Βούλα Σιγάλα

Η ευθεία

*

Όλος ο τόπος μου μια ευθεία –ήταν δεν ήταν– 300 μέτρα. Ξεκίναγε από την λίμνη και ανηφόριζε ως πάνω στην αγορά. Δεξιά και αριστερά σπαρμένα διάφορα μικρά πλινθόκτιστα σπιτάκια και προχειροφτιαγμένες υπαίθριες παράγκες όπου οι χωριάτες κατεβαίνοντας από τα βουνά πούλαγαν τα λιγοστά τους προϊόντα.

Σκληρή γη. Ήθελε πολύ κόπο, ιδρώτα και υπομονή για να δώσει τους λιγοστούς της καρπούς. Ελιές, λάδι, αμύγδαλα, χόρτα, κατσικίσιο τυρί και φακές. Αυτά κατέβαιναν και πουλούσαν οι χωριάτες και δεν έπαιρναν ανταμοιβή μόνο λεφτά αλλά και άλλα πράγματα που χρειαζόντουσαν. Καπνό, κρασί, ρύζι, ζυμαρικά, τραχανά και κανένα παστό ψάρι. Και αν πήγαινε καλά η μέρα, έπαιρναν και κανένα ζαχαρωτό για τα μικρά.

Αριστερά της λίμνης μικρά παραπήγματα ψαράδων που ψάρευαν στο ιβάρι και πωλούσαν κι αυτοί την ψαριά τους στην αγορά. Έντονη η μυρωδιά εκεί, λίμναζαν τα νερά και δεν είχε φτιαχτεί ακόμη το πέρασμα στη θάλασσα για να ανανεώνονται. Και οι ψαράδες τόσο ποτισμένοι σε αυτή τη μυρωδιά που όταν ανέβαιναν για να πουλήσουν τους ακολουθούσε κι αυτή και οι νοικοκυρές μύριζαν ότι έρχονται και έβγαιναν στα παραθύρια να τους περιμένουνε.

Δεξιά της λίμνης βάτα, βούρκος και καλαμιές. Και σε μια ξεραμένη σούδα το πρακτορείο μεταφορών. Φορτηγά μικρά και ταλαιπωρημένα, έβγαζαν μαύρο καπνό από καμένα λάδια και μπεζίνα και αγκομαχώντας μετέφεραν πράγματα και ανθρώπους ανεβασμένους στην καρότσα για τα μεγαλύτερα χωριά όπου μπορούσαν να πάρουν το λεωφορείο για την πόλη.

Μακρύτερα, ο βάλτος της Μπαλούς. Εκεί, πριν χρόνια, μια κακότυχη που την φωνάζανε Μπαλού –άγνωστο το πραγματικό της όνομα– έπεσε θύμα κάζου μιας παρέας αγοριών, που πάνω στη χαζομάρα της ηλικίας τους την έπεισαν ότι την αγάπησε ένας ξάδερφος του αρχηγού τους που έμενε στην μεγάλη πόλη και την είχε δει όταν είχε έρθει το καλοκαίρι και τους μήνυσε ότι θα την πάρει γυναίκα του. (περισσότερα…)