Ἡ Χώρα Νοέμβριος
Δώδεκα ποιήματα γιὰ προχωρημένο Νοέμβρη
γυρισμένα ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ στὰ ἑλληνικὰ
ἀπὸ τὴ Νατάσα Κεσμέτη καὶ τὸν Γιάννη Πατίλη
στὴ μνήμη τῆς φίλης τους ποιήτριας
Ἕλενας Στριγγάρη (1950-2020)
⸙
Ἔγραψε κάποτε ὁ Ρίτσαρντ Κὶνγκ (ψευδώνυμο τοῦ Richard King Huskinson, 1879-1947) σ΄ ἕνα βιβλίο του μὲ τίτλο Δίπλα στὸ Τζάκι μὲ Ἀμίλητους Φίλους (1921) τὸ παρακάτω :
Μερικὲς φορὲς θαρρῶ πὼς ἐκεῖνος ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ εἶπε ὅτι «ὁ δρόμος γιὰ τὴν κόλαση εἶναι στρωμένος μὲ καλὲς προθέσεις» θὰ πρέπει νὰ τὸ εἶπε Νοέμβριο! Τὸ Φθινόπωρο εἶναι γεμάτο καλὲς προθέσεις – ὅπως ἡ Ἄνοιξη εἶναι γεμάτη γιορτὲς καὶ ἐλπίδα καὶ τὸ Καλοκαίρι θερμότητα καὶ dolce far niente. Ὅμως ὅπως τὴν πρώτη ζεστὴ μέρα τοῦ Ἰουλίου νιώθεις γεμάτος ἐνέργεια ποὺ σὲ κάνει νὰ νομίζεις πὼς πρέπει νὰ ζήσεις αἰώνια, ἔτσι καὶ τὸ Φθινόπωρο σὲ κάνει νὰ συνειδητοποιεῖς πὼς ἡ ζωὴ φτερουγίζει μακριὰ καὶ ὁ νοῦς δὲν ἔχει φτάσει ἀκόμη στὴν πλήρη του ὡριμότητα οὔτε στὴν ἐκπλήρωση τῆς φιλόδοξης διανοητικῆς του καρποφορίας. Ἴσως εἶναι τὸ ἄγγιγμα τοῦ χειμώνα ὁλόγυρα στὴν ἀτμόσφαιρα ποὺ σὲ κάνει νὰ σχεδιάζεις διάφορα μεγαλόπνοα γιὰ τὰ ἀτέλειωτα βραδινά του Νοεμβρίου, δειλινὰ ποὺ τόσο μακραίνουν… Θὰ μάθεις ἴσως Ρωσικά, ἢ κάτι πιὸ ἐξωτικό… Ἀραβικά, θὰ διαβάσεις ὅλα τὰ ἔργα τοῦ Μπαλζάκ… Ὄνειρα πὼς θὰ μελετήσεις Περσικὰ μὲ τὴν εὐγενικὴ πρόθεση νὰ μεταφράσεις τὰ Ρουμπαγιὰτ τοῦ Ὀμὰρ Καγιὰμ στὰ μακριὰ–μακριὰ σούρουπα τοῦ Φθινοπώρου…
Τὰ ποιήματα γιὰ τὸν Νοέμβριο ποὺ διαλέξαμε —ἀνάμεσα στὰ τόσα πολλὰ— δὲν ἐπιβεβαίωσαν τὰ παραπάνω, λόγια κάποιου μᾶλλον χιουμορίστα. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν παρατήρησή του γιὰ μιὰ πραγματικότητα ποὺ ὅλοι μοιραζόμαστε ἀπὸ μικρὰ παιδιά: τὸν Νοέμβρη σκοτεινιάζει πολὺ νωρὶς καὶ πολὺ γρήγορα, ἐνῶ τὰ σούρουπα μοιάζουν νὰ σέρνονται ἀτέλειωτα. Τὰ ποιήματα αὐτῆς τῆς μικρῆς ἀνθόλογησης, τὰ περισσότερα χαμηλόφωνα, ἐκμυστηρεύονται πολὺ πιὸ βαθιὰ συναισθήματα, ἐσωτερικὰ ἀνατριχιάσματα, ἕνα ψυχρὸ ὑπαρξιακὸ ρίγος – κι ἂς εἶναι διαφορετικὲς οἱ ἐποχές, οἱ ἡλικίες καὶ τὸ φύλο τῶν ποιητῶν. Ὁ Ἔντουαρντ Τόμας, γιὰ παράδειγμα, ἔγραψε σ’ ἕνα πεζό του γιὰ τὸν Νοέμβριο, μιὰ μέρα ποὺ ἐπέστρεφε ἀπὸ ἕνα μικρὸ κι ἐρημικὸ σπιτάκι γνωστό του ἀπὸ τὸ Καλοκαίρι ὅταν ἦταν πλημμυρισμένο παπαροῦνες. Τώρα δὲν ὑπῆρχε καμιά, ὅπως καὶ κανένα ἄλλο λουλούδι, κι ὁ κόσμος was very little in a lasting mist… Σημείωσε λοιπὸν στὴ συνέχεια τῶν στοχασμῶν του:
Κοινότοπο πὼς καθένας μας εἶναι μόνος, πὼς κάθε κομματάκι γῆς ὅπου κάθε ἄνθρωπος στέκεται εἶναι ἕνα ἔρημο νησὶ μὲ πατημασιὲς ἄγνωστων πλασμάτων σ΄ ὁλόκληρη τὴν ἀκτή. Μιὰ ἢ δυὸ φορὲς σ΄ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ ἀναφωνοῦμε πὼς γνωρίζουμε τὰ πατήματα· βλέπουμε ἀκόμα καὶ βάρκες ξένων καθὼς βγαίνουν στὴν ἀκτή· διακρίνουμε ἀνάμεσα στὴν ἀχλὺ ἕνα γειτονικὸ νησί, κι ἀνθρώπους ποὺ μᾶς μοιάζουν νὰ κινοῦνται ἐκεῖ πέρα. Τὴν ἴδια νύχτα ἡ πλημμυρίδα εἶχε σβήσει κάθε ἴχνος, καὶ νιώσαμε ἱκανοποίηση, δίχως νὰ σηκώσουμε κάποιο νωθρὸ τηλεσκόπιο κατὰ τὸν ὁρίζοντα, οὔτε κὰν μὲ σπουδὴ νὰ παρατηρήσουμε τὴν ἄμμο στὰ πόδια μας. (Ἀπὸ τὸ «St. Martin’s Summer», στὸ The Heart of England [J. M. Dent 1906], σελ. 131-132.)
Τὸ τελευταῖο σκαλὶ τοῦ Φθινόπωρου, σὰν μιὰ συμβολικὴ καταβασία πρὸς τὸν Ἅδη, εἶναι ὁ μήνας-μύηση στὸ ἐπερχόμενο σκοτάδι τοῦ Χειμώνα, ποὺ στοιχεῖ στὸ τέλος τοῦ φθαρτοῦ κόσμου τῶν αἰσθητῶν, στὸ τέλος τῆς ζωῆς, τῆς ζωῆς μας. Αὐτὴ τὴν ἀπώλεια, στοὺς περισσότερους ἀπὸ τοὺς ποιητὲς τοῦ Ἀνθολογίου μας, τὴν ντύνουν εἰκόνες τῆς φθίνουσας φθινοπωρινῆς φύσης, ἀλλὰ πίσω ἀπὸ αὐτὲς δηλώνεται κάποτε ρητὰ καὶ τὸ τέλος τῆς ἴδιας της ἀνθρώπινης ζωῆς, ποὺ ἄλλοτε σημαίνεται παρηγορητικὰ σὰν μιὰ ἐπιστροφή, τοῦ πάντα συγκεκριμένου προσώπου, στὴ μητέρα γῆ, ὅπως στὸ ποίημα τοῦ Χάουσμαν γιὰ τὸν φίλο του Ντίκ, καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν ψυχρὸ μηδενισμὸ ἑνὸς τέλους δίχως τίποτε μετά ποὺ μάταια τὸ ἀλκοὸλ καὶ τὸ «that’s life» προσπαθεῖ νὰ ξορκίσει, ὅπως στὸ ποίημα τοῦ Σάϊμον Ἄρμιτέητζ γιὰ τὴν γιαγιὰ τοῦ φίλου του.
Γιὰ τοὺς ἴδιους τοὺς ποιητές, ποὺ μοναδική τους σχεδὸν παρηγοριὰ ἔχουν τῶν στίχων τους μιὰ ζωὴ μετὰ στὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων, ὁ δικός μας Τάσος Λειβαδίτης εἶναι ἀπαρηγόρητος, καθὼς ὁ «Ἄνεμος τοῦ Νοεμβρίου» στὰ Χειρόγραφα τοῦ Φθινοπώρου του, συμπαρασύρει στὸ πέρασμά του καὶ ὅλα τα γραπτὰ σημάδια τῆς ὕπαρξής τους:
Τώρα ὅμως βράδιασε. Ἂς κλείσουμε τὴν πόρτα κι ἂς κατεβάσουμε τὶς κουρτίνες
γιατί ἦρθε ὁ καιρὸς τῶν ἀπολογισμῶν. Τί κάναμε στὴ ζωή μας; Ποιοί εἴμαστε; Γιατί ἐσὺ καὶ ὄχι ἐγώ;
Καιρὸ τώρα δὲ χτύπησε κανεὶς τὴν πόρτα μας κι ὁ ταχυδρόμος ἔχει αἰῶνες νὰ φανεῖ. Ἄ, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα
ποὺ τὰ πῆρε ὁ ἄνεμος τοῦ Νοεμβρίου […]
Ὥσπου στὸ τέλος δὲ μένει παρὰ μιὰ θολὴ ἀνάμνηση ἀπὸ τὸ παρελθὸν (πότε ζήσαμε;)
καὶ κάθε ποὺ ἔρχεται ἡ ἄνοιξη κλαίω γιατί σὲ λίγο θὰ φύγουμε καὶ κανεὶς δὲ θὰ μᾶς θυμηθεῖ.
(«Ἄνεμος τοῦ Νοεμβρίου»)
Κανείς;
Ὄχι! Θὰ φωνάξει μιὰ ζείδωρη ἀφροαμερικανίδα ποιήτρια, ἀπὸ τὸ ἑλληνόπνευστο Ἄκρον τοῦ Ὀχάιο, ἡ Ρίτα Ντάβ, ὅταν ἀπὸ τὸν βυθὸ μιᾶς γερμανικῆς ποιητικῆς μαυρίλας προγεύεται μὲ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή της τὸ Ἄκρον μιᾶς ἐπερχόμενης Ἄνοιξης τοῦ μετά καὶ τὸ ὑμνεῖ
μὲ ἕνα φορτίο σαντούρια…
⸙
Ἔτσι τώρα καὶ ἀπὸ μᾶς γιὰ τὴν Ἔλενα:
ἂς εἶναι ἡ Ἄνοιξη τῆς Μνήμης!
Ν.Κ. & Γ.Π.