Ένα άλλο ενύπνιο

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΑΛΑΦΡΟΥ

Προσφάτως, και καθώς κανόνιζα τα του επικείμενου ταξιδιού μου από την πρωτεύουσα στον γενέθλιο τόπο, βίωσα μια έντονη ανάγκη ν’ αποφύγω μία ακόμη πτήση. Δεν ήταν όμως μονάχα η αποστροφή που αισθάνομαι για τα ταξίδια με το αεροπλάνο που μ’ οδήγησε σ’ αυτό· ένας εξοντωτικός συνδυασμός φόβου για την ασφυκτικά στενή άτρακτο του αεροσκάφους, τρόμου για το ύψος στο οποίο πετά, και απέχθειας για τις υψηλές επιταχύνσεις που αναπτύσσει κατά τις διαδικασίες απογείωσης και προσγείωσης. Όλα τούτα σημαίνουν πως, όταν η κακή μου τύχη μ’ αναγκάζει να ταξιδέψω δι’ αέρος, αφενός έχω ένα ατσάλινο χέρι να μου σφίγγει το στήθος καθώς ξεκινάμε και σαν φτάνουμε και, αφετέρου, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, αν έχω την ατυχία να κάθομαι σε θέση διαδρόμου νιώθω να πνίγομαι από έλλειψη οξυγόνου, ενώ αν μου λάχει να κάθομαι σε παράθυρο υποφέρω από μια ζάλη απερίγραπτη. Όμως δεν θέλω εδώ να σας εκθέσω το δράμα ενός ταξιδιώτη. Επιθυμώ απλώς να τονίσω ότι η μεγάλη μου αποστροφή για τις πτήσεις μπορεί μονάχα να συγκριθεί σε μέγεθος με τον, παιδικό σχεδόν, ενθουσιασμό μου σαν πρόκειται να ταξιδέψω με πλοίο. Το ταξίδι στη θάλασσα με γοήτευε από μικρό παιδί. Και εξακολουθεί. Τότε, φυσικά, ήταν η αίσθηση της ελευθερίας που σου προσφέρει ένας χώρος ξένος και ταυτοχρόνως αρκετά μεγάλος ώστε να ερεθίσει την παιδική διάθεση για εξερεύνηση του αγνώστου. Τώρα, παρότι οι βασικές αρχές παραμένουν αμετάβλητες, συγκεκριμενοποιώ τα πράγματα: Δεν συγκινεί πια η λαμαρίνα, αλλά η δυνατότητα που σου χαρίζεται να γνωρίσεις καλύτερα το πλέον εντυπωσιακό μέρος αυτού του συστήματος· τον επιβάτη, ήτοι τον άνθρωπο. Και τα εφόδια που δίνονται για τούτο τον σκοπό είναι μετρημένα και υπολογισμένα καλά: Ο χρόνος – έχεις ώρες μπροστά σου να περιδιαβείς το πλοίο. Ο χώρος – μπορείς να γυρίσεις σε σαλόνια, εστιατόρια, μπαρ, καταστρώματα. Και το πιο σημαντικό – τ’ ονειρικό στοιχείο. Αυτό που στη γνωριμία δύο ανθρώπων λειτουργεί σαν καταλύτης, που δίχως αυτό να έχει υπάρξει στη σχέση τους μπορεί εκείνη αβασάνιστα να θεωρηθεί ως μη γενομένη. Τον ρόλο αυτόν, ασφαλώς, τον επιτελούν η ίδια η θάλασσα και ο ορίζοντας που συνεχώς ξεμακραίνει αμυνόμενος της γραμμικότητας. Μα όλα αυτά είναι γνωστά και για τούτο θ’ αποφύγω να τους δώσω περαιτέρω έκταση.

Απέφυγα λοιπόν να κλείσω αεροπορικά εισιτήρια και, αντί αυτών, επιβιβάστηκα ένα συννεφιασμένο βράδυ στο πλοίο της γραμμής έχοντας από τα πριν τη βεβαιότητα ότι τ’ ολονύκτιο ταξίδι μου, με την αναπόφευκτη ταλαιπωρία του, δεν θα μ’ απογοήτευε. Αν ωστόσο έχω δώσει ως τώρα την εντύπωση ενός ιδιότυπα συναισθηματικού τύπου, οφείλω εδώ να ξεκαθαρίσω ότι, παρότι τα όσα ανέφερα έως τώρα απηχούν πλήρως και ειλικρινώς τις ιδέες μου, τούτο δεν σημαίνει πως δεν επιδιώκω τη βολή μου κατά τη διάρκεια ενός τέτοιου ταξιδιού. Αν στην πρώτη νιότη μου δεν είχα κανέναν ενδοιασμό να κουλουριάζομαι στο ρυπαρό χαλί κάποιου απόμερου διαδρόμου έχοντας ως μαξιλάρι το σακίδιο μου, τώρα πια η μέση μου αδυνατεί να συμβιβαστεί με τους καναπέδες των σαλονιών, ενώ ο ύπνος μου, δύστροπος καθώς έχει γίνει, δεν καταδέχεται να μ’ επισκεφτεί κάτω απ’ τα φώτα και μες στα μουρμουρητά. Επιβιβάστηκα λοιπόν και άφησα τον βιαστικό καμαρότο να μ’ οδηγήσει στη δίκλινη καμπίνα μου. Χτύπησα διακριτικά σε περίπτωση που ο άγνωστος μου συνεπιβάτης είχε ήδη φτάσει. Από μέσα ακούστηκε ένα πνιγμένο, ασθενικό εμπρός. Πέρασα την πόρτα.

Καθόταν στην κουκέτα του φυλλομετρώντας έναν σωρό χαρτιά. Το μοναδικό στοιχείο που έσπαγε την κοινοτοπία του παρουσιαστικού του ήταν μια αδιόρατη ανησυχία στο βλέμμα του, μια λάμψη υποδόρια που μου έγινε ωστόσο αμέσως αντιληπτή από την πρώτη φευγαλέα ματιά που μου έριξε σαν συστηνόμασταν. Ήταν ένας άνθρωπος, σκέφτηκα, που είτε βρισκόταν σε μεγάλη ταραχή είτε είχε πυρετό. Ίσως να ’ταν αλήθεια και τα δύο. Για το πρώτο μόνο βεβαιώθηκα εκείνο το βράδυ. Ο συνεπιβάτης μου δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη για κουβέντα και ομολογώ ότι απαντούσε στις αρχικές μου ερωτήσεις χλιαρά, αν όχι με απροκάλυπτη απροθυμία. Εγώ όμως ήμουν στο στοιχείο μου: Επιστρατεύοντας κάθε διαθέσιμη τεχνική πειθούς κατάφερα να τον τραβήξω έξω απ’ την καμπίνα μας. Αφού γυρίσαμε όλα καταστρώματα, σταματώντας κάθε φορά στο εκάστοτε μπαρ για ένα λικέρ (εκείνος, μετά το διστακτικό πρώτο, τα έπινε όλα διπλά) κάναμε έναν πλήρη κύκλο καταλήγοντας πίσω στην καμπίνα και κρατώντας από ένα ποτό ο καθένας στο χέρι, το οποίο και συμφωνήσαμε πως θα ’τανε το τελευταίο πριν πέσουμε για ύπνο. Και κάποια στιγμή, σαν πια είχαμε φτάσει σχεδόν στο τέλος της βραδιάς, και με φωνή που είχε βραχνιάσει, μου διηγήθηκε ένα του όνειρο. Αυτή του τη διήγηση θέλω εδώ να σας παραθέσω. Η μνήμη μου παραμένει, τολμώ να πω, αρκετά καλή και έτσι πιστεύω ότι θα αποδώσω κατά το δυνατόν πιστότερα το πνεύμα της αφήγησής του.

«Είχα ύπνο ανήσυχο τη νύχτα εκείνη στο πλοίο. Κι ήταν λογικό, μιας και από τη συνέντευξη που θα έδινα την επομένη κρινόταν εν πολλοίς το επαγγελματικό μου μέλλον. Δεν μπορούσα που λέτε να ησυχάσω ούτε λεπτό· κι όλο στριφογυρνούσα καθώς λαγοκοιμόμουν, βλέποντας όνειρα σύντομα και παράταιρα. Αν και περισσότερο ήταν εικόνες φευγαλέες και θολές, που διαδέχονταν η μια την άλλη αστραπιαία, παρά όνειρα συγκροτημένα ώσπου, κάποτε, βρέθηκα καθήμενος σε μια καρέκλα εστιατορίου με αφράτο κάθισμα και μαλακό και με μια πλάτη ψηλή και κάπως άβολη. Τα σερβίτσια μπροστά μου απλώνονταν με τάξη και τα κρυστάλλινα ποτήρια, γυρισμένα ανάποδα και σε πλήρη διάταξη σαν πιόνια σε σκακιέρα, έδειχναν να εντείνουν την άφταστη διαφάνειά τους μέσα στο ημίφως. Άπλωσα τα μάτια μου στον χώρο: Ένας πολυέλαιος με αχνά φώτα έλουζε με μια ασθενική σκιά την πολυτέλεια της γιγάντιας σάλας. Από τριγύρω έφταναν μουρμουρητά μαζί με τους ψιθύρους πιρουνιών που κάρφωναν και μαχαιριών που έκοβαν. Όλα τούτα μου φέρναν μάλλον νύστα κι ένιωθα, σε κάποιο απόμερο και περιορισμένο μέρος της συνείδησής μου, τα νεύρα μου να χαλαρώνουν και να βυθίζομαι σε ύπνο βαθύ. Το οπτικό μου πεδίο διευρύνθηκε άξαφνα προς τα δεξιά και είδα τον άγνωστο ομοτράπεζό μου (πρώτη φορά τον έβλεπα μα θα ’χαμε φαίνεται χρόνια οικειότητα γιατί κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον ελεύθερα, χωρίς τη συστολή της πρώτης γνωριμίας) να μουρμουράει, κρατώντας λαίμαργα ένα μενού ντυμένο δέρμα: Λοιπόν, αποφάσισες;

Ότι που πήγαινα να διαμαρτυρηθώ πως ήταν νωρίς ακόμα κι ότι δεν είχα προλάβει να ρίξω ούτε ματιά στον κατάλογο, και από τ’ αριστερά μου εμφανίστηκε, ρίχνοντας τη μακριά του σκιά πάνω στο τραπέζι, ο σερβιτόρος με το άψογο κολλαριστό του πουκάμισο και τη μακριά δερμάτινη ποδιά του (περίεργο, σκέφτηκα. Οι ποδιές τους είναι συνήθως υφασμάτινες. Μα το προσπέρασα –τι με έμελε εμένα για ποδιές). Είστε έτοιμος, με ρώτησε γλυκά με μία κλίση ελαφριά του κεφαλιού, όπως θα ρωτούσε το κακομαθημένο παιδί ενός ευκατάστατου πελάτη. Πρόσεξα, σαν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει (και τούτη η οξυμένη μου παρατηρητικότητα με παραξένεψε τόσο που έφτασα σχεδόν ν’ αντιληφθώ την αίσθηση του ονείρου και την πραγματική μου κατάσταση, έτσι που ένιωσα, ενώ τάχα βρισκόμουν ακόμα στο εστιατόριο, να κουνιέμαι ανήσυχα πάνω στο τριμμένο σεντόνι και να μου ’ρχεται η γλυκερή μυρωδιά της ναφθαλίνης – μα σύντομα βρέθηκα ξανά σ’ ακινησία και βυθίστηκα πια ολοκληρωτικά στο όνειρο μέχρι που ξύπνησα με τον τρόπο που θα σας διηγηθώ) πρόσεξα λοιπόν, σαν μου μιλούσε, ότι τα δόντια του είχαν κάτι το λαμπερό κι αντανακλούσαν θαρρείς αυτούσιο το θαμπό φως –σαν να ΄τανε κι αυτά από κρύσταλλο ή από διαμάντι. Μα απέστρεψα το βλέμμα αυτοστιγμεί και προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Όχι, δεν είχα αποφασίσει, πώς θα μπορούσα άλλωστε σε τόσο λίγο χρόνο, αλλά ήταν κι εκείνος ο τρόπος που έστεκε πάνω μου, με το μειδίαμα στα παχιά του χείλη και το μπλοκάκι στο αλύγιστο χέρι του, που μου δημιουργούσε μια αίσθηση κατεπείγοντος και μ’ έκανε να ντραπώ˙ σαν από την ταχύτητα της παραγγελίας μου να εξαρτιόταν η τύχη όλων μας.

Έτριψα νευρικά το μέτωπό μου και, με τους παλμούς μου ν’ αυξάνουν με ρυθμό φρενήρη, μου ’ρθε άξαφνα μια απερίγραπτη λαχτάρα για θαλασσινά (να ’ταν η επιλογή μου εκείνη αποτέλεσμα μιας αχνής συνείδησης ότι ταξίδευα σε πλοίο;) Έχετε χταπόδι, ρώτησα με μια ένταση αναντίστοιχη της υπνωτιστικής ατμόσφαιρας. Φυσικά, απάντησε, κοκκινιστό. Και μάλιστα, πρόσθεσε, είναι το μόνο πιάτο που έχουμε προσώρας στο μενού. Ωραία, ωραία, του έκανα βιαστικά, μην ποθώντας τίποτα περισσότερο απ’ το να απομακρυνθεί η σκιά του απ’ το τραπέζι. Έφυγε αμέσως μ’ ανάλαφρο βήμα, πνιγμένο σ΄ ένα παχύ χαλί που ως τότε δεν είχα προσέξει. Τότε ήταν που απέκτησα πάλι συνείδηση του άγνωστου φίλου μου, ο οποίος δεν είχε βγάλει άχνα και, φυσικά, δεν είχε παραγγείλει. Γύρισα στα δεξιά μου κοιτάζοντάς τον ερωτηματικά και εκείνος, αισθανόμενος προφανώς το βλέμμα μου παρότι συνέχιζε να διαβάζει προσεκτικά το μενού, κούνησε ανέμελα το χέρι του και μου ψιθύρισε, μ’ έναν τόνο σαν να ’θελε να με καθησυχάσει, πως χρειαζόταν λίγο χρόνο ακόμα.

Εγώ όμως κάθε άλλο παρά ήσυχος ήμουν, αφού την πρότερη ένταση της παραγγελίας τη διαδέχτηκε τώρα μια αφάνταστη αίσθηση πείνας. Μέσα σε μια στιγμή ήταν που ένιωσα το στομάχι μου να με πονά, σαν να ’χα μέρες ολόκληρες να το γεμίσω, ενώ ως τότε δεν ένιωθα την παραμικρή διάθεση να φάω και, μάλιστα, είχα παραγγείλει από εκείνη την παράδοξη αίσθηση καθήκοντος για την οποία σας έκανα λόγο προηγουμένως. Συγκεντρώθηκα μπροστά μου παλεύοντας να τιθασεύσω τα γουργουρητά που ξεπηδούσαν απ’ το ταλαιπωρημένο στομάχι μου. Άρπαξα ένα μαύρο, αδιαφανές μπουκάλι που βρέθηκε ανοιχτό στην άκρη του τραπεζιού και γέμισα το κρυστάλλινο ποτήρι μου με το περιεχόμενο του. Κόκκινο κρασί ήταν, με μια υφή πηχτότερη απ’ ό,τι είχα ποτέ μου δει. Κατέβασα το ποτήρι με τη μία, δίχως δισταγμό, με χέρια που έτρεμαν από την αφαγία και την εξάντληση, μα αμέσως μου ’ρθε αναγούλα. Κράτησα κλειστό το στόμα μου πιέζοντάς το με τις παλάμες, ενώ ο λαιμός μου φλεγόταν απ’ το υγρό που είχε ανέβει ως πάνω. Απέμεινα αλύγιστος στο κάθισμα να υπομένω την άθλια εκείνη αίσθηση τρέμοντας απ’ την προσπάθεια. Μες στον πανικό που με κατέβαλλε, το μόνο που ήμουνα σε θέση να σκεφτώ ήταν πως έπρεπε πάση θυσία να κρατηθώ σταθερός (το να ξερνούσε κανείς σ’ ένα τέτοιο μέρος θ’ αποτελούσε, το λιγότερο, ένα μικρό σκάνδαλο). Έτσι κι έγινε. Μετά από χρονικό διάστημα απροσδιόριστο το στομάχι μου ηρέμησε και ο λαιμός μου ησύχασε και, με μια αναιδή ελαφρότητα, γέμισα κιόλας άλλο ένα ποτήρι, που το κατέβασα αυτή τη φορά αργά και με απόλαυση. Κοίταξα δεξιά να δω μήπως ο φίλος μου είχε κάτι αντιληφθεί από το όλο μαρτύριό μου, μα εκείνος συνέχιζε αδιατάρακτα να περιδιαβαίνει τις σελίδες του μενού με βλέμμα πεινασμένο.

Ενώ δεν είχα ρολόι απάνω μου, και ούτε τριγύρω φαινότανε κανένα, άκουσα κάποια στιγμή τον χτύπο ενός δείκτη που γύριζε σημαίνοντας το πλήρωμα κάποιου χρόνου και ξαφνικά (χωρίς ωστόσο καθόλου να ξαφνιαστώ, σαν να ήμουν ενήμερος και να το ανέμενα) είδα ένα χέρι από τ’ αριστερά μου να αφήνει μπρος μου το πιάτο με την πολυπόθητη παραγγελία. Ξεχνώντας τους καλούς μου τρόπους δεν είπα ούτε ευχαριστώ (ο ίδιος σερβιτόρος πρέπει να μου το άφησε, σκέφτηκα ασυναίσθητα, αν και, σκέφτηκα πάλι, πώς θα μπορούσα να το γνωρίζω, αφού μονάχα το χέρι του ήταν που μπήκε στο οπτικό μου πεδίο και τα χέρια του ήταν κάτι που δεν είχα προφτάσει να παρατηρήσω. Γεγονός ήταν πάντως πως το χέρι που με σέρβιρε έμοιαζε χέρι βαθύτατα οικείο, λες και ήταν το δικό μου – ενδεχόμενο φυσικά που απέρριψα αμέσως ως εντελώς παρανοϊκό). Άρπαξα το μαχαιροπίρουνο μπροστά μου και, πνίγοντας ένα μουγκρητό θριάμβου, κίνησα να κόβω, να καρφώνω, να μασώ και να καταπίνω το χταπόδι, το οποίο εκείνη τη στιγμή –πράγμα παράξενο για άνθρωπο που δεν είχε ποτέ τάσεις βουλιμικές– έμοιαζε να εκπληρώνει τους πόθους μιας ζωής λαμβάνοντας σημασία κεφαλαιώδη.

Το πόσος χρόνος πέρασε που έτρωγα δεν θα μπορούσα βέβαια μέσα στ’ όνειρο να το μετρήσω. Πάντως γεγονός είναι ότι ένιωθα πως, όσο κι αν έτρωγα, το χταπόδι παρέμενε μπροστά μου αμετάβλητο. Τη μια στιγμή τού έλειπε το κομμάτι που είχα μόλις καταπιεί και την επόμενη το έβλεπα να κείτεται εκεί ολόκληρο, μες στη θεσπέσια σάλτσα που το κύκλωνε. Έφτασα λοιπόν κάποια στιγμή να τρώω απ’ το σημείο που το κεφάλι του ενώνεται με τα πλοκάμια και, ξάφνου, σαν να μου ’ρθε μια εικόνα αλλόκοτη, σαν να άστραψε στιγμιαία ο πολυέλαιος από πάνω και να είδα στο φως της λάμψης του τα πράγματα διαφορετικά. Το τι είχα ακριβώς δει δεν μπορούσα να τ’ αντιληφθώ, μα μέσα μου αναδύθηκε η αίσθηση μιας φρίκης. Ένιωσα το προμήνυμά της ν’ απλώνεται μέχρι την ύστατη γωνιά του εαυτού μου και, με τις τρίχες μου όλες όρθιες από το ανατρίχιασμα, κοκκάλωσα όπως ήμουν, με τα χέρια μου ακόμα να κρατούν το μαχαίρι και το πιρούνι βαθιά μέσα στο σώμα του χταποδιού, περιμένοντας την αναπόφευκτη συνέχειά της. Και τότε ακριβώς ήταν που έλαμψε ξανά ο πολυέλαιος και το είδα καθαρά, δίχως ελπίδα παρερμηνείας: Στη θέση του μαλακίου βρισκόταν ένα χέρι.

Είχα στο πιάτο μου ένα ανθρώπινο χέρι να κολυμπά μέσα σε αίμα –αίμα εκείνου στον οποίο άνηκε ή άλλου, δεν το ξέρω. Στη θέση του κεφαλιού βρισκότανε η ράχη του, και όπου προηγουμένως απλώνονταν τα πλοκάμια κείτονταν τώρα δάκτυλα. Οι βεντούζες είχαν πια εξαφανιστεί και το κάλυπτε μια επιδερμίδα καφετιά, ή μάλλον που θα ήταν κάποτε τέτοια μα που τώρα είχε ροδίσει –προφανώς απ’ το ψήσιμο. Όλα τούτα σάς τα περιγράφω με ψυχραιμία μα, όπως είναι εύλογο, εκείνο που κατάφερα τότε να κάνω ήταν ν’ αφήσω μια κραυγή γεμάτη τρόμο. Άφησα το μαχαιροπίρουνο (που ως τότε παρέμενε καρφωμένο στο σημείο που εκκινεί ο αντίχειρας) να πέσει στο πιάτο κάνοντας έναν κρότο εκκωφαντικό και τραβήχτηκα στην καρέκλα, όσο μου το επέτρεπε η ψηλή πλάτη, επαναλαμβάνοντας: είναι χέρι, είναι χέρι.

Κι ενώ ένα τρέμουλο με συγκλόνιζε ολόκληρο άκουσα από τα δεξιά μου έναν καγχασμό και γύρισα και είδα τον άγνωστο φίλο μου να με κοιτάζει μοχθηρά με μάτια μισόκλειστα και να γελά με γέλιο ολοένα αυξανόμενο σε ένταση. Και η μορφή του χάθηκε και ήταν ξάφνου ο σερβιτόρος που καθόταν στη θέση του και γελούσε με το ίδιο γέλιο, και έπειτα ήταν ένας φίλος μου απ’ τα παλιά, έπειτα ένας συμμαθητής μου που, παράξενο, είχα χρόνια να σκεφτώ, ο πρώτος μου δάσκαλος, ο πατέρας μου και, τελικά, κατέληξε να είναι εγώ ο ίδιος, ένας εγώ όμως με λεπτότερα και πιο καλαίσθητα χαρακτηριστικά που γελούσε πια σχεδόν υστερικά. Βυθίστηκα σε κάτι σαν ίλιγγο, σαν δίνη, και το μόνο που μπορούσα πια όχι ν’ ακούσω μα ολοκληρωτικά να αισθανθώ ήταν το φριχτό γέλιο και τη φωνή μου να ουρλιάζει μ’ αγωνία: είναι χέρι, είναι χέρι!

Όλα χάθηκαν τότε και ανοίξανε τα μάτια μου και αντίκρισα μπροστά μου ένα σκιασμένο λευκό. Βρισκόμουνα ξανά στο πλοίο, ξαπλωμένος στην πάνω κουκέτα. Είχα ξυπνήσει φαίνεται τους συνεπιβάτες μου της καμπίνας και στριφογύριζαν ενοχλημένοι. Μονάχα ο απέναντι μου, που είχε πάρει και αυτός το επάνω κρεβάτι, δεν έδειχνε να έχει το παραμικρό πρόβλημα. Καθόταν μισοξαπλωμένος με την πλάτη του στο μαξιλάρι και το χέρι του στο γόνατό κοιτάζοντας με εύθυμα: Κόντεψες να σηκώσεις το μισό πλοίο στο πόδι με τις φωνές σου, μου έκανε σιγά. Α έτσι; Και τι φώναζα; Σιγογέλασε. Είναι χέρι, είναι χέρι. Στην αρχή το έλεγες σαν από μέσα σου μα στο τέλος άρχισες σχεδόν να το φωνάζεις. Έμεινα σιωπηλός. Λοιπόν; Τι έβλεπες, ρώτησε. Να… έβλεπα λέει έναν αγώνα και ο αντίπαλος αμυντικός έκανε χέρι μέσα στην περιοχή. Αυτό ήταν όλο… Γέλασε βεβαίως με την εξήγηση μου και ξεκίνησε κάτι να μου λέει, μα εγώ έκλεισα τα μάτια και προσποιήθηκα πως κοιμάμαι μιας και δεν είχα διάθεση καμία για κουβέντα. Με το πρώτο φως δέναμε στο λιμάνι.

Αυτή ήταν λίγο πολύ η ιστορία. Να με συμπαθάτε αν σας κούρασα μα, βλέπετε, είναι η πρώτη φορά από τότε που ταξιδεύω ξανά με πλοίο και είμαι κάπως νευρικός. Και μιας και ταξιδεύετε κι εσείς μόνος, και είμαστε οι δυο μας στην καμπίνα αυτή, πήρα το θάρρος. Δεν συνηθίζω να βλέπω όνειρα, ούτε στα σύμβολα πιστεύω και τις αλληγορίες. Μα αν απόψε μ’ ακούσετε στον ύπνο μου να μουρμουράω, παρακαλώ ξυπνήστε με».

Το αν ο συνεπιβάτης μου είχε πράγματι ονειρευτεί το παραπάνω δεν το γνωρίζω, παρότι φυσικά η αφήγησή του φάνταζε ειλικρινής. Οφείλω εδώ να σημειώσω όμως ότι το πρωί, καθώς ετοιμαζόμασταν να κατέβουμε στο λιμάνι και βεβαιώναμε ότι όλα τα πράγματα μας ήταν εκεί όπου έπρεπε, είδα τυχαία από ένα άνοιγμα του σακβουαγιάζ του ότι κουβαλούσε πάνω του κάμποσα βιβλία. Τρία απ’ αυτά, εκείνα που πρόλαβα να δω, ανήκαν σε τρεις συγγραφείς: Στον Ε.Τ.Α Χόφμαν, τον Πόε και τον Καχτίτση. Για όσους έχουν την παραμικρή συμπάθεια για τη λογοτεχνία θα είναι προφανές το γιατί τα ονόματα αυτά γέννησαν μέσα μου την υποψία. Να ήταν όλο αυτό απόρροια μιας εξημμένης φαντασίας; Μια προσπάθεια ίσως για εντυπωσιασμό εμπνευσμένη από προγενέστερα αναγνώσματα; Δεν το πιστεύω, αν και αναρωτήθηκα πολλές φορές. Νομίζω πως ο συνεπιβάτης μου πράγματι ονειρεύτηκε ό,τι μου αφηγήθηκε, και ότι το όραμα αυτό του κανιβαλισμού τον τάραξε βαθιά. Μα, για να είμαστε δίκαιοι, είναι εν τέλει αδιάφορο το αν το ενύπνιο αυτό έζησε, για λίγο έστω, μέσα στους νευρώνες του. Πόσα είναι τα όνειρα που πράγματι ζουν μα χάνονται με το πρώτο φως της ημέρας, πόσες οι λεπτότερες διαισθήσεις που θάβονται αυτοστιγμεί κάτω απ’ τις εντυπώσεις του πραγματικού; Είναι κάποια οράματα που δεν υπήρξαν έως τώρα ποτέ – μα που θα μπορούσαν να υπάρξουν. Και αυτό μάς λέει ό,τι χρειάζεται να ξέρουμε για αυτά.

 

*

 

*