*
Ιούνιος, ώρα πέντε το απόγευμα, στο αεροδρόμιο του Χήθροου του Λονδίνου. Το μετάλλινο όρνεο απογειώνεται βρυχώμενο για το Λος Άντζελες, για τη δωδεκάωρη, χωρίς ενδιάμεσο σταθμό πτήση του. «Δια της πολικής οδού», όπως σημειώνουν τα δρομολόγια. Το τόξο του ταξιδιού θα διαγραφεί πάνω απ’ την Ιρλανδία, τις παρυφές του Β. Παγωμένου Ωκεανού, τις δαντελωτές ακτές της λευκής Γροιλανδίας, τον κομματιασμένο αρκτικό Καναδά με τις άπειρες λίμνες του, θα περάσει τα Βραχώδη Όρη και θα σημειώσει το τέρμα του υπερβόρειου αυτού άλματος στις όχθες του Ειρηνικού Ωκεανού, στη μακρυνή ηλιόλουστη Καλιφόρνια.
Το αεροπλάνο διαγράφει τον κύκλο του προσανατολισμού του και στήνει αποφασισμένο το ράμφος του προς τη χώρα της Θούλης. Ο ήλιος, που πριν δώδεκα ώρες τον είδα σήμερα το πρωί ν’ ανατέλλει στις πέντε στην Αγγλία, στέκεται ακόμα ψηλά και δεν πρόκειται να δύσει παρά στο τέρμα του ταξιδιού μας. Βέβαια, η συνήθεια μιας ολάκερης ζωής θα προσκομίσει αυτήν τη φορά τον ύπνο σ’ ώραν ακόμα ηλιόλουστη, θα πρέπει όμως να τον αποδιώξω γιατί σήμερα μου παρουσιάζεται η εξαιρετική ευκαιρία να ζήσω τη «μέγιστη» αυτή μέρα της ζωής μου ―που η διάρκειά της θα πλησιάζει τις 24 ώρες― και ν’ απολαύσω, αν οι καιρικές συνθήκες το επιτρέψουν, το θέαμα του άγνωστου ακόμα σ’ εμένα πολικού τοπίου.
Για καλή μας τύχη τα σύννεφα σκορπίζουν καθώς αφίνουμε τις αγγλικές ακτές. Ο ουρανός γαλανίζει βαθύς και ανέφελος. Περνάμε κιόλας την Ιρλανδική Θάλασσα που αστάφτει σαν υδράργυρος. Τ’ ανήσυχο όμως νησί, χωρίς σημαντικούς εδαφικούς κυματισμούς, με τ’ αλλεπάλληλα συρραμένα καφετιά και πράσινα τετράγωνα των χωραφιών του, φεύγει γρήγορα κάτ’ απ’ τα φτερά μας. Η Ιρλανδία μένει πίσω μας κι απλώνεται τώρα κάτω ο απέραντος Ατλαντικός, ευτυχώς και τούτος ανέφελος, για να μπορέσουμε ν’ αντικρύσουμε θεατούς τους βορεινούς τόπους της σιωπής και της λευκότητας όταν σε λίγο τα νερά του θα συγκερασθούν μ’ εκείνα του άλλου ωκεανού, του Αρκτικού, του ανελέητου. (περισσότερα…)
