Κρήτη

«Δεν έχει η αγάπη σύνορα»

*

Ο νους μου τα βουνά κρατεί  # 3
Γράφει ο Γιάννης Ματθαιουδάκης

Η λαϊκότητα της κρητικής υπαίθρου συνομιλεί με τον λόγιο, υψηλό στοχασμό για τα μεγάλα ζητήματα της καρδιάς και του κόσμου. Φιλόσοφοι και μαντιναδολόγοι κάθονται μαζί, στο ίδιο λιτό κρητικό τραπέζι. Η στήλη αφορά την περίπτωση της Κρήτης, αλλά στην οικουμενική της διάσταση. «Κάθε πολιτισμός είναι δυνάμει όλοι οι πολιτισμοί» – εκφάνσεις μιας κοινής ανθρώπινης φύσης. Έτσι, το ηπειρώτικο μοιρολόι, η ιταλική βιλανέλα, το περσικό ρουμπάι αποτελούν βαθύρριζες εκδηλώσεις λαϊκής ποίησης. Ωστόσο, στη μεταβατική εποχή μας, οι κοινές αναφορές, ο συλλογικός βίος, η αίσθηση του μέτρου και του ιερού, αμφισβητούνται από τις «διαλυτικές πνοές» ενός μαζικού, άρρυθμου, δήθεν εξορθολογιστικού τρόπου ζωής. Η μαντινάδα δεν μένει ανεπηρέαστη.

///
Δεν έχει η αγάπη σύνορα δε τηνε πιάνει νόμος
όπου περάσει και διαβεί είν’ ανοιχτός ο δρόμος
Γ. ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ ή ΜΙΧΑΛΟΜΠΑΣ

Δεν οριοθετείται ο έρωτας από θεσμούς, ηθικούς κώδικες, κρατική ισχύ, ούτε κι από τον ίδιο τον θεό του Πολέμου, «Έρώτι ουδ’ Άρης ανθίσταται». Κεντρικό ποιητικό θέμα από τον Όμηρο και τον Σοφοκλή, στους μεσαιωνικούς ερωτοψάλτες και τον Σαίξπηρ, μέχρι τον Σταντάλ, τον Μπαλζάκ και τον Φλωμπέρ, κι από εκεί στον Κούντερα και την ταινία In the Mood for Love, και για όσο θα ερωτεύεται ο άνθρωπος. «Το θέμα επανέρχεται τόσο τακτικά όσο και τα εποχικά φρούτα», θα πει ειρωνικά ο Σοπενάουερ. Άλογο και δυσήνιο πάθος για τον Πλάτωνα, ταράζει την ισορροπία της ψυχής και κατά συνέπεια την ευστάθεια και την έλλογη διακυβέρνηση της Πολιτείας. Ο ερωτευμένος γίνεται ποιητής και κανταδόρος, όχι νομοταγής πολίτης.

Σύμφωνα με τη Διοτίμα, ο Έρωτας είναι παιδί του Πόρου και της Πενίας. Η μαντινάδα εδώ έχει ειδικό ενδιαφέρον γιατί στον δεύτερο στίχο αξιοποιεί την καταγωγή του έρωτα από τον Πόρο, που σημαίνει δίοδος, διάβαση, και χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια στην κρητική διάλεκτο μέχρι τις μέρες μας, ως το πέρασμα δηλαδή για τα αγροτικά μονοπάτια και τα όρη. Η αγάπη βρίσκει πάντα τον δρόμο.

Η καταγωγή του έρωτα από τη μεριά της Πενίας, δηλαδή της έλλειψης, έχει υμνηθεί σε όλες τις εποχές και με όλους τους τρόπους. Ο έρωτας έρχεται από το πουθενά, φτερωτός, και παρότι παιδικός στην όψη, επιτίθεται, πολιορκεί και τελικά πλήττει τον υποψήφιο ερωτευμένο. Αποκτά έλεγχο του σώματός του, γίνεται δεσπότης του νου και της ζωής του, θολώνει την κρίση του, βάζει στη θέση της ηρεμίας και της λογικής, την παραφροσύνη. «Συ, ω Έρωτα, τύραννε θεών και ανθρώπων». Η πείρα των άλλων δεν μας μαθαίνει τίποτα. Ο ερωτευμένος αναλύεται σε όρκους και παρακάλια, ξενυχτά και δέεται στο παραθύρι του ποθούμενου προσώπου. «Να μ’ εύρει η νύχτα κι η αυγή στ’ς αγάπης μου την πόρτα».

Ο Σοπενάουερ παρατηρεί την ερωτική έξαρση και δραματοποίηση από τη φιλοσοφική του κορφή και μας προσγειώνει απότομα. «Σας περιμένει απογοήτευση και τραγική κατάληξη. Στρατήγημα της φύσης ο έρωτας για να δελεάσει το άτομο στην υπηρεσία της αναπαραγωγής. Ο έρωτας που έχει ικανοποιηθεί οδηγεί στη δυστυχία. Το πάθος στηριζόταν στην αυταπάτη μιας προσωπικής ευδαιμονίας προς όφελος του είδους, από τη στιγμή που το τίμημα έχει καταβληθεί η αυταπάτη οφείλει να εξαφανιστεί. Το δαιμόνιο του είδους που είχε κυριεύσει το άτομο, το εγκαταλείπει και πάλι στην ελευθερία του. Το άτομο ξαναπέφτει στα στενά όρια της φτώχειας του και εκπλήσσεται όταν βλέπει, μετά από τόσες υπέροχες, ηρωικές και άπειρες προσπάθειες, ότι δεν του μένει τίποτα άλλο πλέον από μια τετριμμένη ικανοποίηση των αισθήσεων». Η Αριάδνη θα ξυπνήσει μόνη της στο ακρογιάλι, ο Θησέας την έχει εγκαταλείψει. Με την πολυσημία του σολωμικού στίχου: «του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου, / έστρωσε ο νους κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου». (περισσότερα…)

Η ιεροτελεστία της “παρέας”, η κοινή στιγμή

*

Ο νους μου τα βουνά κρατεί  # 2
Γράφει ο Γιάννης Ματθαιουδάκης

Η λαϊκότητα της κρητικής υπαίθρου συνομιλεί με τον λόγιο, υψηλό στοχασμό για τα μεγάλα ζητήματα της καρδιάς και του κόσμου. Φιλόσοφοι και μαντιναδολόγοι κάθονται μαζί, στο ίδιο λιτό κρητικό τραπέζι. Η στήλη αφορά την περίπτωση της Κρήτης, αλλά στην οικουμενική της διάσταση. «Κάθε πολιτισμός ωστόσο είναι δυνάμει όλοι οι πολιτισμοί», δηλαδή βαθύριζες εκδηλώσεις λαϊκής ποίησης όπως π.χ. το ηπειρώτικο μοιρολόι, η ιταλική βιλανέλα, το μαλαϊκό παντούμ, το περσικό ρουμπάι. Στη μεταβατική εποχή μας, οι κοινές αναφορές, ο συλλογικός βίος, η αίσθηση του μέτρου και του ιερού, αμφισβητούνται από τις «διαλυτικές πνοές» ενός μαζικού, άρρυθμου, δήθεν εξορθολογιστικού τρόπου ζωής. Η μαντινάδα δεν μένει ανεπηρέαστη.

///

Είναι το δημοτικό τραγούδι προϊόν Φύσης ή Τέχνης; Φυσικό φαινόμενο αντίστοιχο με την χλωρίδα και πανίδα ενός τόπου ή καλλιτεχνική δημιουργία συνειδητή; Ερώτημα αντάξιο μιας ολόκληρης επιστημονικής διαδρομής για τους μεγάλους μας λαογράφους Ν. Γ. Πολίτη και Σ. Κυριακίδη.

Η ανωνυμία και η αχρονικότητα, τα κύρια δηλαδή γνωρίσματα του δημοτικού τραγουδιού, επαληθεύονται και στην περίπτωση της Κρήτης. Μόνο με την εμφάνιση της δισκογραφίας θα έρθουν στο προσκήνιο οι μαντιναδολόγοι κι αυτό πολύ όψιμα. Δεν ήταν άλλωστε ζητούμενο να ξεχωρίσουν από την κοινότητα, να διακριθούν. Το αντίθετο μάλιστα. Το τραγούδι, ως έκφραση αρχετυπική της συλλογικής ζωής, εμπεδώνει την ενότητα, τον βαθύτερο δεσμό, το ομότροπο σκίρτημα. Για αυτό τον λόγο παρακάτω, δηλώνουμε έστω την επαρχία, όπου είναι δυνατό ή γενικά τον όρο «παραδοσιακή», για όσες μαντινάδες δεν εντοπίζεται πια ο δημιουργός. Ομοίως και οι μελωδίες που συνοδεύουν τις μαντινάδες, οι «σκοποί» όπως λέμε στην Κρήτη, έπαιρναν το όνομά τους από την ευρύτερη περιοχή, κι όχι από τον εμπνευστή τους, π.χ εθιανός πηδηχτός, μυλοποταμίτικες κοντυλιές, κισσαμίτικα συρτά, αμαριώτικα πεντοζάλια κτλ. Το πεδίο δράσης του λυράρη ήταν το χωριό του και τα διπλανά. Ακόμη και οι σημερινοί μαντιναδολόγοι, που πλέον διακρίνονται και καταγράφονται, δηλώνουν άλλες κύριες δραστηριότητες. Η ταυτότητά τους δεν γράφει «ποιητής» όπως του Καβάφη. Η απάντηση συνεπώς είναι δίσημη. Η κρητική στιχουργία είναι κατεξοχήν κοινωνική λειτουργία κι όχι ατομική πράξη. Οι μαντινάδες αναδημιουργούνται μέρα με τη μέρα κι από στόμα σε στόμα ως αντικείμενο συλλογικής επεξεργασίας στις διάφορες εκδηλώσεις της κοινότητας. Οι πειραματισμοί επιτρέπονται αρκεί να λειτουργήσουν στις χαρές και στα γλέντια. Για την παράδοση, οι διαρκείς παραλλαγές είναι κριτήριο γνησιότητας και ζωτικότητας. «Η καλή αλλοίωσις». Κατά τη διαδικασία αυτή, κάποιοι άνθρωποι οπωσδήποτε ταλαντούχοι, με ένστικτο, μεράκι, «ακουστική φαντασία», πάθος και εφευρετικότητα, θα καταφέρουν να “ταιριάξουν”, δηλαδή να τελειοποιήσουν τον στίχο. Είναι σίγουρα δημιουργοί κατά κυριολεξία (δήμος + έργο), αλλά όχι καλλιτεχνικές ατομικότητες με τη νεωτερική έννοια της αυτοέκφρασης. (περισσότερα…)

Μαντινάδα: Το “ρυθμικά σκεπτόμενο αίσθημα” της κοινότητας

*

Ο νους μου τα βουνά κρατεί  # 1
Γράφει ο Γιάννης Ματθαιουδάκης

Η λαϊκότητα της κρητικής υπαίθρου συνομιλεί με τον λόγιο, υψηλό στοχασμό για τα μεγάλα ζητήματα της καρδιάς και του κόσμου. Φιλόσοφοι και μαντιναδολόγοι κάθονται μαζί, στο ίδιο λιτό κρητικό τραπέζι. Η στήλη αφορά την περίπτωση της Κρήτης, αλλά στην οικουμενική της διάσταση. «Κάθε πολιτισμός ωστόσο είναι δυνάμει όλοι οι πολιτισμοί», δηλαδή βαθύριζες εκδηλώσεις λαϊκής ποίησης όπως π.χ. το ηπειρώτικο μοιρολόι, η ιταλική βιλανέλα, το μαλαϊκό παντούμ, το περσικό ρουμπάι. Στη μεταβατική εποχή μας, οι κοινές αναφορές, ο συλλογικός βίος, η αίσθηση του μέτρου και του ιερού, αμφισβητούνται από τις «διαλυτικές πνοές» ενός μαζικού, άρρυθμου, δήθεν εξορθολογιστικού τρόπου ζωής. Η μαντινάδα δεν μένει ανεπηρέαστη.

///

Ο νους μου τα βουνά κρατεί και μες τα δάση μπαίνει
κι όντε πετά στον ουρανό στα βάθη κατεβαίνει
Β. ΚΟΡΝΑΡΟΣ, Ερωτόκριτος
Στέκομαι μπροστά στο ψηλότερο βουνό μου και μπροστά στο μακρύτερο ταξίδι μου: γι΄αυτό πρέπει να κατέβω πιο βαθιά απ’ όσο κατέβηκα ποτέ… Αυτός είναι ο κίνδυνος μου: το ότι το βλέμμα μου ρίχνεται προς τα ύψη και το χέρι μου κρατιέται και στηρίζεται στα βάθη.
Φ. ΝΙΤΣΕ, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα

Ο έρωντάς σου τη ζωή την έκαμε καντάδα
και τραγουδεί τα κάλλη σου σε κάθε μαντινάδα!

Η «μαντινάδα» είναι λατινική λέξη και σημαίνει τραγούδι του πρωινού. Εμφανίζεται ως όρος ήδη από την αρχή της Ενετοκρατίας για να περιγράψει το ομοιοκατάληκτο δίστιχο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, αναπτύχθηκε και χρησιμοποιήθηκε στις ποιητικές συνθέσεις λόγιων ποιητών κατά τη μεσαιωνική περίοδο της ενετοκρατίας (Σαχλίκης, Δελλαπόρτας) και τελειοποιήθηκε στην αναγεννησιακή περίοδο του νησιού από τους Χορτάτση, Μπεργαδή, Τρωίλο, Φώσκολο και Κορνάρο.[1] Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ποιητές αυτοί αν και λόγιοι, με επιρροές από ιταλικά πρότυπα και μοτίβα της εποχής, συνέθεσαν τα έργα τους στο κρητικό ιδίωμα, αξιοποιώντας λαϊκά θέματα της Κρήτης. Μια θαυμαστή συνέργεια προφορικότητας και εγγραμματοσύνης. Αυτό καταδεικνύει ότι ο «ορίζοντας των προσδοκιών» τους, κατά την κριτική θεωρία[2], ήταν να διαβαστούν και να εκτιμηθούν αυτά τα έργα από το κοινό του νησιού.

Άλλαξαν γλώσσα κι έθιμα της Κρήτης οι Λατίνοι,
οι Αρκολέοι οι τωρινοί λέγονταν πρώτα Ursini,
Saturi οι Χορτάτσηδες, Columni οι Κολόνες,
Κλάδοι οι Ramuli γίνανε εδώ και κάτι αιώνες,
παλιότερα οι Μελισσηνοί λέγονταν Vespasiani,
οι Agliati είν’ πια Σκορδίληδες, Βλαστοί οι Papiniani.[3]

Τα διαμορφωτικά ίχνη της μαντινάδας ανάγονται ακόμη πιο πίσω στα βάθη του χρόνου, ως συνέχεια του αρχαίου κώμου και της ευρύτερης ελληνόφωνης ποιητικής παράδοσης. Ο Πρεβελάκης περιγράφει τη μαντινάδα με τον όρο «αρχαϊκή ρίμα». (περισσότερα…)

Ταξιδεύοντας προς την Κωνσταντινούπολη

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Η Ελισάβετ Β. Κονταξάκη (1819-1879), αμφιλεγόμενη διανοούμενη του 19ου αιώνα από την Κρήτη, έδρασε στην Αθήνα και θαυμάστηκε από Έλληνες και ξένους ως «κόσμημα του έθνους της». Όταν ώριμη επέστρεψε στην πατρίδα της, μισήθηκε με πάθος, λόγω της τουρκοφιλίας της. Πέθανε περιφρονημένη, μόνη και πάμπτωχη στην Κωνσταντινούπολη. Η επίσημη ελληνική Ιστορία την έχει αγνοήσει και διαγράψει. Με την υπό έκδοση μυθιστορηματική βιογραφία της επιχειρώ, με βάση τις πηγές, να την προσεγγίσω ως ιστορικό πρόσωπο και ως άνθρωπο και να εξηγήσω, ή τουλάχιστον να καταλάβω, την όψιμη τουρκοφιλία της. Το παρακάτω απόσπασμα, με το οποίο συμπληρώνονται οι προδημοσιεύσεις του βιβλίου στο Νέο Πλανόδιον, είναι από τα τελευταία κεφάλαια. – Α.Κ.

~.~

Όταν η Ελισάβετ διαπιστώνει ότι ο φαναριώτης Φάχρη, ταλαντούχος απατεώνας, δεν σκοπεύει να τηρήσει την υπόσχεση της επιστροφής των οφειλόμενων, αποφασίζει να πάει η ίδια στην Κωνσταντινούπολη, να προσφύγει στα ανώτατα δικαστήρια να βρει το δίκιο της.

«Πώς μ’ έπεισε για τις καλές τάχα προθέσεις του!» σκεφτόταν καθώς ταξίδευε, ψέγοντας τον εαυτό της· δεν μπορούσε να αποδεχθεί την τόσο μεγάλη αποτυχία της στα οικονομικά θέματα· «ανίδεη εγώ, το ίδιο ανίδεος κι άσχετος κι ο αδελφός μου» μονολόγησε.

Την τελευταία και πλέον εικοσαετία που ζούσε στα Χανιά μόνο η πολιτική την απασχολούσε σοβαρά. Ασκημένη στην Αθήνα θεωρητικά στην πολιτική τέχνη,  έμαθε έμπρακτα να ελίσσεται, να προτείνει λύσεις στους πασάδες, σε όλους τους πασάδες, που ανενδοίαστα την εμπιστεύονταν. «Δεν πρόδωσα ποτέ την πατρίδα, όπως με κατηγορούν, διαχειριζόμουν τα πολιτικά προς όφελος και των δύο πλευρών, επιτυχημένα, πιστεύω», σκεφτόταν. (περισσότερα…)

Στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο

*

του ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΟΥΖΑΚΗ

Ένα μικρό χωριό ήταν το 1948 η Παλαιοχώρα ή Παλιόχωρα, όπως ήταν γνωστό το όνομα με το οποίο τη γνώριζαν οι περισσότεροι κάτοικοι της Κρήτης. Στις μέρες μας έχει εξελιχτεί σε έναν γοητευτικό και ιδιαίτερα δημοφιλή τουριστικό προορισμό, αλλά και σε ένα δραστήριο κέντρο συναλλαγών και εμπορίου της ευρύτερης περιοχής του νοτιοδυτικού άκρου του νομού Χανίων.

Στο Γυμνάσιο της  Παλιόχωρας υπηρετούσε ως καθηγητής μαθηματικών ο πατέρας μου. Στο σπίτι η μάνα μου παιδευότανε με τα  τέσσερα όχι και τόσο εύκολα αγγελούδια της. Η αφεντιά μου, ως πρωτότοκος, δημιουργούσε τα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε ο πατέρας μου, το συζήτησε με τον φίλο του, Διευθυντή του Δημοτικού σχολείου και αποφασίστηκε να με στείλουν στην Α΄ τάξη του σχολείου, ως ακροατή! Επαρχιακή αυθαιρεσία είπατε; Αυτό μπορούσε να γίνεται την εποχή εκείνη. Είσοδος στα Πανεπιστήμια με βαθμούς 2 ή 3 ή 5, πλαστά ή μαϊμού πτυχία και λοιπές επαναστατικές και εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδικασίες δεν υπήρχαν τότε. Από το αυτί λοιπόν –κυριολεκτώ εδώ– και στον δάσκαλο.

Πήγαινα λοιπόν στο σχολείο και μάθαινα την αλφαβήτα και την προπαίδεια και υποσχέθηκα πως έτσι θα έκανα καθημερινά, αφού όμως και ο κύριος Διευθυντής είχε αναλάβει τη δική του ευθύνη να μου προσφέρει ένα μικρό χωνί ζάχαρη κάθε μέρα την ώρα του μεγάλου διαλείμματος. Με αυτά και με τ’ άλλα η εκπαίδευσή μου ξεκίνησε με καλούς οιωνούς. Προς το τέλος της εκπαιδευτικής περιόδου ο Δάσκαλος μας πληροφόρησε πως θα ερχόταν κάποιος άλλος, ένας πιο σοφός Δάσκαλος, να δει αν ο δικός μας Δάσκαλος κάνει καλά τη δουλειά του κι αν εμείς είμαστε μαθητές της προκοπής. Ήρθε λοιπόν ο κύριος Επόπτης Στοιχειώδους Εκπαίδευσης και μας ζήτησε να γράψουμε με λίγα λόγια γιατί αγαπούμε το χωριό μας. Δεν θυμάμαι πώς σκέφτηκα και έγραψα ότι έγραψα. Θυμάμαι όμως πολύ καλά πως αφού δώσαμε όλες και όλοι τα γραπτά στο Δάσκαλό μας βγήκαμε έξω για το μεγάλο διάλειμμα. Πήγα στο γραφείο του κυρίου Διευθυντή, πήρα το χωνάκι μου με τη ζάχαρη και αμολήθηκα στην αυλή. Είχαμε ήδη επιστρέψει στην τάξη μας όταν εισήλθαν ο Δάσκαλός μας και ο κύριος  Επιθεωρητής ο οποίος κρατούσε στο χέρι του τα γραπτά μας. Κάθισαν δίπλα-δίπλα πίσω από την έδρα οι μεγάλοι μας κριτές και άρχισαν κάτι ψου ψου ψου και πάλι ψου ψου ψου και μετά ο κύριος Επιθεωρητής ρωτά:

— Ποιος είναι ο Μπουζάκης; (περισσότερα…)