Οι αετοί

 *

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Διήγημα εμπνευσμένο από αληθινό περιστατικό που περιγράφει ο Πάτρικ Λη Φέρμορ στο βιβλίο του Ρούμελη (1966).

~.~

Ο Όλεγκ είχε έρθει απ’ την Αγγλία με ένα σακίδιο στον ώμο κι ένα σημειωματάριο στην εσωτερική τσέπη του σακακιού, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να σκιτσάρει βλαστούς, φύλλα και άνθη πολύτιμων και σπάνιων φυτών. Βότανα της Πίνδου που γιάτρευαν τον πόνο του δέρματος και της καρδιάς, τη βάσανο της τρέλας και της θλίψης. Τώρα στεκόταν στην αρχή του στενού μονοπατιού, που πήγαινε σύρριζα στο φαράγγι, και κοιτούσε τον γαλανό ουρανό μπροστά του. Το αγόρι ήταν ο μόνος άνθρωπος στον οικισμό που είχε δεχτεί να τον συνοδεύσει ως το επόμενο χωριό, λίγο από περιέργεια για τον ξένο «βοτανολόγο» και πολύ για τη γενναία αμοιβή που είχε προσφέρει ο Όλεγκ.

«Έλα, μίστερ, έλα, έλα» είπε το αγόρι και κίνησε μπροστά.

Ο Όλεγκ, ευχαριστημένος, ακολούθησε. Δεν είχε μαζί του όπλο, όμως μια καραμπίνα κρεμόταν από τον ώμο του αγοριού, που με το δεξί του χέρι κράταγε την κάννη να μην το χτυπά στα πόδια καθώς περπατούσε. Δεν ήταν απίθανο να συναντούσαν στον δρόμο τους αρκούδα ή λύκο.

Πήγαιναν έτσι, αμίλητοι, για κάμποση ώρα, όταν ο Όλεγκ, κοιτώντας για πολλοστή φορά προς τον Βοϊδομάτη στα βάθη του φαραγγιού, διέκρινε έναν βλαστό να υψώνεται καμιά δεκαριά μέτρα κάτω απ’ το μονοπάτι, ανοίγοντας προς το μέρος του μια μικρή συστάδα από μωβ οδοντωτά άνθη. Στάθηκε. Ήταν βέβαιος πως επρόκειτο για τον δίανθο, τον dianthus cruentus, κι αυτά τα άνθη έπρεπε οπωσδήποτε να φτάσουν ως την πλούσια συλλογή του πίσω στην Αγγλία.

«Στάσου!» φώναξε, και το αγόρι στάθηκε. Έκανε μεταβολή και πλησίασε τον Άγγλο.

«Κοίτα, λουκ!» είπε ο Όλεγκ κι έδειξε το λουλούδι. «Βλέπεις; Εκεί; Αυτό πολύ γκουντ φλάουερ. Το θέλω!»

Το αγόρι τον κοίταζε σαν να αντίκριζε τρελό. Έσκυψε και έψαξε τριγύρω απ’ το γαρυφαλλάκι, μήπως αυτό που ’χε τραβήξει την προσοχή του ξένου ήταν κάτι άλλο. Όχι, μονάχα το μωβ γαρύφαλλο φύτρωνε εκεί, μέσα σ’ έναν μεγάλο αγκαθωτό θάμνο˙ μετά, από κάτω, ο γκρεμός.

«Αυτό εκεί θες;» ρώτησε με νοήματα τον ξένο.

Ο βοτανολόγος ένευσε καταφατικά και ανυπόμονα. Έκανε σήμα στον νεαρό οδηγό του να περιμένει. Έβγαλε από τους ώμους του το σακίδιο. Το άνοιξε κι από μέσα πήρε μια κουλούρα σκοινί. Το έδειξε στο αγόρι, που η έκφρασή του έδειχνε πως άρχιζε να νιώθει φρίκη. Το ποτάμι κυλούσε εκατοντάδες μέτρα κάτω από τα πόδια τους, ο βουνίσιος αέρας πάγωνε πρόσωπο και χέρια. Ο ξένος τού έδειξε ένα έλατο πίσω τους. Χωρίς να δώσει σημασία στο αγόρι που κουνούσε αρνητικά το κεφάλι, πήγε μόνος του ως εκεί κι έδεσε το σκοινί στον κορμό. Ύστερα έδεσε καλά την άλλη άκρη γύρω από τη μέση του και προχώρησε ως τον γκρεμό.

Το αγόρι τινάχτηκε, τον άρπαξε από το μπράτσο.

«Όχι!» είπε. Έδειξε κάτω, βαθιά, το ποτάμι που κυλούσε. «Πολύ πολύ κάτω!» Έκανε μια πλατιά κίνηση με το χέρι. «Και πουλιά! Αετοί! Μπιγκ μπερντς!»

Μα ο Όλεγκ γέλασε. Αυτά τα αγόρια της Πίνδου, πόσο γνήσια και πόσο δειλά ήταν! Τίναξε το χέρι του να απελευθερωθεί από το αγόρι, και του έδωσε να κρατάει το σκοινί.

«Κράτα καλά! Χολντ, χολντ! Οκέι; Εσύ όκι φοβάσαι! Εγώ πάρει φλάουερ, βέρι γκουντ φλάουερ, βέρι γκουντ μέντισιν!»

Το αγόρι είχε πανιάσει, και ο τρόμος του έγινε ακόμα πιο μεγάλος όταν είδε τον Όλεγκ να κατεβαίνει προς τα κάτω κλοτσώντας την κάθετη πλαγιά, προσπαθώντας να ευθυγραμμίσει την κάθοδό του με το σημείο όπου φύτρωνε το λουλούδι. Όταν τελικά έφτασε μπροστά στον στόχο του, άπλωσε τα δυο του χέρια και παραμέρισε προσεκτικά τα κλαδιά του θάμνου για να ελευθερώσει το φυτό. Και τότε, το αγόρι άφησε το σκοινί και πισωπάτησε τρομαγμένο.

Ο μεγάλος θάμνος έκρυβε το άνοιγμα μιας ρηχής σπηλιάς, μέσα από την οποία πετάχτηκε τώρα μανιασμένος ένας τεράστιος χρυσαετός. Ξάφνου ο Όλεγκ ένιωσε κάτι να τον χτυπά στο πρόσωπο και, πριν καταλάβει τι συνέβαινε, βρέθηκε να τινάζει χέρια και πόδια στο κενό προσπαθώντας να καλυφτεί απ’ τις απανωτές επιθέσεις του μεγάλου πουλιού, που μετεωριζόταν από πάνω του καταφέρνοντάς του χτυπήματα με το ράμφος στο κεφάλι, στα μπράτσα, στην πλάτη… Ο Όλεγκ δεν είχε άλλη επιλογή παρά να σπρώχνει με τα πόδια τον βράχο μπροστά του και να τινάζεται μια δεξιά, μια αριστερά, προσπαθώντας να αποφύγει τις επιθέσεις του χρυσαετού, που τον ράμφιζε και τον ξεκούφαινε με τα κρωξίματά του.

Το αγόρι ξεκρέμασε την καραμπίνα – μα πώς μπορούσε να ρίξει; Κι ακόμα χειρότερα, καθώς ο χρυσαετός ριχνόταν ξανά και ξανά πάνω στον Άγγλο – πώς μπορούσε να μη ρίξει;

Η τουφεκιά αντήχησε απ’ άκρη σ’ άκρη στο φαράγγι και τα βράχια την πολλαπλασίασαν. Ο αετός, με μια τελευταία κραυγή, κατέρρευσε νεκρός στα νερά του ποταμού. Σιωπή. Ο Όλεγκ έφερε το ένα του χέρι και σκούπισε από το κούτελο αίμα που κυλούσε στα μάτια του. Έκανε να φωνάξει στο αγόρι να τραβήξει το σκοινί, αλλά δεν πρόλαβε. Μέσα απ’ τη σπηλιά ένας άλλος, δεύτερος αετός τινάχτηκε μπροστά, κρώζοντας δαιμονισμένα – ήταν ο σύντροφος της αετίνας, και ο Όλεγκ διέκρινε μες στη σπηλιά αυγά!

Αυτός ο δεύτερος αετός δε ρίχτηκε του βοτανολόγου. Υψώθηκε προς τα πάνω, και προς τα πάνω, και προς τα πάνω, σε κύκλους που ολοένα μίκραιναν. Τα απλωμένα του φτερά ξεπερνούσαν τα δυο μέτρα – αν άνοιγε τα χέρια του ο Όλεγκ, δε θα ’φταναν το μήκος τους. Ο Άγγλος έμεινε σιωπηλός να κοιτά το τρομακτικό θαύμα που τώρα μετεωριζόταν ακίνητο πάνω ακριβώς απ’ το κεφάλι του, δεκάδες μέτρα ψηλά στον ουρανό. Αν δεν έκανε κάτι το αγόρι, ήταν χαμένος.

Το αγόρι έριξε. Δεύτερη τουφεκιά. Καφετιά και κόκκινα φτερά έπεσαν πάνω στον Όλεγκ κι ο χρυσαετός βούτηξε σπαρταρώντας και κραυγάζοντας πίσω από το ταίρι του.

Σε δυο λεπτά ο Όλεγκ σκαρφάλωνε το χείλος του γκρεμού και σωριαζόταν ανάσκελα δίπλα στο ξαναμμένο αγόρι.

Γελούσε.

«Μπράβο, μπόυ, μπράβο! Γκουντ μπόυ! Γκουντ μπόυ! Λουκ, μέντισιν! Μέντισιν!»

Κι έβγαλε προσεκτικά μέσα απ’ το πουκάμισό του τον μωβ δίανθο.

Το «μπόυ», όμως, δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένο κι ούτε που καταδέχτηκε να ρίξει μια  ματιά στο βρωμογαρύφαλλο του Άγγλου. Ο βοτανολόγος είδε τα μάτια του γεμάτα δάκρυα.

«Τίποτα γκουντ!» του φώναξε το αγόρι κι απομακρύνθηκε από κοντά του. «Τίποτα γκουντ! Εσύ τρελός!»

Του πήρε αρκετή ώρα του Όλεγκ να ηρεμήσει το αγόρι, που δεν του συγχωρούσε να ’χει σκοτώσει για χάρη του δυο τόσο όμορφους χρυσαετούς. Κι όταν ο ξένος τού έδειξε με νοήματα πως θα κατέβαινε ξανά πίσω στη φωλιά και να του κρατάει πάλι το σκοινί, «Νο!» είπε σταθερά το αγόρι, κάθισε στο χώμα και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. Ο Όλεγκ κατάλαβε πως τίποτα δε θα ’βγαζε πια απ’ αυτόν, πήγε πάλι στο χείλος του γκρεμού κι άρχισε μόνος του να κατεβαίνει.

~.~

Λίγους μήνες μετά, φώναξαν το αγόρι στο καφενείο του χωριού, γιατί είχε έρθει, λέει, ένα γράμμα γι’ αυτόν απ’ την Αγγλία. Πήγε, πήρε στα χέρια τον φάκελο, και μόνο το «Ο» και το «Ε» κατάλαβε από το όνομα του αποστολέα. Μέσα υπήρχε μια φωτογραφία, μ’ ένα χρυσαετόπουλο μωρό σ’ ένα καλάθι, το φτέρωμά του σαν βρεγμένο, όμως το μάτι πανέμορφο, καστανό και τόσο λαμπερά μοχθηρό! Γύρισε τη φωτογραφία απ’ την άλλη και διάβασε συλλαβιστά στα ελληνικά:

«Αγόρι, δεν έπρεπε να αφήσουμε ορφανά τα μωρά τους. Ευχαριστώ».

 

*

*

*