Γιαν Σκάτσελ

Ἀπὸ τὸν Γιὰν Σκάτσελ, μὲ διάμεσο τὸν Πάουλ Τσέλαν, στὸν Σωτήρη Γουνελᾶ

*

τοῦ ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

Σωτήρης Γουνελᾶς,
Διάπλους,
Ἁρμός, 2016
[διάπλους: (ναυτικὸς ὅρος) ἡ διέλευση θαλάσσιας ἔκτασης ἢ πορθμοῦ μὲ πλωτὸ μέσο]

~.~

«Γιὰ νὰ γεννηθεῖ ἕνας στίχος, θὰ πρέπει νὰ ἔχεις δεῖ πολλὲς πολιτεῖες, πολλὰ πράγματα καὶ ἀνθρώπους, πρέπει νὰ γνωρίσεις τὰ ζῶα, νὰ νιώσεις πῶς πετοῦν τὰ πουλιά, νὰ ξέρεις τὴ χειρονομία ποὺ κάνουν τὰ μικρὰ ἄνθη ὅταν ἀνοίγουν τὸ πρωί […]. Πρέπει νὰ ἔχεις δεῖ ἀνθρώπους νὰ ξεψυχοῦν, νὰ ἔχεις ξενυχτίσει πεθαμένους σὲ κάποιο δωμάτιο μὲ ἀνοιχτὸ παράθυρο καὶ θυρύβους κατὰ διαστήματα. Ὅμως δὲν ἀρκεῖ νὰ ἔχεις ἁπλῶς ἀναμνήσεις. Πρέπει νὰ μπορεῖς νὰ τὶς ξεχάσεις ὅταν εἶναι πολλές, καὶ πρέπει νὰ περιμένεις ὑπομονετικὰ νὰ ξανάρθουν. Γιατὶ αὐτὲς δὲν εἶναι ἀκόμα οἱ πραγματικὲς ἀναμνήσεις. Μόνο ὅταν μετουσιωθοῦν μέσα μας σὲ αἷμα, βλέμματα καὶ χειρονομίες, ὅταν γίνουν ἀνώνυμες καὶ μὴ ἀναγνωρίσιμες ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους, μόνο τότε μπορεῖ νὰ ἔρθει κάποια σπάνια στιγμὴ ποὺ θὰ ξεπηδήσει ἀπὸ μέσα τους ἡ πρώτη λέξη κάποιου στίχου».
Ρ. Μ. ΡΙΛΚΕ, Σημειώσεις τοῦ Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε,
Μτφρ. Ἀλ. Ἴσαρης, Κίχλη, 2018, σ. 25-26.

Ἄρχισα νὰ γράφω γιὰ τὸν ποιητὴ Σωτήρη Γουνελᾶ (1949) –θὰ ἤθελα νὰ ἀπομονώσω τὶς παράλληλες ἰδιότητες, τοῦ στοχαστῆ, τοῦ θρησκευόμενου χριστιανοῦ, τοῦ κατὰ τὸ Finis Graeciae καὶ τὸ «Χαμένο κέντρο» ἐσχατολόγου ἐπικροτητῆ τῶν Γιανναρᾶ καὶ Λορεντζάτου, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον–, ἄρχισα, λοιπόν, νὰ γράφω γιὰ τὸν ποιητή, μὲ ἕνα πασίγνωστο ἀπόσπασμα τοῦ Ρίλκε γιὰ τοὺς ὅρους τῆς ποιητικῆς λειτουργίας, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Γουνελᾶς τὸ ἔχει ἐγκολπωθεῖ καὶ παρουσιάσει («Γράμμα στὸν Κώστα Κουτσουρέλη», 13.4.2020). Δὲν εἶμαι μεθοδικὸς ἀναγνώστης του, ἰδίως τῶν θεωρητικῶν κειμένων ποὺ γενικῶς ἀποφεύγω, ἀλλὰ ἀρκεῖ ἡ καταβύθιση (μὲ τὴν ἀπαιτούμενη, ἐλπίζω, σκευή) σὲ ἕναν ποιητικό του κύκλο, λόγου χάρη τὸν Ἰωνᾶ, γιὰ νὰ συναισθανθεῖς τὴ μετουσίωση τῶν ἀναμνήσεων σὲ αἷμα, βλέμμα, χειρονομία. Καμία λέξη του δὲν ἔρχεται τυχαῖα, κανένας αὐτοσχεδιασμός, πέρα ἀπὸ τὸ ἀπρόβλεπτο τοῦ ἐργαστηρίου ὅπως τὸ ἐννόησε ὁ Ἔλιοτ: «Μέχρι νὰ ὁλοκληρώσω μιὰ πρόταση, δὲν ξέρω πῶς θὰ τὴν ὁλοκληρώσω».

Ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ ἐργαστηρίου εἶναι ὁ αὐτοματισμός, ὄχι ὡς συνειρμός, ἀλλὰ ὡς προϊὸν ἀδιόρατων, ἄπειρων διεργασιῶν ποὺ συντελοῦνται, ἄλλοτε βουβά, ἄλλοτε ἐκκωφαντικά, ὄχι στὶς ὧρες τῆς προσήλωσης σὲ ἕνα γραφεῖο, ἀλλὰ μέσα στὴν τύρβη τῆς καθημερινότητας, στὴ χλαλοὴ τῆς κίνησης σὲ μιὰ πολυάνθρωπη πόλη, στὶς ἀγχώδεις συναλλαγές, στὶς ἀγορές. Ὅπως δηλώνει ὁ ἴδιος, ἔτσι γεννήθηκε τὸ ἀκόλουθο ποίημα ἀπὸ μιὰν ἐντύπωση στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς Τράπεζας:

«Τὰ κάδρα»
(μιὰ σημείωση)

Σήκωσα τὰ μάτια μου ψηλὰ
Κι εἶδα τοὺς ἀγωνιστὲς παραταγμένους
Ἕνας ἕνας στὸ κάδρο του
Νὰ τὸν φωτίζει τὸ χρυσαφὶ τῆς κορνίζας
Νὰ τὸν φέγγει
Νὰ τὸν ἁγιάζει.
 
Ἔστεκαν λαμπροὶ
Ἄλλος πάνω στὸ ἄλογο
Ἄλλος μὲ γιαταγάνι
Κι ἄλλος μὲ τὸ καρυοφίλι στὸ πλάι
Κι οἱ φουστανέλες
Εἶχαν κι αὐτὲς τὸ συμβολισμό τους.
 
Βουνά, ραχοῦλες, οὐρανός, ξέφωτα
Κι ἕνας ἥλιος νὰ τυλίγει τὰ πρόσωπα
Καὶ νὰ φωτίζεται ἡ πλάση.
 
Κάτω, μέσα στὴ αἴθουσα
Τράπεζα ἦταν
Ὁ κόσμος ἐξακολουθοῦσε τὶς συναλλαγές του,
Ἀνυποψίαστος. (περισσότερα…)