Στήλες | Επιχρωματισμοί στο κενό (από τον Κώστα Χατζηαντωνίου)

Εκκινώντας από την εντύπωση πως η νεοελληνική ζωή έχει εισέλθει σε ένα κενό νοήματος, ο Κώστας Χατζηαντωνίου σχολιάζει πρόσωπα και διαστάσεις αυτής της ζωής, σύγχρονης ή και παλαιότερης, σε μία προσπάθεια να την δει με χρώματα έντασης και νέας ορμής.

Η μοναρχία στην Ελλάδα

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Η συμπλήρωση πενήντα χρόνων αβασίλευτης δημοκρατίας, μετά την οριστική ως φαίνεται λύση του πολιτειακού ζητήματος, επιτρέπει πλέον μια νηφάλια αποτίμηση της μοναρχίας στη νεότερη Ελλάδα, στο πεδίο της ιστορικής πράξης και ως προς τα κοινωνικά της θεμέλια, πέραν των θεωρητικών απόψεων για τον θεσμό ή τη λαϊκή του απήχηση. Απήχηση που, όπως το αδιάβλητο (τουλάχιστον σε σχέση με όσα προηγήθηκαν κατά τον εικοστό αιώνα: 1924, 1935, 1946, 1973) δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 κατέδειξε, παρέμεινε υψηλή (σχεδόν 31%) παρά την πληθώρα πολιτικών λαθών και τις εθνικές κρίσεις που επανειλημμένα προκάλεσαν οι αποφάσεις της δυναστείας η οποία υπήρξε ο φορέας του θεσμού.

Ένα από τα μεγαλύτερα ατυχήματα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας αποτέλεσε ίσως η έλλειψη εθνικής δυναστείας, την εποχή που σε όλη την Ευρώπη η μορφή αυτού του πολιτεύματος εθεωρείτο αυτονόητη αρχή νομιμότητας. Μια έλλειψη η οποία υπήρξε απότοκος της γενικής καταστροφής της ελληνόφωνης ηγέτιδας τάξης, συνεπεία της διάλυσης της ανατολικής χριστιανορωμαϊκής αυτοκρατορίας, πριν αυτή εξελιχθεί φυσιολογικά, όπως συνέβη στη Δύση, προς τα νεώτερα εθνικά κράτη. Η τουρκοκρατία δεν απορφάνισε το υπόδουλο γένος μόνο από τη φυσική του αριστοκρατία ή τις προϋποθέσεις συγκρότησης εθνικής αστικής τάξης (όπως θα διαφανεί αργότερα), αλλά και από τη νόμιμη διαδοχή. Οι δύο αδελφοί και τυπικοί διάδοχοι του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αποδείχθηκαν ανάξιοι των ιστορικών τους καθηκόντων, εκχωρώντας ο ένας στη Δύση και ο άλλος στον Σουλτάνο τα δικαιώματά τους, προκειμένου να παρατείνουν με κάποιαν άνεση τη θλιβερή ύπαρξή τους, θεωρώντας άνευ περιεχομένου την ιδέα της θυσίας, η οποία σφράγισε τη ζωή και τη δράση του αδελφού τους.

Όταν, μετά από αιώνες, έφτασε η ώρα της Επανάστασης και της Παλιγγενεσίας, οι λαϊκοί θρύλοι που ενίσχυαν το φρόνημα αντίστασης των Ελλήνων κατά την τουρκοκρατία, δεν είχαν σαφή αναφορά σε έναν υποψήφιο βασιλέα. Η δημοκρατική ιδέα άλλωστε ήταν κυρίαρχη στις διακηρύξεις αλλά και την ιδεολογία όλων των επαναστατών- πολιτικών, στρατιωτικών ή διανοουμένων. Δύο δυνητικοί υποψήφιοι για το Θρόνο, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ήταν αδύνατο (όπως αποδείχθηκε) να γίνουν αποδεκτοί από τους επαναστάτες και εξέλιπαν πρόωρα. Ο πρώτος στα κελιά της Αυστροουγγαρίας (ενώ η Φιλική Εταιρία είχε εξοβελιστεί από κάθε αναφορά της επαναστατικής ηγεσίας) και ο δεύτερος από ελληνικά χέρια, και μάλιστα (τι ειρωνεία) από χέρια τα οποία είλκυαν την καταγωγή τους από το μετέπειτα «κάστρο» της μοναρχίας στη νεότερη Ελλάδα. (περισσότερα…)

Το τέλος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Από τις αρχές του 21ου αιώνα, όλα τα κράτη της Δύσεως και κατ’ εξοχήν οι ΗΠΑ περιήλθαν υπό την κυριαρχία μιας αλαζονικής ολιγαρχίας, με τους πολιτικούς να γίνονται, ο ένας μετά τον άλλο, υποτελείς της και τους λαούς απλώς να αγωνιούν για τον επιούσιο, να πληρώνουν φόρους και να τρέμουν το αύριο.

«Από τότε που το κράτος έπεσε στην εξουσία και την κυριαρχία λίγων ισχυρών ανδρών, οι βασιλιάδες και οι κυβερνήσεις έγιναν υποτελείς και οι λαοί και τα έθνη απλώς πληρώνουν φόρους. Όλοι οι υπόλοιποι, όσο δραστήριοι και άξιοι και αν είναι, είτε ευγενείς είτε πληβείοι, συγκροτούμε έναν όχλο χωρίς επιρροή, χωρίς βάρος, υποταγμένοι σε αυτούς στους οποίους, σε ένα ελεύθερο κράτος, θα ήμασταν αντικείμενο φόβου»

Αυτό το απόσπασμα δεν προέρχεται από μια πρόσφατη ομιλία του Ντόναλντ Τραμπ ή της Μαρίν Λεπέν, αλλά από τον Ρωμαίο συγγραφέα Σαλλούστιο (Η συνωμοσία του Κατιλίνα, 20). Μπορεί η δεξιά να έχει εμμονή με τους παραλληλισμούς μεταξύ της τρέχουσας μεταναστευτικής κρίσης και της μετανάστευσης των λαών τον 5ο αιώνα μ.Χ., όμως η εποχή μας δεν θυμίζει τόσο την ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όσο την παρακμάζουσα Ρωμαϊκή Δημοκρατία του 1ου αιώνα π.Χ., που έζησε ο Σαλλούστιος όταν η Ρώμη βυθιζόταν στην διαφθορά, την  εξαθλίωση, την ανεργία, την μαζική μετανάστευση, την διάλυση της οικογένειας, απώλεια ταυτότητας, την δημογραφική παρακμή, την παγκοσμιοποίηση (μεσογειακή τότε), την υποχώρηση της προγονικής θρησκείας και την έλευση ανατολίτικων λατρειών, για να μην αναφέρουμε τον φιλοσοφικό ηδονισμό, την χρηματοοικονομική κερδοσκοπία, τις ελίτ που απομονώνονταν από την πραγματικότητα, την απολιτική στάση από την πλευρά των μαζών, την βιοτική ανασφάλεια, τους ασύμμετρους πολέμους, την κουλτούρα του «άρτος και θεάματα». (περισσότερα…)

Η εξαιρετική περίπτωση του Dominique de Roux

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Γνωστός στην ελληνική βιβλιογραφία μόνον από τις «Συνομιλίες» του με τον Βίτολντ Γκομπρόβιτς (Β. Γκομπρόβιτς, Διαθήκη, Νεφέλη 2014), ο Ντομινίκ ντε Ρου υπήρξε ένας σπουδαίος συγγραφέας και χαρισματικός εκδότης που κατέλιπε, στο σύντομό του πέρασμα από τη ζωή (1935-1977), μια πολύτιμη πνευματική διαθήκη. Μια διαθήκη που συνέταξε με το έργο, τον βίο και την κοσμοθεωρία του, η οποία περιφρονούσε εξίσου την αλαζονική δεξιά του χρήματος, την τάχα άσπιλη αριστερά του ηθικού πλεονεκτήματος, αλλά και την ακροδεξιά της αγανάκτησης και του αυταρχισμού.

Προερχόμενος από μια οικογένεια αριστοκρατών του Λανγκεντόκ και ηγετικών μορφών της μοναρχικής Action Française (παππούς του ο νομικός και ιστορικός Μαρί ντε Ρου και θείος του ο μεταπολεμικός ηγέτης της οργάνωσης Λουί-Ολιβιέ ντε Ρου), ο Ντομινίκ ντε Ρου θα μπορούσε να είχε παραμείνει ένας άνθρωπος της απόλυτης δεξιάς, πιστός στις αρχές της μοναρχίας και του καθολικισμού, ταγμένος στην υπεράσπιση των αξιών μιας αρχαίας τάξης. Θα μπορούσε επίσης να γίνει ένα είδος δεξιού αναρχικού, με ύφος δανδή, με ελαφρά ειρωνεία και επιφανειακή αυθάδεια. Θα ήταν έτσι δημοφιλής και επί της ουσίας ακίνδυνος, όπως τόσοι και τόσοι, παίζοντας τον ρόλο φιλικού ταραξία που σοκάρει μικροαστούς και τροφοδοτεί τα φτηνά μέσα ενημέρωσης. Όμως ο Ντε Ρου, από τα πρώτα του χρόνια, αναζήτησε την υπαρκτική ελευθερία, την οποία συνέδεσε με την επιθυμία του να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία, όπου πολύ γρήγορα ανήλθε σε άλλο ύψος, αρνούμενος τις νεκρές μορφές, στις οποίες επιμένουν συντηρητικοί και προοδευτικοί με δουλοπρεπείς επαναλήψεις κανόνων και δογμάτων. Πιστεύοντας πως «ύπαρξη θα πει το ον να στέλνει στην εξορία μιαν ορισμένη εμπειρία του εαυτού του, η οποία στη συνέχεια γίνεται ανάμνηση, μνήμη και θέληση επιστροφής και αναγέννησης», αισθάνθηκε γρήγορα πως το να υπάρχεις αυθεντικά στον μοντέρνο κόσμο σημαίνει να είσαι σε εξορία σε σχέση με το Είναι μα να το θυμάσαι πάντα και «όλα να τα θυσιάζεις για μιαν επιστροφή, για να αναστήσεις νεκρά πράγματα, για την ολική ανάκτηση μέσω της τέχνης ενός πνεύματος αναγέννησης».

Αναγνώστης σε βάθος του Σαρλ Πεγκύ, του Ζωρζ Μπερνανός, του Ρενέ Γκενόν και του Ιούλιου Έβολα, ο Ντομινίκ ντε Ρου ήταν κατ’ αρχήν αντιμοντέρνος. Εχθρικός προς τη βασιλεία της ποσότητας, τη θρησκεία του φράγκου και την παγκόσμια δημοκρατία της αγοράς (μια παρωδία αυτοκρατορίας που θεωρεί ότι κλείνει την Ιστορία, αντικαθιστώντας τους λαούς με ξεριζωμένες μάζες παραγωγικών μονάδων ικανών μόνο για κατανάλωση), ο Ντομινίκ ντε Ρου δεν ήθελε να γίνει ένας ακόμη αντιδραστικός ή συντηρητικός, αν κατανοήσουμε αυτούς τους δύο όρους ως επιθυμία για αυταρχική παλινόρθωση ή υπεράσπιση των ηθών και των προνομίων της αστικής τάξης. Περιφρονούσε τη δεξιά που έχει εμμονή στη διαχείριση και την ανάπτυξη αλλά και την ακροδεξιά που ονειρεύεται την στρατιωτική/αστυνομική τάξη. Για την επίσημη αριστερά ούτε λόγος. Εκτός από μερικές αυθεντικά αντισυμβατικές προσωπικότητες, δεν άντεχε την πεπεισμένη οίκοθεν για την ηθική και πνευματική της υπεροχή αριστερά, αυτή την αστική προσομοίωση των επιδοτούμενων από το καθεστώς διανοητών-ιερέων της νεωτερικότητας που μονίμως καταγγέλλουν και ηθικολογούν. Ασυγχώρητη επιλογή σε μιαν εποχή που δέσποζε ο θίασος της κατά φαντασίαν (στην εξουσία) επανάστασης, ο οποίος και τον έθεσε σε καραντίνα πριν αλλά και μετά τον πρόωρο θάνατό του. Μάταιος κόπος. Το έργο του είναι εδώ. (περισσότερα…)

Επί το μέγα ερείπιον η Ελευθερία ολόρθη

*

Διακόσια χρόνια από την έκδοση της «Λύρας»

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ποιος δεν ξέρει τον περίφημο σολωμικό στίχο για την Ελευθερία που προβάλλει «σαν και πρώτα ανδρειωμένη» από τα ιερά κόκκαλα των Ελλήνων, όπου εκατοικούσε για αιώνες πικραμένη κι εντροπαλή; Γραμμένοι το 1823 στη Ζάκυνθο αυτοί οι στίχοι, δεν μπορούσαν φυσικά να διαβαστούν αμέσως από το άλλο μέγα τέκνο της Ζακύνθου που βρισκόταν τότε στη Γενεύη. Μακριά από την θαυμασίαν νήσο που του έδωσε την πνοήν και του Απόλλωνος τα χρυσά δώρα, ο Ανδρέας Κάλβος έγραφε, τον ίδιο καιρό, τις περίφημες Ωδές, οι δέκα πρώτες εκ των οποίων («Η Λύρα») δημοσιεύονταν πριν από διακόσια ακριβώς χρόνια στην πόλη όπου η ανεξερεύνητη τύχη των Ελλήνων θέλησε να ζει, την ίδια εποχή, και ο Ιωάννης Καποδίστριας, παραστάτης και βοηθός του Κάλβου σε μια ζωή που «έθρεψαν κι εθεράπευσαν οι ακτίνες της υπεργλυκυτάτης Ελευθερίας («Λύρα», 1, 10). Δέσποζε το 1824 στη φιλελληνική κίνηση της Γενεύης η μορφή του Καποδίστρια που ζούσε με αφάνταστες στερήσεις καθώς σχεδόν όλη του η αποζημίωση από το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας πήγαινε στις ανάγκες του Αγώνα. Αυτός, ο Καποδίστριας, είναι ο άνθρωπος που θα μεσολαβήσει στον καλό φίλο των Ελλήνων, τον Γαλλοελβετό τραπεζίτη Εϋνάρδο για να χρηματοδοτήσει και την έκδοση της «Λύρας».

Αν, όπως ο Σολωμός, είναι εύλογο να αφιερώνει και ο Κάλβος μια ωδή Εις Ελευθερίαν, ως τη μόνη δικαίωση (ή διέξοδο αν προτιμάτε) της υπάρξεως, για μας, τα «Δυστυχισμένα πλάσματα/ Της πλέον δυστυχισμένης/ Φύσεως, [που] τελειώνομεν/ Ένα θρήνον και εις άλλον/ Πέφτομεν πάλιν» αφού «κατεδικάσθημεν,/ Άθλιοι, κοπιασμένοι,/ Πάντα να κατατρέχωμεν,/ Αλλά ποτέ δεν φθάνομεν,/ Την ευτυχίαν (9, 1-2), η δική του Ελευθερία δεν γεννιέται μέσα από τα ιερά οστά των Ελλήνων, όπως η σολωμική, αλλά μέσα από τη θάλασσα, όπως περιγράφει στην περίφημη δέκατη ωδή· την ωδή που υπό τον τίτλο Ο Ωκεανός, αφηγείται τη γέννηση της Ελευθερίας, όταν μετά από μια νύκτα δουλείας αιώνων (τότε που η φύσις όλη έμοιαζε εις τα φρικτά βασίλεια του θανάτου απ’ όπου ήχος ποτέ δεν έρχεται ύμνων ή θρήνων– 10,5), φτάνει η στιγμή που οι Ώρες ανοίγουν τα ηώα Κάγκελα των μακαρίων Σταύλων και τα ακάμαντα άλογα του Ηλίου εκβαίνουν (10,6), για να φωτίσουν τους ουρανούς. (περισσότερα…)

Ο ίσκιος του Παλαμά στο περιοδικό Νέα Γράμματα

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Για τη Γενιά του Τριάντα και τον κύκλο του περιοδικού Νέα Γράμματα, που αποτελεί ημιεπίσημο όργανό της, ο Κωστής Παλαμάς είναι γνωστό ότι συνιστά ένα από τα πιο υψηλά πρότυπα της ελληνικής ποιητικής παράδοσης. Γνωστές οι μελέτες του Αντρέα Καραντώνη και του Κωνσταντίνου Τσάτσου, παροιμιώδης η αφοσίωση του Γιώργου Κατσίμπαλη, του πιστότερου και αποτελεσματικότερου υποστηρικτή του παλαμικού έργου και της παλαμικής πρωτοκαθεδρίας: δική του η πρωτοβουλία της σειράς Για να γνωρίσουμε τον Παλαμά, που άρχισε το 1929, δική του πρωτοβουλία και η ίδρυση το 1960 του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά και η πρώτη έκδοση των Απάντων του. Κι αν ο Κατσίμπαλης δεν κατάφερε, παρότι αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις, να τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ ο Παλαμάς, το πρώτο ελληνικό Νόμπελ θα το κατακτούσε ένας ποιητής βγαλμένος από τα σπλάχνα της γενιάς αυτής και των Νέων Γραμμάτων, μαθητής (έστω απείθαρχος) του Παλαμά: ο Γιώργος Σεφέρης, ο ποιητής που με το ίδιο πάθος υποστήριξαν, ως ρηξικέλευθη συνέχεια της παλαμικής παράδοσης, με σύγχρονους όρους φυσικά, οι στυλοβάτες των Νέων Γραμμάτων, ο Κατσίμπαλης και ο Καραντώνης, διευθυντής του περιοδικού, που νεότατος έγραψε τα δύο πρώτα του βιβλία για τον Παλαμά και τον Σεφέρη [Εισαγωγή στο παλαμικό έργο, 1929 και Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, 1931].

Τα Νέα Γράμματα (είναι χαρακτηριστικό) ξεκινούν τον Ιανουάριο του 1935 με ένα μικρό δοκίμιο του Κωστή Παλαμά υπό τον τίτλο Απόκριση σε κάποια ρωτήματα, καθώς είναι γραμμένο με βάση ερωτήσεις που του είχαν τεθεί από τον Μπόγνταν Ράντιτσα, Κροάτη φιλέλληνα διανοούμενο, διευθυντή του γραφείου τύπου της γιουγκοσλαβικής πρεσβείας στην Αθήνα (και μεταφραστή στα κροατικά των Παπαδιαμάντη, Βάρναλη και Ουράνη), για θέματα σχετικά με την ελληνική αλλά και τη διεθνή λογοτεχνία. Το μικρό αυτό δοκίμιο (βλ. Άπαντα Παλαμά, ΙΔ΄, σ. 348-363) αρχίζει με μια αναδρομή στην ποιητική του και στον αποφασιστικό ρόλο που είχε για την κατίσχυση της δημοτικής. Το εντυπωσιακό όμως είναι άλλο: καλύπτει 15 από τις 48 σελίδες του τεύχους! Οι αναφορές του Παλαμά στους σύγχρονους συγγραφείς ξεκινούν με τους μυθιστοριογράφους της γενιάς του Τριάντα: Μυριβήλης, Θεοτοκάς, Καραγάτσης, Τερζάκης, Πετσάλης, Βενέζης. Αμέσως μετά το κείμενο του Παλαμά ακολουθούν ποιήματα του Γ. Σεφέρη από τη νέα του συλλογή, τη Στέρνα. Ο Σεφέρης θα έχει την πιο ισχυρή παρουσία στις σελίδες του περιοδικού, την πιο περίοπτη θέση· οι δημοσιεύσεις του συγκρίνονται σε συχνότητα μόνο με αυτές του Καραντώνη που είναι ο διευθυντής και ο βασικός κριτικός του περιοδικού. (περισσότερα…)

«Μη μου ζητάτε φιλολογικά προτερήματα»

*

Η είσοδος της Πηνελόπης Δέλτα στη λογοτεχνία
μέσα από την αλληλογραφία της με τον Κωστή Παλαμά

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Δύο από τις σημαντικότερες πνευματικές μορφές του «βενιζελικού ευαγγελισμού», του πολύμορφου αυτού πολιτικού και πολιτισμικού κινήματος του εικοστού αιώνα για μια ισχυρή και σύγχρονη Ελλάδα, υπήρξαν ο Κωστής Παλαμάς και η Πηνελόπη Δέλτα. Οι δρόμοι τους συναντήθηκαν στο ζωογόνο ρεύμα του δημοτικισμού (η Δέλτα έγινε μέλος του «Αδερφάτου» των δημοτικιστών της Πόλης) και η αλληλογραφία τους φωτίζει τις ιδέες με τις οποίες εισήλθε στα ελληνικά γράμματα η μεγάλη συγγραφέας, από τη γέννηση της οποίας συμπληρώνονται φέτος 150 χρόνια.

Η Δέλτα διάβαζε συστηματικά τα έργα του Παλαμά. Αφορμή για την πρώτη τους  επικοινωνία ωστόσο ήταν η έκδοση το 1907 του Δωδεκάλογου του Γύφτου. Ο Παλαμάς, με παρότρυνση του κοινού τους φίλου Αλέξανδρου Πάλλη, στέλνει ένα αντίτυπο στην Πηνελόπη Δέλτα που ζει εκείνο τον καιρό στη Φρανκφούρτη. Όμως η Δέλτα είχε ήδη φροντίσει να το παραγγείλει και μάλιστα το είχε προπληρώσει. Γράφει ο Παλαμάς σε σχετικό γράμμα (2/15 Αυγούστου 1907):

«Είχα ακούσει πως κάπως διαφορετικά από τα συνηθισμένα σ’ εμάς, προσέχετε στην οποιαδήποτε κίνηση της νέας μας λογοτεχνίας και αγαπάτε την ποίησή μας και τη γλώσσα της. Για τούτο χάρηκα με την ευκαιρία που μου εδόθη και φρόντισ’ αμέσως να σας το προσφέρω το βιβλίο μου (…) Δυστυχώς ο φίλος κ. Πάλλης ελησμόνησεν εγκαίρως να με πληροφορήση, με πληροφόρησε δε, αφού σας είχα στείλει το βιβλίο, πως τούτο ήταν ακριβοπληρωμένο. Με στενοχώρησε το πράγμα…».

Σε αντιστάθμισμα και σε «γιατρικό του κακού» (όπως προσθέτει), ο Παλαμάς στέλνει στη Δέλτα ένα ακόμη αντίτυπο του Δωδεκάλογου και το θεατρικό του έργο, την Τρισεύγενη. Η επικοινωνία τους θα γίνει πιο τακτική από το 1909, καθώς η Δέλτα ετοιμάζει το πρώτο της βιβλίο, τη νουβέλα («παιδικό διήγημα» το αποκαλεί η ίδια) Για την Πατρίδα. Έχοντας διαβάσει στον Νουμά» του Οκτωβρίου του 1908 ένα άρθρο του Παλαμά για τα αναγνωστικά βιβλία των παιδιών και βλέποντας την παντελή έλλειψη βιβλίων για παιδιά, η Δέλτα αποφασίζει (όπως θα γράψει στην επιστολή της 31ης Μαΐου 1909) «να πάρω τη βουτιά, χωρίς καμιάν απαίτηση να γράψω διήγημα που να έχει αξία, αλλά μόνο να κάμω κάτι Ελληνικό, με Ελληνικές ιδέες σ’ ένα Ελληνικό περιβάλλον». Τη νουβέλα (αλλά και το παραμύθι «Η καρδιά της βασιλοπούλας» που θα συνόδευε την έκδοση), η Δέλτα τα διάβαζε στα παιδιά της και τα δούλευε ανάλογα με τις κρίσεις τους ώστε να τα προσαρμόσει στην παιδική νοοτροπία. Όταν θεώρησε πως ολοκλήρωσε τη συγγραφή και θέλοντας να έχει μιαν ακριβοδίκαιη εκτίμηση, θα στείλει το δοκίμιο στον Παλαμά μέσω του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, από τον οποίο μάλιστα ζητά να μην αποκαλύψει την ταυτότητα του συγγραφέα, ώστε να ακούσει όλη την αλήθεια, «όσο πικρή και αν επρόκειτο να είναι, χωρίς τα κομπλιμέντα που κάνουν συνήθως στις κυρίες». (περισσότερα…)

Ας μιλήσουμε για την Ευρώπη

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Δεν είναι πρωτόγνωρα τα φαινόμενα ιλαροτραγωδίας που συνοδεύουν και τις επικείμενες εκλογές, με τα ψηφοδέλτια για τα επίδοξα μέλη ενός πολιτικού σώματος χωρίς καμιά ουσιώδη αρμοδιότητα, όπως είναι το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Η κωμική πρόσοψη, ωστόσο, δεν είναι ικανή να αποκρύψει την τραγική απόληξη που έχει κάθε ιλαροτραγωδία και δεν επιτρέπει τον ψυχωφελή αναχωρητισμό. Πιθανότατα, μάλιστα, αναχωρητισμός να είναι η ίδια η βαρύθυμη προσέλευση σε μια διαδικασία επιλογής αδιάφορης μπροστά στην άλλοτε ύπουλη και άλλοτε βάναυση κατάρρευση της Ευρώπης. Κατάρρευση η οποία δεν αντιμετωπίζεται με την επιλογή χρωμάτων της πρόσοψης ενός κτηρίου που είναι σήμερα άδειο κέλυφος, το κέλυφος της υποτέλειας και της παρακμής της γηραιάς ηπείρου.

Αν οι Βρυξέλλες και το Στρασβούργο αντικατοπτρίζουν σήμερα απλώς την αφάνεια των ευρωπαϊκών λαών, προς δόξαν μιας διαχειριστικής διακυβέρνησης που θυμάται την έννοια της κυριαρχίας μόνο για να απογυμνώνει τα έθνη αλλά όχι και για να απαιτεί μιαν ευρωπαϊκή ισχύ, ομολογώ πως δεν είναι εύκολο να βρει κανείς τον τρόπο να αντισταθεί σε μια εμπεδωμένη νοοτροπία προτεκτοράτου έναντι της αμερικανικής αυτοκρατορίας· νοοτροπία που θέλει την Ευρωπαϊκή Ένωση να υπάρχει μόνο για να κατανέμει δευτερεύουσες εξουσίες, να διανέμει κονδύλια και να απονέμει τιμές (εξαγοράζοντας όσους την αμφισβητούν ώστε να συντηρείται μια αυταπάτη ενότητας) ή να διοργανώνει κακόγουστα πάρτυ τα οποία απλώς επιβεβαιώνουν και την πνευματική υποτέλεια και την πολιτική παρακμή.

Διχασμένη επί της ουσίας, η Ευρώπη είναι εδώ και καιρό πεδίο άγονης αντιπαράθεσης μεταξύ μιας αλαζονικής δεξιάς και μιας εκφυλισμένης αριστεράς που ομονοούν όταν πρόκειται να επιτεθούν στα τελευταία οχυρά του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αφού επιδιώκουν αμφότερες να αντικαταστήσουν την ευρωπαϊκή ταυτότητα με τον παγκοσμιοποιημένο ηδονισμό. Απέναντι σε αυτή την επίθεση εξαπλώνονται κινήματα αντίστασης που όμως εγκλωβίζονται σε ψευδαισθήσεις επιστροφής στα έθνη- κράτη, με συνέπεια η Ευρώπη να κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια σκακιέρα για τα αυτοκρατορικά συμφέροντα των δύο μεγάλων δυνάμεων του νέου πολυπολικού κόσμου, των ΗΠΑ και της Κίνας. Ο τρίτος δρόμος, η δέσμευση για μια ευρωπαϊκή ενοποίηση που δεν θα βασίζεται στον αγώνα ενάντια στις ταυτότητες και τις παραδόσεις, όπως κάνουν οι φιλελεύθεροι φεντεραλιστές αλλά στην συνύπαρξη και την σύνθεσή τους, φαίνεται ακόμη αδιάβατος. (περισσότερα…)

Ο Τ. Σ. Έλιοτ και ο κύριος Ευγενίδης

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Ο Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ ΚΑΙ Ο κ. ΕΥΓΕΝΙΔΗΣ

Ο Ευγένιος Ευγενίδης (1882-1954), εφοπλιστής και εθνικός ευεργέτης, μου έφερε στον νου την περίφημη σύνδεσή του με την ποίηση, μέσα από την Έρημη χώρα του Έλιοτ. Θυμίζω τους στίχους από το τρίτο μέρος της συλλογής «Το κήρυγμα της φωτιάς»:

Ανύπαρκτη πολιτεία.
Κάτω από τη φαιά ομίχλη ενός χειμωνιάτικου μεσημεριού
Ο κύριος Ευγενίδης, έμπορος εκ Σμύρνης
Αξύριστος, με τις τσέπες γεμάτες σταφίδες
Κατευθείαν για Λονδίνο: φορτωτικές πληρωτέες άμα τη εμφανίσει,

Με κάλεσε με τα άξεστα γαλλικά του
Για γεύμα στο Κάνον Στρητ Οτέλ
Και μετά για ένα σαββατοκύριακο στο Μετροπόλ.

Το ποίημα εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1922 αλλά γραφόταν επί αρκετά χρόνια και είχε ολοκληρωθεί πριν την Καταστροφή του Αυγούστου του 1922. Η αναφορά σε έναν Σμυρναίο έμπορο δεν είναι παράδοξη καθώς το ανατολικό ζήτημα απασχολεί έντονα τη βρετανική ζωή εκείνα τα χρόνια. Όμως έχει και μία πραγματική αφορμή. Ο Έλιοτ γνώρισε τον Ευγενίδη τον καιρό που εργαζόταν στο Σίτυ ως τραπεζικός υπάλληλος, στην Lloyds Bank όπου προσλήφθηκε το 1917 και παρέμεινε ως το 1925. Το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Ευγενίδη (που δεν ήταν Σμυρναίος, γεννήθηκε το 1882 στο Διδυμότειχο, αλλά δραστηριοποιείτο στο εμπόριο με την Σμύρνη) αναδείχθηκε πολύ νωρίς στην οργάνωση των μεταφορών και το διεθνές εμπόριο. Ήδη από το 1902 εργαζόταν σε μια βρετανική ναυτιλιακή εταιρία, στην Doro’s Brothers και τέσσερα χρόνια αργότερα προσλήφθηκε ως γενικός διευθυντής στο ναυτιλιακό πρακτορείο Reppen. Υπήρξε ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σκανδιναβικής ξυλείας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ανέλαβε την πρακτόρευση της σουηδικής ναυτιλιακής εταιρείας Svenska Orient Linien. Ως προς τις μεθόδους πλουτισμού δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ο στίχος για πρόσκληση σε γεύματα και weekend προς έναν τραπεζικό υπάλληλο είναι προφανής, αρκεί για τα περαιτέρω. Το πρωτεύον μοτίβο που αντηχεί σε όλο το ποίημα ωστόσο, είναι άλλο. Είναι το μοτίβο ενός προφήτη, ενός οραματιστή. Ο Έλιοτ βλέπει τον εαυτό του σε αυτόν τον ρόλο, αισθάνεται (και είναι) ένας από τους λίγους που μπορούσαν να δουν και να κατανοήσουν τη διεφθαρμένη και έρημη προοπτική του μοντέρνου κόσμου γύρω του. (περισσότερα…)

Καμπύλη, η ελληνική γραμμή

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

ΚΑΜΠΥΛΗ, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ

Στις αρχές του εικοστού αιώνα ο Περικλής Γιαννόπουλος καλούσε τους Έλληνες να ανεβούν στην Ακρόπολη για να αντιληφθούν, παρατηρώντας το αττικό τοπίο τριγύρω, την σαφήνεια, την δύναμη του φωτός, την διαφάνεια του αέρα, την διαυγέστατη ελληνική γραμμή. «Ἡ φυσικὴ αὐτή, διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς», έγραφε,

«δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἡ θεμελιώδης ἰδέα, ἡ θεμελιώδης βάσις, ἡ ἀναπότρεπτος Ἀνάγκη, πρὸς τὴν ὁποίαν θέλουσαι καὶ μὴ θέλουσαι θὰ συμμορφωθοῦν αἱ Τέχναι ὅλαι (…) Πουθενὰ μαυρίλα, πουθενὰ θηριωδία, πουθενὰ πάλη, πουθενὰ μῖσος, πουθενὰ κτηνωδία, πουθενὰ ὀξύτης, πουθενὰ χολή, πουθενὰ ἀπαισιοδοξία, πουθενὰ τεραστιότης, πουθενὰ ὄγκος, πουθενὰ κόμπος, πουθενὰ βάρος, πουθενὰ πλῆθος, πουθενὰ ἀνάμιξις, πουθενὰ σύγχυσις, πουθενὰ θεομανία, πουθενὰ βαρυσοφία, πουθενὰ ἀπελπισία, πουθενὰ βαρυθυμία, πουθενὰ καρηβαρία, πουθενὰ συλλογισμός.

Παντοῦ φῶς, παντοῦ ἡμέρα, παντοῦ τερπνότης, παντοῦ ὀλιγότης, ἄνεσις, ἀραιότης· παντοῦ εὐταξία, συμμετρία, εὐρυθμία· παντοῦ εὐγραμμία, εὐστροφία Ὀδυσσέως, λιγυρότης παλληκαριοῦ· παντοῦ ἡμερότης, χάρις, ἱλαρότης· παντοῦ παίγνιον ἑλληνικῆς σοφίας, διάθεσις γελαστική, εἰρωνεία Σωκρατική· παντοῦ φιλανθρωπία, συμπάθεια, ἀγάπη· παντοῦ ἵμερος, πόθος ᾄσματος, φιλήματος· παντοῦ πόθος ὕλης, ὕλης, ὕλης· παντοῦ ἡδονὴ Διονύσου, πόθος φωτομέθης, δίψα ὡραιότητος, λίκνισμα μακαριότητος· παντοῦ πέρασμα ἀέρος θουρίου, ἀέρος ὁρμῆς, ἀέρος ἀλκιμότητος, σφριγηλότητος καὶ παντοῦ μαζὺ πέρασμα ἀέρος μελαγχολίας καλλονῆς, λύπης καλλονῆς, θρήνου θνήσκοντος Ἀδώνιδος. Καὶ παντοῦ ἀὴρ φωτεινοῦ θουρίου δένων τὰ μέλη καὶ μαζὺ ἀὴρ φλογέρας λύων τὰ μέλη μὲ ἡδυπάθειαν. Καὶ παντοῦ πέρασμα ἀέρος φέρον ὀλοφυρμοὺς Ἀφροδίτης καὶ μαζὺ δυνατὸν Σατυρικὸν ὀξύ».

Αν το ελληνικό Τοπίο επέτρεπε ευλόγως πριν από έναν αιώνα μια τέτοια υψιπετή διακήρυξη, για ποιαν ελληνική γραμμή μπορούμε σήμερα να μιλήσουμε εμείς, οι επιζώντες του ελληνικού ναυαγίου (ναι, ναυαγίου, αφού ο μείζων στόχος της Παλιγγενεσίας, ένας νέος ελληνικός πόλος και πολιτισμός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ); Τώρα που από την Ακρόπολη είναι αδύνατον πια να δει κανείς εκείνη την εικόνα (μάλλον σε αυτά που εξορκίζει ο Γιαννόπουλος καταλήξαμε), τι απομένει ακριβώς ως θεμέλιο ελληνικής αισθητικής; (περισσότερα…)

Η μαφία του γουοκισμού

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Είναι καιρός τώρα που η δημοκρατία, η οικουμενικότητα, ο Λόγος, η ελευθερία της έκφρασης, όλες οι αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ποδοπατούνται από μια κίνηση που ξεκίνησε στις Ηνωμένες Πολιτείες και απλώνεται σαν επιδημία σε όλο τον πλανήτη εξυπηρετώντας συγκεκριμένα συμφέροντα. Είναι ο λεγόμενος γουοκισμός. Οι οπαδοί και οι απλοί συμπαθούντες του ισχυρίζονται είτε ότι πρόκειται απλώς για μορφή αντιρατσισμού ή ότι η λέξη επινοήθηκε από τους αντιπάλους τους για να τους δυσφημήσουν. Κάθε λόμπι, με κορυφαίο το πλέον διαβόητο, τη μαφία, υποστηρίζει ακριβώς αυτό, ότι… δεν υπάρχει. Ο γουοκισμός μπορεί να μην έχει την κάθετη δομή της μαφίας και να μη σκοτώνει παρά μόνο υπολήψεις (προς το παρόν), έχει ωστόσο πολλά κοινά σημεία με τις μαφίες: εγκαθιδρύει την εξουσία του μέσω δικτύων συνεννόησης, εκφοβισμού και διείσδυσης σε θεσμούς. Λειτουργεί μέσω του σημασιολογικού εισοδισμού, διά του οποίου λέξεις με μια κατεξοχήν προοδευτική χροιά διαστρέφονται για να κερδίσουν έδαφος σε απολιτικές μάχες σε όλο τον κόσμο, χάρη στην καλοπροαίρετη διάθεση χρήσιμων ηλίθιων.

Σε ένα πρόσφατο άρθρο (με τίτλο “L’ entrisme sémantique du wokisme”) η σπουδαία κοινωνιολόγος, Nathalie Heinich, διευθύντρια ερευνών στο CNRS, συγγραφέας του βιβλίου Γουοκισμός: Ο νέος ολοκληρωτισμός; (κυκλοφόρησε πριν λίγες εβδομάδες και στην Ελλάδα, από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις, σε μετάφραση της Χριστίνας Σταματοπούλου), κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, επισημαίνοντας πως πρέπει πλέον να είμαστε επιφυλακτικοί για μια σειρά λέξεων. Αντιγράφω:

Να είμαστε επιφυλακτικοί με τη λέξη «διαφορετικότητα», γιατί πέρα ​​από τη φιλική, ανοιχτή, χροιά της, ωθεί στην πραγματικότητα την επιβολή ενός ψευδοκοινοτιστικού ιδεολογήματος, όπου τα άτομα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μέλη μιας «κοινότητας» και όχι ως μέλη μιας τάξης, ενός έθνους ή της ενιαίας ανθρωπότητας, ούτε σύμφωνα με την ατομική τους αξία, αλλά ως φορείς ορισμένης ιδιότητας.

Να είμαστε επιφυλακτικοί με τις λέξεις «περιεκτικός» ή «συμπεριληπτικός»: δεν έχουν τον ανθρωπιστικό στόχο να ενσωματωθούν όλοι στην κοινωνία, αλλά να επιβληθούν αναξιοκρατικά κάποιοι μέσω της αλληλεγγύης της «κοινότητάς» τους. (περισσότερα…)