εαυτός

Συντροφεύγοντας τόν ἑαυτό: Συγκαιρινές ἱστορίες

*

τοῦ ΤΕΤΟΥ ΣΟΥΡΔΟΥ

~.~

Μέρος Β΄: Συγκαιρινές ἱστορίες

1.   Δέχτηκα ξαφνικά τά ἐξ οἰκείων βέλη νικηφόρων ἐγωισμῶν. Ἔτσι κι ἐγώ, οἰκεία βουλήσει, προσῆλθα στά γραφεῖα τῶν προϊσταμένων. Δηλαδή ξεκίνησα τήν ἀγόρευση μέσα σ’ ἕνα κουτί. Ε λοιπόν, ὅλη ἡ πιατέλα ἦταν μπροστά μου καί τσίμπαγα ὅποια λέξη ἤθελα. Ὄχι μόνο δέν ὑπῆρχε ἔλλειψη, ἀλλά τέτοια πληθώρα, πού ἔκανα κι ἐπιλογή. Ἄλλες τίς ἄφηνα, ἄλλες τίς ἔπιανα, σάν καλοτηγανισμένες πατάτες. Ὅλα ἦταν σέ θαυμαστή ἁρμονία· τά ρήματα, καθώς καί ἡ κίνηση τοῦ σώματος, στίς ἄκρες τοῦ ὁποίου κουβαλήθηκε μέ θάρρος τό θιγμένο μέσα μου, ἔδεναν μεταξύ τους σέ μιά καλοστημένη παράσταση διαμαρτυρίας χωρίς νά ξεφεύγω ἀπό τήν κομψοπρέπεια. Ἀντίθετα, ὅταν εἶναι νά μιλήσω τήν ἀλήθεια μου σέ ἀγαπημένο πρόσωπο, οἱ λέξεις ξεμακραίνουν. Τό ποτήρι γεμίζει σταγόνα σταγόνα. Τά ψέματα δέν καταστρατηγούν τήν ἀλήθεια μέ σκοπό νά βλάψουν οὔτε τή φυλάσσουν, βέβαια, ὡς πολύτιμη. Ἔμπροσθεν τοῦ προϊσταμένου, τά ψέματα καί ἡ ἀλήθεια ἦταν ἕνα πρᾶγμα μέσα στό ἐπιμελημένο γαυρίαμα. Δέν ὑπῆρχε πρόβλημα, ἤμουν ἐγώ ἔξω. Ὅταν σέ στριμώξουν μέσα εἶναι τό πρόβλημα. Ὅταν σοῦ ζητᾶ τήν ἀλήθεια ἡ ἀγαπημένη, δέν εἶναι εὔκολο νά ζευγαρώσεις τή φιλοπρωτεία μέσα στό συναίσθημα μέ τήν ἐκλογή τῆς ἀλήθειας. Τί νά πεῖς; Κι αὐτά πού λές δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια, εἶναι τά λόγια τοῦ μόχθου σου μέσα στούς ρόλους μιᾶς πολύωρης ζωῆς. Ποιός εἶπε ποτέ γιά τόν ἑαυτό του ξεμέθυστες ἀλήθειες; Ὑπάρχουν τέτοιες; Ὑπάρχουν, καί τίς λέμε κι αὐτές, σά νά σπρώχνεις τόν ἄλλο μακριά. Οἱ λέξεις δέν εἶναι καμωμένες γιά τήν ἀλήθεια, μόνο οἱ πράξεις ἀληθεύουν, ἐπειδή ξεπετάγονται ἔξω ἀποκλεισμένες ἀπό τόν δημιουργό τους και δεν ἐξουδετερώνονται. Ποτέ μου δέν φιλοξένησα ἄνθρωπο! Δόλιος, προδοτικός, τά λέω καί πρῶτος ἐγώ τά πιστεύω, τήν ὥρα πού πίσω μου σπαρταροῦν ἐθελόκακα πράξεις χθεσινές πού δεν λένε να χηρεύσουν ἀπό μένα.

2.   Παίζοντας στή ρουλέτα, διαλέγοντας τά νούμερα, εἶναι στιγμές, σπάνιες εἶναι ἀλήθεια, πού ἀντιλαμβάνεσαι πόσο πρωτότυπος ἤσουν! Ἐκπλήσσεσαι ἀπό τό γεγονός ὅτι τούς ἀριθμούς πού τελικά ξεχώρισες δέν θά μποροῦσες νά τούς εἶχες σκεφτεῖ. Σάν νά σέ προτίμησαν αὐτοί. Σάν νά ξέκριναν μόνοι τους καί νά σοῦ παρουσιάστηκαν ἀκάλεστα. Δέν φανταζόσουν ποτέ ὅτι θά μποροῦσες νά διαλέξεις αὐτούς ἀκριβῶς τούς ἀριθμούς. Ἀριθμοί πού συχνά κερδίζουν. Τέτοιους βρίσκει ὁ ἀρχάριος. Ἐξ οὗ καί ἡ λεγόμενη τύχη του. Ὁ καινούργιος παίκτης εἶναι ἀνοιχτός, ἀδούλωτος σέ ὅλες τίς συλλογές ἀριθμῶν. Χαρούμενος, δηλαδή, χωρίς ἄσχημες ἀκόμα ἀναμνήσεις, καί τωρινός στή δράση, ἁπλώνεται ἰσότιμα καί ἀμερόληπτα σέ ὅλους τούς ἀριθμούς. Καί διαλέγει σωστά. Πράγματι στήν τύχη. Καί τήν τύχη τή συναντᾶ. Ὁ παλιός παίκτης ἀντίθετα ἐπιμένει. Ἐπιμένει στό ἑαυτό του. Ἡ μνήμη του εἶναι βαριά. Κολλημένος στά νούμερά του ὅπως ὁ μεσήλικας στίς ἀτάκες του. Καί ἡ τύχη νά μήν εἶναι ποτέ ἀδιάφορη ἀλλά κάθε φορά νά περνάει σύρριζα. Βλέπεις τά νούμερά σου νά κερδίζουν συνεχῶς στό διπλανό τραπέζι. Ἡ τύχη νά βηματίζει πίσω ἤ μπροστά σου. Ἀφήνεις τά νούμερά σου γιά μιά ριξιά καί αὐτά βγαίνουν. Ἐπιστρέφεις καί βγαίνουν ἐκεῖνα πού διάλεξες ὅταν ἄφησες τά δικά σου. Δέν ξέρεις ποῦ νά πᾶς καί ποῦ νά σταθείς. Κρῖμα πού δέν ἐπέμενες! Ἡ μπίλια νά χώνεται ἐπίτηδες στη μόνη τρῦπα πού σκόπιμα ἄφησες ἀπό μιά μεγάλη συλλογή ἀριθμῶν, μόνο καί μόνο γιά νά δεῖς ἄν θά μπεῖ ἐκεῖ κοροϊδευτικά. Καί μπαίνει! Στό τέλος ἀντιλαμβάνεσαι πώς δέν ὑπάρχουν ἀριθμοί πού θά μποροῦσες νά διαλέξεις. Ὅλοι οἱ ἀριθμοί χάνουν. Συνεχίζεις νά παίζεις γιά νά σιγουρευτεῖς. Γιά νά ἐπιμείνεις. Καί ἐσύ ἐπιμένεις στόν χρόνιο ἑαυτό σου, στά νούμερά σου, ἀρχίζεις νά συχνάζεις ἐκεῖ σάν φτωχοκόριτσο πού θέλει νά φτουρήσει. Τό πουλί πέταξε καί ἐσύ ἀλησμόνητη παλιά καραμπίνα πού ἐμμένει στίς ἀτάκες πού χάνουν. Ἀναθυμητική στήλη πού πίνει οὐίσκι καί καπνίζει. Στό τέλος, ἔρχεται καί ὁ Πασκάλ: «μεγάλο πρᾶγμα ἡ ποιότητα, αὐτή πού σέ κάνει ἕτοιμο στά εἴκοσί σου χρόνια. Ὅταν οἱ ἄλλοι καταφθάνουν στά πενῆντα τους, ἐσύ ἔχεις κερδίσει ἄκοπα 30 χρόνια».

(περισσότερα…)

«Ἄλλαξε τὸν ἑαυτό σου!»

*

τοῦ ΓΙΑΝΝΗ Α. ΤΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

«Μὴν λὲς στοὺς ἄλλους νὰ ἀλλάξουν, ἄλλαξε τὸν ἑαυτό σου!» εἶναι τὸ ἕνα βασικὸ παράγγελμα τοῦ σύγχρονου σαβουὰρ βίβρ. Βασίζεται στὴν ὑπερδισχιλιετὴ κούραση μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὸ διδακτισμό. Ὅσο κι ἂν εἶναι ἐπικοινωνιακὰ ὀρθό, πρακτικὰ εἶναι ἀνακριβές: Οἱ ἄνθρωποι ἐπηρεάζονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους, μὲ τὸ παράδειγμα καὶ ἄλλες οὐδέτερες, ἔμμεσες προσεγγίσεις. Τὰ λόγια, οἱ φιλικὲς συμβουλές, οἱ διαταγὲς ἢ ἀντιθέτως οἱ πιὸ χαλαρὲς καὶ «ἀντιεξουσιαστικὲς» ἀνέμελες δεοντολογικὲς νύξεις, ὅλα εἶναι μόνο ἕνα κομμάτι τοῦ εὔρους τῶν δυνατῶν τρόπων ἐπηρεασμοῦ. Ἀλλὰ ἀπὸ ποῦ κι ὣς ποῦ τὸ νὰ ἀλλάξεις τὸν ἑαυτό σου εἶναι εὐκολότερο (ἂν θεωρηθεῖ ἠθικότερο) ἀπὸ τὸ νὰ ἀλλάξεις τοὺς ἄλλους; Συχνά, ὅλα αὐτὰ τὰ «δὲ θὰ μοῦ πεῖς ἐσὺ τί θὰ κάνω» δὲν σχετίζονται τόσο μὲ τὴν δῆθεν ἀπαίτηση γιὰ μὴ παρέμβαση, ἀλλὰ λ.χ. στὸν Α μπορεῖ ἡ ἀντίδραση νὰ εἶναι «πεῖτε μας πῶς θὰ ἐφαρμόσουμε ὅσα μᾶς εἴπατε» ἐνῶ στὸν Β «ὁ πνευματικός μου καθοδηγητὴς εἶσαι νὰ μοῦ πεῖς τί θὰ κάνω;»: Δηλαδή, ἡ πραγματικότητα ἀποδεικνύει ὠς ψέμα τὴν ἀρχὴ «μὴ μοῦ λὲς τί νὰ κάνω» καὶ τὴν ἀρχή «μὴν λὲς στοὺς ἄλλους τί νὰ κάνουν», ἀφοῦ ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ ποιὸς παρεμβαίνει, πόσο τὸν συμπαθοῦμε, τὸν ἀγαποῦμε κ.λπ. Κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἀλλάξει, ὅλοι ἐκθειάζουν τὴν ἀλλαγή.

«Φεῦγε (μὲ διάφορους βαθμοὺς φυγῆς καὶ ἀπόστασης) καὶ σώζου», εἶναι τὸ ἄλλο μεγάλο ψυχολογικὸ παράγγελμα τῆς ἐποχῆς γιὰ τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες εἶναι ἀνυπόφορες στὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο πρόσωπα τῆς σχέσης. Ἔτσι, ἂν στὸ ζεῦγος ΑΒ ὁ Α φύγει γιατὶ δὲν ἀντέχει τὸν Β (ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι λ.χ. ὁ γονιός), καὶ στὸ ζεῦγος ΑΓ ὁ Γ φύγει γιατὶ δὲν ἀντέχει τὸν Α —ἀφοῦ ὁ τοξικὸς καὶ νάρκισσος τῆς μίας σχέσης εἶναι σὲ μιὰ ἄλλη σχέση τὸ θύμα ἑνὸς ἄλλου τοξικοῦ καὶ νάρκισσου—, τότε ἔχουμε τοὺς Α, Β, Γ, σὲ ὅσο τὸ δυνατὸν μεγαλύτερη ἀπόσταση μεταξύ τους. Αὐτὸ ἀποκαλεῖται «κοινωνία» ἀλλὰ μόνο μὲ βάση ἕνα μοντέλο κοινωνίας, τὸ ἀτομικιστικὸ ἢ δυτικό. Εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε κοινωνία εἶναι λειτουργική (ἁπλῶς ἐπειδὴ ὑφίσταται ἀκόμη), εἴτε ἡ κινέζικη καὶ ἰσλαμικὴ κολλεκτιβιστική, εἴτε ἡ (βορειο)δυτική, εἴτε ἡ ἐνδιάμεση π.χ. σλαβικὴ κι ἑλληνική/μεσογειακή, κι ὅτι δὲν ἔχει νόημα νὰ ψάξεις γιὰ ἕνα κριτήριο ὀρθότητας, γιατὶ καθένα μοντέλο ἔχει τὰ δικά του κριτήρια. Ἀλλὰ τὸ ἐρώτημα εἶναι ἐὰν ὅσοι ψυχολόγοι κ.λπ. συνιστοῦν τὸ «φύγε» ἔχουν ἐπίγνωση τῆς ἐπίδρασης τῆς συμβουλῆς τους στὸν περαιτέρω μετασχηματισμὸ τῆς κοινωνίας. Τὸ ἐρώτημα, φυσικά, δὲν ἔχει ἠθικὴ χροιά, π.χ. ὅτι λειτουργικότερο καὶ ἠθικότερο ἢ πιὸ ἀνθρώπινο εἶναι τὸ «μεῖνε». Ὡστόσο ὅλα τὰ σχήματα καὶ μοντέλα, ὄπως οἱ λέξεις δὲν ἐπαρκοῦν κάποιες φορές, χρειάζονται τόσες διευκρινήσεις ποὺ αἰσθάνεται κάποιος ὅτι περιττεύουν. (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Περί εαυτού

*

Αποσπάσματα από τις σημειώσεις του Π.Κ. για το ημιτελές έργο του Το Πολιτικό και ο άνθρωπος. Κάποιες από αυτές, όθεν η παρούσα επιλογή, είδαν το φως της δημοσιότητας σε παλαιότερο αφιερωματικό τεύχος της Νέας Εστίας σε επιμέλεια του π. Ευάγγελου Γκανά.

~ . ~

Δυο βασικές σχολές για την υφή του Εαυτού: α) υπάρχουν τόσοι εαυτοί στον καθένα όσα και κοινωνικά πρόσωπα ή ομάδες. β) Ο Εαυτός είναι ενιαίος, μια ιδιαίτερη αυτοτελής εξελικτική διεργασία. Ανάλογα εκτιμάται ο ρόλος του κοινωνικού ελέγχου, του αυτοελέγχου, του εκκοινωνισμού κτλ. Η προσπάθεια  να αποδείξει κανείς τη μια από τις δυο αυτές αντιλήψεις ισοδυναμεί με τετραγωνισμό του κύκλου. Τα πολλά πρόσωπα τα υποδύεται κανείς ακριβώς επειδή ζητά ένα πράγμα: την αναγνώριση. Για να είναι ένας, πρέπει να είναι πολλοί. Συχνά το ίδιο πρόσωπο ξέρει ότι υποδύεται πολλά. Το αντίτιμο για να είναι επιτυχής προς τα έξω είναι να εξασθενίζει προς τα μέσα – μπορεί όμως να κάνει και το αντίθετο.

* * *

Η σχέση μεταξύ υποκειμένων είναι διαπραγμάτευση των ταυτοτήτων τους. Αν δεν είναι δυνατό να αποδεχτεί το ένα ολότελα την αυτοκατανόηση του άλλου (γιατί αυτό θα συνεπαγόταν την υιοθέτηση μιας κλίμακας αξιών επικίνδυνης για την δική του ταυτότητα), τότε εξετάζεται εφόσον θεωρείται πλεονεκτικότερη η διατήρηση σχέσεων – ποια σημεία θα εξουδετερωθούν-αγνοηθούν και ποια θα μεταβληθούν εκατέρωθεν (είτε μόνιμα είτε ad hoc, δηλ. ενόψει αυτής της σχέσης, μολονότι μπορούν να παραμείνουν ενεργά ως προς μιαν άλλη). Αλλά ακόμα και όταν επιτευχθεί μια πρώτη ισορροπία, είναι δυνατό, στη βάση των κεκτημένων θέσεων, να επιχειρηθεί ανακατάληψη του εδάφους που χαρίστηκε αρχικά. Έτσι γεννιέται σ’ ένα κατοπινό στάδιο η σύγκρουση που αποφεύχθηκε αρχικά.

* * *

Κατά πόσο το Εγώ του δεκάχρονου ανθρώπου είναι το ίδιο με του πενηντάχρονου; Μήπως αλλάζει ολοκληρωτικά, όπως το πλοίο, που κάθε τόσο αντικαθίσταται ένα μέρος του και στο τέλος δεν κρατά παρά το όνομα – οπότε είναι το ίδιο μόνο και μόνο γιατί κάποιοι το θεωρούν ως ίδιο; Αν η κοινωνία δεν θεωρούσε ένα άτομο ως ταuτόσημο με τον εαυτό του μέσα στην διαδοχή του χρόνου, κατά πόσο θα είχε το ίδιο συναίσθηση της ταυτότητας αυτής; Ήτοι: αν ο πενηντάχρονος δει τον δεκάχρονο εαυτό του σε ποιόν βαθμό θα επαναγνωρίσει ένα συνεχές εγώ; Κι ακόμη περισσότερο: αν μπορούσα να δω τον τωρινό μου εαυτό να φέρεται και να κινείται, θα τον αναγνώριζα, σε περίπτωση που δεν τον είχα δει στον καθρέφτη;

Γιατί μερικές φορές φαίνεται το παρελθόν σαν όνειρο, δηλ. ποιος είναι ο βαθμός αλήθειας στην ανάπλαση περασμένων βιωμάτων; Μήπως η έλλειψη πάγιου εγώ δεν επιτρέπει παρά σκόρπιες διασταυρούμενες παραστάσεις από το παρελθόν; Κατά πόσο το παρελθόν ως οργανωμένη ιστορία βίου είναι αναγκαία μυθοπλασία, που την χρειαζόμαστε για το παρόν;

* * *

Ο άνθρωπος αγωνίζεται αδιάκοπα για να παρουσιάζει προς τα έξω μια προσωπικότητα συνεπή και ολοκληρωμένη. Συνεχώς απατά τον εαυτό του για τον εαυτό του. Η συμπεριφορά του ρυθμίζεται ανάλογα με την εικόνα που θέλει να δώσει, γι’ αυτό κι ανάμεσα στην συμπεριφορά και στον πραγματικό εαυτό υπάρχει ένα χάσμα (η ευγένεια συνίσταται στο να το παραβλέπεις – στους άλλους). Η επιθετικότητα αυξάνεται, όταν οι άλλοι βλέπουν το χάσμα και προπαντός όταν εμείς ξέρουμε πως το βλέπουν. Τότε προσπαθούμε να βρούμε τι ποταπά κίνητρα έχει η συμπεριφορά του άλλου απέναντί μας.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

*

*