
*
της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
Συ, ποῦ ἔχεις κάλλη γιὰ προικιὰ καὶ χάρες γι’ ἀντιπροίκια
γιὰ νὰ πατῇς νἀνθίζουνε καὶ τἄδροσα χαλίκια,
μὰ ποῦ γιὰ μὲ μονάχα
ἥσκιο βαρὺν ἐσκόρπισε θανάτου ἡ ἐμορφιά σου,
ἄκουσε κάτι ποῦ θὰ πῶ γερτὸς στὰ γόνατά σου
σὰν παραμύθι τάχα.
Ι. ΓΡΥΠΑΡΗΣ
Γύρω στα 1900, το πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ αναθέτει στον Βρετανό συγγραφέα και πολεμικό ανταποκριτή Τζωρτζ Φρέντερικ Άμποττ (1874-1947) ερευνητική αποστολή στην υπό οθωμανική κυριαρχία Μακεδονία με στόχο τη συλλογή εθνογραφικού υλικού. Ο ίδιος είχε τελειώσει τις σπουδές του στο Εμμάνουελ Κόλλετζ. Ο Άμποττ μετά από ένα διάστημα παραμονής σε Θεσσαλονίκη, Σέρρες και Δράμα, πριν πάρει τον δρόμο για το Άγιον Όρος, διέμεινε για λίγο και στην Καβάλα. Στο βιβλίο του The tale of a tour in Macedonia –είχαν προηγηθεί άλλοι δύο τόμοι λαογραφικού περιεχομένου: το Songs of Modern Greece (1900) και το Μacedonian Folk-Lore (1903)–, ανάμεσα στις λοιπές πληροφορίες αναφέρεται και η νοσταλγία των Θασίων καπνεργατών της Καβάλας για τον τόπο τους, μιας και ο Άμποττ επισκέπτεται την πόλη την εποχή που οι Θάσιοι καπνεργάτες επιστρέφουν στο νησί.
Όσο ετοιμάζονται για το δεκάωρο ταξίδι του γυρισμού με τα καΐκια –ο χρόνος σήμερα είναι περίπου μιάμιση ώρα με το πλοίο της γραμμής–, γράφει ο συγγραφέας, το λιμάνι αντηχεί από τα τραγούδια τους. Αυτοί οι ταπεινοί εργάτες γιορτάζουν την ημέρα της επιστροφής τους στις εστίες τους. Μερικές από τις συνθέσεις αυτές είναι εξαιρετικά παθητικές όσον αφορά το ύφος τους και είναι γεμάτες από παράδοξα ευφυολογήματα. Οι τελευταίες περιγράφουν τα δεινά του ξενιτεμού, την αφιλόξενη ξενιτιά και την αδιαφορία των ξένων για τον ξενιτεμένο που νοσταλγεί την πατρίδα του, κι οι Θασιώτες νιώθουν την κοινή φρίκη που εκφράζεται εμφατικά στο λαϊκό δίστιχο που λέει ότι η τύχη του ζητιάνου κι η κακή του μοίρα δεν είναι τόσο πικρές όσο η ξενιτιά. (περισσότερα…)
