αποικιοκρατία

Η χαμένη τιμή του ματωμένου μαλλιού

*
του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

H ταινία αρχίζει με ένα παράθεμα από την Ουτοπία του Τόμας Μορ, το οποίο μιλά για καταβροχθιστικά πρόβατα, και με εικόνες από τα εν λόγω ζώα να προχωρούν σε κοπάδια. Αυτά, με τον γνωστό ισχυρό χριστιανικό συμβολικό τους χαρακτήρα, χρησιμοποιούνται εδώ βάσει μιας συγκεκριμένης διαλεκτικής: είναι τα ήμερα και άκακα πλάσματα, πρόσφορα για εικόνες αθωότητας και υποταγής, αλλά και ισοδυναμούν με αντικείμενα εκμετάλλευσης, χάρη στο μαλλί τους, και στο κρέας τους βέβαια, μιας εκμετάλλευσης που θα χαρίσει ζωτική ορμή στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος. Οι εικόνες συνεχίζονται με εκείνη του μιγάδα Σεγκούντο να ξεκοκαλίζει το κρέας τους, κάτι που αντιτίθεται πάλι διαλεκτικά στην εικόνα αυτού του ίδιου, προς το τέλος της ταινίας, κοντά στην παραθαλάσσια καλύβα του, να δηλώνει ότι είναι η θάλασσα εκείνη που τον θρέφει: η «ήπια» δραστηριότητα του ψαρέματος αντιτίθεται σε εκείνη την επιθετική του κυνηγιού, που καταλήγει στην κατανάλωση του κόκκινου κρέατος, μια αντίθεση, γνωστή στην ανθρωπολογία, που αντιστοιχεί σε εκείνη της φυσικής εκμετάλλευσης των ιθαγενών πληθυσμών απέναντι στην καταχρηστική εκμετάλλευση των «πολιτισμένων» Ευρωπαίων.

Oι ταινίες, όπως οι Άποικοι του Φελίπε Γκαλβέζ, που ασχολούνται με την αποικιοκρατία, τον ρατσισμό, τη γενοκτονία των αυτοχθόνων δεν είναι λίγες. Ως μυθοπλαστικό περιεχόμενο οι παραπάνω έννοιες έχουν βρει επαρκώς τις αντίστοιχές τους εικόνες. Αυτό που κάνει τους Αποίκους να διαφέρουν είναι ό,τι αποκαλείται «μορφή του περιεχομένου» τους. Η διευθέτηση της μυθοπλαστικής σειράς δηλαδή με φόντο την αποικιοκρατία και τις σύστοιχες έννοιες. Το φόντο στήνεται εξαρχής: μια φεουδαρχικής οργάνωσης φάρμα, η εκτροφή προβάτων με τις παρεπόμενες οικονομικές συνδηλώσεις της, ο αυταρχικός και αδίστακτος φεουδάρχης, οι λευκοί και οι ιθαγενείς, ή σχεδόν ιθαγενείς, υποτακτικοί του. Κι όλα αυτά, στις αρχές του 20ού αιώνα, στη Νότια Αμερική, στη Γη του Πυρός, μέσα στον ιστορικό πυρετό εκείνον από τον οποίο ξεπήδησε η εμπέδωση της σύστασης εθνικών κρατών όπως η Χιλή και η Αργεντινή. (περισσότερα…)

Η ισραηλινο-αραβική διαμάχη: Από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ [2/2]

*

Συνεχίζοντας την προσπάθεια να προσφέρουμε μία ευσύνοπτη μεν, αλλά κατά το δυνατόν ευρύτερη και εγκυρότερη γνώση για την ιστορική περίοδο που διαμόρφωσε την αραβο-ισραηλινή διαμάχη στην Παλαιστίνη μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, προβαίνουμε στη μετάφραση ορισμένων αποσπασμάτων από τρία κεφαλαιώδη έργα για το θέμα. Προτιμήθηκε αυτή του είδους η συμπιληματική κι επιμέρους αφηγηματική συρραφή, όπως θα πρότεινε ένας δάσκαλος μια ποικιλία μελετών στους μαθητές του για το θέμα, προκειμένου να έλθει κανείς σε επαφή με διαφορετικές εκτιμήσεις, παρουσιάσεις και απόψεις γύρω από το ζήτημα μέσα στα στενά όρια μίας ηλεκτρονικής δημοσίευσης και του πιεστικού χρόνου που απαιτεί η υποτυπώδης μετάφρασή τους.

Παρότι έγινε μια προσπάθεια να αποφευχθούν πολλές επικαλύψεις, θεωρήθηκε αναγκαίο εντέλει να υπάρχουν και ορισμένες επαναλήψεις, προκειμένου και με αυτόν τον τρόπο να καταδειχθούν οι ομοιότητες μα και οι διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες. Τα βιβλία αυτά είναι πρώτα από όλα το βασικότερο και λεπτομερέστερο έργο αναφοράς για την Παλαιστίνη και την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση του Charles D. Smith, Palestine and the ArabIsraeli Conflict. Εν συνεχεία το πολυδιαβασμένο και τεκμηριωμένο έργο, που καταπιάνεται με την ιστορία βέβαια όλης της σύγχρονης Μέσης Ανατολής, του Cleveland L. William, A history of the modern Middle East. Και τελευταίο συμπεριλάβαμε το έργο ενός από τους Ισραηλινούς Νέους Ιστορικούς, Avi Shlaim, The Iron WallIsrael and the Arab World. Όλα έργα, υψηλού, αναγνωρισμένου και αδιαμφισβήτητου κύρους κι επιστημοσύνης, γραμμένα στις απαρχές της τελευταίας σχεδόν εικοσαετίας, πολυδιαβασμένα και ιδίως τα δυο πρώτα με πάμπολλες επανεκδόσεις. Πολύ θα επιθυμούσα να συμπεριλάβω και έργα από περισσότερους Νέους Ιστορικούς, και κυρίως του Ιλάν Πάπε (το αποκαλυπτικό και ρηξικέλευθο έργο του οποίου, παρά τις εναντιώσεις και την πολεμική που του έχει ασκηθεί, έχει καταστεί εν πολλοίς κοινός τόπος) αλλά είπα να μείνουμε τουλάχιστον στα ευρέως και κοινώς αποδεκτά, προς αποφυγήν πιθανών παρερμηνειών ή παρεξηγήσεων.

Ελπίζουμε αυτές οι άτεχνες, βιαστικές (στο πόδι σχεδόν καμωμένες) μεταφράσεις των συγκεκριμένων επιλογών και αποσπασμάτων να φανούν χρήσιμες σε μια πρώτη, στοιχειώδη κατανόηση του ζητήματος, μα και να υποψιάσουν για το εύρος και το βάθος της ιστορικής σπουδής και της έρευνας.

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~ 

Σύντομη επισκόπηση της ισραηλινο-αραβικής διαμάχης κατά την περίοδο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ μέσα από κείμενα διακεκριμένων ιστορικών [2/2]

Το ψήφισμα των Ηνωμένων Εθνών – Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ

Το Εβραϊκό Πρακτορείο μπήκε στη σύγκρουση το 1945, όταν μονάδες της Χαγκανά ανέλαβαν μια σειρά καλά συντονισμένων πράξεων σαμποτάζ κατά των βρετανικών επικοινωνιών στην Παλαιστίνη. Ο κυρίαρχος παλαιστινιακός σιωνισμός βρισκόταν σε πόλεμο εναντίον της Βρετανίας. Κατά τα επόμενα δύο χρόνια, η συνδυασμένη πίεση του σαμποτάζ της Χαγκανά, της τρομοκρατίας της Ιργκούν (όπως η ανατίναξη μιας πτέρυγας του ξενοδοχείου King David στην Ιερουσαλήμ το 1946) και η στάση των ΗΠΑ έφεραν τη Βρετανία σε αδύναμη θέση. Τον Φεβρουάριο του 1947 ο υπουργός Εξωτερικών Έρνεστ Μπέβιν, αναγνωρίζοντας ότι η Βρετανία είχε χάσει τον έλεγχο της κατάστασης στην Παλαιστίνη, παρέπεμψε το θέμα στα Ηνωμένα Έθνη.

Το αίτημα του Μπέβιν προς τα Ηνωμένα Έθνη να διαμορφώσουν μια λύση για την Eντολή της Παλαιστίνης προκάλεσε, για αρκετούς μήνες, μια πυρετώδη διπλωματική δραστηριότητα με επίκεντρο τα Ηνωμένα Έθνη στη Νέα Υόρκη και τον Λευκό Οίκο στην Ουάσινγκτον. Η Γενική Συνέλευση δημιούργησε μια Ειδική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Παλαιστίνη (UNSCOP) και της ανέθεσε να διερευνήσει τις συνθήκες στην Παλαιστίνη και να υποβάλει προτάσεις έως την 1η Σεπτεμβρίου 1947. Αποτελούμενη από εκπροσώπους έντεκα εθνών [της Σουηδίας, της Ολλανδίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Αυστραλίας, του Καναδά, της Ινδίας, του Ιράν, της Γουατεμάλας, του Μεξικού και του Περού], η UNSCOP έφτασε στην Ιερουσαλήμ τον Ιούνιο και πέρασε πέντε εβδομάδες στην Παλαιστίνη. Η επιτροπή διαπίστωσε ότι οι Εβραίοι εξακολουθούσαν να αποτελούν σημαντική μειονότητα, αποτελώντας μόνο το ένα τρίτο του πληθυσμού και κατέχοντας περίπου το 6% της συνολικής γης στην Παλαιστίνη. Η επιτροπή, ωστόσο, αντιλήφθηκε επίσης και μια αίσθηση κατεπείγοντος, όσον αφορά τόσο την επιδείνωση των συνθηκών στην Παλαιστίνη όσο και τη δυσχερή θέση των Εβραίων προσφύγων από την Ευρώπη. Στην έκθεσή της προς τη Γενική Συνέλευση, η UNSCOP συνέστησε ομόφωνα τον τερματισμό τής βρετανικής Εντολής και την παροχή ανεξαρτησίας στην Παλαιστίνη. Αλλά η επιτροπή διχάστηκε, με ψήφους οκτώ έναντι τριών, σχετικά με το είδος του κράτους που θα έπρεπε να είναι η ανεξάρτητη Παλαιστίνη. Η έκθεση της μειοψηφίας [Ινδία, Ιράν και Γιουγκοσλαβία] ζητούσε ένα ομοσπονδιακό κράτος. Η έκθεση της πλειοψηφίας συνιστούσε τη διχοτόμηση της Εντολής σε δύο κράτη, ένα αραβικό και ένα εβραϊκό, με την Ιερουσαλήμ να ορίζεται περιοχή υπό διεθνές καθεστώς. Αν και οι προβλέψεις της έκθεσης της πλειοψηφίας απέχουν πολύ από το να είναι τέλειες, εντούτοις προσέφεραν τη δυνατότητα δύο ανεξάρτητων αραβικών και εβραϊκών κρατών εντός της Παλαιστίνης. Οι σιωνιστές ηγέτες ενέκριναν την έκθεση· οι Άραβες ηγέτες την απέρριψαν. (περισσότερα…)

Ευρωπαία Ελλάς

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 01:23
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Όταν η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, σαράντα χρόνια πριν, το 1981, ήταν μια από τις πλουσιότερες χώρες της ηπείρου. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ του Έλληνα (5.422 δολλ.) ήταν ελαφρώς μεγαλύτερο, λ.χ., εκείνου του Ισπανού (5.368 δολλ.) και πολύ μεγαλύτερο του Πορτογάλου (3.297 δολλ.). Σήμερα μας έχουν ξεπεράσει όχι μόνο οι Ίβηρες αλλά και όλες σχεδόν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που μας έβλεπαν τότε με τα κυάλια, οι Πολωνοί (1.494 δολλ.) ή οι Ούγγροι (2.206 δολλ.). Η «Ευρωπαία Ελλάς» συμπίπτει με σαράντα χρόνια οικονομικής παρακμής και εκποίησης του εθνικού μας πλούτου.

~.~

Το μωρό που όλο σου χαμογελά, η νεαρή καλλονή που κοκκινίζει στο παραμικρό, το αξιαγάπητο γεροντάκι που σε δεξιώνεται, ο ιδεολόγος που με το πάθος του σε παρασύρει, το σκυλί που σου τρίβεται για χάδια. Η αθωότητα μάς συγκινεί γιατί δεν έχει επίγνωση της δύναμής της – όχι επειδή δεν έχει δύναμη. Για κάποιον λόγο, που έχει να κάνει με τις ψυχολογικές μας ανάγκες, την ιδιοτέλεια την θεωρούμε τέτοια μόνο όταν είναι συνειδητή, εμπρόθετη, σκηνοθετημένη από τη βούληση και τις μηχανές της. Όταν είναι «φυσική», όταν απλώς και μόνο μοιάζει πηγαία, παύουμε να τη θεωρούμε απειλητική και δόλια. Τότε, στον αυθορμητισμό ευχαρίστως παραβλέπουμε την ενδιάθετή του ορμή, παραδιδόμαστε οικειοθελώς και ηδονικά στη γοητεία του, μας αφοπλίζει. Σαγήνην βάλλω, το λέγαν οι παλιοί: ρίχνω δίχτυα.

~.~

Καμιά εκατοστή (100!) εκατομμύρια άνθρωποι, υπολογίζουν οι ιστορικοί, πέθαναν (κυριολεκτικά) της πείνας στην αγγλοκρατούμενη Ινδία την περίοδο 1880-1920, στο απόγειο της αποικιοκρατίας. Υπό το βρετανικό στέμμα, λογαριάζει ο μελετητής Robert C. Allen, μέσα σε ενάμιση αιώνα η ακραία φτώχεια εκτινάχθηκε από το 23% στο 50% και το μέσο προσδόκιμο έπεσε στις αρχές του 20ού αιώνα από τα 26,7 στα 21,9 χρόνια.

Οι λιμοί ήταν πάντοτε χρήσιμο όπλο στη φαρέτρα των Άγγλων. Κάπως έτσι, με πράξεις και παραλείψεις, ξεκλήρισαν την Ιρλανδία στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν το νησί από 9 εκατομμύρια απόμεινε με 4. Τότε ήταν που εξαλείφθηκε στην ουσία και η ιρλανδική γλώσσα, με διοικητικές συν τοις άλλοις μεθόδους.

Τα νούμερα έχουν τη σημασία τους, ιδίως κάθε φορά που οι Δυτικοί ανεμίζουν τις Μαύρες Βίβλους με τα (αναμφίλεκτα) εγκλήματα του κομμουνισμού ή του φασισμού. Όλα μαζί τα θύματα του Στάλιν και του Χίτλερ και του Μάο και του Πολ Ποτ, τα άθλα των Εγγλέζων και μόνο στην Ινδία δεν τα συναγωνίζονται. Κάποτε είχε κυκλοφορήσει, και στα ελληνικά νομίζω, μια Μαύρη Βίβλος του Καπιταλισμού. Η σούμα, αν θυμάμαι καλά, ήταν μισό δισεκατομμύριο άνθρωποι.

Δεν είμαι βέβαιος αν πρέπει να επιρριφθεί γενικώς και αορίστως στην κεφαλαιοκρατία ο υπέρογκος αυτός φόρος αίματος, ή στην ανελέητη μηχανή των ευρωπαϊκών αποικιακών αυτοκρατοριών (και των ΗΠΑ, που τις διαδέχθηκε.) Η ουσία δεν αλλάζει: η Ιστορία της Προόδου, όπως το είχε ψυχανεμιστεί καλά ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, είναι ένα αχανές μαυσωλείο.

~.~

ΜΙΑ ΚΑΡΙΕΡΑ

Επαναστάτης άρχισα απ’ τον Ρήγα κι απ’ την ΚΝΕ,
τον ήλιο σήκωνα κι εγώ τον κόσμο να φωτίσει,
μετά έγινα εκσυγχρονιστής με φράγκα και κονέ,
τώρα το Σόι προσκυνώ και υμνολογώ τη Δύση. (περισσότερα…)

Γιατί καίγονται οι εκκλησίες στον Καναδά;

 

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Η σύγχρονη φιλελεύθερη μυθολογία θέλει τον Καναδά έναν επίγειο παράδεισο σε έναν σπαραζόμενο κόσμο. Μια πλούσια χώρα με συναρπαστική φύση, υψηλό βαθμό κοινωνικής συνοχής και, κυρίως, πρότυπο πολυπολιτισμικής συμβίωσης. Είναι παράδοξο λοιπόν το ότι ο διεθνής τύπος έχει ασχοληθεί ελάχιστα με το κύμα βανδαλισμών και εμπρησμών σχεδόν 60 εκκλησιών, κυρίως ρωμαιοκαθολικών, που έλαβε χώρα αυτό το καλοκαίρι στον Καναδά.

Καθώς οι εμπρησμοί έπληξαν εκκλησίες που βρίσκονται σε εδάφη των αυτοχθόνων Καναδών (αυτούς που λέγαμε «Ινδιάνους» και που στον Καναδά αποκαλούνται «Πρώτα Έθνη»), είναι σχεδόν βέβαιο ότι συνδέονται με το σκάνδαλο των θρησκευτικών οικοτροφείων που ξέσπασε μερικούς μήνες πριν. Τα οικοτροφεία λειτουργούσαν υπό την επίβλεψη των μεγαλύτερων εκκλησιών, αν και στην πορεία πέρασαν υπό τον έλεγχο του κράτους του Καναδά, και στέγασαν στον περίπου έναν αιώνα ύπαρξής τους 150 χιλιάδες παιδιά που είχαν αποσπαστεί από τις αυτόχθονες οικογένειές τους, συχνά με την βία.

Αποστολή των οικοτροφείων ήταν η εξάλειψη της γλώσσας και του πολιτισμού των «Ινδιάνων» και η μετατροπή τους σε «τυπικούς» Καναδούς πολίτες. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν απάνθρωπες, με αποτέλεσμα χιλιάδες παιδιά στο πέρασμα των δεκαετιών να πεθάνουν. Τα οικοτροφεία δεν επέστρεφαν τις σωρούς στις οικογένειές τους, αλλά τις έθαβαν σε μαζικούς τάφους. Ήταν η αποκάλυψη αυτών των μαζικών τάφων – έως και 1200 σε πέντε διαφορετικά σχολεία στον δυτικό Καναδά – που δημιούργησε κύμα αγανάκτησης σχετικά με τα δικαιώματα και την καταπίεση των Πρώτων Εθνών. Καθώς τα οικοτροφεία για μεγάλο διάστημα λειτουργούσαν υπό την επίβλεψη των εκκλησιών και η θρησκεία έπαιζε μεγάλο ρόλο στην εκπαίδευση των παιδιών, θεωρείται βέβαιο ότι ομάδες ακτιβιστών προχωρούν σε εμπρησμούς για να τιμωρήσουν την εκκλησία και τον Χριστιανισμό.

Γίνεται εύκολα κατανοητό γιατί αυτό το σκάνδαλο έχει αποκτήσει τόση δημοσιότητα σήμερα, σε μια εποχή όπου, ιδιαίτερα στον αγγλοσαξονικό κόσμο, υπάρχει έντονη συζήτηση για την κληρονομιά του ιμπεριαλισμού, της αποικιοκρατίας και της δουλείας. Εξίσου εύκολα κατανοητό όμως γίνεται, δυστυχώς, και το γιατί η αντίδραση της κυβέρνησης και της κοινής γνώμης στο κύμα εμπρησμών είναι εξαιρετικά υποτονική.

Ο πρωθυπουργός Ζυστέν Τρυντώ έκανε την πρώτη του δήλωση για το θέμα μόλις 10 ημέρες μετά τον πρώτο εμπρησμό, και ενώ ήδη δεκάδες εκκλησίες είχαν καεί. Μέχρι τις αρχές Αυγούστου μόλις ένας ύποπτος είχε συλληφθεί, οδηγώντας έναν συντηρητικό αναλυτή να σχολιάσει ότι «ο Τρυντώ έχει βάλει περισσότερους ανθρώπους φυλακή για το έγκλημα να πάνε στην εκκλησία για να παρακολουθήσουν λειτουργία [σσ: αναφερόμενος στα μέτρα για την πανδημία] παρά για το έγκλημα να την κάψουν».

 

 

Για τον Τρυντώ η υπόθεση είναι δύσκολη, όχι μόνο γιατί, αντίθετα με την προοδευτική επικοινωνιακή περσόνα που προσεκτικά έχει φιλοτεχνήσει, έχει πάρει πολλές αποφάσεις που θεωρείται ότι προσβάλλουν τα συμφέροντα των Πρώτων Εθνών. Αλλά και γιατί τα οικοτροφεία λειτουργούσαν υπό τον έλεγχο του κράτους όταν ο πατέρας του ήταν πρωθυπουργός την δεκαετία του 1970. Ανάλογη διστακτικότητα υπάρχει και από την ηγεσία των εκκλησιών των οποίων ναοί κάηκαν, προφανώς υπό την πίεση του κλίματος που βλέπει τον χριστιανισμό ως όργανο καταπίεσης. Αντίθετα, η δημόσια συζήτηση κυριαρχείται από φωνές που βλέπουν τους εμπρησμούς των εκκλησιών ως δικαιολογημένη έκφραση αγανάκτησης, αν όχι νόμιμα αντίποινα, για τα εγκλήματα της αποικιοκρατίας. Σε αυτό το κλίμα μπορεί κάποιος να καταλάβει κα την έλλειψη σοβαρής δημοσιογραφικής κάλυψης των εμπρησμών διεθνώς.

Η αλήθεια βέβαια είναι αρκετά πιο περίπλοκη, και δείχνει πώς η, αναγκαία σε κάποιες χώρες, συζήτηση για τις συνέπειες της αποικιοκρατίας εκτρέπεται από ακραίες ιδεολογικές ατζέντες. Το πρώτο πράγμα που αποσιωπάται είναι ότι οι ίδιοι οι αυτόχθονες Καναδοί στην μεγάλη τους πλειοψηφία δεν εγκρίνουν τους εμπρησμούς. Ακόμα και εκπρόσωποι των Πρώτων Εθνών που κατηγορούν την εκκλησία για το δράμα των οικοτροφείων έχουν καταδικάσει τις επιθέσεις. Στην μεγάλη τους πλειοψηφία, οι πάλαι ποτέ «Ινδιάνοι» είναι εξαιρετικά θρησκευόμενοι και έχουν οικοδομήσει γύρω από την χριστιανική θρησκεία μεγάλο μέρος της κοινωνικής τους ζωής. Οι εμπρησμοί συνιστούν επίθεση σε ένα σημαντικό συστατικό του σημερινού πολιτισμού των Πρώτων Εθνών, παρά την δύσκολη ιστορικά σχέση τους με αυτό.

Βλέπουμε εδώ την επανάληψη ενός μοτίβου που είχε παρατηρηθεί και το καλοκαίρι του 2020 στις ΗΠΑ με τις διαδηλώσεις του κινήματος Black Lives Matter. Όσο τα μεγάλα αμερικανικά ΜΜΕ επέμεναν με τρόπο κωμικό ότι οι διαδηλώσεις ήταν «ειρηνικές» ενώ μετέδιδαν ζωντανές εικόνες βανδαλισμών, ταυτόχρονα αποσιωπούσαν φωνές μαύρων καταστηματαρχών που εκλιπαρούσαν για αστυνομική προστασία ενώ οι περιουσίες τους καίγονταν. Με τον ίδιο τρόπο στον Καναδά σήμερα, πολλοί αυτόχθονες είναι πεπεισμένοι ότι οι εμπρησμοί δεν γίνονται από άλλους αυτόχθονες αλλά από λευκούς Καναδούς αριστερούς, οι οποίοι μέσα από μια διεστραμμένη έννοια επαναστατικότητας κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα με τα οικοτροφεία του παρελθόντος: βανδαλίζουν και καταστρέφουν τον ιδιαίτερο πολιτισμό των Πρώτων Εθνών.

Αλλά ακόμα και η έννοια του «σκανδάλου» στην υπόθεση είναι τεχνητή, αν κάποιος γνωρίζει τα γεγονότα επακριβώς. Εδώ και δεκαετίες οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης είχαν γίνει αντικείμενο δημοσιογραφικής έρευνας στον Καναδά. Το συγκεκριμένο ζήτημα των τάφων είχε καταγραφεί με κάθε λεπτομέρεια από την Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης για τις σχέσεις με τα Πρώτα Έθνη το 2015. Ενώ η δημοσιογραφική κάλυψη αφήνει την εντύπωση ότι χιλιάδες μαζικοί τάφοι αποκαλύφτηκαν φέτος, ξεσκεπάζοντας ένα μυστικό αιώνων, αυτό που έχει γίνει στην πραγματικότητα είναι ότι ένα ήδη καλά γνωστό ζήτημα ανήχθη σε σκάνδαλο σε μια εποχή όπου η δημόσια σφαίρα ψάχνει παντού αποδείξεις «συστημικού ρατσισμού» και «αποικιοκρατίας».

Κανείς φυσικά δεν αμφισβητεί ότι ο πολιτισμός και τα δικαιώματα των Πρώτων Εθνών επλήγησαν βάναυσα από την δυτική – πρώτα βρετανική και γαλλική, μετά καναδική – πολιτική. Το ερώτημα όμως είναι αν η σύγχρονη οπτική μιας αδικίας που έλαβε χώρα πριν δεκαετίες ή αιώνες αποδίδει δικαιοσύνη σχετικά με το ποιος είναι ο φταίχτης και, σε τελική ανάλυση, βοηθά όντως να επανορθωθούν αυτές οι αδικίες σήμερα ή απλά εξυπηρετεί άλλους σκοπούς.

Σε ένα πρώτο πρακτικό επίπεδο, η παρουσίαση των οικοτροφείων ως κολαστήρια πολιτιστικής γενοκτονίας αγνοεί το ότι το 1883, όταν ξεκίνησε η λειτουργία τους, όλες οι μαζικές δομές κοινωνικής πολιτικής στον δυτικό κόσμο – οικοτροφεία, ορφανοτροφεία, σανατόρια – λειτουργούσαν σε συνθήκες απαράδεκτες για τα σημερινά πρότυπα. Το ότι «χιλιάδες παιδιά Ινδιάνων πέθαναν σε οικοτροφεία» ακούγεται σκανδαλώδες σήμερα, αλλά η τραγική αλήθεια είναι ότι χιλιάδες παιδιά τότε πέθαιναν σε πολλές ανάλογες δομές στον Καναδά και αλλού, κυρίως από γρίπη και φυματίωση. Η μαζική ταφή ήταν επίσης μια πρακτική της εποχής, ατυχής αλλά απαραίτητη για λόγους υγιεινής. Όσο για το ότι οι τάφοι ανακαλύπτονται σήμερα χωρίς διακριτικά, αυτό πιθανότατα έχει να κάνει με το ότι με την πάροδο των δεκαετιών αυτά εξαφανίστηκαν παρά με προσπάθεια συγκάλυψης. Όπως είπαμε, εκείνη την εποχή αυτές οι πρακτικές ήταν δυσάρεστες αλλά όχι κάτι που η κοινωνία δεν γνώριζε ή δεν φανταζόταν.

Αν εξετάσουμε και το ιδεολογικό πλαίσιο λειτουργίας των οικοτροφείων όμως, θα δούμε ότι η σημερινή «αντι-αποικιακή» τους ανάγνωση είναι απλουστευτική. Στην Βικτωριανή εποχή, ο «εκπολιτισμός των αγρίων» ήταν ένας κατεξοχήν προοδευτικός στόχος, που αντανακλούσε την αισιοδοξία του δυτικού ανθρώπου ότι η επιστήμη, η εκπαίδευση και η τεχνολογία θα οδηγήσουν στο ξεπέρασμα προλήψεων και δεισιδαιμονιών. Ο σκοπός της δημιουργίας των οικοτροφείων ήταν η αποκοπή των παιδιών από το φυσικό τους περιβάλλον και η μετατροπή τους σε σύγχρονο ορθολογικό άνθρωπο, μια αντίληψη που έχει τις ρίζες της στα πρώτα διδάγματα του Διαφωτισμού σχετικά με τον έμφυτο ρασιοναλισμό του ατόμου και την δυσμενή επιρροή οπισθοδρομικών πολιτιστικών προτύπων.

Στα τέλη του 19ου αιώνα επομένως, η μέθοδος των οικοτροφείων είχε την συνολική υποστήριξη της πολιτικής, της κοινωνίας και, κυρίως, της επιστήμης. Αν στα 1880 η πολιτική εξουσία ανέθεσε την λειτουργία τους στις μεγάλες εκκλησίες λόγω της μακράς εμπειρίας αυτών στην εκπαίδευση, τα οικοτροφεία επιβίωσαν δεκαετίες αφότου η καναδική κοινωνία είχε υποστεί ραγδαία εκκοσμίκευση και η λειτουργία τους είχε περάσει εξ ολοκλήρου στο κράτος μέχρι να σταματήσουν να λειτουργούν το 1996. Αν μη τι άλλο, και τα οικοτροφεία και το φαινόμενο της αποικιοκρατίας εν γένει θα πρέπει να αποτελούν προειδοποίηση για τις παράπλευρες συνέπειες που πάντα έχει η τυφλή εφαρμογή των ιδεών της πάση θυσία «προόδου» σε κάθε εποχή.

Ένας δεύτερος αναχρονισμός αφορά την κοινωνική διάσταση του προβλήματος των αυτοχθόνων. Αν και οι αυτόχθονες της Βορείου Αμερικής αντιμετωπίζονται στην εποχή μας με δικαιολογημένη συμπάθεια, ακόμα και σήμερα επιβιώνουν μεταξύ τους πολλές «πολιτιστικές πρακτικές» (για να χρησιμοποιήσουμε τον σχετικό ευφημισμό) που η σύγχρονη προοδευτική σκέψη λογικά θα έπρεπε να καταδικάζει απερίφραστα. Σε αυτό το πρόβλημα των «παράλληλων κοινωνιών» τουλάχιστον, ανάλογο με αυτό που αντιμετωπίζει η Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες, δεν είναι παράλογο να υποστηρίξει κάποιος ότι η επιρροή του εκχριστιανισμού τον τελευταίο ενάμιση αιώνα τις έφερε εγγύτερα στα δυτικά πρότυπα.

Επιστρέφοντας στο ζήτημα των εμπρησμών, βλέπουμε λοιπόν πώς αυτοί που υποτίθεται ότι θέλουν να επανορθώσουν την καταστροφή που υπέστη ένας πολιτισμός από την αποικιοκρατία, επιτίθενται σε βασικά στοιχεία αυτού του πολιτισμού σήμερα – γιατί η χριστιανική θρησκευτικότητα είναι βασικότατο κομμάτι της ζωής των αυτόχθονων πληθυσμών της Βορείου Αμερικής. Και ενώ λένε ότι θέλουν να ανατρέψουν δομές ισχύος και εκμετάλλευσης, με κάποιο τρόπο τις συνέπειες του «αγώνα» – σπασμένες βιτρίνες, βανδαλισμένες εκκλησίες – τις υφίστανται πάντα αυτοί που θεωρητικά «απελευθερώνονται».

Οι ακραίοι αντι-αποικιακοί ακτιβιστές του σήμερα επομένως δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους ρασιοναλιστές αποικιοκράτες του χθες: και οι δυο αυτοί χαρακτηριστικοί τύποι της δυτικής νεωτερικότητας εμφορούνται από μια μεσσιανική αλαζονεία που τους δίνει το δικαίωμα να ανατρέψουν τον τρόπο ζωής και την ιδιοπροσωπία αυτών που πρέπει να βρουν την προοδευτική λύτρωση. Με άλλα λόγια, ένας πολιτισμός πρέπει να καταστραφεί για να σωθούν τα μέλη του. Και τότε και τώρα, οι «Ινδιάνοι» φυσικά ήταν απλά η δικαιολογία: ο πραγματικός στόχος ήταν και είναι να επιβεβαιωθεί η ηγετική θέση κάποιων στην νέα πρωτοπορία.

Ακόμα και οι ακραίοι ακτιβιστές πάντως έχουν την δικαιολογία ενός κάποιου ιδεαλισμού. Πολύ πιο απογοητευτική είναι η στάση πολιτικών τύπου Τρυντώ, που όχι μόνο αδυνατούν να λάβουν ξεκάθαρη θέση στο οποιοδήποτε ζήτημα παρουσιάζει έστω και έναν ελάχιστο βαθμό ηθικής ή ιστορικής αμφισημίας, αλλά επιτρέπουν σε κάθε είδους «προοδευτικό» ριζοσπαστισμό να υποσκάπτει τους δημοκρατικούς θεσμούς για τους οποίους κατά τα άλλα κόπτονται. Η αρχική διστακτικότητα του Τρυντώ να καταδικάσει απερίφραστα τις επιθέσεις – κάτι που μπορούμε να εικάσουμε ότι θα είχε κάνει αμέσως αν αυτές αφορούσαν άλλες θρησκείες – αναδεικνύει την πλαδαρότητα του κυρίαρχου ιδεολογήματος που συνδυάζει μια επιλεκτική αντιθρησκευτικότητα με μια άκριτη αποδοχή κάθε ιδέας και μόδας που παρουσιάζεται ως παράγοντας πολυπολιτισμικότητας.

Αυτή η μεροληπτική στάση είναι και απόδειξη της έλλειψης ιστορικού βάθους στην σκέψη των σημερινών ελίτ, που αγνοούν ότι η προστασία της πίστης υπήρξε  το θεμέλιο και πρωταρχική πηγή νομιμοποίησης της νεωτερικής κοσμικής εξουσίας. Αγνοούν επίσης ότι η επικρατούσα θρησκευτικότητα μιας κοινωνίας αποτελεί πάντα το ασφαλέστερο ανάχωμα έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας, και ως μαζική έκφραση της ανθρώπινης αυτοτέλειας έναντι της πολιτικής εξουσίας και ως πλέγμα ηθικών αναστολών και αυτο-περιορισμού των ασκούντων αυτή. Είναι ακριβώς αυτός ο διττός ρόλος της θρησκείας που την κάνει απαραίτητο παράγοντα εξισορρόπησης σε ένα πολιτικό σύστημα. Ένα κράτος που δεν προστατεύει την πίστη είναι ένα κράτος που χάνει την αξιοπιστία του ως εγγυητής δικαιωμάτων των λίγων, και που κανείς δεν μπορεί να εμπιστευτεί ότι δεν θα γίνει πηγή αυθαιρεσίας εις βάρος των πολλών.

Στην υπόθεση των εμπρησμών των εκκλησιών του Καναδά επομένως πιο ανησυχητική και από τον ιδεολογικό εξτρεμισμό μικρών ομάδων είναι η σιωπηλή ανοχή τους από το κατεστημένο της εξουσίας και των ιδεών. Νομίζοντας ότι ανανεώνουν την νομιμοποίησή τους με το να προσεταιρίζονται λίγη από την φρεσκάδα και ορμή του ακτιβισμού, στην πραγματικότητα αυτές οι ελίτ συμβάλλουν στην διάβρωση θεσμών και νοοτροπιών που αποτελούν την μόνη εγγύηση απέναντι σε κάθε είδους αυταρχισμό.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

*Ο συγγραφέας είναι ερευνητής στο Κέντρο Ρομπέρ Σουμάν του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας και πρόεδρος του Ινστιτούτου Συντηρητικής Πολιτικής (ΙΝΣΠΟΛ).