Αθήνα

Η Ακρόπολη από την ταράτσα μας

*

Η ζωή μας στο σπίτι τής οδού Πηλέως κυλούσε και μέσα, στις δυο μεγάλες ανισόπεδες κάμαρες, και έξω, στην βεράντα τής κάτω κάμαρας, μα κυρίως στην πάνω τεράστια ταράτσα με την κληματαριά, το μεγάλο πλεονέκτημα του σπιτιού. Όταν ο καιρός το επέτρεπε, δηλαδή από νωρίς την άνοιξη μέχρι αργά το φθινόπωρο, περνούσαμε πιο πολύ έξω. Αλλά και τις καλές μέρες τού χειμώνα η ταράτσα και η βεράντα γινόταν, για μένα τουλάχιστον, χώρος μελέτης. Έβγαζα το σκαμνάκι μου και διάβαζα κάτω από τον ζεστό ήλιο.

Μερικές φορές κοίταζα κάτω, μέσα στον πλατύ διάδρομο της «σπιταρώνας» της κυρίας Μερόπης και ζήλευα που δεν κατοικούσαμε κι εμείς σε ένα τέτοιο σπίτι με πολλά και μεγάλα δωμάτια. Παρηγοριόμουν όμως, γιατί το πλούσιο φως τού ήλιου, που έλουζε τη βεράντα και την ταράτσα μας, κι εγώ απολάμβανα, δεν έβλεπα να μπαίνει κάτω. Πώς θα χαιρόμουν το διάβασμα έξω, αν μέναμε στο κάτω «πλούσιο» σπίτι; Πλούσιο;…

Και πώς, όταν τις νύχτες τού καλοκαιριού η ζέστη γινόταν αφόρητη, όλη η οικογένεια θα μετακόμιζε στην ταράτσα; Το βορειοδυτικό μέρος της δεν το έπιανε ποτέ ο ήλιος το πρωί· εκεί, πάνω στις φρεσκοπλυμένες κόκκινες τσιμεντόπλακες, απλώναμε μια κουβέρτα κι ένα κατωσέντονο για όλους κι έπαιρνε ο καθένας δικό του μαξιλάρι, δικό του πανωσέντονο και κοιμόμασταν μακάρια ο ένας δίπλα στον άλλο, κάτω από τον καθαρό έναστρο ουρανό.

Ολόκληρη την ύπαρξή μου διαπερνούσε η μαγεία τής αδιατάραχτης νύχτας. Κι έμενα ξύπνια όσο άντεχα, να παρατηρώ τα αμόλυντα και λαμπερά αστέρια, που δεν τα εξαφάνιζε το τεχνητό φως της πόλης· διέκρινα τη μικρή και τη μεγάλη άρκτο, όπως είχα διαβάσει στο βιβλίο της Γεωγραφίας, τη φαρδιά γαλακτερή καμπυλωτή λουρίδα τού γαλαξία, τις φάσεις τού φεγγαριού, την πανσέληνο, του Αυγούστου κυρίως, κι έκανα όνειρα… (περισσότερα…)

Παθολογία του εμφυλίου πολέμου

*

Εις τοιαύτας υπερβολάς ωμότητος έφθασεν ο εμφύλιος σπαραγμός, ο οποίος εθεωρήθη ακόμη ωμότερος της πραγματικότητος, λόγω του ότι υπήρξεν ο πρώτος. Διότι βραδύτερον τουλάχιστον, όλος σχεδόν ο Ελληνικός κόσμος συνεταράχθη, καθόσον ο ανταγωνισμός των αρχηγών των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών, εις τας διαφόρους πόλεις, αποτέλεσμα είχεν οι μεν πρώτοι να επικαλούνται την βοήθειαν των Αθηναίων, οι δε δεύτεροι των Λακεδαιμονίων.

Και εν καιρώ μεν ειρήνης ούτε πρόφασιν είχαν, ούτε διάθεσιν να επικαλούνται την επέμβασίν των. Τώρα όμως που αι δύο αυταί πόλεις ευρίσκοντο εις πόλεμον, και οι δημοκρατικοί και oι ολιγαρχικοί των άλλων πόλεων επεδίωκαν βιαίας πολιτικάς μεταβολάς, εύρισκαν ευκόλως την ευκαιρίαν να εξασφαλίζουν συγχρόνως την βοήθειαν των συμμάχων, διά να κατατροπώσουν τους αντιπάλους των, και με το ίδιον μέσον να ενισχυθούν οι ίδιοι.

Ένεκα τωόντι εμφυλίων σπαραγμών, ενέσκηψαν εις τας πόλεις πολλαί και μεγάλαι συμφοραί, αι οποίαι παρουσιάζονται και θα εξακολουθήσουν να παρουσιάζωνται πάντοτε, εφόσον η ανθρωπίνη φύσις μένει η ιδία, φέρουν όμως βαρύτερον ή ελαφρότερον χαρακτήρα και διαφέρουν κατά την μορφήν, αναλόγως της μεταβολής των παρουσιαζομένων εκάστοτε περιστάσεων. Διότι εν καιρώ μεν ειρήνης και ευημερίας και αι πόλεις και οι ιδιώται διαπνέονται από ευγενέστερα αισθήματα, καθόσον δεν περιπίπτουν υπό την πίεσιν αναποτρέπτων αναγκών. Αλλ᾽ ο πόλεμος, αφαιρών ολίγον κατ᾽ ολίγον από τους ανθρώπους την καθημερινήν ευμάρειαν, γίνεται διδάσκαλος βίαιος, και τείνει ν᾽ αφομοίωση τας διαθέσεις των πολλών προς την παρούσαν αυτών κατάστασιν.

Αι πόλεις λοιπόν ήρχισαν μαστιζόμεναι από στάσεις, και όσαι τυχόν περιέπιπταν εις αυτάς βραδύτερον, επειδή εμάνθαναν τα αλλαχού γινόμενα, εφιλοτιμούντο να υπερβάλουν εις εξεύρεσιν νέων επινοήσεων, διά της πολυμηχάνου υπουλότητος των επιθέσεών των και του πρωτοφανούς των εκδικήσεών των. (περισσότερα…)

Μιχαήλ Χωνιάτης, Τὸ χαμένο μεγαλεῖο τῆς Ἀθήνας

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

Ο Μιχαήλ Χωνιάτης, συγγραφέας και μητροπολίτης Αθηνών (1182-1204), αυτάδελφος του γνωστού ιστορικού Νικήτα, γεννήθηκε το 1138 στις Χώνες της Μικράς Ασίας, εξ ού και η επωνυμία τους άλλωστε, και ήταν μαθητής του Ευστάθιου Θεσσαλονίκης. Υπερασπίστηκε την Αθήνα κατά την πολιορκία της πόλης από τον Λέοντα Σγουρό και κατά την Λατινοκρατία κατέφυγε στην Κέα και αργότερα στη μονή Προδρόμου στη Βουδονίτσα της Λοκρίδας (κοντά στις Θερμοπύλες), όπου και εκμέτρησε το ζην γύρω στα 1222. Σθεναρός πολέμιος της αστικής αριστοκρατίας την επέκρινε για την αδιαφορία της προς την τύχη των επαρχιών. Όπως σημειώνει ο Καζντάν, ο Μιχαήλ ανήκε στους σπάνιους εκείνους συγγραφείς που ξέφυγαν από τις τυπικές συμβάσεις και μας παρέδωσε ζωντανές εικόνες και περιγραφές, αναπτύσσοντας μάλιστα τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές του σε ολοκληρωμένες παραστατικές αφηγήσεις. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο ποίημα –ένα από τα ελάχιστα που συνέγραψε– που έχει αποδώσει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ (τον οποίο θερμώς ευχαριστώ για την άδεια αναδημοσίευσης εδώ) και μιλά για το χαμένο παρελθόν της πόλης της Αθήνας. Της πόλης της οποίας ήταν μητροπολίτης, γνώριζε και θαύμαζε το ένδοξο παρελθόν της, και προσπάθησε με αυτή την ελεγεία να εκφράσει την αγάπη του για την χαμένη πια ομορφιά της, σαν ερωτευμένος που στερείται το ζωντανό πρόσωπο της αγαπημένης του και την αντικρίζει μόνο μέσα από τη μεσολάβηση μιας εικόνας. Του Μιχαήλ Χωνιάτη σώζονται και δυο τοιχογραφίες από τα μέσα του 13ου αιώνα από τα περίχωρα των Αθηνών (Καλύβια Αττικής και Πεντέλη), που φανερώνουν μάλιστα ότι θεωρούνταν άγιος ήδη σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατό του.

~•~ (περισσότερα…)

Το ένστικτο της μίμησης και η ελληνική επαρχία

*

του ΜΙΧΑΛΗ ΒΙΡΒΙΔΑΚΗ

τὸ τὲ γὰρ μιμεῖσθαι σύμφυτον τοῖς ἀνθρώποις
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Περὶ ποιητικῆς

Όπως και να το κάνουμε νοιώθει κανείς περήφανος μπροστά στις υποκριτικές επιδόσεις των μαθητών του. Ακόμα και εδώ, στον νότο της ελληνικής επαρχίας, όπου κανένας Αθηναίος κριτικός θεάτρου δεν μας κάνει την τιμή να ταξιδέψει πλέον για να αξιολογήσει αυτές τις προσπάθειες, καμιά περισπούδαστη τηλεοπτική εκπομπή δεν αφιερώνει χρόνο γι’ αυτές τις παραστάσεις, καμιά εφημερίδα, ούτε καν το δημοσιογραφικό της τμήμα, δεν ασχολείται με το θέατρο στην επαρχία, λες και όλοι, ομοθυμαδόν, είναι απολύτως σίγουροι ότι το ένστικτο της μίμησης έχει το αποκλειστικό προνόμιο να αναφύεται μόνον στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Αθήνας και οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια εκτός του κλεινού άστεως είναι, ως εκ τούτου, εκ των προτέρων καταδικασμένη στην αδιαφορία τους.

Για την αντίληψη όλων αυτών το ένστικτο της μίμησης είναι δηλαδή κάτι σαν τα λαχανάκια Βρυξελών ή τη μαστίχα της Χίου όπου ο τόπος παραγωγής αποτελεί εγγύηση για την ποιότητα του προϊόντος! Πόσο γελάω όταν διαβάζω τις κατά τα άλλα σοβαροφανείς αναλύσεις, από τους ίδιους αυτούς ανθρώπους, δημοσιογράφους και κριτικούς, για την υπερπληθώρα των θεατρικών παραστάσεων στην Αθήνα ή για τον κορεσμό των θεατρικών χώρων, ή για την απελπισία του θεατή που δεν ξέρει σε ποια παράσταση να πρωτοτρέξει, όταν με τη στάση τους είναι φανερό ότι δεν κάνουν τίποτα άλλο, παρά να λιβανίζουν την ίδια αυτή υπάρχουσα κατάσταση για την οποία διατείνονται ότι διαφωνούν! Γιατί ερωτώ, πώς θα αποσυμφορηθεί το κλεινόν άστυ, πώς ένας νέος καλλιτέχνης να επιλέξει ως έδρα του μια επαρχιακή πόλη όταν η καλλιτεχνική παραγωγή της ελληνικής επαρχίας, ακόμα και τα πιο λαμπρά παραδείγματα που έχει να επιδείξει, είναι καταδικασμένα σήμερα στην αφάνεια και στην αδιαφορία εκ μέρους της επίσημης κριτικής και της κρατικής αντίληψης για το θεατρικό γίγνεσθαι στην υπόλοιπη Ελλάδα; (περισσότερα…)

Σήματα καπνού

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

*

Σήματα καπνού

Όταν ζορίζει ο καιρός και ο ζόφος, λίγο-πολύ καθορισμένος και συνάμα ακαθόριστος, ζώνει τον κόσμο από παντού, επιστρέφω στο Koyaanisqatsi του Γκόντφρεϋ Ρέτζιο. Η ταινία ξετυλίγεται γύρω από ένα μινιμαλιστικό μουσικό μοτίβο του Φίλιπ Γκλας και δεν έχει αφήγηση ούτε ηθοποιούς. Ο φακός παρακολουθεί σε αντίστιξη, απρόσιτα φυσικά τοπία και αγχώδη στιγμιότυπα από τη διαβίωση στις μεγαλουπόλεις. Περνάει από τα πυκνά δάση στις συστάδες των ουρανοξυστών. Παρασυνορίζει την αιωνιότητα των βράχων με την παροντικότητα της υστερικής επιτάχυνσης. Σαλπίζει μια προειδοποίηση για το τέλος (ολοκλήρωση και συντέλεια), που επέρχεται στο όνομα της προόδου. Η ταινία συγκροτεί τον πυρήνα της γύρω απ’ αυτή τη μία και μοναδική λέξη: Koyaanisqatsi. Μια ινδιάνικη λέξη που σημαίνει (περίπου), ζωή σε κρίσιμη αστάθεια, ζωή χωρίς ισορροπία, ζωή σε τροχιά ηθικής πτώσης, διασαλευμένη, φθίνουσα, τραυματισμένη βαθιά στον κορμό, ίσως και στη ρίζα της.

Σήμερα, με φόντο τις ανταύγειες της φωτιάς στην Πάρνηθα, στο δάσος της Δαδιάς, στη μέσα Ελλάδα της καρδιάς, καταφεύγω και πάλι σ’ αυτή την (περίπου) αμετάφραστη λέξη. Η ελλιπής της νοηματοδότηση εκφράζει την παρούσα κατάσταση πραγμάτων με τρόπο που δεν θα το κατόρθωνε καμιά γνωστή λέξη του δυτικού πολιτισμού. Μιλά με την αρτιότητα ενός χρησμού για τη σαθρότητα και την αποδιοργανωμένη τάξη του πλανήτη. Στη σάρκα της σαλεύει ακόμα κάποια τρεμάμενη συνείδηση, η γενική κατήφεια και η πικρή γεύση της ανημπόριας που συνοδεύει τις έσχατες επιγνώσεις. Από την επιφάνειά της όμως αναδύονται επίσης σήματα καπνού που, με την ένταση μιάς διφορούμενης προκαταβολής, καλούν τον καθένα να διαλέξει: νόμισμα ζωής ή κέρμα θανάτου. (περισσότερα…)

Μοναστηράκι-Ὁδός Μυλλέρου-Ἵππιος Κολωνός: Ἕνα «χειμωνιάτικο ταξίδι»

                       

*

τῶν ΣΥΜΕΩΝ ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ – ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΙΛΗ

«Χειμωνιάτικο ταξίδι». Ἔτσι βάφτισε ὁ Γιάννης τὸ «τάμα» ποὺ εἴχαμε κάνει, λίγο πρὶν ἐκδηλωθεῖ ὁ κορωνοϊός: Νὰ περπατήσουμε μαζὶ σὲ ὅλο τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ Μυλλέρου στὸ Μεταξουργεῖο, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ δρόμου, κάθετα στὴν Πειραιῶς, στὸ ὕψος τῆς πλατείας Κουμουνδούρου καὶ τοῦ παλαιοῦ Βρεφοκομείου, ὅπου σήμερα στεγάζεται ἡ πρώτη Δημοτικὴ Πινακοθήκη, μέχρι τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς ὁδοῦ, ὣς τὶς γραμμὲς τοῦ τραίνου, τὴ νότια εἴσοδο στὸν Κολωνό. Οἱ λόγοι γι’ αὐτὸ τὸ «τάμα» εἶναι πολλοί. Θὰ τοὺς διαβάσετε στὸ συνοδευτικὸ κείμενο γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Μυλλέρου. Δὲν θὰ διαβάσετε ὅμως τοὺς ἄλλους, τοὺς πιὸ οὐσιαστικούς, ποὺ μᾶς τραβοῦσαν ἐκεῖ σὰν ὑπόθεσες ψυχικές. Εἶναι ἡ βαθειὰ ἀγάπη ποὺ μᾶς ἑνώνει, σχεδὸν ἀνομολόγητη. Εἶναι ἡ καταγωγή μας, τὰ πρῶτα μας βήματα καὶ ἡ ἐφηβεία. Ὁ Γιάννης μεγάλωσε στὸν Κολωνό, ἐγὼ στὰ δυτικὰ ὑψώματα τοῦ Περιστερίου. Δυτικὰ τῆς δύσης. Ἡ γνωριμιά μας μετρᾶ δυστυχῶς λίγα χρόνια, ὅμως χρόνια μεστὰ ἀπὸ λόγια καὶ ἔργα πού, ἂν ἀραδιαστοῦν, ὑπερβαίνουν ὅ,τι ὀνομάζουν οἱ νεολόγοι «προσδόκιμο ζωῆς». Θὰ εἰπωθοῦν ἀλλοῦ. Ὄχι ἐδῶ.

Ὁ Γιάννης ὅρισε μετεωρολογικῶς τὴν ἡμέρα: στὶς 25 Φεβρουαρίου, Παρασκευή, λίγο πρὶν τὸ μεσημέρι. Μιὰ ἡλιόλουστη μέρα μέσα στὸν χειμώνα.

Κατέβηκα νωρίς, γιὰ τὸν μηνιαῖο ἀνεφοδιασμὸ ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο τῶν ἐκδόσεων «Κουκκίδα», τοῦ φίλου Δημόπουλου. Ἀστόχαστη ἐπιλογή. Θὰ ἔπρεπε νὰ κουβαλῶ ἕνα βιβλικὸ βάρος δέκα τουλάχιστον κιλῶν. Βιάζομαι, ὡστόσο, νὰ πῶ ὅτι ἡ χαρὰ τῆς συνοδοιπορίας ἔκανε τὰ πράγματα ἀνάλαφρα. Σχεδὸν λησμόνησα τὸ ἄχθος. Ἕνα εἶδος σεισάχθειας. Πρὶν ἀπὸ τὴ συνάντηση στὸν σταθμὸ Μοναστηρακίου (λέω καλὰ τὴ γενική;), εἶχα χρόνο, σκέφτηκα νὰ περπατήσω στὸν ἀρχαῖο Κεραμεικό. Μάλιστα, βρίσκω ἐδῶ τὴν εὐκαιρία νὰ προτείνω μιὰ συνάντηση ἐκεῖ, κυριακάτικη, μὲ πλανόδιους φίλους, γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους. Θὰ ἔχουμε νὰ ποῦμε πολλά. Λ.χ., ἡ Τασούλα Καραγεωργίου γνωρίζει τὰ ἐκθέματα τοῦ Μουσείου σὰν τὴν παλάμη της. Τοὺς ἔχει ἀφιερώσει ποιήματα, ὡραίους ἀναπαίστους. Θὰ εἶναι καὶ ὁ Andreas Kelletat. Δὲν τὸν ξέρετε. Θὰ τὸν μάθετε σύντομα στὸ «Κοράλλι». Ἐπισκέπτης κι αὐτός τοῦ Κεραμεικοῦ. Ἐνδεχομένως καὶ ἡ κυρία Στρόσεκ, τοῦ Γερμανικοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Ἰνστιτούτου, ἐπικεφαλῆς τῶν ἀνασκαφῶν στὸν Κεραμεικὸ ἀπὸ τὸ 1993. Βρέθηκα, λοιπόν, ἐκεῖ γιὰ λόγους σχετικοὺς μὲ τὸ δρομολόγιο ποὺ θὰ κάναμε. Ἀπὸ τὸ Δίπυλο ξεκινοῦσε ὁ δρόμος γιὰ τὸν Κολωνό. Στὴ νοητὴ εὐθεία βρίσκεται ἡ πρώην ὁδὸς Κεραμεικοῦ ποὺ τὸ 1884, ὅπως θὰ διαβάσετε, μετονομάστηκε σὲ Μυλλέρου. Βρισκόμουν στὴν ἀρχὴ μιᾶς ἄλλης πομπῆς ποὺ δὲν θὰ ἔπαιρνε τὴν Ἱερὰ ὁδὸ γιὰ τὴν Ἐλευσίνα οὔτε τὴν Παναθηναίων γιὰ τὸν Παρθενώνα. Σήμερα μόνο μὲ ἰσχυρὴ φαντασία καὶ θέληση μπορεῖς νὰ τὴν ἀναπαραστήσεις. Καὶ νὰ τὴν περπατήσεις. (περισσότερα…)