έπλασα τετράστιχες (ιαμβικές) στροφές με τους τρεις πρώτους στίχους ενδεκασύλλαβους και τον τελευταίο επτασύλλαβο (αντίστοιχα στο αρχαίο: τρεις ενδεκασύλλαβοι και ένας πεντασύλλαβος). Στο τέλος της μετάφρασης δίνονται λίγες επεξηγηματικές σημειώσεις και στη συνέχεια παρατίθεται το πρωτότυπο. (περισσότερα…)

Άνθρωποι

*

ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Απόψε ξεκινώ για τις αθάνατες πορείες
θα διηγούμαι στους θεούς ηρώων ιστορίες
θα λάμπει σμαραγδένιο το πεπερασμένο σώμα
μα αν με ρωτάς τι λαχταρώ: να μείνω λίγο ακόμα.

~.~

Η ΝΥΜΦΗ

Περνά περνά μια νύμφη,
αδράξτε τον αέρα
γευτείτε το απαλό της πάτημα·
σπάει σαν ρόδι ο θόλος του ουρανού
για μια βραδιά και μόνο
κι όποιος τη χάσει χάνει την πνοή του.

(Το δέρμα που αγαπάς
σωστά στην άνοιξη το ζήτησες,
αν είναι αλήθεια οι μύθοι των Ελλήνων
κι η ζάλη που τρυγά τη φαντασία σου.)

Προσπέρασε· στα διχασμένα φύλλα
στα ανήσυχα νερά τη νιώθω ακόμα.
Είχαν πλαγιάσει τα παιδιά μας
είχαν τα αλεπουδάκια κοιμηθεί
δεν ήρθαν νέα απ’ τα πουλιά
και ποιος μπορεί να δει
στο κάτω κάτω της γραφής τα αερικά;

~.~ (περισσότερα…)

Μια ποιητική ανταλλαγή ύβρεων από τον Δέκατο Aιώνα

*

Ιωάννης Γεωμέτρης εναντίον Στυλιανού

Μια ποιητική ανταλλαγή ύβρεων
από τον Δέκατο Aιώνα

Εισαγωγικά-Μετάφραση
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

Οι λόγιοι Βυζαντινοί αρέσκονταν και στις λόγιες ανταλλαγές ύβρεων. Τον 10ο αιώνα έχουμε μία τέτοια, έμμετρη μάλιστα, μεταξύ του κορυφαίου ποιητή της εποχής Ιωάννη Γεωμέτρη και κάποιου Στυλιανού. Η πρόσθετη στρατιωτική ιδιότητα του Γεωμέτρη δίνει την ευκαιρία στον αντίπαλό του να κάνει χρήση πολεμικής ορολογίας στις δικές του προσβολές (στ. 6-10, 29-33). Όσον αφορά στην απόδοση, προτίμησα την ισορροπία μεταξύ της ήπια λόγιας και της ξεκάθαρα καθημερινής φρασεολογίας. Τον κίνδυνο της υπερβολικής «απολογιοποίησης» του πρωτοτύπου τον περιορίζει αυτομάτως ο ίδιος ο έμμετρος στίχος. Επιπλέον, τι νόημα θα είχε για τον σύγχρονο αναγνώστη η προσβολή που βγήκε απευθείας από το σκονισμένο ερμάρι; Άλλωστε, μπορούμε εύκολα να φανταστούμε έναν λόγιο που χάνει την υπομονή του να ξεπέφτει στιγμιαία στο επίπεδο του απλού ανθρώπου. Χρησιμοποίησα την έκδοση: E. Van Opstall, «The pleasure of mud-slinging: An invective dialogue in verse from 10th century Byzantium», Byzantinische Zeitschrift 108 (2015), 771-796.

*
Γεωμέτρης
Πονάει το σώμα σαν φουσκώσει η κήλη,
μα αν τα μυαλά φουσκώσουν, ξεμωραίνεις.
Κι ο φθόνος πάντα τα αίματα τ’ ανάβει.
Έτσι λοιπόν, με φθόνο και μωρία
ο Στυλιανός ξερνάει μοχθηρία.

Στυλιανός
Φυσάς και το μυαλό σου ξεφουσκώνει·
τσαντίζεσαι μα οι εχθροί σου σε στραβώνουν.
Με τέτοια χάλια θα λογομαχήσεις;
Την έχεις δει, μπροστά σου όμως δεν βλέπεις
και λες τη μια βλακεία μετά την άλλη. (περισσότερα…)