αμερικανική οικονομία

Οι υποσχέσεις του Τραμπ για την οικονομία και η βάσανος της πραγματικότητας

*

ΟΙ ΗΠΑ ΣΗΜΕΡΑ #5
γράφει ο Κώστας Μελάς

~.~

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Τραμπ υποσχέθηκε να φέρει τις επιχειρήσεις πίσω στις Ηνωμένες Πολιτείες, να περιορίσει τον πληθωρισμό και να ενισχύσει την ανάπτυξη της οικονομίας. Ωστόσο, τα στοιχεία του Αυγούστου αποκάλυψαν ότι η ανάπτυξη παραπαίει, ενώ αυτοί που έχουν πληγεί περισσότερο είναι οι χειρώνακτες εργαζόμενοι (τα λεγόμενα μπλε κολάρα), οι οποίοι αποτελούν και τη βάση των ψηφοφόρων του Τραμπ. Η αβεβαιότητα γύρω από τους δασμούς, που εισήγαγε ο ίδιος ο Τραμπ, έχει ανακόψει τις προσλήψεις. Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας τον Αύγουστο 2025, έπεσε στις 22.000 έναντι πρόβλεψης για 75.000 και δημιουργία 77.000 τον Ιούλιο 2025.

Οι κλάδοι που υποφέρουν είναι η μεταποίηση, οι κατασκευές, η ενέργεια και η εξόρυξη, όπου έχουν χαθεί συνολικά 25.000 θέσεις εργασίας. Το χονδρικό εμπόριο έχει επίσης πληγεί σοβαρά με απώλεια 12.000 θέσεων εργασίας. Επιπλέον, η απαγόρευση και τα σκληρά μέτρα ενάντια στη μετανάστευση δεν έχει βοηθήσει στην πρόσληψη νέων Αμερικανών εργαζομένων.

Ως απάντηση στη μείωση των νέων θέσεων εργασίας , ο Τραμπ αποφάσισε να απομακρύνει την επικεφαλής του Στατιστικού Γραφείου Εργασίας, Erika McEntarfer, κατηγορώντας την ότι χειραγώγησε (παρότι την είχε διορίσει ο ίδιος!) την έκθεση για την απασχόληση του Ιουλίου, η οποία ήδη έδειχνε μια επιβράδυνση της αγοράς εργασίας.

Στη θέση της διόρισε έναν έμπιστο του οικονομολόγο, αλλά άσχετο με το συγκεκριμένο αντικείμενο, τον Erwin John Antoni, από το Heritage Foundation, το ακροδεξιό think tank που συνέβαλε στη σύνταξη του Project 2025, της δεύτερης εκλογικής πλατφόρμας του νυν προέδρου. Προφανώς, η θεραπεία που επέλεξε ο Τραμπ είναι χειρότερη από την ασθένεια. (περισσότερα…)

Αβεβαιότητα για τις εξελίξεις στην οικονομία των ΗΠΑ

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Τις τελευταίες εβδομάδες, η οικονομία των ΗΠΑ έχει δείξει σημάδια απροσδόκητης ανθεκτικότητας, τόσο στο μέτωπο των καταναλωτών όσο και στην αγορά εργασίας. Ακόμη και οι χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά την υποβάθμιση του αμερικανικού δημόσιου χρέους από τη Moody’s, καλωσόρισαν τις εμπορικές συμφωνίες που υπογράφηκαν πρώτα με το Ηνωμένο Βασίλειο και μετά με την Κίνα. Αυτές οι εξελίξεις φαίνεται να δείχνουν ότι η αρχική επιθετική πολιτική του Τραμπ μπορεί να μετριαστεί από τις αντιδράσεις των χρηματιστηρίων και των αγορών ομολόγων, από τα συμφέροντα του εκλογικού σώματος — που εξαρτάται από το διεθνές εμπόριο για την παραγωγή και την πώληση των υπηρεσιών τους– και από τους Αμερικανούς καταναλωτές, που δεν μπορούν να κάνουν χωρίς εισαγόμενα αγαθά.

Ωστόσο, αυτές οι συμφωνίες –οι οποίες είναι και προσωρινές– δεν μας επαναφέρουν στην κατάσταση την πριν από τις 2 Απριλίου, τη λεγόμενη «Ημέρα της Απελευθέρωσης», όσον αφορά τους μέσους δασμούς. Επιπλέον, δεν εξαλείφουν την αβεβαιότητα γύρω από τα μέτρα της κυβέρνησης Τραμπ, ενώ επικυρώνουν ουσιαστικά το τέλος της πολυμερούς προσέγγισης που είχε χαρακτηρίσει τις μεταπολεμικές εμπορικές συμφωνίες, πρώτα στο πλαίσιο της GATT και μετά στον ΠΟΕ.

Το διεθνές εμπόριο γίνεται έτσι ένα όργανο πολιτικής πίεσης παρά ένα μέσο για τη μεγιστοποίηση της συλλογικής ευημερίας, όπως φαντάζονται οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι (Σμιθ, Ρικάρντο, κ.λπ.). Εξάλλου πάντα τέτοιο ήταν και με αυτόν τον τρόπο λειτουργούσε, παρά τις φαντασιώσεις τους. Σε αυτό το άκρως πολιτικά αβέβαιο πλαίσιο, η πρόβλεψη των επιδόσεων της αμερικανικής οικονομίας –και κατ’ επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας– γίνεται εξαιρετικά περίπλοκη. Ως εκ τούτου, είναι προτιμότερο να κατασκευάζονται διαφορετικά σενάρια και να αναστοχαζόμαστε πάνω σε αυτά. (περισσότερα…)

ΗΠΑ: Η οικονομία γίνεται όλο και πιο ταξική

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Η αμερικανική οικονομία εξαρτάται όλο και περισσότερο από το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού. Με όλες τις προβλέψιμες συνέπειες όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ και την προκαλούμενη δυσαρέσκεια για τις αυξανόμενες ανισότητες, η οποία με τη σειρά της τροφοδοτεί τον λαϊκισμό σε έναν διαρκή φαύλο κύκλο.

Το συμπέρασμα προέρχεται από μελέτη της Moody’s Analytics[1], η οποία βασίζεται σε στοιχεία της Fed. Σύμφωνα με την έρευνα, το 10% του πληθυσμού που κερδίζει τουλάχιστον 250.000 δολλάρια τον χρόνο είναι υπαίτιο τώρα για το 49,7% των δαπανών που πραγματοποιούν οι Αμερικανοί καταναλωτές, δηλαδή το ήμισυ του συνόλου. Αγοράζει είδη πολυτελείας, πραγματοποιεί ακριβές διακοπές, ίσως σπίτια, οδηγούμενο από κέρδη στο χρηματιστήριο ή από την ανατίμηση της ακίνητης περιουσίας που έχει ήδη υπό την κατοχή του. Μόνο από τον Σεπτέμβριο του 2023 έως τον Σεπτέμβριο του 2024, αύξησε τις αγορές κατά 12%. Αντιθέτως όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα, δηλαδή η μεσαία και εργατική τάξη, παρουσιάζουν μείωση των καταναλωτικών δαπανών τους. (περισσότερα…)