Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος

Η αλυσίδα που σπάζει

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 12:27
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Χθες ο Παπαδημητρακόπουλος, προχθές ο Γκανάς, παραπροχθές ο Βαλτινός. Για τα ελληνικά γράμματα, ήταν βαριές οι απώλειες της χρονιάς που φεύγει. Και δεν εννοώ τις απώλειες εδώ τις ατομικές. Η ελληνική λογοτεχνία, ως σύνολο πια, ως έκφραση ενός κόσμου διακριτού, χάνει σιγά σιγά τον συνεκτικό της ιστό, τους κρίκους που σχηματίζουν την αλυσίδα της.

Γιατί και οι τρεις αυτοί ήταν τέτοιοι, φυσιογνωμίες που υπερέβαιναν το ατομικό, που εξέφραζαν μια συλλογικότητα. Ήταν στιγμές, όψεις, μαρτυρίες, πείτε το όπως θέλετε, μιας ιδιαιτερότητας, της ιδιοφωνίας ενός τόπου και ενός καιρού. Και με την έννοια αυτή, η σημασία του έργου τους ξεπερνά κατά πολύ το ύψος του ατομικού τους, αναμφισβήτητου, επιτεύγματος.

Στην ιστορία της λογοτεχνίας, ανοίξτε όποιο εγχειρίδιο θέλετε, οι σημαντικότεροι σταθμοί ήταν πάντα τέτοιοι, διττοί. Εκφάνσεις, την ίδια στιγμή, και του προσωπικού ταλέντου και της υπερπροσωπικής παράδοσης, γεννήματα και μιας ατομικότητας ανεπανάληπτης και μιας ευαισθησίας γενικής. Στις μέρες μας αυτό γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Γιατί σε καιρούς φυγόκεντρους, το ατομικό χάρισμα δεν φτάνει για να προσδώσει σε κάτι αξία και διάρκεια. Χρειάζεται και οι άλλοι να μπορούν να καθρεφτιστούν και να αναγνωριστούν μέσα του. Είναι τα πρόσωπα των πολλών που δίνουν αξία στο πρόσωπο του ενός.

Νά γιατί οι ατομικιστικές εποχές, η όψιμη Αρχαιότητα φέρ’ ειπείν, ή η τωρινή Ευρώπη, έχουν να παρουσιάσουν στις τέχνες και στα γράμματα μια απειραριθμία ατόμων, αλλά τις καθολικές προσωπικότητες του παρελθόντος μόνο να τις ονειρεύονται μπορούν. Η απλή συμπαρεύρεση των μονάδων, όσο αξιόλογων και είναι, χωρίς άθροισή τους οργανική, δεν δίνει πρόσθετη, ανώτερη τιμή. Ίσα ίσα, απομειώνει και την αξία της ατομικής προσπάθειας.  Όταν η αλυσίδα σπάζει, μένουν σκόρπιοι κρίκοι.

/// (περισσότερα…)

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (1930-2024)

*

ΟΙ ΦΡΑΚΑΣΑΝΕΣ

Καθὼς γύριζα ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο ἐ­κεῖ­νο τὸ με­ση­μέ­ρι, ἔ­πια­σε ξαφ­νι­κὰ μιὰ μπό­ρα καὶ ἔ­γι­να μού­σκε­μα. Φο­βή­θη­κα νὰ ἀ­κο­λου­θή­σω τὸν συ­νη­θι­σμέ­νο μου δρό­μο κά­τω ἀ­πὸ τὶς με­γά­λες πεῦ­κες καὶ ἔ­τσι πῆ­ρα τὴν γυ­μνὴ δη­μο­σιά, ποὺ κα­τα­λή­γει στὸ χω­ριό. Στὸ χτῆ­μα ἔ­φτα­σα τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­βγαι­νε πά­λι ὁ ἥ­λιος, καὶ μπῆ­κα μέ­σα σκαρ­φα­λώ­νον­τας πά­νω ἀ­πὸ τὸ με­γά­λο πορ­τό­νι μὲ τὶς βρε­μέ­νες ρο­δο­δάφ­νες. Στὸ πε­ρι­βό­λι ὅ­λα ἦ­ταν γα­λή­νια, φρε­σκο­πλυ­μέ­να καὶ κα­τα­πρά­σι­να, οἱ ἀ­χλα­δι­ές εἶ­χαν ἀ­κό­μα με­ρι­κὰ ἄν­θη, στὰ φύλ­λα τους κρα­τοῦ­σαν χον­τρὲς στα­γό­νες τῆς βρο­χῆς ποὺ γι­ά­λι­ζαν σὰν χάν­τρες. Ἡ τε­λευ­ταί­α βρο­χὴ τῆς χρο­νιᾶς, σκέ­φτη­κα. Τό­τε εἶ­δα τὴν Ἑ­λέ­νη. Ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὸν κῆ­πο κρα­τών­τας στὸ χέ­ρι ἕ­να με­γά­λο ἄ­σπρο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Ἐρ­χό­ταν πρὸς τὸ μέ­ρος μου ἀρ­γά, ὁ ἥ­λιος στε­φά­νω­νε τὰ μαλ­λιά της, κά­τω ἀ­πὸ τὴν μαύ­ρη πο­διά της πρό­βα­λαν δυ­ὸ ὁ­λο­στρόγ­γυ­λα βυ­ζιά.

Γύ­ρε­ψα μιὰ πρό­φα­ση νὰ τὰ πιά­σω. Ἑ­λέ­νη, τῆς εἶ­πα, για­τὶ δὲν ἔρ­χε­σαι νὰ σοῦ δί­νω τρι­αν­τά­φυλ­λα, πί­σω ἀ­πὸ κεί­νη τὴν πα­σχα­λιὰ ὁ πα­τέ­ρας μου ἔ­χει φυ­τέ­ψει μιὰ τρι­αν­ταφυλ­λιὰ κα­τα­κί­τρι­νη. Θέ­λω, μοῦ λέ­ει, τὸ τε­τρά­διό σου τῆς Γε­ω­λο­γί­ας, θὰ σοῦ τὸ φέ­ρω τὴν Πα­ρα­σκευ­ή. Τὸ πῆ­ρε κι ἔ­φυ­γε λέ­γον­τας σὲ εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λὺ καὶ τὴν Πα­ρα­σκευ­ὴ μοῦ τὄφε­ρε ὁ ἀ­δελ­φός της, ἕ­νας τσό­γλα­νος κα­μιὰ δω­δε­κα­ριὰ χρο­νῶν, ψη­λό­τε­ρος ἀ­πὸ μέ­να δυ­ὸ κε­φά­λια, μαλ­λια­ρός, μὲ μιὰ χον­τρὴ μο­νο­κόμ­μα­τη φω­νή.

Ἕνα με­ση­μέ­ρι κα­θό­μουν κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να δέν­τρο καὶ δι­ά­βα­ζα. Δί­πλα μου εἶ­χα μιὰ στά­μνα μὲ νε­ρό, ἔ­κα­νε ζέ­στη, κά­θε τό­σο ἔ­πι­να λί­γο νε­ρὸ καὶ ὕ­στε­ρα κα­τά­βρε­χα λίγο τὴ γῆ. Τὸ χῶ­μα εἶ­χε σκά­σει σὲ με­γά­λα κομ­μά­τια, ὅ­ταν τὸ πό­τι­ζα θρυμ­μα­τι­ζό­ταν ἀ­φή­νον­τας μιὰ εὐ­χά­ρι­στη, βα­ρειὰ μυ­ρου­διά. (περισσότερα…)