Γιώργης Μανουσάκης

«Ἄργειε νά ’λθῃ…»

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ φιλολογικὴ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

///

«Ἡ Ἑλλάδα πέθανε!» Εἶναι μιὰ φράση ποὺ ἀκούγεται συχνὰ στὴν Εὐρώπη ἀπὸ στόματα πολιτικῶν ἢ πνευματικῶν ἀνθρώπων τὸν καιρὸ τῆς Τουρκοκρατίας.  «Ἡ Ἑλλάδα δὲν ὑπάρχει πιά!».

Κι ἄξαφνα γίνεται τὸ θαῦμα. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ζωντανὴ καὶ μάχεται καὶ καταπλήσσει. Γιὰ ὅσους δὲν ἔχουν ἐξοικειωθεῖ μὲ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία, αὐτὴ τὴν ἱστορία τῶν ἐπλήξεων, τὸ πράγμα καταντᾶ σχεδὸν ἀπίστευτο.

Τί ἦταν, ἀλήθεια, ἐκεῖνοι ποὺ κάμανε τὴν ἐπανάσταση τοῦ ’21; Ἄνθρωποι πού ’χανε περάσει ὅλα τὰ χρόνια τῆς ζωῆς τους στὴ σκλαβιά. Κι ὄχι μόνο οἱ ἴδιοι μὰ κι οἱ πατεράδες τους κι οἱ παπποῦδες τους καὶ μιὰ μακρότατη σειρὰ προγόνων ποὺ ἡ ἀρχή τους ἔφτανε ὣς τὰ μέσα τοῦ 15ου αἰώνα. Σκλάβοι, γιοὶ σκλάβων.

Τετρακόσια χρόνια εἶναι πολὺ μεγάλο διάστημα. Οἱ ξένοι εἴχανε πιστέψει πὼς ὁ λαὸς τούτης τῆς χώρας δὲ θὰ μποροῦσε νὰ βαστάξει τοὺς τέσσερεις αἰῶνες τῆς τυραννίας καὶ τοῦ πνευματικοῦ σκοταδιοῦ. Θὰ λύγιζε. Θὰ συμβιβαζότανε. Θὰ παραδέχουνταν πὼς ἔτσι ἤτανε καμωμένος ὁ κόσμος, πὼς οἱ ἄνθρωποι εἶναι πλασμένοι ἄλλοι γι’ ἀφέντες κι ἄλλοι γιὰ δοῦλοι καὶ πὼς ἡ δική τους μοῖρα τὸν εἶχε προορίσει γιὰ τὴν πικρὴ ζωὴ τῆς ὑποταγῆς. Θὰ ξεχνοῦσε ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε, τί ἤτανε κάποτε καὶ πῶς βρέθηκε νὰ σκύβει τὴν πλάτη κάτω ἀπ’ τὸ μαστίγιο τοῦ Ἀσιάτη.

Ἡ πραγματικότητα ἀποδείχτηκε διαφορετική. Ὁ λαός μας ἔδειξε μιὰ σπάνια ἀντοχὴ καὶ μιὰ πεισματικὴ προσήλωση στὶς ρίζες του. Χωρὶς πολιτικὴ ἡγεσία καὶ χωρὶς πνευματικοὺς ὁδηγούς, τὸν πρῶτο καιρὸ ὕστερ’ ἀπὸ τὴ διάλυση τῶν ὑπολειμμάτων τῆς ἄλλοτε Μεγάλης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας,  συσπειρώνεται γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴ μόνη δύναμη ποὺ ἄφησε ἀπείραχτη ὁ σκληρὸς ἀφέντης του. Ἀπ’ αὐτὴ ζητᾶ προστασία καὶ καθοδήγηση. Ἀργότερα θὰ προχωρήσει στὴν κοινοτικὴ ὀργάνωση καὶ στὴν προσπάθεια τοῦ φωτισμοῦ μὲ τὰ γράμματα. Καὶ σὰν ἀπὸ ἔνστιχτο κοιτάζει νὰ φυλάξει ὅ,τι κληρονόμησε ἀπὸ τοὺς πατεράδες του κι ὅ,τι τὸν ξεχώριζε ἀπὸ τὸν δυνάστη του.

Ἡ γλώσσα ποὺ μιλοῦσε, ὅσο κι ἂν δέχτηκε μερικὲς λέξεις ἀπὸ τὴ γλώσσα τοῦ καταχτητῆ, ἔμεινε πάντα ἡ ἴδια παλιὰ γλώσσα, αὐτὴ ποὺ κάποτε εἶχε δώσει τ’ ἀριστουργήματα τῆς λογοτεχνίας, τῆς φιλοσορίας καὶ τώρα γινόταν ἡ γλώσσα τοῦ πόνου, τοῦ καημοῦ καὶ τῆς ἐλπίδας του, ἡ γλώσσα τῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν του. (περισσότερα…)

Λέξεις, χρώματα, ήχοι: Ο Γιώργης Μανουσάκης σε διάλογο με τον Χάουσμαν, τον Γκωγκέν και τον Μότσαρτ


*

της ΡΑΝΙΑΣ ΜΟΥΣΟΥΛΗ [1]

Η ποίηση, η μουσική και η ζωγραφική, αν και αξιοποιούν διαφορετικά μέσα, μας κάνουν να γνωρίσουμε βαθύτερα την ποικιλομορφία της τέχνης και άρα της ίδιας της ζωής. Ο Έλληνας συγγραφέας Γιώργης Μανουσάκης (1933-2008) παραδέχεται τη συνένωση ελληνικής και ξένης συγκεκριμένα ευρωπαϊκής κουλτούρας, ανάμεσα στα στοιχεία εκείνα τα οποία θα οδηγήσουν τον άνθρωπο στην καλλιέργεια ανθρωπιστικών ιδανικών, αλλά και ως απαραίτητο συστατικό για την συγκρότηση μιας ισχυρής εθνικής ταυτότητας:

Nα ξαναβρούμε τον εαυτό μας, τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξης μας, τη θέση μας μέσα στην κοινωνία των συνανθρώπων μας, εκείνα που μας συνδέουν με αυτούς. Να συνδυάσουμε ό,τι θετικό δημιούργησε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, είτε απ’ ευθείας, είτε καλλιεργώντας και προωθώντας τα δάνεια από την ελληνική αρχαιότητα […] Με ό,τι γόνιμο βρίσκεται στην παράδοση […] Να διατηρήσουμε τις ρίζες και τη μνήμη μας, που θα λειτουργεί όχι ανασταλτικά αλλά σα γέφυρα που θα μας οδηγεί από το χθες στο αύριο[2].

Το ηλιόλουστο νησί της Κρήτης που θα γίνει η αφορμή για δημιουργία από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του, του παρέχει ακόμη περισσότερο ένα μεγάλο μέρος του υλικού που θα το δουλέψει μέσα στην τέχνη του[3]. Όπως ομολογεί: «η Κρήτη είναι για τα παιδιά της μια βρυσομάνα απ’ όπου αντλούν εμπνεύσεις για όλη τους τη ζωή».[4] Απόφοιτος του Ιστορικού-Αρχαιολογικού τμήματος της Φιλοσοφικής σχολής και καθηγητής φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η ζωή του μοιραζόταν ανάμεσα στη συγγραφή και τη διδασκαλία.[5] Όλα όσα έβλεπε, γνώριζε και άκουγε ήταν κλεισμένα σε ένα πανόραμα από πεζογραφία, ποίηση, ταξιδιωτικά ή δημοσιογραφικά κείμενα, δοκίμια.[6] Κατέθεσε ένα έργο πλούσιο σε δύσκολους καιρούς, εξιστορώντας την ελληνική και παγκόσμια ιστορία, αρχαία και σύγχρονη.[7] O Μανουσάκης χειρίζεται το υλικό του με τον τρόπο ενός «κλασικού», λόγω και των σπουδών του, ενώ εντάσσεται στη μοντέρνα, τη νεοελληνική λογοτεχνία και πιο ειδικά στη Β΄ Μεταπολεμική Γενιά.[8] Μέσα στη γενιά που θρέφεται από τις πολιτικές ανακατατάξεις της μετεμφυλιακής Ελλάδας, καταδεικνύοντας μια γραφή με οξύτατες διαθέσεις κριτικής-απομονωτικής διάθεσης, πολιτική θέση αλλά και έντονων υπαρξιακών και κοινωνικών ανησυχιών και προβληματισμών[9]. Aναζητά ωστόσο ιδέες πέραν των ορίων του τόπου του και της εποχής του. Τον ενδιαφέρει μεν η «συνομιλία» μέσα στο έργο του, με τους νεοέλληνες λογοτέχνες, συγκαιρινούς του ή και παλιότερους, όπως οι Ανδρέας Κάλβος, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Καζαντζάκης κ.α, αλλά και ξένους λογοτέχνες, φιλοσόφους ή καλλιτέχνες, ενδεικτικά τους Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Αντρέ Μαλρώ, Αλμπέρ Καμύ, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ[10]. Απώτερος στόχος, να γίνει όπως λέει ο Γιατρωμανωλάκης «παιδευτικός συνάμα και λυτρωτικός».[11]

Αν και ο ίδιος παραδέχεται την επίδραση στην τέχνη του με άλλους ομοτέχνους, δίνοντας έμφαση στην επιρροή που μπορεί να δεχτεί κάθε συγγραφέας ασυνείδητα ή συνειδητά[12], η σύγκριση του έργου του με ξένα έργα όχι μόνο λογοτεχνίας, αλλά και μουσικής, ζωγραφικής, θεάτρου, κινηματογράφου ή φιλοσοφίας, παραμένει ένα ενδιαφέρον ζήτημα προς διερεύνηση, καθώς δεν έχει μελετηθεί εκτενώς και συστηματικά. Η συσχέτιση του Μανουσάκη με τον Άγγλο ποιητή Άλφρεντ Έντουαρντ Χάουσμαν (1859-1936), τον Γάλλο ζωγράφο Πωλ Γκωγκέν (1848-1903) και τον Αυστριακό μουσικό Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756 –1791) αποτελούν τρεις αντιπροσωπευτικές επιρροές, οι οποίες έρχονται να απαντήσουν σε ερωτήματα του σχετικά με προβληματισμούς κοινωνικούς (A. E. Χάουσμαν), υπαρξιακούς (Π. Γκωγκέν) και αισθητικούς (Β. Α. Μότσαρτ). Επιχειρείται στο παρόν άρθρο μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση[13] με επίκεντρο ομοιότητες ιδεών στα δημοσιευμένα ποιήματα[14] η οποία συνάδει με τους στόχους της Συγκριτικής Λογοτεχνίας, της οποίας ενασχόληση είναι η προσέγγιση έργων διαφορετικών πολιτιστικών υποβάθρων ή/και γλωσσών αλλά και η σχέση λογοτεχνίας με τις καλές τέχνες[15]. (περισσότερα…)

Χριστουγεννιάτικο ταξίδι

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ ‒Ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

~.~

Σᾶς προσκαλῶ σ’ ἕνα ταξίδι. Δὲν πειράζει πού ’ναι μέρα Χριστουγέννων. Θὰ πᾶμε νὰ ἐπσκεφτοῦμε κάποιους παλιοὺς κι ἀγαπημένους φίλους. Σήμερο εἶναι ἡ πιὸ κατάλληλη μέρα γιὰ μιὰ τέτοια ἐπίσκεψη. Μὴ ξαφνιαστεῖτε ἂν σᾶς πῶ πὼς βρίσκουνται στὴ Σκιάθο, στὴν Ἀγγλία ἢ στὴ Σουηδία. Μὴ φοβηθεῖτε τὴν ἀπόσταση, τὴν ταλαιπωρία ἢ τὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδιοῦ. Τὸ μέσο ποὺ θὰ χρησιμοποιήσομε εἶναι τὸ γρηγορότερο καὶ τὸ πιὸ οἰκονομικό. Τρέχει μὲ τὴν ταχύτητα τῆς σκέψης καὶ δὲ στοιχίζει ἄλλο ἀπὸ τὸ ξόδεμα λίγης φαντασίας μαζὶ μὲ λίγη ἀγάπη.  Καὶ ξέρω πὼς ἐσεῖς τά ’χετε ἄφθονα καὶ τὰ δυὸ καὶ πὼς δὲν τσιγκουνεύεστε. Ἂς ξεκινήσομε λοιπόν.

***

Φτάσαμε κιόλας στὸν πρῶτο σταθμὸ τοῦ ταξιδιοῦ μας. Βρίσκετε πὼς σᾶς εἶναι γνωστὸ τὸ μέρος; Καθόλου ἀπίθανο νά ’χετε κάποτε ξανάρθει. Εἴμαστε ψηλὰ στὸ Κάστρο τῆς Σκιάθος.[1] Στὰ πόδια τοῦ «ἁλίκτυπου» βράχου ἀφρίζει τὸ κῦμα. Γλάροι φτερουγίζουνε πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια μας. Μὰ ἐκεῖ πιὸ πέρα εἰρηνικό, γελαζούμενο, μ’ ὅλη τὴ χιονένια κάπα ποὺ τοῦ σκεπάζει τὴ στέγη, μᾶς καλεῖ τὸ ἐκκλησάκι «τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως». Καθαρό, φροντισμένο, μ’ ἀναμμένα τὰ καντήλια μπροστὰ στὶς μαυρισμένες βυζαντινές του εἰκόνες, μὲ τὰ κεριὰ ν’ ἀργοκαίγουνται στὰ μανουάλια του. Δὲν εἶναι πολλὴ ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ χριστουγεννιάτικη λειτουργία.

Ἀκοῦτε κάποιες χαρούμενες φωνές, γέλια, ἀστεῖα πίσω ἀπὸ τοὺς τοίχους ἑνὸς μισογκρεμισμένου σπιτιοῦ τῆς «ἀρχαίας πολίχνης»; Σᾶς ἔρχεται στὴ μύτη ἡ μυρωδιὰ ψητοῦ «ἐριφίου»; Ἐκεῖ εἶναι μαζωμένοι οἱ πανηγυριῶτες κι ἑτοιμάζουνε τὸ πλούσιο χριστουγεννιάτικο γεῦμα τους.  Νά ὁ παπά Φραγκούλης μὲ τὴν  παπαδιά του καὶ μὲ τὸ μικρὸ Λαμπράκη. Ὁ μπάρμπα Στεφανὴς κι ὁ κύρ Ἀλέξανδρος, ὁ ψάλτης. Νά ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ κι οἱ δυὸ βοσκοὶ ποὺ τοὺς εἶχε ἀποκλείσει τὸ χιόνι. Κι ὁ καπετὰν Κωνσταντὴς μὲ δυὸ ναῦτες του πού ’ρχεται κουβαλώντας δυὸ ἀσκιὰ γεμᾶτα κρασί, «αὐγὰ καὶ κασκαβάλι[2] τῆς Αἴνου, καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα ὄρνιθας καὶ μικρὸν βυτίον μὲ σκομβρία». Ὅλα τοῦτα τ’ ἀγαθὰ τὰ φέρνουν ἀπὸ τὸ γολετὶ ποὺ κιντύνεψε μέσα στὴ νύχτα μὰ ποὺ τώρα βρίσκεται ἀσφαλισμένο στὸν «ὑπήνεμον ὅρμον». Θὰ τὰ φᾶνε ὅλοι μαζὶ νὰ γιορτάσουνε τὴ μεγάλη μέρα. (περισσότερα…)

«Το μοιρολόγι της φώκιας», Προσπάθεια για μια βαθύτερη ανάγνωση

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Εἰσαγωγικὸ σημείωμα ‒ Ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

~.~

Ὁ Γιώργης Μανουσάκης ἐπιλέγει τὴ γραφὴ τῆς λέξης «μοιρολόγι» με οι καὶ ὄχι μὲ υ,  ὅπως στὰ Ἅπαντα. Ἡ ἐπιλογή του αὐτὴ ὀφείλεται, νομίζω, στὸ γεγονὸς ὅτι «Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας» περιλαμβανόταν γιὰ χρόνια στὸ σχολικὸ βιβλίο Νεοελληνικὰ Ἀναγνώσματα τῆς Γ΄ Γυμνασίου, (τῶν Καλαματιανοῦ, Μακρόπουλου, Κοντόπουλου). Φιλόλογος καθηγητὴς τῆς Γ΄ τάξης ὁ Μανουσάκης, τὸ δίδαξε καὶ τὸ σχολ. ἔτος 1978‒1979,  ἀπὸ τὸ ἐγχειρίδιο τῆς 16ης ἔκδοσης τοῦ 1978. Καὶ ἔχοντας, φαίνεται, ἀπὸ τὴν πολύχρονη διδασκαλία τοῦ διηγήματος, διαπιστώσει τὴν ἀνάγκη «γιὰ μιὰ βαθύτερη ἀνάγνωσή» του, ἀκούμπησε στὸ χαρτὶ τὶς σκέψεις του τὸ 1979, χρονιὰ ποὺ δημοσιεύτηκε τὸ κείμενό του. Ὅμως «Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας» τὸ ἑπόμενο σχολ. ἔτος (1979-1980) δὲν ὑπήρχε στὸ νέο ἐγχειρίδιο τῆς Γ΄ γυμνασίου Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας (τῶν Γρηγοριάδη, Καρβέλη, Μπαλάσκα, Παγανοῦ). Οἱ ἐπιμελητές, (μὲ τοὺς Μηλιώνη καὶ Παπακώστα ἐπιπλέον), προτίμησαν νὰ τὸ μετακινήσουν στὸ ἀντίστοιχο ἐγχειρίδιο τῆς Β΄ Λυκείου, διατηρώντας τὴν ἐπίμαχη λέξη μὲ οι.

Ἐπιστρέφω στὸ σχολικὸ ἐγχειρίδιο τοῦ 1978· στὸ τέλος τοῦ διηγήματος ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πληροφορία: Ἐφημερίδα «Πατρίς», 13 Μαρτ. 1908. Ἀναζήτησα καὶ βρῆκα τὴν έφημερίδα: Πατρίς (τοῦ Βουκουρεστίου). Καθημερινὴ Πολιτικὴ Ἀνεξάρτητος ἐφημερίς, ἱδρυτὴς ὁ ἠπειρώτης δημοσιογράφος Σπ. Μ. Σίμος, (μὲ γραφεῖα στὴν Ἀθήνα, ὅπως δηλώνεται). Στὸ ἀναφερόμενο φύλλο (ἀρ. 5112)  δημοσιεύεται πρωτοσέλιδο ἐνθουσιῶδες δίστηλο ἄρθρο, σὲ τέσσερεις ἑνότητες, μὲ ὑπέρτιτλο «Ἡ σημερινὴ φιλολογικὴ 25ετηρὶς» καὶ τίτλο: «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης»· ἐνδιάμεσα ἡ γνωστὴ φωτογραφία του ἀπὸ τὸν Νιρβάνα (1906). Τὸ ἄρθρο ἔχει ὑπογραφὴ Σ. Μ. (ὑποθέτω τοῦ νεαροῦ τότε Σπύρου Μελᾶ). Ὁ ἴδιος μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἄρθρου του ἀνακοινώνει: «Δημοσιεύομεν κατωτέρω ἓν ἀνέκδοτον διήγημα τοῦ διακεκριμένου διηγηματογράφου. Τὸ «Μυρολόγι τῆς φώκιας» ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα τὸ τάλαντον τοῦ διηγηματογράφου ἔχει δώσει εἰς τόσα μέχρι τοῦδε ἀριστουργήματά του. Ἡ ἁπλότης τῆς φράσεως, τὸ ζωντανὸν τῶν εἰκόνων του καὶ ἡ βαθεῖα περιπάθεια τῆς ἐμπνεύσεώς του ὑπάρχουν ζωηρότατα εἰς τὸ «Μυρολόγι τῆς φώκιας», εἰς τὸ σύνολον τοῦ ὁποίου τόσον δυνατὸς καὶ τόσον γνωστὸς ἐπιχύνεται ὁ τοπικὸς χρωματισμός». Στὴ συνέχεια παρατίθεται τὸ διήγημα, μὲ τὸ μεγαλύτερο μέρος του στὴν ἑπόμενη σελίδα. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει ἐπιλέξει τὴ γραφὴ μὲ υ  γιὰ οὐσιαστικὸ καὶ ρῆμα: «μυρολόι…», «μυρολογᾶ». — Α.Κ.

~.~

Ὁ Παπαδιαμάντης στὸ «Μοιρολόγι τῆς φώκιας» δουλεύει μὲ τὸν τρόπο τοῦ σκηνοθέτη.[1] Μᾶς παρουσιάζει ἕνα-ἕνα τὰ τρία πρόσωπα τοῦ διηγήματος, παρακολουθώντας τα γιὰ λίγο σὲ μιὰν ἁπλὴ ἐκδήλωση τῆς καθημερινῆς τους ζωῆς, ὣς μιὰ στιγμὴ πρὶν ἀπὸ τ’ ἄξαφνο δράμα. Στὸ σύντομο τοῦτο διάστημα ἔχει φυσήξει στὸ καθένα τους ὅση πνοὴ χρειάζεται γιὰ τὴ συνέχεια. Αὐτό, βέβαια, δὲ σημαίνει πὼς ὁ συγγραφέας κατευθύνει τοὺς ἥρωές του καὶ πὼς τὸ ἔργο μοιάζει σκηνοθετημένο.

Οἱ ἄνθρωποι στὸ διήγημα κινοῦνται καὶ δροῦν αὐτόνομα, ἀπὸ δική τους προαίρεση. Ὁ Παπαδιαμάντης τὸ μόνο ποὺ ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του, ὡς συγγραφέα, εἶναι νὰ παρακολουθεῖ τὸν καθένα τους ὅσο κρίνει ἀπαραίτητο γιὰ τὴν οἰκονομία τοῦ ἔργου. Κι ἡ ἐπιλογὴ τούτη τοῦ χρόνου γίνεται μὲ τὴ γνώση μεγάλου τεχνίτη τοῦ εἴδους. Ἔτσι «Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας» οἰκοδομεῖται, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος του, μὲ τὴν παρουσίαση τῶν τριῶν ἀνθρώπινων μορφῶν καὶ ξεκινώντας ἀπὸ τρεῖς διαφορετικὲς ἀφετηρίες φτάνει στὴν κορυφαία του τραγικὴ στιγμή. (περισσότερα…)

Στ’ ἀχνάρια τοῦ Παπαδιαμάντη

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ ‒Ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

~.~

«Ἡ ψυχή μου εὑρίσκεται εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα»

Ὅποιος ἀγάπησε τὸν Σκιαθίτη συγγραφέα νιώθει ἐπίμονη, ἀνησύχαστη μέσα του τὴν ἐπιθυμία: ν’ ἀξιωθεῖ νὰ πατήσει τὰ χώματα τοῦ νησιοῦ του. Εἶν’ ἕνα χρέος, κάτι σὰν τάμα ἱερό, πού, ὅσο περνᾶ ὁ καιρὸς δίχως νὰ ἐκπληρώνεται, τόσο βαραίνει καὶ πιὸ πολὺ τὴν ψυχή. Μὰ εἶναι καὶ μιὰ νοσταλγία, μιὰ δύναμη ποὺ σὲ καλεῖ στοὺς γνώριμους τόπους, κοντὰ στοὺς ταπεινοὺς φίλους, ποὺ μαζί τους ἔζησες μιὰν ἀξέχαστη, γεμάτη ὀμορφιὰ καὶ νόημα ζωή.

Ποῦ ἀλλοῦ θά ’χες τὴν ἐλπίδα νὰ συναντήσεις τ’ ἀγαπημένα ἀχνάρια τοῦ κυρ-Ἀλέξαντρου, παρὰ μόνο στὴ Σκιάθο; Καὶ ποῦ ἀλλοῦ θὰ μποροῦσες νὰ περιμένεις τὸ θαῦμα νὰ δεῖς μπροστά σου ζωντανὸ καὶ χειροπιαστὸ τὸν ἐξαίσιο κι ἀνεπανάληπτο κόσμο τῶν διηγημάτων του; Τό ’χει γράψει κι ὁ ἴδιος: Ἡ ψυχή μου εὑρίσκεται εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα... [1]

Ξεκίνησα ἕνα πρωὶ ἀπὸ τὸ Βόλο, καλοκαίρι τοῦ 1964, μὲ τὸ βαποράκι τῆς γραμμῆς, γιὰ τὴ Σκιάθο. Τὸ καράβι μας ἔσκιζε ὀκνὰ τὰ γλαυκὰ νερὰ τοῦ Παγασητικοῦ. Περάσαμε τὸ Τρίκερι μὲ τὰ σπιτάκια του ποὺ κατηφορίζουν ἀπὸ τὴν πλαγιὰ πρὸς τὴ θάλασσα, μὲ τὸ λιμανάκι καὶ τὸ φάρο του κι ἐπήραμε νὰ καβατζάρομε τ’ ἀκρωτήρι ποὺ φρουρεῖ τὸ ἔμπα τοῦ κλειστοῦ κόλπου. Εἴχαμε βγεῖ στὸ κανάλι τῆς Σκιάθος, τ’ ἀνοιχτὸ στὸ πέλαγος, ποὺ τὸ δέρνουνε πάντα τὰ μελτέμια. Τὰ δυὸ μίλια του τὰ περάσαμε χορεύοντας στὰ βαθύμπλαβα νερά. Ὅμως ἀντικρίζαμε πιὰ τὴν ὡραίαν καταπράσινην νῆσον, ὅπου ἦτον ὡς παράδεισος φυτευμένος ἀνάμεσα εἰς τὰ τέσσαρα πέλαγα τὰ ὁποῖα τὴν ἔβρεχον ὡς οἱ τέσσαρες ποταμοὶ τὸ πάλαι τὸν κῆπον τῆς Ἐδέμ. [2]

Κάπου τρία τέταρτα πλέαμε ἔχοντας ἀριστερά μας τὶς σκιαθίτικες ἀκρογιαλιές, ὥσπου νὰ ρίξομε ἄγκυρα στὸ φυσικὸ λιμάνι τῆς πολίχνης, τριγυρισμένο ἀπὸ πράσινα νησιά, ἥσυχους κοιμισμένους κόρφους, κάβους κατάφυτους ἀπὸ πεῦκα. Μπροστά μας, μὲ τὰ σπίτια της ἀραδιασμένα στὸ γύρο τῆς θάλασσας κι ἀνεβασμένα στοὺς χαμηλοὺς λόφους της, μᾶς καλωσορίζει ἡ μικρὴ πολιτεία τῆς Σκιάθος. Χρώματα φωτεινά, πεντακάθαρα, ξαφνιάζουν εὐχάριστα τὸ μάτι: τὸ κάτασπρο τῶν τοίχων, τὸ κόκκινο τῶν κεραμιδιῶν, τὸ πράσινο τῶν δέντρων, κάποιων παραθυριῶν καὶ τῶν ἁπλωμένων τεντῶν τῆς παραλίας. (περισσότερα…)

Θεσσαλονίκη: Τὸ βυζαντινὸ παρελθόν της

*

τοῡ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Χαρακτηρίσανε τὴ Θεσσαλονίκη σὰν τὴν πιὸ σημαντικὴ ἀκόμη κι ἀπὸ τὴν Πόλη γιὰ τὰ βυζαντινά της μνημεῖα. Καὶ δὲν εἶν’ ὑπερβολὴ ἂν ἀναλογιστοῦμε τὶς θελημένες ἢ ἀθέλητες καταστροφὲς πού ’χουνε πάθει πρὸ πάντων οἱ ἐκκλησίες τῆς Βασιλεύουσας ὕστερ’ ἀπὸ τὴν ἅλωση κι ὣς τὶς μέρες μας. Μὰ τὸ σπουδαιότερο γιὰ τὰ βυζαντινὰ μνημεῖα τῆς Θεσσαλονίκης εἶναι πὼς καλύπτουν ὅλες τὶς περιόδους τῆς χιλιόχρονης αὐτοκρατορίας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς πρωτοβυζαντινὲς βασιλικὲς τοῦ Ἅη Δημήτρη καὶ τῆς Παναγίας τῆς Ἀχειροποιήτου, ἔργα τῶν ἀρχῶν τοῦ 5ου αἰώνα, καὶ τελειώνοντας μὲ τὸ κομψὸ ἀριστούργημα τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων, τὴν ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ἔχοντας σπουδάσει ὅλα τοῦτα τὰ μνημεῖα στὰ βιβλία,[1] γύρεψα νὰ τὰ δῶ ἀπὸ κοντὰ σὰ βρέθηκα στὴ μακεδονίτικη μεγαλόπολη. Μ’ ὅλο τὸν περιορισμένο καιρὸ πού ’χα στὴ διάθεσή μου, κατάφερα νὰ ἐπισκεφτῶ τὰ πιὸ σπουδαῖα ἀπ’ αὐτά.

***

Στὸν Ἅη Δημήτρη πῆγα τὴν ὥρα τῆς κυριακάτικης λειτουργίας. Ἕνα πηχτὸ κίτρινο φῶς, στὸ χρῶμα τοῦ μελιοῦ, ἔμπαινε ἀπὸ τὰ μεγάλα ἀνατολικὰ παράθυρα καὶ γέμιζε ὅλο τὸ χῶρο τῆς ἐκκλησίας.  Ἡ ψαλμουδία ράθυμη, μελαγχολική, ταξίδευε στὸ θολὸ ἀπὸ τὸ λιβάνι ἀέρα τὸν πανάρχαιο πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιὰ μιὰ μεταφυσικὴ λύτρωση.

Σὰ σκόλασε ἡ λειτουργία ἄρχισα νὰ περιεργάζομαι τὸ χτίριο τῆς ξακουστῆς ἐκκλησίας. Τὸ οἰκοδόμημα, ποὺ βλέπει κανεὶς σήμερο,  εἶναι καὶ δὲν εἶναι ἡ παλιὰ βυζαντινὴ βασιλική. Ἐρειπωμένη ἀπὸ τὴ μεγάλη πυρκαγιὰ τοῦ 1917 ξαναχτίστηκε στὸ μεγαλύτερο μέρος της ἀπὸ ξαρχῆς, πάνω στὸ πρῶτο της, βέβαια, σχέδιο.  Εὔκολα ξεδιακρίνουνται τώρα τὰ γνήσια παλιὰ ντουβάρια ἀπὸ τοὺς ἀναστηλωμένους τοίχους. (περισσότερα…)

Θεσσαλονίκη: Ρωμαϊκὸ καὶ παλαιοχριστιανικὸ παρελθόν

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια:  Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Οἱ πολλοὶ ἔρχονται στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ δοῦνε τὴν Ἔκθεση.[1] Οἱ λίγοι γιὰ νὰ δοῦνε τὰ μνημεῖα.[2]

Χτισμένη στὰ 315 π.Χ. ἀπὸ τὸ βασιλιὰ τῆς Μακεδονίας τὸν Κάσσανδρο, ποὺ τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα τῆς γυναίκας του κι ἀδερφῆς τοῦ Μεγαλέξαντρου, πέρασε στοὺς εἰκοσιτρεῖς αἰῶνες τῆς ζωῆς της ἡ «Νύμφη τοῦ Θερμαϊκοῦ» ὅλες τὶς περιπέτειες τοῦ Ἔθνους. Πόλη τοῦ ἑλληνιστικοῦ βασιλείου τῆς Μακεδονίας. Πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς ὁμώνυμης ἐπαρχίας. «Εὐανδροῦσα»[3] μεγάπολη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Τότε εἶναι ποὺ βρίσκεται στὴ μεγαλύτερη ἀκμή της. Κέντρο πολιτικῆς, στρατιωτικῆς καὶ πολιτιστικῆς σημασίας δέχεται τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Ἀβαροσλάβων, τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν Σέρβων, κυριεύεται προσωρινὰ ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς, τοὺς Νορμανδοὺς καὶ τοὺς λατίνους Σταυροφόρους,  γιὰ νὰ μπεῖ τὸ 1430, ἀκολουθώντας τὴ μοίρα ὁλάκερου τοῦ Ἑλληνισμοῦ, στὴ μακρόχρονη τουρκικὴ σκλαβιά, ἀπ’ ὅπου δὲ θὰ λυτρωθεῖ παρὰ μόλις τὸ 1912.

Μιὰ τέτοια πολυκύμαντη ἱστορία εἶναι φυσικὸ νά ’χει ἀφήσει βαθιὰ τὰ χνάρια της στὴ Θεσσαλονίκη. Μνημεῖα, κατάλοιπα ὅλων τῶν ἱστορικῶν περιόδων της, εἶναι σκόρπια σ’ ὁλάκερη τὴν πολιτεία.

Κάτι παράξενο νιώθεις σὰν ἀφήνεις τὸν πολύχρωμο καὶ πολύβουο κόσμο τῆς σύγχρονης Θεσσαλονίκης καὶ τῆς Ἔκθεσης καὶ πλησιάζεις τὴ σιωπὴ τοῦ μνημείου.

Σὰ νὰ παθαίνεις σιγά-σιγὰ μιὰν ἀποτοξίνωση ἀπὸ τὴ ματαιότητα τῆς μπίζνες καὶ νὰ ὑψώνεσαι σὲ μιὰ σφαίρα ἀνώτερη. Ἀποχτᾶς μιὰ καινούργια ὅραση. Βλέπεις τὰ πάντα μέσ’ ἀπὸ τὰ κρύσταλλα τῆς Ἱστορίας. Ἡ σιωπὴ αἰώνων στάζει λίγη-λίγη μέσα σου καὶ σὲ μεταμορφώνει. (περισσότερα…)

Ὁ ρεμβαστὴς τοῦ Δεκαπενταυγούστου

Ἔργο τοῦ Σωτήρη Σόρογκα (λεπτομέρεια)

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ὑπάρχουνε κάποιες  μέρες ποὺ θὰ  μπορούσαμε νὰ τὶς ποῦμε «μέρες Παπαδιαμάντη», ἔτσι καθὼς ἔχουν ἁγιάσει γιὰ δεύτερη  φορὰ μέσα στὸ ἔργο του. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς  εἶναι κι ὁ «Δεκαπενταύγουστος», τούτη ἡ ἄλλη ἡ μικρότερη Λαμπρή,  ποὺ μᾶς ἔρχεται κάθε χρόνο καταμεσῆς τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἔχει γίνει ὄχι μόνο γιορτὴ τῆς Παναγίας, μὰ καὶ γιορτὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ ὁ κὺρ Ἀλέξανδρος ρέμβασε καθισμένος νοερὰ «παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν», «εἰς προαύλιον ναΐσκου τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας».[1]

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ ποιητὴς τῆς σκιαθίτικης ζωῆς ἤτανε «ὣς πενηνταπέντε χρονῶν ἄνθρωπος»,[2] σὰν τὸν ἥρωά του, τὸ Φραγκούλη Κ. Φραγκούλα. Καὶ σὰν αὐτὸν κουρασμένος ἀπὸ τὴ ζωή, μὲ τὴν ψυχὴ γεμάτη πόνο. Ἔμενε πάντα στὴν Ἀθήνα, «στὴν πόλιν τῆς δουλοπαροικίας καὶ τῶν πλουτοκρατῶν»[3] καὶ κάθε φορὰ ποὺ θυμοῦνταν τὸ μικρὸ νησί του ἡ καρδιά του ἔλιωνε ἀπὸ νοσταλγία καὶ πίκρα. Ἐκεῖ, στοὺς κόρφους μὲ τὴν ψιλὴ ξανθὴ ἀμμουδιά, στὶς ψαρόβαρκες, στὰ μοναχικὰ ἐκκλησάκια, στὰ κάτασπρα συμμαζωμένα χωριουδάκια, εἶχε περάσει τὰ μοναδικὰ χρόνια τῆς ζωῆς του ποὺ τά ’φερνε στὸ νοῦ του μ’ ἀγάπη. Ὅμως ἐκεῖ,  στὸ φτωχικὸ πατρικὸ σπίτι περιμένανε τέσσερεις μαυροντυμένες γυναῖκες σιωπηλές.  Ἡ γριὰ μάνα κι οἱ τρεῖς πρόωρα γερασμένες, ἀνύπαντρες ἀδερφάδες του. Ὁ πατέρας εἶχε πεθάνει. Προστάτης τῆς οἰκογένειας ἦταν ὁ ἴδιος. Μὰ ἐκεῖνος ζοῦσε μακριά τους, μοναχός του, ἔγραφε καὶ μετάφραζε καὶ δὲν ἐκατάφερνε νὰ βγάλει μήτε τὸ δικό του, τὸ λιγοστὸ φαΐ. Δίπλα στὴ δική του ἀγωνία γιὰ τὸ καθημερινό, δίπλα στὸν πόνο ποὺ τοῦ ’φερνε ἡ ἀδυναμία του  νὰ προσαρμοστεῖ στὴν κοινωνία του καὶ στὴν ἐποχή του, δίπλα στὴν αἴστηση τῆς παραγνώρισής του ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους τῆς πρωτεύουσας, ἕνας ἀνάξιος γιὸς κι ἀδερφός.  «Φεῦ, οἱ δυστυχεῖς αὐτοί! ὁποῖος πόνος καὶ ὁποία τύψις! Εἴθε νὰ εἶχον υἱὸν καὶ ἀδελφὸν καλλίτερον…».[4] Λίγους μῆνες πρωτύτερα εἶχε χάσει καὶ τὸν ἀδερφό του τὸ Γιώργη. Ἄλλη μιὰ οἰκογένεια, μὲ πέντε μικρὰ παιδιὰ αὐτή, εἶχε μείνει δίχως προστάτη. Κι αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς στείλει μήτε μιὰ ἐλάχιστη βοήθεια. (περισσότερα…)

Στὸ χῶρο τῆς τραγωδίας

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Μέσα ἀπὸ τὰ παρασκήνια ἀκούστηκε τὸ χτύπημα τοῦ γκόγκ. Μονομιᾶς ἡ χλαλοὴ ποὺ γέμιζε τὸ τεράστιο πέτρινο κύπελο τ’ ἀκουμπισμένο στὸ κοίλωμα τοῦ λόφου κατάπεσε. Ἡ σιωπὴ κατέβηκε κι ἅπλωσε τὶς φτεροῦγες της ἀπάνω ἀπὸ τὶς χιλιάδες τῶν ἀνθρώπων ποὺ κάθουνταν ἀραδιασμένοι στὶς ἀρχαῖες πέτρες, ζεστὲς ἀκόμη ἀπὸ τὸν καλοκαιριάτικο ἥλιο.[1]

Τὸ φῶς ἀπὸ τοὺς προβολεῖς, χλωμὸ κι ἀδύναμο, γιατὶ ἡ μέρα δὲν εἶχε φύγει ἀκόμη πίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ τοῦ Ἀραχναίου,[2] χύθηκε ὣς κάτω στὴ στρογγυλὴ ὀρχήστρα καὶ σταμάτησε μπρὸς στὴν πόρτα τοῦ χωματόχρωμου παλατιοῦ. Ἐκεῖ σταμάτησε κι ἡ ματιά μας καὶ περίμενε.

Μὲ βήματα ἀργὰ μιὰ ἀντρικὴ φιγούρα βγαίνει ἀπὸ τὸ σκοτεινὸ ἄνοιγμα. Φαντάζει μικρή, ἀσήμαντη μέσα στὴν ἀπεραντοσύνη τῆς σκηνῆς.[3] Ἡ ἀπόσταση μόλις σ’ ἀφήνει νὰ ξεχωρίζεις τὰ χαρακτηριστικά της: Τὸ κοντὸ ξανθὸ γενάκι, τὰ μακριὰ μαλλιὰ στεφανωμένα μὲ κισσό, τὸ θύρσο[4] στὸ δεξὶ χέρι. Σιωπή.  Κι ἄξαφνα τινάζεται σὰ συντριβάνι ὁ Λόγος:

Ἦρθα σ’ ἐτούτη τῶν Θηβαίων τὴ χώρα
τοῦ Δία ὁ γιός, ὁ Διόνυσος , ἐγώ… [5]

Τὰ ρυθμικὰ κύματα τῶν στίχων πλημμυρίζουνε τὸ «κοῖλον», φτάνουν ὣς ἀπάνω στὶς τελευταῖες σειρὲς τῶν ἑδωλίων. Στὸ «λογεῖον» δὲν ὑπάρχει πιὰ τὸ ἀπογοητευτικὰ μικροκαμωμένο ἀνθρώπινο σχῆμα. Ἕνας θεὸς εἶναι ποὺ στέκει ἐκεῖ, δυνατὸς καὶ περήφανος κι ἐκδικητικός, σὰν ὅλους τοὺς θεοὺς ποὺ τολμήσανε νὰ τοὺς προσβάλλουνε θνητοί.  Κι ὅλο ψηλώνει παίρνοντας δύναμη ἀπὸ τὴν ποίηση ποὺ ρέει ἀπὸ τὸ στόμα του. (περισσότερα…)

Τὸ φῶς, ἡ θάλασσα καὶ ἡ πέτρα

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ ‒ Ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη ἑλληνικὴ γωνιὰ ἡ Ὕδρα εἶν’ ἡ δόξα τῆς πέτρας. Μιᾶς πέτρας γυμνῆς, σκληρῆς σταχτόχρωμης. Κατηφορίζει ἀπὸ τὶς κορφὲς γιὰ νὰ βουτήξει ἀπότομα στὴ θάλασσα, κυρίαρχη ὁλάκερου τοῦ νησιοῦ, δίχως καμιὰ παραχώρηση στὸ χῶμα ἢ στὴν ἄμμο. Ὅλο τὸ κορμὶ τῆς Ὕδρας εἶναι τραχὺς βράχος.

Τόνε βλέπεις ἀπὸ τὸ κατάστρωμα τοῦ πλοίου νά ’ρχεται πρὸς τὸ μέρος σου κατάξερος κι ἀγέλαστος, πελώριο πέτρινο μνημεῖο κάποιας παλιᾶς γεωλογικῆς καταστροφῆς, κι ἀπογοητεύεσαι. Τόση γύμνια, στοχάζεσαι, τόση φυτικὴ πενιχρότητα εἶν’ άδύνατο νά ’χει κάποιο στοιχεῖο ὀμορφιᾶς.

Ὥσπου ἀντικρύζεις τὸ πανόραμα τῆς μικρῆς πολιτείας.

Ἡ πρώτη σου ἐντύπωση εἶν’ ἕνα ξάφνιασμα. Ὅ,τι βλέπεις μπροστά σου καὶ γύρω σου εἶναι κάτι ποὺ δὲν τὸ περίμενες. Ἕνα θέαμα ἀσυνήθιστο στὸ μάτι σου. Δὲν ξέρεις ἀκόμη ἂν εἶν’ ὄμορφο, ὅμως σίγουρα δὲ σ’ ἀφήνει ἀδιάφορο.

Βρίσκεσαι μέσα σὲ μιὰ μικρογραφία λιμανιοῦ. Ἴσως νὰ τὸ κάνουνε νὰ φαίνεται μικρότερο ἀπ’ ὅ,τι εἶναι τὰ σταχτιὰ ὑψώματα ποὺ τὸ περικλείνουε. Σηκώνονται ἀπότομα κατὰ τὸν οὐρανό, ὁλόιδια τείχη.

Στὴν πλαγιά τους στέκονται τὰ σπίτια τῆς πολιτείας μὲ στυλωμένα ὅλα τους τὰ παράθυρα, σὰν ἀμέτρητα μάτια, πάνω σου. Στέκονται ἥσυχα ἥσυχα μέσα στὸ καλοκαιριάτικο φῶς καθένα στὴ θέση του, ὅμως τὸ νιώθεις πὼς πολὺ παλέψανε ὥσπου νὰ βροῦνε τούτη τὴ θέση καὶ νὰ γαντζωθοῦνε στὸ γερτὸ ἀφιλόξενο βράχο. Τὰ πιὸ πολλὰ εἶν’ ἄσπρα καὶ μικρά, σκεπασμένα μὲ μιὰ κεραμιδένια στέγη στὸ χρῶμα τῆς σκουριᾶς. Εἶν’ ὅμως καὶ κάτι ἄλλα μεγάλα, πολυώροφα, γεμᾶτα παράθυρα, χτισμένα μὲ τὴ σταχτιὰ πέτρα τοῦ νησιοῦ ποὺ θαρρεῖς κι ἐβγήκανε πρὶν ἀπὸ λίγο μέσ’ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τοῦ βράχου καὶ πήρανε μοναχά τους ἐκείνη τὴν ἁπλὴ κι αὐστηρὴ γραμμὴ πού ’χουνε. Εἶναι τ’ ἀρχοντικὰ τῶν παλιῶν πλουσίων καπεταναίων, ἐμπόρων καὶ θαλασσομάχων: Τῶν Κουντουριώτηδων, τῶν Τσαμαδῶν, τῶν Τομπάζηδων, τῶν Ὀρλάνδων. Στέκονται ξέχωρ’ ἀπὸ τ’ ἄλλα, σὲ μιὰ μοναξιὰ περήφανη κι ἀκατάδεχτη, σιωπηλὰ καὶ κατάκλειστα. (περισσότερα…)

Εὐρωπαῖοι, μὲ τὴν ἐθνική μας παράδοση

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Μὲ ἀφορμὴ τὶς διεξαγόμενες σήμερα ἐκλογὲς γιὰ τὸ Εὐρωπαϊκὸ Κοινοβούλιο, ἀναδημοσιεύουμε  τὴν ὁμιλία ποὺ ἐκφώνησε ὁ ποιητὴς Γιώργης Μανουσάκης πάνω στὸ ζήτημα τῆς εὐρωπαϊκῆς ὁλοκλήρωσης  καὶ τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς ταυτότητας στὶς 10 Δεκεμβρίου 2000 στοὺς Λάκκους  Κυδωνίας Χανίων. Πρώτη δημοσίευση: περιοδικὸ Ἐλλωτία, τόμος  9, Χανιὰ  2000-2001, σ. 123-138.  —  ΝΠ

~.~.~

Ἐπιλογὴ – Ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Τὸ 1974, μὲ τὴν πτώση τῆς ἑφτάχρονης δικτατορίας καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῶν δημοκρατικῶν θεσμῶν, μιὰ γενικὴ εὐφορία, μιὰ αἰσιοδοξία κατέλαβε ὅλους τοὺς Ἕλληνες. Παραχωρήθηκαν ἐλευθερίες ποὺ ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχε γνωρίσει ὁ τόπος, ἡ πολιτικὴ ζωὴ ὁμαλοποιήθηκε, ἔγιναν τολμηρὲς μεταρρυθμίσεις, ὁ λαὸς ἄρχισε νὰ διαδραματίζει σημαντικὸ ρόλο.

Μὲ τὸ πέρασμα ὅμως τῶν χρόνων τὶς λαμπρὲς προσδοκίες ἄρχισε νὰ διαδέχεται μιὰ ἀπογοήτευση. Τὰ προβλήματα τῆς ἐξωτερικῆς μας πολιτικῆς (Κυπριακό, σχέσεις μὲ τὴν Τουρκία καὶ τὴ FYROM) παράμεναν ἄλυτα. Νέα θέματα, ὅπως ἡ ἀποκατάσταση τῶν παλιννοστούντων Ἑλλήνων ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς χῶρες καὶ τὸ κῦμα τῶν λαθρομεταναστῶν, προστέθηκαν. Ἡ διοικητικὴ μηχανὴ δὲν φαινότανε ν’ ἀποβάλλει τὴ χρόνια ἀκαμψία της, ἡ ἀνεργία αὐξανότανε παρὰ τὴ βελτίωση τῆς οἰκονομίας, ἡ τσιμεντοποίηση τῶν πόλεων μὲ τὴ γενίκευση τῶν ἄχαρων πολυκατοικιῶν συνεχιζότανε, οἱ πυρκαγιὲς τῶν δασῶν κάθε καλοκαίρι κι ἡ συνακόλουθη οἰκοπεδοποίησή τους ὅλο καὶ πλήθαιναν, οἱ τιμὲς τῶν ἀγροτικῶν προϊόντων βρίσκονταν μόνιμα καθηλωμένες σὲ ὅρια πείνας, τὰ φαινόμενα διαφθορᾶς ἀκολουθοῦσαν ἀνοδικὴ πορεία.

Τώρα, εἰκοσιεφτὰ χρόνια μετὰ τὴ μεταπολίτευση, προσπαθοῦμε ἀκόμη νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸ γνώριμο τέλμα, σὲ καιροὺς ποὺ οἱ ἀπαιτήσεις ἀλλαγῆς, τόσο στὸ ρυθμὸ καὶ στὴν ποιότητα ζωῆς ὅσο καὶ στὶς διεθνεῖς μας σχέσεις, μεγάλωσαν κι οἱ κίνδυνοι ποὺ  μᾶς ἀπειλοῦν ὡς ἔθνος γίνονται ὅλο καὶ πιὸ εὐδιάκριτοι.

«Καὶ τί μ’ αὐτό;» θὰ μᾶς ποῦν οἱ ἀθεράπευτα αἰσιόδοξοι. «Ἡ Ἑλλάδα πέρασε στὴν ἱστορία της τόσες δύσκολες ὧρες, ἀπειλήθηκε τόσες φορὲς ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή της, καὶ πάντα κατάφερνε νὰ ὑπερνικήσει τὶς δυσκολίες καὶ νὰ ἐπιζήσει. Αὐτὸ θὰ γίνει καὶ τώρα».

Καλὴ εἶναι ἡ αἰσιοδοξία, ὅταν ὅμως στηρίζεται σὲ στέρεες βάσεις. Τὸ νὰ ἐπαναλαμβάνεις χαζοχαρούμενα τὴν ἐπωδὸ «Ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει», σὲ μιὰν ἐποχὴ ποὺ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀποτελοῦσαν παλιότερα τὰ θεμέλια τῆς ἐθνικῆς μας ὕπαρξης τραντάζονται καὶ σαλεύουν, εἶναι τὸ λιγότερο μιὰ ἐξωπραγματικὴ μακαριότητα. (περισσότερα…)

Ἐξωτικὸ κάλεσμα

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Εἶν’ ἕνα «βιβλίο τσέπης» τῶν πενήντα σέντς. Σχῆμα 16ο. Σελίδες, κείμενο μαζὶ μὲ τὶς εἰκόνες, ὄχι παραπάνω ἀπὸ ἑβδομήντα.[1] Μιὰ ἀπὸ τὶς ἀναρίθμητες ἐκλαϊκευτικὲς ἐκδόσεις Tέχνης ποὺ γεμίζουνε τὰ βιβλιοπωλεῖα τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Εὐρώπης.

Ὅμως, μέσα σὲ τοῦτο τὸ βιβλιαράκι εἶναι κλεισμένη μιὰ μαυλιστικὴ φωνή, ἕνα τραγούδι σειρήνας. Περιμένει νὰ τ’ ἀνοίξεις, ἐσύ, ὁ φυλακισμένος ἀπὸ τὸ χειμώνα καὶ τὴ δουλειά σου, ὁ δεμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ δειλὸ κι ἀναποφάσιστο ἑαυτό σου μὲ τοὺς δρόμους καὶ τὰ σπίτια καὶ τὰ καφενεῖα καὶ τοὺς κινηματογράφους μιᾶς ἐπαρχιώτικης πολιτείας, γιὰ νὰ σοῦ ψιθυρίσει στ’ αὐτὶ τὸ γοητευτικὸ κάλεσμά του.[2]

Εἴκοσι χρωματιστὲς φωτογραφίες πινάκων τοῦ Πὼλ Γκωγκὲν[3] ξετυλίγουνε μπροστὰ στὰ θαμπωμένα μάτια σου ἰσάριθμες ἀπόψεις ἑνὸς πρωτόγονου τροπικοῦ παράδεισου. Εἶν’ ἡ Ταϊτὴ κι ἡ Χίβα-Ὄα,[4] ἀπίθανα, ὀνειρικὰ νησιὰ τοῦ Εἰρηνικοῦ, ὅπως τὰ κράτησε στὸ μουσαμά του, αἰχμάλωτα τῆς αἰωνιότητας, ὁ «καταραμένος» ἐκεῖνος ζωγράφος. Ἕνας τόπος παντοτεινοῦ καλοκαιριοῦ καὶ παράξενης, ἐξωτικῆς ὀμορφιᾶς. Ἕνας κόσμος φωτεινός, λαμπερός, ὁλοκαίνουργιος, λὲς καὶ βγῆκε μόλις ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

Χρώματα ζεστὰ χτυπητά, βάρβαρα, δεμένα ὅλα μαζὶ σ’ ἕνα ὀργιαστικὸ ἀγκάλιασμα χυμοῦνε καὶ γεμίζουνε τὰ μάτια σου. Τὸ πράσινο τῆς τροπικῆς βλάστησης εἶναι τόσο δυνατὸ ποὺ βάφει μὲ τὸ ἴδιο χρῶμα τ’ ἄσπρο ἄλογο καθὼς πίνει νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμὸ καὶ δίνει ἀκόμη καὶ στ’ ἀνθρώπινα πρόσωπα κάποτε μιὰ πρασινωπὴ ἀπόχρωση. Τὰ κόκκινα χαμολούλουδα μοιάζουνε μὲ φλόγες ποὺ χυθήκανε νὰ κάψουνε τὴ γή. Ἄλλα λουλούδια μενεξελιά, κίτρινα ἢ γαλάζια φαντάζουνε σὰ μεγάλα πανιὰ  ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο τὰ βουτήξανε στὴ μπογιὰ καὶ τά ’χουν ἁπλώσει κατάχαμα νὰ στεγνώξουνε. Τὸ ἴδιο μενεξελὶ χρῶμα ἔχουνε συχνὰ κι οἱ κορμοὶ τῶν δέντρων, ἀκόμη καὶ τὰ φυλλώματά τους. Τὰ νερὰ τῶν ποταμῶν ἢ τῶν πηγῶν χρωματίζουνται βαθυγάλανα ἢ κοκκινωπὰ ἀπὸ μυστηριώδικες, ἄγνωστες αἰτίες. (περισσότερα…)