ελληνική πεζογραφία

Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης αυτοβιογραφούμενος

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Η παραδειγματική αξία ενός αυτοβιογραφικού έργου, τουτέστιν μιας ζωής, δεν βρίσκεται στην προβολή ή σε μια αποκομμένη παρατήρηση αυτής της ζωής, αλλά στη σχέση της με τη ζωή των άλλων. Στη διαφανή διαδρομή του δημιουργού που υπερβαίνει την ατομικότητά του όταν συνδέεται με τον μύθο και μετατρέπεται σε σύμβολο. Δηλαδή σε φορέα αξιών. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ο Πετσάλης επέλεξε να δώσει στην τρίτομη αυτοβιογραφία του τον γενικό τίτλο «Διαφάνειες». Καρπός γνήσιας δημιουργικής επιθυμίας ανάκτησης του παρελθόντος του, οι «Διαφάνειες» δεν είναι μια τυπική αυτοβιογραφία. Δεν είναι βέβαια ούτε απομνημονεύματα ή αναμνήσεις. Μήτε πρόκειται για μια προσεχτικά συγκροτημένη, ιστορημένη σειρά συμβάντων της ζωής του ή των γεγονότων της ιστορίας του τόπου και του περιβάλλοντός του. Ο Πετσάλης γράφει ακολουθώντας τις αυθαίρετες ιδιοτροπίες της μνήμης του με χάσματα λησμονημένα ή άρρητα αποθηκευμένα, με συχνές παρεκβάσεις και αιφνίδιες παλινδρομήσεις. Κυρίως όμως γράφει βιώνοντας το τέλος ενός κόσμου, του αστικού κόσμου και με το βαρύ αίσθημα μιας αποστολής: να διασώσει στη μνήμη των περιλειπομένων τα αγαθά ενός πολιτισμού που χάνεται.

///

«Όταν ανατρέχω στην περασμένη μακρύτατη ζωή μου, αισθάνομαι σαν να ενώνομαι με ένα απώτατο παρελθόν, όπως βλέπεις από ψηλά έναν ίσιο δρόμο που μπλέκεται και χάνεται σε βάθη απροσπέλαστα, σε αποστάσεις δίχως τέλος. Και τότε νιώθω να γίνεται η ζωή μου, η ταπεινή ζωούλα μου, ένα με την ιστορία του κόσμου, με τον αρχέγονο μύθο της Γενέσεως και τα παμπάλαια παραμύθια».

Η αυτοβιογραφία ως λογοτεχνικό είδος προκαλούσε ανέκαθεν έντονο αναγνωστικό ενδιαφέρον αλλά και την καχυποψία, επιφυλάξεις, τόσο των ειδικών όσο και του κοινού. Παρατονισμοί ή παραλείψεις κρίσεων, αισθημάτων, ή ακόμη και γεγονότων, προδίδουν συχνά την αυταρέσκεια και τον σκόπιμο εξωραϊσμό. Τα πιο πάνω λόγια ωστόσο του παραθέματος του Θανάση Πετσάλη- Διομήδη (από τον θάνατο του οποίου συμπληρώθηκαν φέτος 30 χρόνια), είναι νομίζω χαρακτηριστικά ανθρώπου που όταν στο τέλος της μακράς και ευδόκιμης πεζογραφικής του πορείας, αποφάσισε να κλείσει το αφηγηματικό του έργο με μιαν αυτοβιογραφία, μας χάρισε σπάνιο και πολύτιμο παράδειγμα συγγραφικής ειλικρίνειας και πνευματικής ακεραιότητας.

Η παραδειγματική αξία ενός αυτοβιογραφικού έργου, τουτέστιν μιας ζωής, δεν βρίσκεται στην προβολή ή σε μια αποκομμένη παρατήρηση αυτής της ζωής, αλλά στην σχέση της με την ζωή των άλλων. Στην διαφανή διαδρομή του δημιουργού που υπερβαίνει την ατομικότητά του όταν συνδέεται με τον μύθο και μετατρέπεται σε σύμβολο. Δηλαδή σε φορέα αξιών. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ο Πετσάλης επέλεξε να δώσει στην τρίτομη αυτοβιογραφία του τον γενικό τίτλο «Διαφάνειες». Καρπός γνήσιας δημιουργικής επιθυμίας ανάκτησης του παρελθόντος του, οι «Διαφάνειες» δεν είναι μια τυπική αυτοβιογραφία. Δεν είναι βέβαια ούτε απομνημονεύματα ή αναμνήσεις. Μήτε πρόκειται για μια προσεχτικά συγκροτημένη, ιστορημένη σειρά συμβάντων της ζωής του ή των γεγονότων της ιστορίας του τόπου και του περιβάλλοντός του. (περισσότερα…)

Ο Καρκαβίτσας από σύγχρονη οπτική

*

του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

~.~

Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η Λυγερή. Επιμέλεια Κειμένου – Επίμετρο – Γλωσσάρι Γεωργία Γκότση.  Φιλολογική Εποπτεία – Εισαγωγή Γιάννης Παπακώστας, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 2025, σελ. 320.  Στο Επίμετρο δημοσιεύονται μελέτη της νουβέλας καθώς και το εκδοτικό σημείωμα της επιμελήτριας  (σ. 185-284).

Ο Κωστής Παλαμάς, εξίσου σημαντικός κριτικός, όσο και ποιητής, ακόμα και αν στο συλλογικό υποσυνείδητο έχει περάσει ιδίως με τη δεύτερή του ιδιότητα, έγραφε τρία χρόνια μετά τον θάνατο Ανδρέα Καρκαβίτσα (1865-1922), εν είδει μνημοσύνου, ότι αν τον ανάγκαζαν να διαλέξει μεταξύ του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και του Λεχαινίτη συγγραφέα, θα στεκόταν «ευλαβητικά ξέσκεπος μπροστά στον πρώτο», φιλώντας του το χέρι, τελικά όμως «θα ψήφιζ[ε] για το δεύτερο»[1]. Στις μέρες μας ίσως φαντάζει δύσκολο να αποδεχθούμε αυτή την κατά τα άλλα προκλητική και δελεαστική σύγκριση. Διαβάζοντας, εντούτοις, τη μελέτη της Γεωργίας Γκότση στο επίμετρο της νέας έκδοσης της κλασικής νουβέλας Ἡ Λυγερή, δεν θα μπορούσαμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι ο πεζογράφος Καρκαβίτσας αξίζει μια περίοπτη θέση στον λογοτεχνικό μας κανόνα.

Το σημαντικό γεγονός της επανεμφάνισης του Καρκαβίτσα στα γράμματά μας, το οφείλουμε στον «Σύλλογον πρὸς διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων» που ανέλαβε την πρωτοβουλία της επανέκδοσης των πεζών του Λεχαινίτη συγγραφέα (μεταξύ των οποίων πασίγνωστοι τίτλοι, όπως Ὁ Ζητιάνος και Τὰ λόγια τῆς πλώρης), συνοδευόμενων από εκτενή επίμετρα, όπου ανακεφαλαιώνεται η πρότερη σημαντική έρευνα και προτείνονται νέες προσεγγίσεις. Σε όλους τους τόμους προτάσσεται η ίδια εισαγωγή του ομότιμου καθηγητή Γιάννη Παπακώστα, φιλολογικού επόπτη της σειράς, με σκοπό τον κατατοπισμό του αναγνώστη ως προς τα ευρύτερα συμφραζόμενα της εποχής, μέσα στην οποία έζησε και έγραψε ο συγγραφέας. Στο παρόν κείμενο θα επικεντρωθώ στην ίδια τη Λυγερή και στη μελέτη της Γεωργίας Γκότση: η νέα έκδοση που ετοίμασε η επιμελήτρια (περισσότερα…)

Μικρή εισαγωγή στην ποίηση του Βαγγέλη Τασιόπουλου

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Ο ποιητής Βαγγέλης Τασιόπουλος, με εννιά ποιητικές συλλογές και μια πρόσφατη συλλογή διηγημάτων στο ενεργητικό του, αποτελεί έναν διακριτό ποιητή της Γενιάς του 1980 ή αλλιώς Γενιάς του ιδιωτικού οράματος,[1] ο οποίος, ενώ στην αρχή της ποιητικής του πορείας παραμένει ως επί το πλείστον περίκλειστος ποιητικά εντός του ιδιωτικού λυρισμού, εξελικτικά και κλιμακωτά αποκλίνει από την ποιητική περιχαράκωση στο ιδιωτικό πάθος-όραμα και ανοίγεται στον ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό και ιστορικό χώρο, προσφέροντας μιαν ευρύτερη θέαση του συλλογικού. Στο παρόν κείμενο, επομένως, θα εστιάσουμε (όσο αυτό είναι δυνατόν στο πλαίσιο ενός μικρού  κειμένου) αφενός στην προαναφερθείσα εξελικτική πορεία της ποιητικής του Τασιόπουλου, η οποία προϋποθέτει παράλληλα και μια σημαίνουσα μορφολογική μετατόπιση από το λυρικό-ποιητικό προς το αφηγηματικό-πεζοποίημα, και αφετέρου στην ανάδειξη κεντρικών θεμάτων της ποίησής του που επανέρχονται βασανιστικά και επίμονα με τρόπο που μας επιτρέπει να μιλήσουμε, κατά την άποψή μου, για ένα ποιητικό έργο εν προόδω. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. (περισσότερα…)

Γιώργος Συμπάρδης, «Πλατεία Κλαυθμώνος» | Νύχτες του Ιουλίου 2025

*

Τετάρτη 23 Ιουλίου, 9μμ.

Παρουσίαση βιβλίου

Γιώργος Συμπάρδης
«Πλατεία Κλαυθμώνος»

Το νέο βιβλίο του Γιώργου Συμπάρδη είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης τοποθετημένο στον πρώτο χρόνο της δικτατορίας των Συνταγματαρχών όπου παρακολουθούμε τις περιπλανήσεις και τις αναζητήσεις σε δρόμους και συνοικίες της Αθήνας ενός δεκαεννιάχρονου φοιτητή της Νομικής που μεγαλώνει μέσα σε μια οικογένεια γεμάτη αινίγματα, σιωπές και συγκαλύψεις. Με τον συγγραφέα συζητά η πεζογράφος Λίλα Τρουλινού.

Είσοδος ελεύθερη.

*

*

*

 

Κυριακή του Παραλύτου ή Κυριακή του Ασώτου; Πότε γεννήθηκε;

*

του ΤΑΚΗ ΓΕΡΑΡΔΗ

Όταν δεν υπάρχουν συγγενείς πρώτου βαθμού ή ενεργοί διαχειριστές των πνευματικών δικαιωμάτων, η διαχείριση των βιογραφικών στοιχείων καθίσταται ευάλωτη σε ανακρίβειες, λάθη και αυθαιρεσίες. Η περίπτωση της ημερομηνίας γέννησης του Μένη Κουμανταρέα θεωρώ πως εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο.

Ας σημειωθεί πως στο Google, αλλά και σε πλήθος διαδικτυακών πηγών –ελληνικών, αγγλικών και γαλλικών– καταγράφεται ως ημερομηνία γέννησης του Μένη Κουμανταρέα η 4η Ιανουαρίου 1931. Εγώ, όμως, και ο αδελφός μου Άρης, διατηρούμε ζωντανή τη μνήμη πως τα γενέθλια του μεγάλου συγγραφέα ήταν στις 17 Μαΐου – μια ημερομηνία που μας είχε αναφέρει ο ίδιος και που επιβεβαιώνεται, έστω σποραδικά, σε προσωπικά τεκμήρια και παραγνωρισμένες σημειώσεις καθώς και από αρχειακές αναφορές που δεν έχουν λάβει τη δέουσα προβολή. Το ζήτημα της γέννησης δεν είναι ποτέ απλώς ληξιαρχικό· ιδίως όταν προηγείται αοριστολογία.

Πώς όμως προέκυψε αυτή η ασυμφωνία; Πιθανότατα η πρώτη καταχώριση της λανθασμένης ημερομηνίας να έγινε από κάποια επιπόλαιη πηγή και στη συνέχεια αναπαράχθηκε μηχανικά – από ιστοσελίδα σε ιστοσελίδα, χωρίς να υποβληθεί σε έλεγχο. Σε έναν κόσμο όπου η πληροφορία διακινείται ταχύτατα και συχνά άκριτα και με βιαστικά copy paste, ένα μικρό λάθος μπορεί να παγιωθεί και να αλλοιώσει τη δημόσια εικόνα ενός σημαντικού προσώπου. Δεν πρόκειται για απλή φιλολογική λεπτομέρεια. Η ημερομηνία γέννησης έχει το δικό της ειδικό βάρος στο συνολικό αφήγημα της ζωής και της δημιουργίας του Κουμανταρέα. Μια τέτοια ανακρίβεια γεννά ερωτήματα για τη φύση των πηγών, την αξιοπιστία τους, αλλά και για την ευθύνη μας απέναντι στην πολιτισμική μας κληρονομιά. Συνέβαλε όμως και ο ίδιος σε αυτή την σύγχυση.

Θυμάμαι πολύ έντονα τον Μένη να αποφεύγει με βδελυγμία να αποκαλύψει την ακριβή ημερομηνία των γενεθλίων του. Αυτήν την πληροφορία την έμαθα μόνο όταν έγινε γνωστός ο θάνατός του. Όποτε τον ρωτούσα, απαντούσε με αόριστο, σιβυλλικό ύφος, κάποιες φορές με έναν αστεϊσμό, πάντα με μια δόση ναρκισσισμού, κι άλλαζε αμέσως θέμα. Σχεδόν σαράντα χρόνια που τον γνώριζα δεν θυμάμαι ούτε μία φορά να μας καλεί κάπου για να γιορτάσουμε τα γενέθλιά του. Από τότε υποπτευόμουν πως δεν ήθελε να μάθουμε πότε γεννήθηκε, γιατί δεν άντεχε την πιστοποίηση του γήρατος. Όπως και το όνομά του (Αριστομένης) δεν γιορτάζει ποτέ, έτσι κι εκείνος δεν είχε ποτέ γενέθλια και με αυτόν τον τρόπο ένιωθε πως ξεφεύγει από το χρόνο. (περισσότερα…)

Για τον Γιώργο Ιωάννου, σαράντα χρόνια μετά

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Σαράντα χρόνια μετά την πρόωρη και αδόκητη κοίμησή του, μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα. Οφείλουμε στον Γιώργο Ιωάννου την πιο αυθεντική έκφραση της ανθρωπογεωγραφίας της Θεσσαλονίκης, την αρτιότερη μέχρι σήμερα περιγραφή της στη λογοτεχνία μας. Αν αυτό, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να αφορά κυρίως τη μητέρα του πόλη, που έχει χάρη στο έργο του Ιωάννου ένα γερό θεμέλιο αυτογνωσίας αλλά και προσανάμματα ζωής (ζωής αληθινής και όχι υποταγμένης σε ιδέες, είτε λατρευτικών υπερβολών είτε ενοχικών αυτομαστιγώσεων), η νεοελληνική πεζογραφία εν συνόλω τού οφείλει και κάτι επιπλέον. Ένα παράδειγμα έξοχου ύφους, το οποίο αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε, παρά τις αντιρρήσεις ενός συμπλεγματικού μικροαστικού προοδευτισμού που στο όνομα του μοντερνισμού, τού καταλόγιζε… επαρχιωτισμό.

Το παράδειγμα του Ιωάννου, η μονομερής αφήγηση με διάσπαση του θέματος σε ψηφίδες, η ανασύνθεση του χρόνου, η καταγραφή των συμβαινόντων με λόγο ενδιάθετο και τρόπο προσωπικό, πρωτότυπο και πειστικό, δεν ανανέωσε απλώς την ηθογραφία μιας ιδανικής ενότητας σώματος και ψυχής, που συντηρεί τα όνειρα ενός ολόκληρου κόσμου με αξιοπρέπεια και κατανόηση. Μπορεί να είχε ως πυρήνα έμπνευσης τη Θεσσαλονίκη, νομίζω ωστόσο πως αφορά γενικότερα και τον τρόπο που αντικρίζουμε τη ζωή και την τέχνη. Αν δηλαδή θέλουμε να είναι αυτό οικειοποίηση και στη συνέχεια ανάπλαση του κοινού βιώματος, μύθων χάρη στους οποίους μπορούμε να συνυπάρχουμε, ή διανοητική άσκηση ξεριζωμένων γραφομανών.

Μίλησα ήδη για βίωμα και τη σημασία να έχει ο λόγος βάρος βιώματος. Δεν εννοώ πως πρέπει η αφήγηση να είναι αυτοβιογραφική. Ο Ιωάννου αυτό το απέφυγε θαυμάσια γιατί ήξερε πώς από το εφήμερο και το ιδιωτικό να ανάγεται στο διαρκές και το συλλογικό. Μπορεί να ξεκινά από το υπαρκτό βίωμα, ουδέποτε όμως ξεπέφτει σε οικτίρμονα αυτοπαρατήρηση ή σε μελοδραματικά ξεσπάσματα. Δεν είχε ψυχολογία πλασιέ. Το πάθος του για την κληρονομιά και την παράδοση δεν ήταν αφελές. Πήγαζε από τη βαθιά γνώση ότι ο διχασμός μεταξύ του δήθεν υψηλού καλλιτεχνικού έργου και του λαϊκού αναγνώσματος είναι μια από τις κακοδαιμονίες όχι απλώς της λογοτεχνίας αλλά του μοντέρνου κόσμου γενικά. Η διήγηση είναι τέχνη λαϊκή εκ φύσεως, ακροαματική από τη σύστασή της. Και συνάπτεται πάντα με τα κοινά πάθη. (περισσότερα…)

Χειμερία νάρκη ή νάρκη προσωπικού;

*

του π. ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΓΚΑΝΑ

Δημήτρης Καρακίτσος,
Αυτός ο χειμώνας,
Αντίποδες, 2024

///

Εμοί μεγίστη πράξις εστίν η απραξία
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Όλες οι δυστυχίες του ανθρώπου πηγάζουν
από την ανικανότητά του να καθίσει σ’ ένα
δωμάτιο, σιωπηλός και ολομόναχος.

ΠΑΣΚΑΛ
Στη γαλήνη των ερήμων αυτών,
με λίγα, αλλά σοφά βιβλία αποτραβηγμένος,
ακούω με τα μάτια μου τα λόγια των νεκρών
και ζω μιλώντας με τους πεθαμένους.
ΚΕΒΕΔΟ[1]
Ναι! Χιονίζει, αρχίζουνε τα θαύματα!
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ
Τον χειμώνα ετούτο άμα τον πηδήσουμε
γι’ άλλα δέκα χρόνια άιντε καθαρίσαμε.
ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ 

Στο βαθμό που ισχύει η άποψη ότι κάθε συγγραφέας γράφει και ξαναγράφει το ίδιο βιβλίο, ο Δημήτρης Καρακίτσος μοιάζει να συνιστά μια εξαίρεση καθώς βρίσκει συνεχώς τρόπους να πείθει τον αναγνώστη περί του αντιθέτου.

Έτσι τα τελευταία χρόνια μάς προσέφερε βιβλία εντελώς διαφορετικής μορφής και περιεχομένου: έναν αστυνομικό γρίφο (Ο Δον Υπαστυνόμος)· τις περιπέτειες ενός  υπερήρωα που θυμίζουν  χολλυγουντιανή ταινία βγαλμένη από κόμικ (Ζαχαρίας Σκριπτ)· ένα  road trip με ποδήλατα στη Σουηδία του 19ου αιώνα (Για να μην αποτύχουμε όπως οι Μπιόρλινγκ και Καλστένιους)· μια autofiction με πινελιές μαγικού ρεαλισμού (Αυτό-κοινωνιο-παραμυθία)· και τώρα μια ηθογραφία (Αυτός ο Χειμώνας).

Αυτό που χαρακτήριζε όμως από κοινού όλα αυτά τα βιβλία είναι ότι το λογοτεχνικό είδος που υπηρετείται κάθε φορά παρουσιάζεται τρόπον τινά «πειραγμένο», ακολουθώντας εν μέρει μόνο, και ταυτόχρονα αναιρώντας, τις συμβάσεις του εκάστοτε είδους. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε τη  λογοτεχνική κριτική σε μια σχεδόν ομόφωνη ετυμηγορία: αποφάσισε να προσδώσει στον Καρακίτσο τον χαρακτηρισμό μεταμοντέρνος. Ένα χαρακτηρισμό που λειτουργεί στις μέρες μας σαν πασπαρτού που ανοίγει κάθε πόρτα.

Ο χαρακτηρισμός σήμαινε πως στον συγγραφέα πιστώνονταν μια αχαλίνωτη φαντασία, μια παιγνιώδης διάθεση που άγγιζε τα ακρότατα όρια και, ως συνέπεια, η έλλειψη νοήματος, η έλλειψη μιας «συγκολλητικής ουσίας» που θα συνείχε το έργο ή, για να χρησιμοποιήσουμε έναν «παλιομοδίτικο» χαρακτηρισμό που χρησιμοποιείται σποραδικά ακόμα και στις μέρες μας (κι όχι πάντα από τις πιο συντηρητικές φωνές) μια ηθική διάσταση. [2] (περισσότερα…)

Απόκομμα ζωής

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

1

Ο τύπος ήταν απατεώνας, ένας θεατρίνος που είχε πεθάνει στα ψέματα κάμποσες φορές συγγενείς και γνωστούς για να τον λυπούνται και να τον βοηθούν – μέχρι και για το παιδί του έλεγε πως είχε πεθάνει και ζητούσε λεφτά για την κηδεία του. Εγώ όμως που κυκλοφορούσα τη νύχτα τον είχα δει να μπαινοβγαίνει σε κωλόμπαρα και σε στριπτιζάδικα και να ξοδεύει ένα κάρο λεφτά σε γυναίκες που η αξιοπρέπειά τους ήταν απείρως μεγαλύτερη από τη δική του. Δεν είχα προσωπικές σχέσεις μαζί του, ούτε καν μιλούσαμε, αλλά ο τρόπος του μου προκαλούσε απέχθεια. Λόγω της δουλειάς μου στη νύχτα είχα γνωρίσει ένα σωρό καθάρματα αλλά αυτός εδώ ήταν το κάτι άλλο. Τέτοιο θράσος και τέτοιο ξεφτιλίκι σαν το δικό του δεν είχα ξαναδεί.

Η φάτσα του κάποιον μου θύμιζε από το παρελθόν αλλά μπορεί να έκανα και λάθος. Ήταν ένα καχεκτικό ανθρωπάκι με γυμνό κρανίο – τα ελάχιστα μαλλιά στο σβέρκο και τους κροτάφους τα είχε ξυρισμένα. Φορούσε συχνά κασκέτο και κουβαλούσε σακίδιο πλάτης. Η μούρη του ήταν ποντικίσια, η μύτη του μακριά και σουβλερή. Κυκλοφορούσε με τα πόδια αλλά κάποιες φορές τον είχα δει να οδηγά μια μηχανή ολοκαίνουρια, αυτά τα διαστημικά μηχανάκια που είναι πολύ στη μόδα τα τελευταία χρόνια. Τον έβλεπα που χωνόταν στα στενά δρομάκια της λιμενικής ζώνης, άφηνε το μηχανάκι κάπου απόμερα, άλλαζε ρούχα και κυκλοφορούσε με τα πόδια ζητιανεύοντας από τουρίστες και ιδιοκτήτες σκαφών με ιστορίες δουλεμένες από πριν. Απ’ όσα έφταναν στ’ αυτιά μου το σενάριο ήταν πάντα ίδιο με μικρές παραλλαγές: κλαιγόταν για αρρώστιες και θανάτους συγγενών του και ζητούσε λεφτά για να τα βγάλει πέρα με τα έξοδα του νοσοκομείου ή της κηδείας.

Ένα βράδυ ο πορτιέρης του μαγαζιού όπου δούλευα εκείνη την εποχή μου είπε ότι την ώρα που στεκόταν στην είσοδο τον πλησίασε ο περίεργος και του ζήτησε είκοσι ευρώ γιατί η γυναίκα του είχε εισαχθεί επειγόντως στο νοσοκομείο και κείνος δεν είχε λεφτά για να πάρει ταξί. Ο πορτιέρης, ένας γίγαντας εκατόν πενήντα κιλά με άνοιγμα πλάτης όσο η κάσα μιας κανονικής πόρτας, μου είπε ότι ο τύπος επέμενε, κλαψούριζε και μάλιστα προσπάθησε να μπει στο μαγαζί για να ζητιανέψει. Ο πορτιέρης κόντεψε να τον δείρει, συγκρατήθηκε και τελικά τον διαολόστειλε. Ο άλλος όμως φεύγοντας του είπε «δεν πειράζει ρε φίλε, ο Θεός να σε έχει καλά». Ο γίγαντας γελούσε καθώς μου το έλεγε αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο σκέφτηκα ότι εκείνος ο απατεώνας ίσως να ήταν πιο πολύπλοκος απ’ όσο μπορούσα να φανταστώ.

(περισσότερα…)

«Καὶ ὁ θάνατός του εἶνε ἀπολύτρωσις…» – Μιχαήλ Μητσάκης (5.8.1868 – 6.6.1916)

*

Γράφει η ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

*

Στις 6 Ιουνίου του 1916, ο Μιχαήλ Μητσάκης πεθαίνει από περιπνευμονία στο Δρομοκαΐτειο. Από διετίας εξάλλου, «είχεν εξαφανισθή από τα κέντρα και ιδίως από τα γραφεία των πρωινών εφημερίδων των οποίων ήτο το στοιχειό όπου εκεί έγραφεν αλλόκοτους ελληνογαλλικούς στίχους».

Οι εφημερίδες της εποχής αντιμετωπίζουν το γεγονός του θανάτου του σαν αυτούς στα ποιήματά του «που φτιάχνουν τα κλειδιά, κόβουνε τα καπίκια».

Η χθεσινή μελαγχολική πομπή δεν ήτο αναμφιβόλως η κηδεία του, μολονότι μας ωδήγησεν εις το νεκροταφείον. Ειπέτε καλύτερα ότι ήτο μια επιμνημόσυνος δέησις, εις την οποίαν συνέβη τούτο το περίεργον, να έχωμεν μαζί μας και τον νεκρόν.

γράφει ο συνονόματός του Περάνθης στον τόμο για το έργο του.

Ο Μητσάκης γεννήθηκε το 1868 στα Μέγαρα και πήγε σχολείο στην Σπάρτη όπου και εξέδωσε την χειρόγραφη βραχύβια εφημερίδα Ταΰγετος. «Τρελλούτσικος, μύωψ και αδύνατος, πολλά υπέφερε μικρός από τους συνομηλίκους του», έγραφε ο ίδιος, «ο αργός περιπατητής, πλάνης αδιάφορος που έσερνε το βήμα του το άσκοπον, ξένος προς την πέριξ κίνησιν ακολουθών των φευγαλέων σκέψεών του τον ειρμόν ή βυθισμένος εις τα σκότη των κενών του». Αν και φοίτησε για δύο έτη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στην δημοσιογραφία με αρκετές αποστολές, ταξιδεύοντας σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και αποτυπώνοντας τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες.

Ακάθιστος και πολυπράγμων, συμμετέχει αρχικά στη σύνταξη της σατιρικού περιεχομένου εφημερίδας Ασμοδαίος, δημοσιεύει άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά των Αθηνών, εκδίδει τις ευθυμογραφικές εφημερίδες Θόρυβος και Πρωτεύουσα, υπογράφοντας με ψευδώνυμα μεταξύ των οποίων Ιξίων, Καιροσκόπος, Πλανόδιος, Κόθορνος, Κρακ, υπήρξε διευθυντής του Ελληνικού Ημερολογίου του Π. Δ. Σακελλαρίου, συνίδρυσε το σατιρικό Άστυ μαζί με τους Θέμο και Μπάμπη Άννινο. (περισσότερα…)

Ανάμεσα στο Θηρίο της μοναξιάς και τον Θεό της δημιουργίας

*

της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Διώνη Δημητριάδου,
Θηρίο ή Θεός,
ΑΩ, 2023

Το νέο πεζογράφημα της Διώνης Δημητριάδου είναι μια στοχαστική, φιλοσοφική νουβέλα που συνδυάζει αφηγηματικές σελίδες με   δοκιμιακά σχεδιάσματα και μας θέτει αντιμέτωπους με θεμελιώδη ερωτήματα του ανθρώπινου βίου.

Τα αφηγηματικά μέρη, τριτοπρόσωπα (με δύο πλατωνικής έμπνευσης διαλογικά κεφάλαια) ή πρωτοπρόσωπα, εν είδει ημερολογιακών καταγραφών, θωρακίζονται με έντεχνα δοκίμια, αποτυπώνοντας την πνευματική περιπέτεια ενός καλλιεργημένου ανθρώπου, του Ευγένιου, ο οποίος σε ώριμη πλέον ηλικία, έχει αποσυρθεί από τα εγκόσμια και διάγει μοναχικό βίο, προσηλωμένος στην ανεύρεση της αλήθειας. Πάει καιρός που έχει αφήσει πίσω του τη δράση –συμμετοχή στα κοινά, συντροφικότητα /πολιτικοί αγώνες, ερωτική ζωή, φιλικές συναναστροφές και διασκεδάσεις–  σημαδεμένος από μια διπλή απώλεια, την ήττα της αριστεράς, σε συλλογικό επίπεδο, και τον θάνατο της αγαπημένης γυναίκας, σε προσωπικό επίπεδο).

Τώρα έχει βυθιστεί σε ένα «εσωτερικό ταξίδι αυτογνωσίας», επιτρέποντας να βγει στην επιφάνεια «ο προσωπικός του “λύκος”, θεός και δαίμονας μαζί» (σελ. 8). Θεός γιατί τον οδηγεί σε μια εξυψωμένη ζωή, όπου αναζητάει το νόημα της ύπαρξης στις ύψιστες αξίες, προπαντός στην ομορφιά. Δαίμονας/θηρίο γιατί τον οδηγεί σε μια άγρια μοναχικότητα, που μοιάζει με αυτή του ζώου, σε μία απόσυρση, σε μία αδράνεια, αργή και βασανιστική, στο έρεβος της μη-ζωής, του ενστίκτου, που δεν είναι άλλο από το ένστικτο του θανάτου. Έτσι είναι καταδικασμένος να ζει ο Ευγένιος, και ο κάθε ευγενής, πνευματικός άνθρωπος.

Και εδώ η φύση του ανώτερου, ευγενούς ανθρώπου, έρχεται να αναμετρηθεί με την αριστοτελική διατύπωση, ότι ο άνθρωπος είναι “φύσει πολιτικό ζώον”. Τότε ποια είναι η φύση του εκτός κοινωνίας ανθρώπου, του ακοινώνητου συνειδητά ανθρώπου; “Ο άπολις δια φύσιν”, μας λέει ο Αριστοτέλης, (γιατί υπάρχει και “ο άπολις δια τύχην”, που θα μπορούσε να είναι ο εξόριστος, ο φυγάς, ο πρόσφυγας) είναι είτε ένας ανεπαρκής (“φαύλος”), όντας ανίκανος να ενταχθεί στην κοινωνία, καθώς νοιάζεται μόνο για το ίδιον όφελος. Είτε ένας ανώτερος από άνθρωπος (“κρείττων ή άνθρωπος”, Πολιτικά, 1253α1-4). Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση του μοναχικού πνευματικού ανθρώπου, που έχοντας εκούσια απομακρυνθεί από την κοινωνία, στοχάζεται πάνω στο καλό, το δίκαιο και το αγαθό. Η μοίρα του είναι μία διαρκής ταλάντωση ανάμεσα στην ερημιά του μοναχικού “θηρίου” και στην ανύψωση σε μια τολμηρότερη πνευματικότητα που προσεγγίζει την ανεξαρτησία και τη μεγαλοσύνη του “Θεού”. (περισσότερα…)

Η Ελλάδα ως μοσχοϊτιά των ονείρων μας

*

της ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΥ

Νατάσα Κεσμέτη
ΙVAἜσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης
Ἁρμός, 2017

ΙVA στὰ Ρωσικὰ σημαίνει ἰτιά. Ἡ λέξη, τόσο ἴδια μὲ τὴ δική μας ὡς εἰκόνα καὶ ὡς ἦχος, μᾶς εἰδοποιεῖ πὼς βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μιὰ λογοτεχνικὴ περίπτωση ποὺ δουλεύει μὲ σύμβολα ἤ, τὸ λιγότερο, ποὺ εἶναι καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ νομίζουμε. Πρέπει λοιπὸν νὰ προσέξουμε. Ἔσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης ὁ ὑπότιτλος, μᾶς καθιστᾶ ἀκόμα πιὸ προσεκτικούς: Ἐσωτερικὴ προβολὴ πάνω σὲ μιὰ καταδική μας, ἀόρατη γιὰ τοὺς ἄλλους, ὀθόνη. Ἄραγε νὰ εἶναι ἡ ζωή μας αὐτή; Νὰ εἶναι ἡ μοναδική γιὰ τὸν καθένα μας ἀλήθεια;

Ἡ Νατάσα Κεσμέτη ἔρχεται καὶ μὲ τὸ ἐργο της αὐτό νὰ μᾶς ἐπιβεβαιώσει πὼς ναί, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μυστήριο, καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του.

Ἡ συγγραφέας χαρακτηρίζει τὴν ΙVA της μυθιστορία. Σήμερα, ἡ λέξη μυθιστορία εἶναι συνώνυμη μὲ τὴ λέξη μυθιστόρημα, ὅπως τὸ εἶδος αὐτὸ διαμορφώθηκε κι ἔφτασε στὸ ἀπόγειό του τὸν 19ο αἰ., ὡστόσο, ἡ λέξη μυθιστορία ἀνακαλεῖ ἱστορίες ρομαντικές, μὲ ἐρωτικὸ περιεχόμενο, ποὺ ἀγαπήθηκαν στὰ χρόνια τους, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ὅπως οἱ βυζαντινὲς ἐκεῖνες τῶν χρόνων τῶν Παλαιολόγων: Φλώριος καὶ Πλάντζια Φλώρα, Καλλίμαχος καὶ Χρυσορρόη, Βέλθανδρος καὶ Χρυσάντζα. Ἐρωτικὲς ἱστορίες πάθους ποὺ ἔγραψαν ἀνώνυμοι Ἕλληνες συγγραφεῖς, ἐπηρεασμένοι κυρίως ἀπὸ προβηγκιανὰ πρότυπα ‒ μὲ ἔντονο ὅμως τὸ ἑλληνικὸ ὕφος καὶ ἦθος καὶ, φυσικά, ἀπὸ τὸ πανανθρώπινο παραμύθι. Ἡ Νατάσα Κεσμέτη, συνειδητά νομίζω, διαλέγεται μὲ τὶς πρωτόλειες αὐτὲς συγγραφὲς γιὰ αἰσθητικοὺς λόγους, ἀλλὰ καὶ γιὰ λόγους νόστου. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι πρωτίστως ἡ ΙVA· ἕνα νοσταγικὸ ταξἰδι. (περισσότερα…)

Ο Γεράσιμος Βώκος στο «Άστυ»

*

του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ι. ΤΖΑΝΟΥ

1. Εισαγωγικά. Η δεκαετής συνεργασία του Γεράσιμου Βώκου (Πάτρα 1868 – Παρίσι 1927), με την εφημερίδα Η Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη (Επιβάτες Σηλυβρίας 1848 – Αθήνα 1920), μολονότι έδωσε άφθονους λογοτεχνικούς και δημοσιογραφικούς καρπούς, εντούτοις δεν πραγματοποιήθηκε χωρίς προβλήματα. Όπως έχουμε πει κι αλλού, το δεύτερο εξάμηνο του 1894 ο Βώκος διέκοψε προσωρινά, για λόγους που δεν μας είναι γνωστοί, τη συνεργασία του με την Ακρόπολι[1], και για τέσσερις μήνες, (από 21 Ιουνίου έως 24 Οκτωβρίου), δούλεψε για την εφημερίδα Το Άστυ, που εκείνο τον καιρό διεύθυνε ο Θέμος Άννινος (Πύργος 1845 – Αθήνα 1916), μοιράζοντας και εδώ τις δραστηριότητές του μεταξύ δημοσιογραφίας και, παράλληλα, λογοτεχνίας.

Στο κομμάτι της δημοσιογραφίας, εκτός από τέσσερα μεμονωμένα άρθρα και τις αποκαλύψεις για τα λημέρια των ληστών της Φθιώτιδας, ο Βώκος δημοσίευσε στο Άστυ μια σειρά ανταποκρίσεων από την Πάτρα, τον Πύργο και το Αίγιο για το ακανθώδες σταφιδικό ζήτημα. Κατόπιν ασχολήθηκε επανειλημμένα με τον επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων και τέλος, μέσα από δεκατρία δημοσιεύματα, σαν ένα είδος καμπάνιας, ξενάγησε τους αναγνώστες του Άστεως στις πανεπιστημιακές Σχολές. Ακόμη, στη στήλη «Από ημέρας εις ημέραν», που κρατούσε τακτικά, μεταξύ άλλων, ο Παύλος Νιρβάνας (Μαριανούπολη 1866 – Μαρούσι 1937) δημοσίευσε τρία χρονογραφήματα. Στην ίδια στήλη, μάλλον λόγω χώρου αφού η θέση του είναι στην επιφυλλίδα, και με υπέρτιτλο «Ιστορίαις του δρόμου», δημοσίευσε το διήγημα «Απόπειρα αυτοκτονίας». Το λογοτεχνικό κομμάτι ολοκληρώνεται με τις επιφυλλίδες «Ο τρελλός» και «Το ναυάγιον»[2]. Ο «Τρελλός»  φέρει τον υπέρτιτλο «Ιστορίαις του δρόμου».

 

2.1 Δημοσιογραφία. Στα μεμονωμένα άρθρα γίνεται λόγος: α) για το «μεγαλοπρεπές» μνημόσυνο που τελέσθηκε στην καθολική εκκλησία της Αθήνας για τον δολοφονημένο πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, τον Μαρί Φρανσουά Σαντί Καρνώ (Λιμόζ 1837 – Λυόν 1894), («Το χθεσινόν μνημόσυνον του Καρνώ»). Το Άστυ, όπως όλες οι εφημερίδες, αφιέρωνε καθημερινά πολύ χώρο στη δολοφονία του Καρνό και στο πνεύμα αυτό ο Βώκος περιγράφει την επιμνημόσυνη τελετή, με παρόντες τον βασιλιά, τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη και τους Έλληνες και ξένους επισήμους. Λάτρης της μουσικής ο Βώκος, σχολιάζει συνεπαρμένος: «Ο χορός έμελψεν επανειλημμένως, ηκούσθησαν δε και θαυμάσιαι μονωδίαι ενός μάλιστα βαθυφώνου, ψάλλοντος μετ’ εκτάκτου τέχνης και δεσμεύσαντος όλον εκείνο το πολυπληθές ακροατήριον επί πέντε λεπτά εις τα θέλγητρα της φωνής του»· β) για το πλεόνασμα των άγαμων ανδρών, («Τι τους φυλάτε;»). Στο απολαυστικό αυτό άρθρο, που έχει το ύφος χρονογραφήματος, ο Βώκος, με τη βοήθεια της στατιστικής, διαπιστώνει ότι στα δύο εκατομμύρια του πληθυσμού της χώρας οι άρρενες είναι εκείνοι που περισσεύουν ως ανύμφευτοι, επομένως δεν δικαιολογείται το φαινόμενο της γεροντοκόρης. Η λύση του προβλήματος βρίσκεται στην αλλαγή της στάσης των γυναικών: να μην περιφρονούν το ανδρικό φύλο, αλλά να το ενθαρρύνουν επιλέγοντας για σύζυγο έναν από τους έξι παραπανίσιους που στην καθεμία αναλογεί. Ο Βώκος απευθύνεται στις άτυχες γυναίκες σαν να στήνει πρόταση γάμου: «Μικρό μου συ, που έχεις τόσην χάριν και κομψότητα εις το παράστημά σου και είνε η μέση σου χυτή και το στήθος σου σκληρόν και γραφικώτατα και λαμποκοπούν τα μάτια σου από την υγρότητα διακαούς έρωτος και σφριγώντος παρθενικού πάθους και η κόμη σου η εβενώδης σκορπίζει τόσην καλλονήν και τόσα αρώματα ιμέρων, συ που τόσον επιμόνως θηρεύεις τον εκλεκτόν σου και ακούραστος ψαροπούλα πότε ρίχνεις τα δίχτυα σου πότε εδώ και πότε εκεί, μήπως και πιάσης δι’ αυτών  κανένα και είσαι ικετευτική και φαίνεται η αγωνία σου προς το εκφεύγον ολονέν θήρευμα θα είχες ήδη απαχθή μακράν υπό των εξ εκείνων ρωμαλέων και αν η απαγωγή δεν είχε συντελεσθή, θα ήτο εξ ανδρών, για συλλογίσου, το περίβλεπτον ιδανικόν, που ήρκει εν σου νεύμα, διά να προβεί ο εκλεκτός σου σύζυγος»· γ) για την επιλογή ατόμου που θα καταλάβει τη θέση του δήμιου, («Ένας δήμιος»). Οι υποψήφιοι που έκαναν αιτήσεις είναι είτε φυλακισμένοι από χρόνια είτε ισοβίτες είτε καταδικασμένοι σε θάνατο. Ο Βώκος ελεεινολογεί το επάγγελμα του δήμιου και γενικεύει ότι «εν Ελλάδι είνε εξηκριβωμένον, ότι όλοι επάνω-κάτω είμεθα ερασιτέχναι του αιματηρού εγκλήματος, οι άνθρωποι των πόλεων και οι αγρόται». Πρόκειται περί ενδιαφέροντος άρθρου, με σκέψεις γύρω από το έγκλημα, τους τρόπους εκτέλεσής του και την ψυχολογία του εγκληματία· δ) για τον πνιγμό στο Παλαιό Φάληρο του τελετάρχη της βασιλικής αυλής Σταμάτιου Μπουντούρη, της συζύγου του και δύο ακόμη αξιωματούχων: του γραμματέα του Διαδόχου και του ταμία του Διαδόχου, όταν το μικρό κότερο του Μπουντούρη ανετράπη από σφοδρή ριπή του ανέμου, («Το δράμα του Φαλήρου»). Το άρθρο διαθέτει γλαφυρές στιγμές, ύφος που οι αναγνώστες αναμένουν από τον Βώκο. (περισσότερα…)