ΝΠ | Τέχνες

Χρήστος Μαρκίδης, «Ο τόπος και ο καιρός δεν μας χωρούν πλέον»

*

Με αφορμή την αναδρομική έκθεση του ζωγράφου στην γκαλλερύ Art Projekt Space (Φαλήρου 66, Αθήνα, 10 Σεπτεμβρίου – 8 Οκτωβρίου 2025), το ΝΠ αναρτά μια παλαιότερη, του 2004, αλλά αδημοσίευτη συνομιλία του Χρήστου Μαρκίδη με τη στιχουργό Αγαθή Δημητρούκα.

~.~

ΑΓΑΘΗ ΔΗΜΗΤΡΟΥΚΑ: Η ζωγραφική σου, οι μορφές στη ζωγραφική σου, περιέχουν την ηχηρή μοναξιά. Μια μοναξιά διττή. Της προβαλλόμενης μορφής και του δημιουργού, που “κρύβεται” πίσω απ’ το έργο παρακολουθώντας το, ενώ παρακολουθεί ταυτόχρονα και τον θεατή. Θέλω να πω ότι όταν παρατηρώ ένα έργο σου, ακόμη κι αν στέκεσαι δίπλα μου και με “ξεναγείς” σ’ αυτό, έχω την αίσθηση πως με κοιτάς κρυμμένος πίσω από τον καμβά, με τη ματιά κάποιου θεού που βλέπει, εξετάζει, ερευνά, χωρίς να παρεμβαίνει. Χωρίς να παρεμβαίνει ακόμη, ίσως;

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ: Αυτό σημαίνει ότι η ζωγραφική φέρει ακόμη τη μνήμη του Θεού κι ότι στο έργο μου υπάρχει κατά κάποιο τρόπο η παρουσία της. Η καθ’ ημάς παράδοση περιείχε πάντοτε τούτο το βλέμμα. Στην αντίστοιχη δυτική, τη θέση του Θεού έχει καταλάβει από ένα σημείο και πέρα, απολύτως βέβαιος για τον εαυτό του και τον κόσμο, ο καλλιτέχνης. Στον Βελάσκεθ, π.χ., δεν υπάρχει κανενός είδους μοναξιά. Υπάρχει το περιβάλλον της Αυλής και οι βεβαιότητες οι ακμαίες της εποχής του. Πώς να παρέμβει ο Θεός. Σήμερα δε, μοιάζει να μην μπορεί να παρέμβει όχι μόνον ο Θεός αλλά και ο άνθρωπος. Είμαστε υποχείρια της Τεχνικής, που ένας συγκεκριμένος επιθετικός πολιτισμός, δημιούργησε.

Α.Δ.: Μέσα στον επιθετικό πολιτισμό, η μοναξιά εκλαμβάνεται ως άμυνα, άμυνα καρτερική, αλλά ακλόνητη, δεν σπάει. Όσο και να λυγίζουν οι μορφές στα έργα σου, δεν σπάνε, δεν διαλύονται. Γέρνουν για ν’ αποτυπώσουν στην ύλη τη δική τους μνήμη του Παραδείσου, ή ατενίζουν. Είναι άραγε μνήμη του σκοταδιού πριν από τη δημιουργία του κόσμου; Η μορφή στο έργο σου μου δίνει την εντύπωση ότι συλλέγει και συμπυκνώνει εντός της το σκοτάδι του σύμπαντος για να μείνει η γη φωτεινή. Αλλά φωτιζόμενη εκ των έσω, σαν να φλέγεται εσωτερικά, σαν να πυρπολείται εσωτερικά και να εκπέμπει ένα στιλπνό φως και συγχρόνως πυκνό, απροσδιορίστου βάθους. Κι είναι φως, μόνο φως, όχι φωτιά.

Χ.Μ.: «Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός», θα έλεγα, προσυπογράφοντας τον στίχο του ποιητή. Πορευόμαστε με το πυρ δημιουργικά και καταστροφικά από τις απαρχές της υπάρξεώς μας. Η φωτιά και η στάχτη είναι οι υλικές πλευρές του κόσμου, ζωή-θάνατος και τανάπαλιν, δύο αρχέγονες δυνάμεις που αντιπαλεύουν στην πράξη. Το φως και το σκοτάδι ορίζουν ποιοτικής τάξεως συνειδητοποιήσεις, συνδιαλέγονται. Στις καθ’ ημάς νωπογραφίες, π.χ., το σκότος λειτουργεί ως φόντο για να προβάλλει τις μορφές. Στις ιερές Εικόνες η νύχτα μεταμορφώνεται σε απαστράπτον φως, ο υπερούσιος γνόφος αποτελεί πνευματικό συστατικό της παρηγορητικής θεοπτίας. Σήμερα ο καβγάς γίνεται για το πάπλωμα. Αυτό που ενδιαφέρει συνολικά είναι η αυτονομημένη προοπτική του φόντου της Αναγέννησης· ούτε o Θεός ούτε o κόσμος ούτε o άνθρωπος. Ανάγκη ποσοτικής επιβεβαίωσης, μ’ άλλα λόγια, και φαντασίωση ανελέητη της αδιαφάνειας. Έτσι η μοναχικότητα του εικαστικού ταμπλώ ταυτίζεται μαρτυρικά με την εξομολογητική αμηχανία του γραπτού λόγου. Είναι θαρρώ οι μόνες εναπομένουσες φωταγωγικές άμυνες.

*

(περισσότερα…)

Γεώργιος Άβλιχος, Κοπέλα στο παράθυρο

*

Θα το ζωγράφιζα κι αυτό άν μπορούσα:
το μακρινό σημείο που σε κρατά
στην απουσία-του επίμονα παρούσα.

Νά ’ναι απο κεί που φύσηξε το αγέρι
κι ανέβασε στον ώμο αριστερά
την κόκκινη κορδέλα; Εκείνο ξέρει

τί θα σου αφήσει, τί θα πρωτοαρπάξει.
Μα εγώ πασχίζω κόντρα στον καιρό
τρίχα απο των μαλλιών-σου το μετάξι

να μή χαθεί… Και παίρνω στο κυνήγι
με το πινέλο-μου ενα σκόρπιο ρο-
δοπέταλο που πάει να μου ξεφύγει.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ

* (περισσότερα…)

Ο φωτογράφος Αντρέι Ταρκόφσκι

Σβεν Νύκβιστ και Αντρέι Ταρκόφσκι στα γυρίσματα της Νοσταλγίας.

*

Προλόγισμα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΑΜΑΝΑΤΙΔΟΥ

Ο Αντρέι Ταρκόφσκι, ο πιο στοχαστικός και ποιητικός σκηνοθέτης του 20ού αιώνα, δεν περιορίστηκε μόνο στον κινηματογράφο για να εκφράσει την καλλιτεχνική του ευαισθησία. Κατά τη διάρκεια της εξορίας του στη Δύση, στράφηκε στη φωτογραφία Polaroid, δημιουργώντας μια σειρά εικόνων που αποτυπώνουν με μοναδικό τρόπο την εσωτερική του αναζήτηση και την υπαρξιακή του αγωνία.

Τα μακρόσυρτα πλάνα ακινητοποιούνται στις Polaroid του. Καθημερινές εικόνες, τοπία ονειρικά και ομιχλώδη, σκηνές από τη «Νοσταλγία» Ο κόσμος θαρρείς σταματά. Σταματά εκεί που ξεκίνησε. Καθηλώνει το χρόνο. Εξοστρακίζει το χρόνο. Εξιστορεί το ανείπωτο. Οι φωτογραφίες του, συγκεντρωμένες στο λεύκωμα Instant Light, δεν είναι απλώς στιγμιότυπα της καθημερινότητας, μα μικρά ποιήματα φωτός και σιωπής, εικόνες που μοιάζουν να αιωρούνται έξω από τον χρόνο. Τοπία βουτηγμένα στην ομίχλη, εσωτερικά δωματίων με φυσικό φως , όλα αποπνέουν μια αίσθηση στοχαστικής ηρεμίας και μελαγχολίας. Φωτογραφίες τεμαχισμένες από βλέμμα που ήξερε να βλέπει το άρρητο.

*

* (περισσότερα…)

Χρήστος Μποκόρος, Το ελληνικό βλέμμα στη ζωγραφική | Νύχτες του Ιουλίου 2025

*

Σάββατο και Κυριακή 12-13 Ιουλίου

Περιπατητικό σεμινάριο

Χρήστος Μποκόρος
Το ελληνικό βλέμμα στη ζωγραφική

(σε σύμπραξη με τον Ορειβατικό Σύλλογο Χανίων)

Υπάρχει ελληνικό βλέμμα στη ζωγραφική; Τι διακρίνει την ελληνική τέχνη, αρχαία και βυζαντινή, από τις λοιπές παραδόσεις, ιδίως της Ευρώπης της Αναγέννησης και των Νέων Χρόνων; Και αν υπάρχει μια τέτοια διαφορά, τι σημαίνει αυτή για μας σήμερα; Για τέταρτη συνεχή χρονιά, και μετά τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσαν οι προηγούμενες περιπατητικές διαλέξεις μας το 2022-2024, οι Νύχτες Ιουλίου διοργανώνουν ένα διήμερο σεμινάριο, αυτή τη φορά, με φιλοξενούμενό μας τον διακεκριμένο ζωγράφο Χρήστο Μποκόρο. Κατά τη διάρκεια του, οι συμμετέχοντες θα περπατήσουν σε περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους κοντά στα Χανιά ξεναγούμενοι από τον Χρήστο Μποκόρο στην ενδοχώρα της ελληνικής τέχνης και στα διαχρονικά ερωτήματα που εκείνη μας θέτει.

Στην πρώτη μας συνάντηση θα περπατήσουμε πλάι στον Κοιλιάρη ποταμό, στη θέση Πλατανάκια, ενώ στην δεύτερη θα περιηγηθούμε στο Πευκοδάσος της Χρυσής Ακτής. Οι δυο διαδρομές δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες δυσκολίες για τους περιπατητές, καλό είναι ωστόσο αυτοί να έρθουν με ρούχα και παπούτσια κατάλληλα για την περίσταση.  Ώρα έναρξης και των δύο περιπάτων, η δεκάτη πρωινή.

Σημεία συνάντησης:
Σάββατο 12.7, 10.00 πμ: Πλατανάκια, Στύλος Αποκορώνου, Ναός Αγίου Ιωάννου.
Κυριακή 13.7, 10.00 π.μ. Δασάκι Χρυσής Ακτής, πίσω από το γήπεδο.

Συμμετοχή ελεύθερη

*

*

Οι δώδεκα βασιλοπούλες και τα πασουμάκια τους

*

της ΣΕΣΙΛ ΙΓΓΛΕΣΗ ΜΑΡΓΕΛΛΟΥ

Ήταν μια φορά και δώδεκα καιρούς (λέμε «δώδεκα», γιατί ο χρόνος πολλαπλασιάζει τους καιρούς) δώδεκα βασιλοπούλες ή πριγκιποπούλες – όπως προτιμάτε. Σκέτες κοπελίτσες ήταν, βέβαια, όπως όλες, αλλά το παραμύθι τις θέλει αναβαθμισμένες, για λόγους γκλάμουρ – αλλιώς, το Crown π.χ. θα ’χε πάει άπατο.

Αφού ήταν βασιλοπούλες, είχαν μπαμπά βασιλιά. Αυτός ήταν φυσικά πανηλίθιος, τύραννος, φαλλοκράτης και έπασχε από αντίστροφο οιδιπόδειο: ήταν εκείνος ερωτευμένος με τις κόρες του (και με τις 12 – πού ακούστηκε!).

Μαμά-βασίλισσα δεν υπήρχε πουθενά στην ιστορία. Και ιδού γιατί: όταν δεν είναι κακές μανάδες, ή φθονερές μητριές, ή θεόμουρλες, ή φρικτές μάγισσες, οι μαμάδες των παραμυθιών –εστεμμένες ή μη– διατελούν νεκρές ή ανύπαρκτες. Έτσι, τα παραμύθια ξεμπερδεύουν χωρίς πολλά-πολλά απ’ τις καλές μητρικές φιγούρες, που μπερδεύουν τους πάντες, ακόμη και τον Φρόυντ.  Βέβαια, στην αληθινή ζωή, υπάρχουν μανάδες που μπορούν να μετριάσουν τις αυθαιρεσίες του δεσποτικού πατρός, που σφουγγαρίζουν, μαγειρεύουν, αλλάζουν πάνες, είναι CEO στη Microsoft, πλέκουν κάλτσες για τα στρατά και καμιά φορά αυτοθυσιάζονται, θυσιάζοντας μαζί και τα τέκνα τους (βλ. Σουλιώτισσες). Στα παραμύθια, ποτέ. Είτε τις τρώει η μαρμάγκα από την πρώτη φράση είτε ξεκάνουν κατευθείαν τέκνα και λοιπούς συγγενείς. Μετά, καβαλάνε το φτερωτό άρμα του Ήλιου, και μην τις είδατε (βλ. Μήδεια).

Τέλος πάντων (που λέει ο λόγος),  ο πανηλίθιος μπαμπάς-βασιλιάς διπλοκλείδωνε τις θυγατέρες του το βράδυ, μην τυχόν του ξεφύγουν, προτού τις μοσχοπαντρέψει με βασιλοπαλικαρόπουλα της αρεσκείας του, ώστε να  δωδεκαπλασιάσει το βασίλειό του (οιδιπόδειο, ξε-οιδιπόδειο, είχε τον νου του και στο δημόσιο συμφέρον). Αυτές; Στα παλιά τους τα παπούτσια! Είχαν βρει σούπερ κόλπο να κάνουν την βασιλοπουλική επανάστασή τους.

Kοιμόντουσαν όλες στο ίδιο δωμάτιο, καθότι, λόγω ελλείψεως μητρός και ελλιπούς πατρός, στο κάστρο (που λεγόταν Holy-wood, προς τιμήν της αγίας βασίλισσας, οία είχε τινάξει τα πέταλα γεννοβολώντας έφιππη τις δωδεκάδυμες στο πέριξ δάσος, όπου κυνηγούσε ελάφια) επικρατούσαν συνθήκες ντικενσιανού ορφανοτροφείου. (περισσότερα…)

Τα Στορίσματα του Χριστοδούλου εν Βόλω

*

Αυτά τα επικλινή κεραμίδια της εκκλησίας σαν πρωινή ομιλία φέγγουν στον ήλιο. Την καταυγάζει σιγά σιγά ολόκληρη.

Και ολοένα απλώνεται η ζωή. Είναι πράσινα δέντρα, είναι δρόμοι, είναι σοκάκια, είναι οι μεγάλες πλατείες, είναι της θάλασσας το αγνάντεμα, είναι η πόλη του Βόλου, μια λεπτή αύρα που φυσάει. Κάπου εδώ είναι ένας ζεστός ηλικιωμένος άνθρωπος που πέρασε τη ζωή του μεταφράζοντας ένα σπουδαίο έργο κι έπιασε μετά ώρες ατέλειωτες, μερόνυχτα να φαντάζεται όλα όσα μετέφρασε, να τα σκιτσάρει, να τα χρωματίζει, να τα συνθέτει και μαζί με το σχέδιο να παρατάσσει μια πλακέτα κειμένου, μια εικόνα απ’ τη ζωή στο φαλαινοθηρικό, μια ζωγραφιά άφατης λεπτότητας και λεπτομέρειας: εδώ ο κανίβαλος, εκεί η φάλαινα, εδώ τα κουπιά, πιο πέρα το καμάκι, αυτός που το κρατά τρυπάει τον αέρα, στέκει σε δεινή ισορροπία μέσα στη βάρκα, ο καπετάνιος τού δίνει εντολές, δεν τον αφήνει σε ησυχία, δεν τον αφήνει να βάλει όλη του τη δύναμη στο καμάκι, να το τινάξει με σφοδρότητα, να σημαδέψει καλά, να πετύχει το λευκό θηρίο, την ψύχωση του Αχαάβ.

Έτσι όπως παρατάσσονται τα σχέδια, εδώ ένα σύννεφο, πιο πέρα η θάλασσα, φαντάσματα-μορφές, εσωτερική εικόνα εγκεφάλου, κρανία γυμνά, δίνες, στρόβιλοι, κύματα θεόρατα που τα σκεπάζουν όλα, ανθρώπινες ψυχές που δεν φαίνονται αλλά γράφεται στο χαρτί η παρουσία τους συμβολικά και μυστηριακά, ένα πλήθος σχήματα που χωρίς να εκφράζουν αμεσότητα, σου μεταδίδουν μια αίσθηση του μυστηρίου της ζωής.

Αυτά είναι τα Στορίσματα του Α. Κ. Χριστοδούλου, αποτυπωμένα με βάση το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μελβίλ Μόμπυ-Ντικ ή Η φάλαινα, καθώς τα εκθέτει στο Κέντρο Τέχνης του Βόλου «Ντε Κίρικο».

ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ

*

*

*

Λέξεις, χρώματα, ήχοι: Ο Γιώργης Μανουσάκης σε διάλογο με τον Χάουσμαν, τον Γκωγκέν και τον Μότσαρτ


*

της ΡΑΝΙΑΣ ΜΟΥΣΟΥΛΗ [1]

Η ποίηση, η μουσική και η ζωγραφική, αν και αξιοποιούν διαφορετικά μέσα, μας κάνουν να γνωρίσουμε βαθύτερα την ποικιλομορφία της τέχνης και άρα της ίδιας της ζωής. Ο Έλληνας συγγραφέας Γιώργης Μανουσάκης (1933-2008) παραδέχεται τη συνένωση ελληνικής και ξένης συγκεκριμένα ευρωπαϊκής κουλτούρας, ανάμεσα στα στοιχεία εκείνα τα οποία θα οδηγήσουν τον άνθρωπο στην καλλιέργεια ανθρωπιστικών ιδανικών, αλλά και ως απαραίτητο συστατικό για την συγκρότηση μιας ισχυρής εθνικής ταυτότητας:

Nα ξαναβρούμε τον εαυτό μας, τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξης μας, τη θέση μας μέσα στην κοινωνία των συνανθρώπων μας, εκείνα που μας συνδέουν με αυτούς. Να συνδυάσουμε ό,τι θετικό δημιούργησε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, είτε απ’ ευθείας, είτε καλλιεργώντας και προωθώντας τα δάνεια από την ελληνική αρχαιότητα […] Με ό,τι γόνιμο βρίσκεται στην παράδοση […] Να διατηρήσουμε τις ρίζες και τη μνήμη μας, που θα λειτουργεί όχι ανασταλτικά αλλά σα γέφυρα που θα μας οδηγεί από το χθες στο αύριο[2].

Το ηλιόλουστο νησί της Κρήτης που θα γίνει η αφορμή για δημιουργία από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του, του παρέχει ακόμη περισσότερο ένα μεγάλο μέρος του υλικού που θα το δουλέψει μέσα στην τέχνη του[3]. Όπως ομολογεί: «η Κρήτη είναι για τα παιδιά της μια βρυσομάνα απ’ όπου αντλούν εμπνεύσεις για όλη τους τη ζωή».[4] Απόφοιτος του Ιστορικού-Αρχαιολογικού τμήματος της Φιλοσοφικής σχολής και καθηγητής φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η ζωή του μοιραζόταν ανάμεσα στη συγγραφή και τη διδασκαλία.[5] Όλα όσα έβλεπε, γνώριζε και άκουγε ήταν κλεισμένα σε ένα πανόραμα από πεζογραφία, ποίηση, ταξιδιωτικά ή δημοσιογραφικά κείμενα, δοκίμια.[6] Κατέθεσε ένα έργο πλούσιο σε δύσκολους καιρούς, εξιστορώντας την ελληνική και παγκόσμια ιστορία, αρχαία και σύγχρονη.[7] O Μανουσάκης χειρίζεται το υλικό του με τον τρόπο ενός «κλασικού», λόγω και των σπουδών του, ενώ εντάσσεται στη μοντέρνα, τη νεοελληνική λογοτεχνία και πιο ειδικά στη Β΄ Μεταπολεμική Γενιά.[8] Μέσα στη γενιά που θρέφεται από τις πολιτικές ανακατατάξεις της μετεμφυλιακής Ελλάδας, καταδεικνύοντας μια γραφή με οξύτατες διαθέσεις κριτικής-απομονωτικής διάθεσης, πολιτική θέση αλλά και έντονων υπαρξιακών και κοινωνικών ανησυχιών και προβληματισμών[9]. Aναζητά ωστόσο ιδέες πέραν των ορίων του τόπου του και της εποχής του. Τον ενδιαφέρει μεν η «συνομιλία» μέσα στο έργο του, με τους νεοέλληνες λογοτέχνες, συγκαιρινούς του ή και παλιότερους, όπως οι Ανδρέας Κάλβος, Γιώργος Σεφέρης, Νίκος Καζαντζάκης κ.α, αλλά και ξένους λογοτέχνες, φιλοσόφους ή καλλιτέχνες, ενδεικτικά τους Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Αντρέ Μαλρώ, Αλμπέρ Καμύ, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ[10]. Απώτερος στόχος, να γίνει όπως λέει ο Γιατρωμανωλάκης «παιδευτικός συνάμα και λυτρωτικός».[11]

Αν και ο ίδιος παραδέχεται την επίδραση στην τέχνη του με άλλους ομοτέχνους, δίνοντας έμφαση στην επιρροή που μπορεί να δεχτεί κάθε συγγραφέας ασυνείδητα ή συνειδητά[12], η σύγκριση του έργου του με ξένα έργα όχι μόνο λογοτεχνίας, αλλά και μουσικής, ζωγραφικής, θεάτρου, κινηματογράφου ή φιλοσοφίας, παραμένει ένα ενδιαφέρον ζήτημα προς διερεύνηση, καθώς δεν έχει μελετηθεί εκτενώς και συστηματικά. Η συσχέτιση του Μανουσάκη με τον Άγγλο ποιητή Άλφρεντ Έντουαρντ Χάουσμαν (1859-1936), τον Γάλλο ζωγράφο Πωλ Γκωγκέν (1848-1903) και τον Αυστριακό μουσικό Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756 –1791) αποτελούν τρεις αντιπροσωπευτικές επιρροές, οι οποίες έρχονται να απαντήσουν σε ερωτήματα του σχετικά με προβληματισμούς κοινωνικούς (A. E. Χάουσμαν), υπαρξιακούς (Π. Γκωγκέν) και αισθητικούς (Β. Α. Μότσαρτ). Επιχειρείται στο παρόν άρθρο μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση[13] με επίκεντρο ομοιότητες ιδεών στα δημοσιευμένα ποιήματα[14] η οποία συνάδει με τους στόχους της Συγκριτικής Λογοτεχνίας, της οποίας ενασχόληση είναι η προσέγγιση έργων διαφορετικών πολιτιστικών υποβάθρων ή/και γλωσσών αλλά και η σχέση λογοτεχνίας με τις καλές τέχνες[15]. (περισσότερα…)

Τέρπειν ἅμα καὶ διδάσκειν

*

τοῦ ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Πολλοὶ μέμφονται σήμερα τὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα ἐπειδὴ καταναγκάζει, λέει, τοὺς μαθητὲς στὸ παπαγάλισμα μιᾶς ἄχαρης καὶ ξηρῆς, ὅπως ὑποστηρίζουν, διδακτικῆς ὕλης. Καὶ ζητοῦν νὰ καρυκεύσουν τὶς μεθόδους του μὲ νέες, ποὺ νὰ περιλαμβάνουν τὴν τέρψη. Γιὰ νέα παιδαγωγία, συμμετοχική, μαθητοκεντρικὴ μάλιστα, εἶναι ὁ λόγος. Οἱ δὲ διδάσκοντες προτρέπονται νὰ ζητοῦν ἀνυπερθέτως τὴ γνώμη τῶν διδασκομένων, μεταξὺ ἄλλων μὲ ἐρωτήματα τοῦ τύπου:

«Τί σοῦ ἀρέσει νὰ κάνεις στὸ σχολεῖο; Τί ἄλλο θὰ σοῦ ἄρεσε νὰ κάνεις, ἀλλὰ δὲν τὸ κάνεις; Παίζεις μὲ ὅποιο παιχνίδι θέλεις; Παίζεις μὲ ὅποιο παιδὶ θέλεις; Λὲς τὶς ἀπόψεις σου γι’ αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ γίνεται στὴν τάξη μας; Ἐσὺ καὶ τὰ παιδιὰ τῆς τάξης σου παίρνετε ἀποφάσεις γι’ αὐτὰ ποὺ γίνονται στὸ μάθημα;»

«Τέτοιου εἴδους ἐρωτήσεις», διαβάζουμε στὸ ἴδιο ἐπίσημο κείμενο, ἕναν ὁδηγὸ πρὸς τοὺς δασκάλους τοῦ Δημοτικοῦ ἐγκεκριμένο ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας, «ὑποστηρίζουν ἕνα κλίμα ὅπου τὰ παιδιὰ κατανοοῦν ὅτι οἱ ἀπόψεις τους εἶναι σημαντικές», καὶ συνδιαμορφώνουν μ’ αὐτὲς «μιὰ εὐχάριστη καὶ δημιουργικὴ ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία.»

Ὅμως ὅταν πρόκειται γιὰ τὸ «καλλιτεχνικὸ σύστημα», πολλοὶ (συχνὰ καὶ οἱ ἴδιοι) πρεσβεύουν τὸ ἀνάποδο. Ὅσο δύσκολο, ὅσο δυσκατάποτο καὶ στριφνὸ κι ἂν εἶναι τὸ καλλιτέχνημα, ἰσχυρίζονται, ἡ εὐθύνη βαραίνει ὄχι τὸν δημιουργὸ ἀλλὰ τὸν φιλότεχνο. Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ ὀφείλει μὲ καιρὸ καὶ μὲ κόπο νὰ μαθητεύσει στὸ ἔργο, καὶ παραιτούμενος ἀπὸ τὴν προσδοκία τῆς ἄμεσης ἀπόλαυσης, νὰ καταστεῖ ἄξιός του.

«Ἄκουσα τὴ Βαλκυρία τοῦ Βάγκνερ», ὁμολογοῦσε ἤδη τὴ δεκαετία τοῦ 1880 ὁ Ἀλεξάντερ Γκλαζοῦνοφ.

«Δὲν κατάλαβα γρί. Δὲν μοῦ ἄρεσε καθόλου. Τὴν ἄκουσα δεύτερη φορά. Πάλι δὲν κατάλαβα τίποτα. Τὴν τρίτη φορά, τὰ ἴδια. Πόσες φορὲς νομίζετε ἄκουσα αὐτὴ τὴν ὄπερα ὥσπου νὰ τὴν καταλάβω; Ἐννιά! Τὴ δέκατη ἐπιτέλους τὰ ἔπιασα ὅλα. Καὶ τότε μοῦ ἄρεσε πολύ.»

Καὶ ὁ ὁμότεχνός του Ἄρνολντ Σαῖνμπεργκ μισὸν αἰῶνα ἀργότερα ὑπερθεμάτιζε.

«Θὰ τὸ ἔχετε ἀσφαλῶς καταλάβει ὅτι δὲν εἶμαι φιλόδοξος καὶ ὅτι δὲν περιμένω ἀπὸ τὸ κοινὸ νὰ κατανοήσει τὴ μουσική μου μὲ τὴν πρώτη κιόλας ἀκρόαση. Θὰ ἤμουν εὐχαριστημένος ἂν μὲ τὴ δέκατη πέμπτη ἀκρόαση ἔπαυε ἁπλῶς νὰ τὴν ἀπεχθάνεται». (περισσότερα…)

Όλα ή τίποτα; Τέλος ή αρχή; Η φιλοσοφική κριτική της τέχνης σήμερα

*

του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Β. ΠΡΩΙΜΟΥ

Το ερώτημα για το νόημα της τέχνης είναι ένα μέλημα το οποίο κινητοποιεί όλους τους κοινωνούς της τέχνης και ακόμα περισσότερο τους κριτικούς τέχνης. Η κριτική τέχνης είναι στην ουσία της η αναζήτηση του νοήματος και η απόδοση ή συζήτηση του εικαστικού έργου στη γλώσσα. Αλλά για να μπορέσει κανείς να βρει το νόημα του έργου τέχνης, θα πρέπει πρώτα να ξέρει πού να ψάξει, να έχει δηλαδή μια γενική ιδέα για το τι είναι τέχνη και ορισμένα κριτήρια που θα τον καθοδηγήσουν να ψάξει στο συγκεκριμένο έργο τέχνης που μελετά, την τέχνη για την οποία ξέρει. Η κριτική τέχνης εξαρτά την αφήγηση ή τη μετάφρασή της από μια προϋπάρχουσα έννοια της τέχνης που ήδη κατέχει.

Όλοι φυσικά γνωρίζουν ότι σήμερα μιλάμε για έννοιες της τέχνης παρά για μια έννοια της τέχνης. Το τοπίο της σύγχρονης τέχνης είναι ιδιαίτερα πλουραλιστικό και υπάρχει έντονος ατομικισμός σε κάθε μορφή τέχνης και ιδιαίτερα στις εικαστικές τέχνες. Κάθε καλλιτέχνης έχει μια συγκεκριμένη οπτική και προοπτική για το τι είναι τέχνη και η μία προοπτική του ενός δεν είναι απαραίτητα συμβατή με αυτή του άλλου. Το πλουραλιστικό αυτό τοπίο της σύγχρονης τέχνης απαιτεί από τους κριτικούς τέχνης ένα βάθος και μια διεπιστημονική προσέγγιση η οποία απαντά τόσο στο τι είναι τέχνη γενικά όσο και στο νόημα του έργου τέχνης ειδικά.

Προς την παραπάνω κατεύθυνση βαίνει και ο Ντέηβιντ Κέρριερ στο μικρό του βιβλίο με τίτλο Rosalind Krauss and American Philosophical Art Criticism.[1] O Κέρριερ θεωρεί ότι η Ρόζαλιν Κράους είναι η πιο σημαντική κριτικός τέχνης στις ΗΠΑ μετά τον Κλέμεν Γκρήνμπεργκ[2] και η επιρροή της προσέγγισής της στη σύγχρονη τέχνη της εποχής της και ειδικά στον μινιμαλισμό, είναι εκτεταμένη και εκτός των συνόρων των ΗΠΑ. Αυτό που ονομάζει ο Κέρριερ φιλοσοφική κριτική τέχνης, τονίζει το γεγονός ότι ο σημερινός κριτικός τέχνης οφείλει συχνά, λόγω της φύσης της δουλειάς του, να ασχοληθεί και με τη φιλοσοφία, με την αισθητική και με την ιστοριογραφία, προκειμένου να περιγράψει και να αξιολογήσει το έργο τέχνης. Θεωρεί επίσης ο Κέρριερ ότι η φιλοσοφική κριτική τέχνης δεν είναι ένα φαινόμενο που απαντάται μόνο στη σύγχρονη τέχνη λόγω της πλουραλιστικής της συνθήκης. Είναι ένα παλιό φαινόμενο και συγκαταλέγει στους φιλοσοφικούς κριτικούς τέχνης τους Τζιόρτζιο Βασάρι, Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ, Έργουιν Πανόφσκι, Τζων Ράσκιν, Ουώλτερ Πέητερ, Ερνστ Γκόμπριχ, Μάικλ Φριντ, Άρθουρ Ντάντο και άλλους. (περισσότερα…)

Η μοίρα του τυφλοπόντικα: Αναλογισμοί για την τεχνητή νοημοσύνη

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  5

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Εκατό χιλιάδες δισεκατομμύρια ποιήματα του Ραϋμόν Κενώ πρωτοεκδόθηκαν το 1961. Το βιβλίο περιέχει δέκα σονέτα. Καθένας από τους 140 συνολικά στίχους του είναι τυπωμένος σε ξεχωριστή λωρίδα χαρτιού. Μετακινώντας τις λωρίδες και συνδυάζοντας οριζοντίως τους στίχους μεταξύ τους (και τα δέκα σονέτα έχουν τις ίδιες ρίμες), μπορεί κανείς να δημιουργήσει ούτε λίγο ούτε πολύ 1014, πάει να πει 100.000.000.000.000 ποιήματα! Αν φανταστούμε έναν αναγνώστη πρόθυμο και ικανό να διαβάζει 24 ώρες το 24ωρο 365 ημέρες τον χρόνο και με ρυθμό ένα ποίημα ανά λεπτό, θα του έπαιρνε μόλις 2.000.000 αιώνες για να διαβάσει το σύνολο.

Το Blanco του Οκτάβιο Πας είναι έργο λίγο μεταγενέστερο, του 1967. Το ποίημα είναι τυπωμένο σε ένα τεράστιο πολύπτυχο και πολύστηλο μονόφυλλο και οι στίχοι του με διάφορα μελάνια και γραμματοσειρές. «Ακολουθία σημείων», το αποκαλεί ο ποιητής, «η οποία αποκαλύπτεται και, κατά κάποιον τρόπο, παράγεται» κάθε φορά που ένας αναγνώστης την ξεδιπλώνει τυχαία. Στην πράξη, και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια γεννήτρια συνδυασμών, με ένα κείμενο που μπορεί να διαβαστεί από την αρχή ή τη μέση, οριζοντίως ή καθέτως, ολοκληρωμένα ή αποσπασματικά με πολλούς τρόπους. Ο Πας υποδεικνύει στο επίμετρό του μερικούς από αυτούς.

Από τέτοιες μηχανές αυτόματης παραγωγής έργων η ιστορία του μοντερνισμού βρίθει. Οι συνθέτες του αλεατορισμού και της απροσδιοριστίας από τον Κέητζ ώς τον Μπουλέζ και τον Στοκχάουζεν, συγγραφείς όπως ο Τζαρά και ο Μπάροουζ, καλλιτέχνες όπως ο Ντυσάν, ο Μπέηκον, οι ντανταϊστές πειραματίστηκαν με ποικίλες συνδυαστικές μεθόδους: από το παστίς και το κολλάζ ώς το Ταό τε Κινγκ ή τα ζάρια. Κατά βάση όλοι τους στηρίχθηκαν στη λογική του ντυσανικού ready made: Αρκεί να πάρεις κάτι ήδη έτοιμο και να το εκθέσεις αλλού, να το ενθέσεις σε νέα συμφραζόμενα, για να έχεις ένα νέο, αυτοτελές δημιούργημα.

Η μοντέρνα συνδυαστική έχει και αξιόλογη προϊστορία. Υπάρχουν έργα ήδη του Μότσαρτ ή του Ντα Βίντσι που βασίζονται στην τυχαιότητα. Η όψιμη αρχαιότητα και ο Μεσαίωνας πειραματίστηκαν με το είδος του κέντρωνα, της συνάρθρωσης ήδη έτοιμων στίχων παλαιών ποιητών, όπως ο Όμηρος και ο Ευριπίδης, ώστε να δημιουργηθεί ένα καινούργιο έργο. Ο Χριστός Πάσχων, η μόνη γνωστή μας βυζαντινή τραγωδία, είναι ένας τέτοιος κέντρων.

Με την έννοια αυτή, η «τεχνητή νοημοσύνη», όπως κάπως φανταιζίστικα αποκαλούμε τους σημερινούς ψηφιακούς υπερσυνδυαστήρες, και οι εφαρμογές της στις τέχνες μάς είναι αρκετά οικεία υπόθεση. Ο συνδυασμός των πάντων με τα πάντα είναι από τις θεμελιώδεις επίνοιες του μοντερνισμού, ήδη από την κλασσική του φάση. Για τους μοντέρνους, γράφει ο Παναγιώτης Κονδύλης, (περισσότερα…)

Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Τι προσδοκούμε και τι (μάλλον) θα δούμε

*

2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #1

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ου αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.

***

Εκκινούμε την παρούσα και επετειακή σειρά άρθρων εισαγωγικά, κάνοντας μια γενική επισκόπηση της εικόνας που έχει η σημερινή Ελλάδα για το Μίκη Θεοδωράκη και το έργο του, σε αντιδιαστολή με τις ευρύτερες στοχεύσεις του δημιουργού. Επιδιώκουμε, έτσι, να σκιαγραφήσουμε ενδεχομένως (και) το πώς θα έμοιαζε ένα ιδεατό «Έτος Θεοδωράκη», κόντρα στο μανιερισμό που κατά πάσα πιθανότητα αναμένεται να κυριαρχήσει εκ νέου και τη φετινή «εορταστική» χρονιά.

Τι προσδοκούμε: Να φτάσει, με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό ετών από τη γέννησή του, το σύνολο του έργου του Μίκη Θεοδωράκη σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και του κόσμου, κατά βάση, μάλιστα, στην ελληνική επαρχία. Η περιπλάνηση του νεαρού Θεοδωράκη σε πόλεις της περιφέρειας σε όλη τη διάρκεια της νιότης και της διαμόρφωσής του, καθώς και τα χρόνια που πέρασε εκ νέου εκτός Αθηνών ως εξόριστος κι εκτοπισμένος αξίζουν να καταστούν οδοδείκτης ώστε ο κάθε επιμέρους τόπος να τον τιμήσει, ερευνώντας αφενός το ξεχωριστό αποτύπωμα που η κάθε τοπική κουλτούρα άφησε στο έργο και τη φυσιογνωμία του κι αφετέρου τις συνάφειες και τις αποκλίσεις του με άλλα καλλιτεχνικά παραδείγματα. Ταυτόχρονα, τα χρόνια που ο συνθέτης πέρασε στο εξωτερικό μπορούν να αποτελέσουν το έναυσμα για διεθνείς συνεργασίες, δομώντας μια σειρά εκδηλώσεων, συνεδρίων, ομιλιών και συναυλιών εφάμιλλων ενός σύγχρονου «Οδυσσέα», όσο το δυνατόν πιο απομακρυσμένων από την τυποποίηση. (περισσότερα…)

Η ars combinatoria του Κυριάκου Συφιλτζόγλου

*

της ΕΛΕΝΑΣ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Κυριάκος Συφιλτζόγλου
Ακατοίκητα
Ποταμός, 2024
Κυριάκος Συφιλτζόγλου
Δραμάιλο
Αντίποδες, 2018

Δραμάιλο και Ακατοίκητα. Ακατοίκητα και Δραμάιλο. Τα ακατοίκητα στο δρόμο για τη Δράμα; Με μια λευκή ζακέτα στον ώμο, κόκκινο νήμα θαρρείς και φυλαχτό από την Πλατανιά, τόπο γέννησης του ποιητή, και μοναδικό μοτίβο που επανέρχεται σχεδόν αυτούσιο στα δύο τελευταία βιβλία του –στο Δραμάιλο ασπρόμαυρο και στα Ακατοίκητα έγχρωμο–, ο Συφιλτζόγλου διατρέχει τα χωριά του νομού Δράμας όχι απλά αιχμαλωτίζοντας με τον φακό του το εσωτερικό ακατοίκητων κι ερειπωμένων σπιτιών, αλλά –πολύ περισσότερο– αποκρυσταλλώνοντας κι αποτυπώνοντας τη συλλογική μνήμη. Και αυτό, όχι μόνο με τρόπο, αλλά και με λόγο ποιητικό. Ποιητής ή φωτογράφος; Φωτογραφικός ποιητής και ποιητικός φωτογράφος, ποιητής και φωτογράφος, ο Συφιλτζόγλου αναδεικνύεται σε μείζονα σύγχρονο εκπρόσωπο της ars combinatoria στην Ελλάδα, μιας τέχνης συνδυαστικής και συνθετικής που υποστυλώνει τη μνήμη και διεγείρει την κριτική σκέψη, πάντοτε με ύφος ινδιάνου.

Τόσο στο Δραμάιλο (Αντίποδες, 2018), όσο και στα Ακατοίκητα (Ποταμός, 2024), οι φωτογραφίες συνιστούν και ταυτόχρονα συμπληρώνουν το νόημα, διαπλάθοντας παράλληλα αυτές καθαυτές τη μορφή τού βιβλίου κι επιβεβαιώνοντας το κρέντο τού ποιητή –και δικό μας– για την ίσου βαθμού αξία νοήματος και μορφής στην ποίηση. Στο Δραμάιλο, οι φωτογραφίες προσωπικών και χρηστικών αντικειμένων –ώς και εκείνου ενός προσθετικού ποδιού που κρέμεται στον τοίχο– συμπληρώνουν τις δημιουργικές ιστορικές αφηγήσεις, δίνοντας σάρκα και όστα στα πρόσωπα και κατ’ επέκταση αυξάνοντας την αλήθεια και την πειστικότητά τους. Στα Ακατοίκητα, άλλα προσωπικά αντικείμενα, αλλά και πόρτες και παράθυρα σε σαλόνια, κουζίνες και κρεβατοκάμαρες, αφενός εντυπώνουν την ίδια τη ζωή των ερειπωμένων οικημάτων –συνήθως τα φανταζόμαστε άδεια και άνευ ζωής, εικασία που ο Συφιλτζόγλου ανατρέπει πανηγυρικά φωτογραφίζοντας σκηνικά που, πέρα από τη φθορά, μοιάζει μόλις να έμειναν στη μέση–, αφετέρου έρχονται μέσω των φωτογραφιών του Συφιλτζόγλου να τους δώσουν νέα ζωή. Επιπλέον, χρώματα και μοτίβα θαρρείς μινωικά, η ώχρα και η πορφύρα των τοίχων, αλλά και τα κοφίνια και οι νταμιτζάνες στις γωνίες που θυμίζουν πήλινα πιθάρια σιτηρών, συνδέουν άρρηκτα το  χθες (ακόμη και το αρχαίο) με το σήμερα, καθώς και το Νότο της χώρας με το Βορρά. (περισσότερα…)