Στήλες | Παλίμψηστα (από τον Ηλία Μαλεβίτη)

Journeys of a troubled mind.

Νηρηΐδες: κατάλογοι και φαντασιώσεις

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

~.~

Περιδιαβαίνοντας την Νικόπολη, στη δυτική πλευρά του δρόμου, πάνω στο ύψωμα, δίπλα από τον οίκο του Έκδικου Γεωργίου κι απέναντι από τη βασιλική του Δουμετίου, από τον 2ο μ.Χ. αιώνα υπάρχει το μικρό Νυμφαίο. Στην αψίδα του σώζεται ξεθωριασμένη αυτή η ψηφιδωτή παράσταση μιας Νηρηίδας που ιππεύει θαλάσσιο κήτος (σπάνιο δείγμα εντοίχιου ψηφιδωτού στον ελληνικό χώρο).

Γράφει στη συνοδευτική επιγραφή:

«Η Νηρηίδα αποδίδεται ημίγυμνη, με το δεξί χέρι, λυγισμένο, να ακουμπά στο λαιμό του κήτους και το αριστερό να στηρίζεται στο σώμα ή στην ουρά του. Το σώμα της θαλάσσιας μορφής εμφανίζεται διάστικτο και παραπέμπει σε αιλουροειδές, ενδεχομένως λεοπάρδαλη, με το κατώτερο τμήμα του να προσομοιάζει σε ουρά ιππόκαμπου ή ιχθύος, με τριπλή θυσανωτή ουρά… Την παράσταση επιστέφει μεγάλων διαστάσεων κοχύλι, σύμβολο του θαλάσσιου κόσμου, το οποίο, ο πρώτος ανασκαφέας της Νικόπολης, Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς ερμήνευσε ως “ακτινοβολούντα ήλιο”».

Το γνωστό στην κλασσική αρχαιότητα μυθικό βεστιάριο των θαλάσσιων υποζυγίων, των Τριτόνων (των ιχθυοκενταύρων του Τζέτζη και του Μπόρχες), των ιπποκάμπων ή των δελφινιών, εμπλουτίστηκε στη μετακλασική περίοδο και προσέθεσε στην ελληνιστική και στη ρωμαϊκή Βίβλο των φανταστικών όντων κι άλλους ζωόμορφους συνδυασμούς. Κι έτσι στις παραστατικές τέχνες εμφανίζονται οι Νηρηίδες, κόρες του Νηρέα και της Δωρίδος, να εποχούνται επί ιπποκάμπων, ιχθυοκενταύρων, θαλασσίων δρακόντων, αιγικάμπων, ταυροκάμπων, λεοκάμπων ή και παρδαλοκάμπων, όπως και στην εν λόγω παράσταση από την Νικόπολη. Και εφόσον και μέχρι σήμερα

«ένας άνθρωπος καβαλάει το ξύλινο αλογάκι του ήσυχα και πορεύεται όμορφα-όμορφα…χωρίς να υποχρεώνει ούτ’ εμένα, ούτ’ εσάς να καβαλήσουμε ξοπίσω του, ―πείτε μου, κύριε, εμάς, τι μας νοιάζει;» (περισσότερα…)

Έλληνες ταξιδιώτες στην Περσία τον 18. και 19. αιώνα

*

Παρασάγγες | Δρόμοι του Ιράν
Κείμενα-Φωτογραφίες Ηλίας Μαλεβίτης

Μιλώντας για Έλληνες ταξιδιώτες στην Περσία δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει τον ιατρό και περιηγητή Παναγιώτη Ποταγό, έστω κι αν τα όσα λιγοστά μας άφησε ―ακόμα και― για το πέρασμά του από την περσική γη δεν είναι παρά συντομότατες, περιληπτικές, αναφορές, διανθισμένες με τα κλασικά και βιβλικά αναγνώσματά του που χρησιμοποιούσε ως γεωγραφικούς και ιστορικούς οδηγούς του. Περίληψις Περιηγήσεων εξάλλου ονόμασε κι ο ίδιος τα γραπτά του για τα ταξίδια του στην Ασία και την Αφρική. Ο Ποταγός πραγματοποίησε τα εξερευνητικά του ταξίδια ―έφιππος ή οδοιπόρος― επί μία πενταετία, από τα τέλη του 1867 έως το 1873. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1883, εξέδωσε τον πρώτο και μόνο τόμο από το συνολικά δίτομο έργο που είχε εξαγγείλει. Μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί κάποιο άλλο γραπτό του, πιθανότατα γιατί, όπως γράφει ο Φώτης Κόντογλου, οι συγγενείς του απογοητευμένοι που δεν βρήκαν στα κατάλοιπά του τα πετράδια και τα πλούτη που νόμιζαν ότι θα κληρονομούσαν «ξεσκίσανε απ’ τη μανία τους ό,τι χαρτιά πέσανε στα χέρια τους».

Στο πρώτο του ταξίδι επισκέπτεται την Περσία ερχόμενος από τα δυτικά, από την Βαγδάτη, και, διασχίζοντας το Κερμανσάχ, το Χαμαντάν και την Τεχεράνη, κάνει μια μακρά στάση 20 ημερών στην Μασχάντ, καθ’ οδόν προς το Αφγανιστάν και την Κίνα, από όπου παίρνει τον δρόμο της επιστροφής για την Θεσσαλονίκη μέσω Ρωσίας. Ιδού πώς περιγράφει την είσοδό του στην ιερότερη πόλη της Περσίας:

«Ἔφιππος ἐπὶ τοῦ ἵππου μου Μουνσίμπαση, καὶ ἀκολουθούμενος ὑπὸ τοῦ ἑτέρου μου ἵππου Κονσοὺλ προυχώρουν ἐν τῇ λεωφόρῳ μόνος, ἐπειδὴ ἐγκατελείφθην ὑπὸ τῶν συνοδοιπόρων μου φοβουμένων μὴ ὀραθῶσιν ἐν τῇ ἁγίᾳ πόλει συμβαδίζοντες μετ’ ἀπίστου, ἐνῷ καθ’ ὁδὸν συνεφιλοτιμοῦντο, ἵνα μετ’ ἐμοῦ πορεύωνται». Η «αγία πόλις» Μασχάντ, η πόλη αυτή του Χορασάν, χτίστηκε γύρω από τον τάφο του όγδοου ιμάμη των σηϊτών Αλί αλ-Ρίντα, συγκαιρινού του αλ-Μααμούν, εξού και η διακηρυγμένη ιερότητά της. Κι ακριβώς η παρετυμολογία της ονομασίας της πόλης που μας προτείνει ο Ποταγός ομολογεί αυτή την ιδιαίτερη θέση της στην ιρανική θρησκευτική γεωγραφία: «ᾖς τὸ ὄνομα σημαίνει τόπον τοῦ ὁρᾶν τὴν ἁγιότητα· διότι εὑρίσκεται ἐν αὐτῇ τὸ μνημεῖον τοῦ Ἰμὰμ Ριζά, περὶ τὸ ὁποῖον ἐκ μεμακρυσμένων χωρῶν φέροντες οἱ Πέρσαι ἐνταφιάζουσι τοὺς αὐτῶν τεθνεῶτας, ποιοῦντες οἵα καὶ πρὶν γίνωσι πιστοί».

Παράλληλα με τις συχνότατες και πυκνές κλασικές και βιβλικές του συσχετίσεις της γεωγραφίας και της ιστορίας της χώρας, που κατακλύζουν την αφήγησή του, παρατηρεί και περιγράφει το τοπίο, καταγράφει ορισμένες ιδιαιτερότητες εθιμικές, θρησκευτικές, πολιτισμικές που συναντά, μιλά για τα ντόπια προϊόντα και τις τεχνολογικές ιδιομορφίες της χώρας, τις συναντήσεις και τις συζητήσεις που είχε, συντομευμένα όμως και συνοπτικά όπως ήδη ανέφερα. (περισσότερα…)

Δυο Έλληνες ταξιδιώτες στην Περσέπολη

Περσέπολη, 1971

*

Παρασάγγες | Δρόμοι του Ιράν
Κείμενα-Φωτογραφίες Ηλίας Μαλεβίτης

Περσέπολη: το μεγάλο θρησκευτικό κέντρο των Αχαιμενιδών, μία από τις περίλαμπρες πρωτεύουσές τους. Ο τόπος όπου εορταζόταν με θριαμβική και αυτοκρατορική λαμπρότητα ο ερχομός της άνοιξης και του Νέου Έτους (Νοουρούζ). Η Περσέπολη, για την ακρίβεια ό,τι έχει απομείνει από αυτήν μέχρι σήμερα, αποτελεί το επιβλητικότερο μνημείο της Αχαιμενιδικής περιόδου του Ιράν. Ταυτόχρονα και τον κύριο προορισμό των περισσότερων επισκεπτών στην χώρα. Είναι τόσο ισχυροί οι συμβολισμοί που ανακαλεί και συμπυκνώνει ώστε εκεί δεξιώθηκε κι ο σάχης τους υψηλούς προσκεκλημένους του (1971) για τον εορτασμό των 2500 χρόνων ίδρυσης της περσικής αυτοκρατορίας από τον Κύρο τον Μέγα. Σε μια δεξίωση εξωφρενικά επιδεικτικής χλιδής, που κόστισε αστρονομικά ποσά, άδειασε τα κρατικά ταμεία και συνέβαλε στην πτώση του ίδιου του σάχη. Αυτά όμως συνέβησαν αργότερα. Εδώ έχω κατά νου δυο ταξιδιώτες που περιτριγύρισαν την ένδοξη αχαιμενιδική πόλη, πριν την πτώση του σάχη.

Ο Πατρινός αρχιτέκτονας και πολυταξιδεμένος συγγραφέας Ι. Βασιλείου, επισκέφτηκε τον χώρο, ελάχιστους μήνες μετά την περιλάλητη δεξίωση, και την εμπειρία του αυτή τη δημοσίευσε στο αφιερωματικό τεύχος για το Ιράν της Νέας Εστίας, στις 15 Ιουνίου 1972 («Μια μέρα στην Περσέπολη»). Οι πρόσφατες μνήμες κι οι εντυπώσεις από την δεξίωση επανέρχονται στην αφήγησή του. Γράφοντας για τον εορτασμό του νέου έτους επί Αχαιμενιδών και την προσέλευση των υποτελών ηγεμόνων και σατραπών της αυτοκρατορίας, σημειώνει:

«Όσο βρίσκονταν στην Περσέπολη, έμεναν σε πολυτελείς σκηνές έξω από το χώρο των ανακτόρων. Ίσως στην ίδια θέση που είχε στήσει ο Σάχης της Περσίας τις σκηνές για τους βασιλιάδες όλου του κόσμου, όταν τους κάλεσε στις γιορτές για τα 2500 χρόνια της αυτοκρατορίας».

Περιγράφοντας τον χώρο, τα μνημεία και την ιστορία, καθώς και την πυρπόληση από τον Αλέξανδρο, κάνει μία αξιοπρόσεκτη παρατήρηση:

«Στα ανάκτορα του Ξέρξη, γύρω από την αίθουσα του θρόνου με τις πολλές κολώνες, διάφοροι άλλοι χώροι. Πίσω απ’ αυτούς πλήθος δωμάτια με σειρές για το Αντερούν, το βασιλικό χαρέμι. Βλέποντας κάνεις τόσα πολλά δωμάτια για το χαρέμι, σκέφτεται πόσες όμορφες γυναίκες πέρασαν εκεί όλη τη ζωή τους, περιμένοντας πότε θα ευδοκήσει να τις καλέσει ο βασιλιάς… Κι όμως στα τόσα ανάγλυφα που βλέπεις σ’ όλη στην Περσέπολη δεν υπάρχει ούτε μιά γυναικεία μορφή. Όλα παριστάνουν άνδρες. Οι περισσότεροι είναι ντυμένοι με μακριούς χιτώνες κ’ έχουν χαμηλό κυλινδρικό καπέλο στο κεφάλι. Θυμίζουν κάπως τους μοναχούς με τα ράσα στο Άγιον Όρος και την απαγόρευση να πατήσει εκεί γυναίκα. Πόση διαφορά από τους ναούς του Ανγκόρ με τις όμορφες ουράνιες νύμφες, τις μισόγυμνες απσάρες, σ’ όλους τους τοίχους τους». (περισσότερα…)

Ο Τσέχωφ ταξιδεύει στην «Ελβετία του Ντονέτς» και στα μοναστήρια του

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Στις 5 Μαΐου 1887, ο Άντον Τσέχωφ γράφει στον Λέϊκιν (ακολουθώ τη μετάφραση της Μέλπως Αξιώτη):

Τώρα πάω στο Σλαβιάνσκ κι’ από κει στα Άγια Όρη όπου θα περάσω τρεις-τέσσερεις μέρες με νηστεία και προσευχή. Από τα Άγια Όρη, επιστροφή στο Ταϊγάνι.

Φοβερό πράμα: έχω πενήντα τρία ρούμπλια όλα κι’ όλα. Πρέπει να σφιχτώ και να καταπίνω το σάλιο μου αντί να τρώω. Τώρα ταξιδεύω Τρίτη θέση κι’ όταν δε θα μου μένουν παραπάνω από είκοσι ρούμπλια, θα του δίνω για τη Μόσχα, για να μην πέσω στην αλητεία. […]

Τον τελευταίο καιρό ήμουν στην «Ελβετία του Ντονιέτς», στο κέντρο αυτού που λέγεται οροσειρά του Ντονιέτς: βουνά, λίμνες, δασάκια, ποτάμια και η στέπα όπου γυρίσεις να δεις! Έμεινα στο σπίτι ενός απόστρατου κοζάκου υπολοχαγού, που έχει ένα απόμερο κομμάτι γης. Μου μαγειρέψανε χήνα βραστή, με βάλανε να κοιμηθώ σ’ ένα ξύλινο ντιβάνι, τη νύχτα με ξυπνούσαν οι τουφεκιές –εδώ τις κότες και τις χήνες δεν τις σφάζουν, τις σκοτώνουν με το τουφέκι– και τα γαυγίσματα των σκύλων που δέρνουν, ωστόσο η ζωή ήταν πολύ ευχάριστη. Και πλήθος οι εντυπώσεις.

~·~

Έχοντας ήδη πια επιστρέψει στο Ταγκανρόγκ (το Ταϊγάνι των Ελλήνων), στις 11 Μαΐου 1887, περιγράφει στην αδελφή του Μαρία και στην οικογένειά του, αυτή την επίσκεψή του στην Λαύρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην απόκρημνη δεξιά όχθη του ποταμού Σεβέρτσκι Ντονέτς, στα Άγια Όρη της περιφέρειας του Ντονέτσκ. Αντιγράφω: (περισσότερα…)

Λευκάδιου Χερν θύμησες πικρές

Ψάχνοντας (για άλλα πράγματα) τις προάλλες στα Αλεξανδρινά περιοδικά των αρχών του 20ού αι., άρχισα να ξεψαχνίζω τη Νέα Ζωή. Κι έτσι βρέθηκα μπροστά στη μετάφραση ενός προλόγου του Στέφαν Τσβάϊχ, για μιαν έκδοση των έργων του Λευκάδιου Χερν, στη Φραγκφούρτη. Ο μεταφραστής μάς πληροφορεί πως ο πρόλογος τυπώθηκε στην εφημερίδα Zukunft της 4 Νοεμβρίου 1911. (Βλέπω τώρα πως το πρωτότυπο κυκλοφορεί κι ηλεκτρονικά, στη συλλογή με τα εισαγωγικά σημειώματα του Τσβάϊχ για διάφορους συγγραφείς· για όποιον ενδιαφέρεται, αυτή είναι η διεύθυνση της αντίστοιχης σελίδας.

Εκείνο που με ξάφνιασε πρώτα απ’ όλα είναι η σοφή, ακριβής κι εναργής ιστορική αίσθηση του Τσβάϊχ, που τοποθέτησε τη γέννηση του Χερν στην ίδια εποχή που κι η σύγχρονη Ιαπωνία (που του έμελλε να γίνει τρίτη-τέταρτη, μα στην αλήθεια πρώτη, κι ίσως ίσως αληθής και μόνη πατρίδα) ‘γεννιόταν’ και παρουσιαζόταν στα αχόρταγα μάτια του δυτικού κόσμου. Την ίδια περίπου εποχή θέλω να πω που κι η Ιαπωνία –υπό την εκβιαστική πίεση των αμερικανικών μελανών πλοίων– έσπαγε την θελημένη απομόνωσή της, εγκαινιάζοντας την περίοδο Μέϊτζι. Φαίνεται πως συνδέει στενά ο Τσβάϊχ τις δυο γεννήσεις και μ’ αυτόν τον τρόπο τονίζει τη σημασία του Λευκάδιου Χερν και σαν πρωτοπόρου ερευνητή αυτής της γνωριμίας του δυτικού κόσμου με την απόμακρη χώρα των χρυσανθέμων. Από την άλλη μεριά καταφέρνει μ’ ένα τρόπο, σάμπως βουδικό κι αρχαιοελληνικά ειμαρμένο, να συνενώσει άρρηκτα λες τη γέννηση του Χερν στη Λευκάδα του γαλάζιου ελληνικού φωτός τ’ ουρανού και της θάλασσας με την αγάπη του για την νησιωτική Ιαπωνία· σαν να πρόκειται για μια προηγούμενη ζωή που μυστικά συνδέθηκε από την αρχή της με την αλλότοπη μελλοντική της υποστασιοποίηση, για μια μυστική προΰπαρξη, σα νοσταλγία, καταπώς λέει ο ίδιος.

Μίλησα μόλις παραπάνω για δυο γεννήσεις αλλά σ’ ό,τι αφορά την Ιαπωνία μάλλον επρόκειτο για μια φανέρωση στα έξω ‘δυτικά μάτια’, ταυτόχρονα όμως και για ένα σκοτείνιασμα, για ένα κρύψιμο και μια απόσυρση όλων αυτών των μυστικών πραγμάτων, που «θἄχαν διαφύγει σἂν νερὸ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τῆς νέας ἐποχῆς», αν δεν ερχόταν ο Χερν για να μας «ἀναπαρασταίνει ὅλη τὴ σκορπισμένη στὰ πράγματα λάμψη, τὴν ὀμορφιὰ ποὺ τρεμουλιάζει ἀσὠματη ἀπάνω σὲ κάθε καθημερνό». Έτσι λοιπὀν, για τον Τσβάϊχ, η ζωή του Χερν παίρνει τον χαρακτήρα μυστικής αποστολής, προαποφασισμένης θέλησης της Φύσης. Επίτηδες έφτιαξε έτσι η φύση αυτόν τον άνθρωπο, τον ‘μεικτό αλλά νόμιμο’, «νὰ μὴν εἶναι μήτε Ἀνατολίτης μήτε Εὐρωπαῖος, μήτε Χριστιανὸς μήτε Βουδιστής», για να μετέχει και των δύο κόσμων κι έτσι «νὰ περιμαζέψει καὶ φυλάξει αὐτὸ τὸ ἐκλεκτὸ πρᾶμμα, δηλαδὴ τὴν ἰαπωνέζικη ὀμορφιά, ἴσια ἴσια σ᾽ αὐτὴ τὴ στιγμή της, λίγο πρὶν μαραθῇ». Ο βίος του θεωρείται ένα «καλλιτεχνικὸ δημιούργημα τῆς Φύσης» «ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ αὐτὸ τὸ ἔργο, τὰ βιβλία αὐτά, γιὰ τὴν ψυχορραγοῦσα ὀμορφιὰ τῆς Ἰαπωνίας».

(περισσότερα…)

Ο Ομάρ Χαγιάμ και τα ρουμπαγιάτ του

*

Ή πώς μια ανατολίτικη ιστορία
μεταπλάθεται σε δυτική λογοτεχνία

~.~

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

O Ομάρ Χαγιάμ (11ος -12ος αι.), στη χώρα του, έμεινε γνωστός και δοξάστηκε για αιώνες ως φιλόσοφος, μαθηματικός και αστρονόμος· και όντως η συμβολή του τόσο στην άλγεβρα όσο και στη γεωμετρία και την αστρονομία αναγνωρίζεται από τους επιστήμονες ως μοναδική και πρωτότυπη. Στη Δύση όμως, εξαιτίας της ‘μετάφρασής’ του από τον Έντουαρντ Φιτζέραλντ (τέλη 19ου αι.) το όνομά του έγινε συνώνυμο της περσικής ποίησης και μάλιστα μιας συγκεκριμένης ποιητικής μορφής –ήσσονος για την περσική λογοτεχνία–, του τετράστιχου ρουμπαΐ (πληθ. ρουμπαγιάτ). Έκτοτε πάντα θα μιλάμε για τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Χαγιάμ, συνδέοντας σχεδόν αποκλειστικά τον ένα με το άλλο.

Στις αρχές του 14ου αι. παρουσιάζεται στην Περσία για πρώτη φορά η Ιστορία των τριών φίλων, μια αφήγηση που εμπλέκει και ενώνει αντάμα τις ζωές και την πορεία τριών μεγάλων μορφών του πέρσικου 11ου αι. Σύμφωνα με τον διαδεδομένο αυτό θρύλο (ο οποίος περιέχεται σε κάθε σχεδόν έκδοση των Ρουμπαγιάτ από τον Φιτζέραλντ) ο Νιζάμ αλ-Μουλκ (βεζίρης των Σελτζούκων σουλτάνων Αλπ Αρσλάν και Μάλικ Σαχ), ο ποιητής μας Χαγιάμ και ο Χασάν-ι-Σαμπάχ (ο διαβόητος γέρος του βουνού, ο αρχηγός και δημιουργός των Ασσασίνων Ισμαηλιτών) ήταν συμμαθητές στο Μπαλχ του Χορασάν. Εκεί μελετώντας το Κοράνιο και τις παραδόσεις έγιναν αδελφοποιτοί και έδωσαν όρκο αίματος ώστε αν κάποιος τους ευνοηθεί από τη ζωή να στηρίξει και τους άλλους. (περισσότερα…)

Αποχαιρετισμός στον Γιώργο Τσάκαλο

Φωτογραφία του Βασίλη Γόνη

*

Καταμεσήμερο, στο κάμα του καλοκαιριού· κι άρχισαν φίλοι και γνωστοί να προσέρχονται σκυφτοί, βουβοί, στην τελευταία, αποχαιρετιστήρια, κι εκ των προτέρων οργανωμένη, συνάντηση. Όχι στη Σόλωνος μήτε στη Χαριλάου Τρικούπη, μα στο κοιμητήριο των Αγίων Αναργύρων, έξω της παρεμβολής. Τοπόσημο έτσι κι αλλιώς πάντα ήταν ο Τσάκαλος, όχι ο τόπος· ο Τσάκαλος ο ακίνητος ―ο Γιώργος, ο Βιβλιοπώλης― είχε προ πολλού μετασχηματίσει εαυτόν σε τόπο συνάντησης.

Και για άλλη μια φορά έβλεπε κανείς όλη αυτή την ―έξωθεν― ακατανόητη, πολυειδή, πολύμορφη και ποικιλότροπη συνοδεία («εξ ιερέων και λαϊκών […] αντιπροσωπευμένα πάντα τα επαγγέλματα») να συνευρίσκεται επί τω αυτώ, με τη θλίψη κοινή στα πρόσωπα, κατευοδώνοντας το ξόδι πια του Γιώργου Τσάκαλου, κι όχι να λειτουργεί ως βομβούσα και μαχόμενη εκκλησία του δήμου στα στενορύμια του Ναυτίλου ή της Παρουσίας.

Διότι αυτό ακριβώς ήταν που επιτέλεσε κι επιτελούσε χρόνια τώρα ο Γιώργος Τσάκαλος (κι οι φίλοι, συνεταίροι και συνεργάτες του στα βιβλιοπωλεία), με κέντρο το βιβλίο να καταφέρει να λειτουργεί ελεύθερα κι αυτόνομα μια ιδιότυπη εκκλησία του δήμου σε έναν κατ’ εξοχήν ιδιωτικό χώρο, όπως εύστοχα επισημάνθηκε (To παράδειγμα ενός βιβλιοπώλη ή εκεί που ο ιδιωτικός χώρος γίνεται δημόσιος): «Η υπομονή να είσαι για χρόνια σχεδόν ακίνητος και να περιστρέφονται γύρω σου εκατομμύρια γνώμες και λόγια του αέρα σε κάνει “άγιο” του βιβλίου, με τη βαθύτερη σοφία της πορείας της ανθρώπινης ζωής». Γράφω ιδιότυπη, και εννοώ βαθύτατα ιδιαίτερη, γιατί οι άνθρωποι που συγκεντρωνόταν εκεί που “σχεδόν ακίνητος” πίσω από τον πάγκο του βιβλιοπώλη, ο Τσάκαλος συμβούλευε και συνομιλούσε ―πρωτίστως― για βιβλία, μα και για ιδέες, για πάθη προσωπικά και δημόσια κρίματα, για μουσικές ιδιαίτερες, για ποίηση και πολιτική, ήταν «πολλοί άνθρωποι, διαφορετικοί άνθρωποι, αξιόλογοι άνθρωποι αταίριαστοι με την εποχή της μπουρδολογίας. Ένα απίθανο κοκτέιλ αριστεράς, χριστιανισμού, αναρχοαυτονομίας, καλαισθησίας, συντηρητισμού και πρωτοπορίας [θα προσέθετα και του βιβλίου, της ποίησης, λογοτεχνίας, στοχασμού, φιλοσοφίας κλπ. κλπ.]. Και γνώσης, πάνω απ’ όλα γνώσης», καταπώς έγραψε με περιγραφική ακρίβεια άλλος φίλος του.

Όπως όμως όλοι μα όλοι θα συνομολογούσαν, πίσω και πέρα από την αγάπη και τη γνώση του τη βαθιά για το βιβλίο βρισκόταν μια άλλη κινητήρια δύναμη που κανοναρχούσε τη στάση και τη ζωή του: μια απλή, θα ’λεγε κανείς σκανδαλωδώς αφελής κι αθώα, φυσική, καλοσύνη. Μια άκακη, παιδική καρδιά παλλόταν πίσω από το λαμπρό, άδολο και φωτεινό του γέλιο («Μιλῶ περὶ τοῦ Γεωργίου τοῦ Τσακάλου, / συνεταίρου, νταντᾶς, ἀναστενάρη», θα έγραφε τρυφερότατα ο Ηλίας Λάγιος). (περισσότερα…)

14 Ιουνίου 1986: Ο Μπόρχες πεθαίνει στη Γενεύη

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Ονειρεύτηκε το ξίφος στον ιδεώδη τόπο του, τον στίχο.
ΜΠΟΡΧΕΣ, «Ονειρεύεται κάποιος»

Στις 14 Ιουνίου 1986, ο Χόρχε Λουΐς Μπόρχες πέθανε και τάφηκε στη Γενεύη (Cimitière de Plainpalais, 18 Ιουνίου). Πάνω απ’ τον τάφο του τοποθετήθηκε μια ολωσδιόλου ιδιαίτερη επιτύμβια πέτρα, αμφίπλευρα σκαλισμένη, από τον Αργεντινό γλύπτη Eduardo Longato. Στην μπροστινή της όψη, στο επάνω μέρος είναι χαραγμένο το όνομά του και κάτω αριστερά οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου του (1899-1986) στο πλάι ενός ψηλόκορμου κέλτικου σταυρού. Στο κέντρο βρίσκεται σκαλισμένη μία σκηνή με πολεμιστές που υψώνουν σπαθιά και τσεκούρια, αντίγραφο μιας ταφόπλακας της μονής του Lindisfarne, που πιθανόν δημιουργήθηκε μετά την πρώτη επιδρομή των Βίκινγκ το 793. Ακριβώς κάτω από την ανάγλυφη σκηνή υπάρχει η επιγραφή: «and ne forhtedon nā».

Η φράση αυτή, που προέρχεται από το έπος Η μάχη του Μάλντον, της παλαιο-αγγλικής (αγγλοσαξονικής) γλώσσας, μεταφράζεται: «και να μη φοβούνται». Στην πίσω όψη της επιτύμβιας πλάκας είναι σκαλισμένο ένα καράβι των Βίκινγκ που με αναπεπταμένο το ιστίο πλέει στα κύματα και το επιστέφει η επιγραφή «Hann tekr sverthit Gram ok leggr i methal theira bert», ενώ ακριβώς αποκάτω του αναγράφεται «De Ulrica a Javier Otárola». Η φράση αυτή στα παλαιο-νορδικά είναι ένας στίχος από το 27ο κεφάλαιο της Völsunga saga. Ο Ζίγκουρντ, μεταμφιεσμένος στον σύζυγο της Βρουγχίλδης ξαπλώνει δίπλα της «παίρνει το ξίφος Γκραμ και γυμνό το βάζει ανάμεσά τους». [1]

Η ίδια ακριβώς αυτή φράση είναι το μότο του μπορχεσιανού αφηγήματος «Ουλρίκα» (στο Βιβλίο από άμμο) και η μνεία της εκεί συσχετίζει άμεσα το αφήγημα με την αναγραφή της στην ταφόπετρα. Η συγκεκριμένη ιστορία είναι η μόνη ερωτική ιστορία σε όλο το μπορχεσιανό corpus, όπως έχει ειπωθεί, όπου μνημονεύεται μία σεξουαλική συνεύρεση (ή ακριβέστερα: αφήνεται με ποιητική ευκρίνεια και σαφήνεια να εννοηθεί). Ενώ η ηρωίδα Ουλρίκα στην αρχή αρνείται «με ευγενική αποφασιστικότητα» στον αφηγητή Χαβιέ Οτάλορα την ερωτική επαφή, συγκατανεύει αργότερα στο πανδοχείο, όταν πια αυτή τον αποκαλεί Ζίγκουρντ κι εκείνος Βρουγχίλδη. Η ιστορία αυτή εξηγεί και τη συνοδευτική αφιέρωση στην πέτρα «από την Ουλρίκα στον Χαβιέ Οτάρολα» (παρά τη μετάθεση των υγρών ρ και λ). [2] (περισσότερα…)

ο ουραγάν μαίνεται

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Ξαναδιαβάζοντας πρόσφατα τα ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου σκόνταψα σε μια λέξη· βρίσκεται στην αρχή της Μαρσινέλ[1] που ξεκινάει έτσι:

τώρα τα περιστέρια είναι κοιμισμένα

κι’ ο ουραγάν μαίνεται
το τρελλό αναμάλλιασμα των δέντρων
ακολουθεί την ύποπτη σιωπή
μακρυά ηχούνε βροντές θόρυβοι κανόνια
κι’ εδώ η βροχή
ραβδίζει τα πάντα
οι φυλλωσιές ουρλιάζουν
τα δέντρα ορθώνονται να φύγουν…

Marcinelle 1956, σημειώνει ο ποιητής (Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω, 1957).

Κοντοστάθηκα λοιπόν, και πρόσεξα τώρα, για πρώτη φορά, τη λέξη ‘ουραγάν’ που μου ήταν άγνωστη κι ακατανόητη. Κατέφυγα λοιπόν στο πέλαγος των λεξικών, απ’ τα οποία ο Δημητράκος μάλλον δίνει την ακριβέστερη προέλευση μα και την κάπως διαφορετική προφορά της λέξης (στα περισσότερα νεώτερα λεξικά η λέξη απουσιάζει):

ουραγκάν: |ο| (ισπ. εκ του καραϊβικού) νεώτ. ειδ. ορμητική εκ κυκλώνος θύελλα των Δυτικών Ινδιών· 2) κτ. επέκτ. θύελλα ή καταιγίς καθ’ ην ο άνεμος πνέει μετ’ εξαιρετικής βιαιότητος, ραγάνι. (περισσότερα…)

Τζακαράντες

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Ο Γιώργος Σεφέρης φαίνεται πως έκθαμβος πρωταντίκρισε σε πλήρη ανθοφορία τις τζακαράντες τον Οκτώβριο του 1941, στην Πρετόρια της Νότιας Αφρικής. Γράφει στο ημερολόγιό του (Μέρες Δ΄) την Τρίτη [14] Οκτώβρη 1941: «Η τζακαράντα, το δέντρο με τα μενεξεδένια μάτια, που κρατά καστανιέτες». Και συμπληρώνει δέκα μέρες σχεδόν μετά (Σάββατο, 25 Οκτώβρη):

«Οι τζακαράντες αρχίζουν τώρα να πρασινίζουν. Σε λίγο η μενεξεδένια χάρη τους θα έχει χαθεί. Μοιάζουν σαν τα όμορφα παιδιά που ασκημίζουν μεγαλώνοντας».

Το μενεξεδένιο χρώμα της κι οι καρποί της που μοιάζουν στις ισπανικές καστανιέτες υποβάλλουν ακαριαία στον ποιητή την αίσθηση της χορευτικής κίνησης. Κι έτσι χορεύοντας τις παρουσιάζει στο ποίημα που γράφει πάλι εκεί στην Πρετόρια, μάλλον προς το τέλος του ίδιου μήνα, όπως φανερώνει κι η αναφορά στον Ευπλόκαμο Νυχθήμερο, που απάντησε στον Ζωολογικό κήπο (26 Οκτώβρη. Την ίδια αυτή χειρόγραφη ένδειξη του ποιητή φέρει εξάλλου κι ο φάκελος που περιέχει το αυτόγραφο, στο Αρχείο του: «Της Μαρώς KERK STR. OOST 1941 τ’ άη Δημήτρη»).

KERK STR. OOST, PRETORIA, TRANSVAAL

Οι τζακαράντες παίζοντας καστανιέτες και χορεύοντας
ρίχναν γύρω στα πόδια τους ένα μενεξεδένιο χιόνι.
Αδιάφορα όλα τ’ άλλα, κι αυτό
το Βένουσμπεργκ της γραφειοκρατίας με τους διπλούς
του πύργους και τα διπλά του επίχρυσα ρολόγια
ναρκωμένο βαθιά σαν ιπποπόταμος μες στο γαλάζιο.
Και τρέχαν τ’ αυτοκίνητα δείχνοντας
γυαλιστερές πλάτες όπως τα δελφίνια.
Στο τέλος του δρόμου μάς περίμενε
δρασκελώντας αργόσχολα μες στο κλουβί του
ο ασημένιος φασιανός της Κίνας
ο Ευπλόκαμος Νυχθήμερος, όπως τον λένε. (περισσότερα…)

Μια σημείωση από αφορμή τη χτεσινή μέρα

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Την Τρίτη 30 Μάρτη του 1943, από το Κάϊρο, έγραφε ο Σεφέρης στο ημερολόγιό του:

«Ιωάννου συγγραφέως της Κλίμακος, λέει το εορτολόγιο. Τί να ήταν άραγε αυτός  ο άγνωστός μου συγγραφέας; Ίσως η χάρη του μ’ έκανε να ξαναδιαβάσω σήμερα τον “Βασιλιά της Ασίνης”».

Μέρες Δ΄, Ίκαρος, Αθήνα 1977

Όταν είχα πρωτοδιαβάσει αυτό το απόσπασμα από το ημερολόγιο του Σεφέρη, ομολογώ ότι είχα εντυπωσιαστεί από την εκθαμβωτική άγνοια (του Ιωάννη της Κλίμακος) και την ανερυθρίαστη αλαζονεία του ποιητή (να γράφει πως η χάρη του άγνωστου Ιωάννη τον οδήγησε να ξαναδιαβάσει τον δικό του «Βασιλιά της Ασίνης»). Έτσι νόμιζα για καιρό πολύ, κι όχι απολύτως αβάσιμα. Στην πορεία όμως είδα πως τα πράγματα και οι περιπλανήσεις των ιδεών μπορεί να ακολουθούν τελείως διαφορετικά, κι εν πολλοίς ασύνειδα, μονοπάτια από όσα είτε εμείς οι αναγνώστες είτε πολύ περισσότερο οι ίδιοι οι δημιουργοί είμαστε διατεθειμένοι ή μπορούμε να καταλάβουμε.

Και πρώτα απ’ όλα, μάλλον είχε κάθε δίκιο εκείνη την εποχή ο Σεφέρης να μιλά για τον Ιωάννη της Κλίμακος και το έργο του ως άγνωστο, καθώς είτε θα έπρεπε να στραφεί στην Πατρολογία του Migne (και με ποιαν αφορμή, παραπομπή ή εντυχούσα μνεία άλλωστε;) ή να ανατρέξει παλαιότερες ελληνικές αποδόσεις του 17ου ή και του 19ου αιώνα, που κινούνταν όμως εντός ενός εκκλησιαστικού και μοναστικού περιβάλλοντος. Ή πάλι να στραφεί σε γαλλικές μεταφράσεις (μία μάλιστα εξ αυτών καμωμένη από τους γιανσενιστές που εξόχως εκτίμησαν την Κλίμακα του Σιναΐτη Ιωάννη). Και πάλι όμως, έλειπαν οι εξωτερικές αφορμήσεις, θες ντόπιες θες αλλοδαπές. (περισσότερα…)

Γυναίκειας άρπας ιστορήσεις, περασμένες

Η Μαχσατί και ο Αμίρ Άχμαντ συναντιούνται για πρώτη φορά (British Library Or.8755, f. 29v)

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Παρασυρμένος από ένα πέρσικο χειρόγραφο του 1462, που πρόσφατα παρουσίασε ψηφιοποιημένες μινιατούρες του η Βρετανική Βιβλιοθήκη (εδώ), άρχισα να διαβάζω για την ερωτική ιστορία που το ανώνυμο αυτό μυθιστόρημα αφηγείται ανάμεσα στην Ιρανή ποιήτρια και μουσικό Μαχαστί και τον Αμίρ Άχμαντ ιμπν Χατίμπ, τον γιο του ιεροκήρυκα καταπώς δηλοί και το πατρώνυμό του. Άλλη μια περσική ερωτική μυθιστορία, με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στα ρουμπαγιάτ που αντάλλαζαν μεταξύ τους οι ερωτευμένοι και στην ελευθεριότητα που επεδείκνυε στη ζωή και στις συναναστροφές της η ποιήτρια-μουσικός Μαχαστί, εκεί γύρω στον 11ο με 12ο αιώνα. Εργαζόμενη σε μια ταβέρνα, πίνει κρασί, απαγγέλλει ποίηση (έχοντας εξαιρετική ικανότητα στον αυτοσχεδιασμό και την άμεση δημιουργία ρουμπαγιάτ), ερωτοτροπεί κι ερωτεύεται και παίζει μουσική με την άρπα της.

Παρ’ όλα αυτά, η προσοχή μου σύντομα στράφηκε στη μινιατούρα που ιστορεί την Μαχσατί να κρούει τις χορδές της άρπας της. Κι αυτό γιατί αμέσως ανακάλεσα μιαν άλλη παμπάλαιη ανιστόρηση, σε ψηφιδωτό αυτή τη φορά, ξενιτεμένο και τούτο σε έναν άλλο ευρωπαϊκό τόπο, το Μουσείο του Λούβρου, αποσπασμένο απ’ το σασανιδικό παλάτι της Μπισαπούρ στο Ιράν, την πόλη του Σαπώρ. Του Σαπώρη, του μεγάλου και τρομερού εχθρού των Ρωμαίων και δεύτερου σασανίδη βασιλέως των βασιλευόντων τον τρίτο αιώνα˙ ταπείνωσε ήδη τρεις Ρωμαίους αυτοκράτορες, χρησιμοποιώντας μάλιστα τον τελευταίο, τον Βαλεριανό, σαν υποπόδιο για να καβαλικέψει το φαρί του, σύμφωνα με τα όσα η ίδια η βασιλική του προπαγάνδα μεγαλόπρεπα κι επιδεικτικά κομπάζει στα ανάγλυφα της Μπισαπούρ. (Στην τελευταία δεκαετία της βασιλείας του βέβαια, η κυριαρχία του στην Ανατολή και στη Συρία ειδικότερα αμφισβητήθηκε επιτυχώς πολεμικά από τον Οδέναθο, τον άρχοντα και θεμελιωτή της αναδυόμενης Παλμύρας, αλλά δε θα ξεστρατίσω τώρα προς τα κει). (περισσότερα…)