ΝΠ | Αφηγήματα

Εργοστάσιο τενεκέδων

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Η ζωή είναι ο εφιάλτης των ονείρων μας.

Το να χάνεις την δουλειά σου, είναι σαν να χάνεις την ζωή σου. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν ξέρεις αν υπάρχει άλλη. Κι αν υπάρχει, δεν ξέρεις αν είναι καλύτερη απ’ την προηγούμενη.

Το να ξεμένεις από δουλειά στην Αθήνα, είναι σαν να κολυμπάς με αλιγάτορα σε πισίνα. Και το να ψάχνεις για δουλειά, είναι «σαν να ρίχνεις ένα ροδοπέταλο στο Γκραντ Κάνυον και να περιμένεις ν’ ακουστεί ο αντίκτυπός του».

Όταν έχασα την δουλειά μου, φράκαρε η πόρτα απ’ τους λογαριασμούς, άδειασε το ψυγείο, δυο-τρία τσιγάρα στο πακέτο, η μηχανή στην ρεζέρβα και πήρα τους δρόμους ποδαράτο…

Έλειωσα σόλες. Χτύπησα πόρτες, «έφαγα πόρτα». Πείνασα, δίψασα, νύσταξα. Κοιμήθηκα σε λεωφορεία, σε τρόλεϊ, σε παγκάκια.

Κατέληξα σ’ ένα εργοστάσιο τενεκέδων στην Ιερά Οδό. Ούτε Ιερά μου φάνηκε ούτε Οδός όπως την περιγράφει ο Σικελιανός. Ένας κωλόδρομος πηγμένος στ’ αμάξια ήτανε, πυρακτωμένη άσφαλτος, και τα πόδια μου γεμάτα φουσκάλες και ξεπετσαλιασμένα δάχτυλα. (περισσότερα…)

Νυχτερινό λεωφορείο    

*

του ΓΙΑΝΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Το λεωφορείο στρίβει απότομα, μπαίνει στον επαρχιακό που κόβει το βουνό στη μέση. Όσοι κοιμούνταν ξυπνούν, λίγοι προλαβαίνουν να δουν τις σκιές που διασχίζουν τον αυτοκινητόδρομο βιαστικά, φωτισμένες από τις λάμπες της εθνικής. Κυνηγοί,  ξυλοκόποι ή ίσως κάποιοι που βγήκαν στον κόσμο μέσα από την κοιλιά ενός φορτηγού, μισοπεθαμένοι από τη δίψα. Αυτοί που τους είδαν τους ξεχνούν σχεδόν αμέσως.

Μετά την έξοδο από τον αυτοκινητόδρομο ο δρόμος στενεύει και γίνεται ανηφορικός, αλλά ο οδηγός δεν κατεβάζει ταχύτητα. Μερικοί άντρες στη γαλαρία γελάνε, σχεδόν υστερικά. Αυτοί δεν αποκοιμήθηκαν ποτέ, και εκείνη ξυπνά τελευταία, έτσι της φαίνεται, από τα γέλια τους. Γύρω της σκοτάδι· κάποιος στη γαλαρία λέει μια ιστορία. Έχει φτιάξει ακροατήριο, μια ομάδα από άντρες έχουν συγκεντρωθεί γύρω του, μερικοί μάλιστα που κάθονταν μπροστά του έχουν σκαρφαλώσει στις θέσεις τους σαν μαθητές δημοτικού και τον ακούνε. Τον ανέβασαν στο λεωφορείο, στη μέση του πουθενά, είδαν το κασκόλ, για αυτό… Η συνέχεια της ιστορίας διακόπτεται από γέλια, σκουντήματα, αγγίγματα. Κορυφώνεται με τον φαρσέρ που την διηγείται να σπρώχνει βίαια το κεφάλι ενός από τους συνταξιδιώτες του πάνω στον καβάλο του. Εκείνος γελάει με αυτό που παθαίνει αλλά οι μυς του προσώπου του συσπώνται έντονα. Η ιστορία της είναι γνώριμη, είναι ένα γηπεδικό παραλήρημα. Ταυτόχρονα νιώθει ότι την ακούει για πρώτη φορά, ίσως επειδή εκείνος που αφηγείται την ξύπνησε και, ενώ τραβάει τα μαλλιά του φίλου του, κοιτάζει τις γάμπες της.

Τα λόγια του σβήνει ένας λαρυγγικός ήχος πίσω της, εκεί συγκεντρώνει την προσοχή της τώρα. Από τη χαραμάδα ανάμεσα στα καθίσματα βλέπει έναν παχύσαρκο άντρα να παλεύει με την φωνή του. Η μάχη του με τον ήχο που βγαίνει από τον λαιμό του φαίνεται χαμένη. Δεν μπορεί να ελέγξει το τικ του·  παρόλα αυτά προσπαθεί. Το πουκάμισό του έχει μικρές λίμνες από ιδρώτα στο στήθος, στην κοιλιά, στις μασχάλες. Έχει ανοίξει το τραπεζάκι για το φαγητό και, για να δημιουργήσει έναν αντιπερισπασμό απέναντι στη φωνή του, χτυπάει με τα χοντρά του δάχτυλα μια την επίπεδη πλαστική επιφάνεια και μια το βαθούλωμα για το ποτήρι. (περισσότερα…)

Ιστορίες των αριθμών

~.~

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ

Κάθε απόγευμα, ο Γιάννης ανοίγει το βιβλίο των μαθηματικών. Κοιτάζει τους αριθμούς και του φαίνεται ότι φτιάχνουν ιστορίες. Να εδώ ένα 5 είναι ένας πολεμιστής με προτεταμένο όπλο που περιμένει πίσω από ένα συρματόπλεγμα που κάνει ένα Χ μπροστά του. Λίγο πιο πέρα ένα 9 κρύβεται κυρτωμένο κάτω από μια ρίζα. Βλέπει τους χαρακτήρες της ιστορίας μα δεν μπορεί να τη διαβάσει.

Οι συμμαθητές του είναι στο φροντιστήριο την ίδια ώρα. Τους λέει ότι κάνει ιδιαίτερο. Δε θέλει να πει ότι του το ξέκοψαν οι γονείς του ότι λεφτά για φροντιστήριο δεν υπάρχουν. Γελάει μόνος του με τη σκέψη. Μήπως δεν είναι αυτή η ώρα ένα ιδιαίτερο μάθημα στρατηγικής;

Στο σχολείο, τα πρωινά, κάθεται στο τελευταίο θρανίο και κρυφοκοιτάζει το κινητό του. Παρακολουθεί την αλλαγή των λεπτών. Όταν τον ρωτάνε οι καθηγητές, ζητάει να του επαναλάβουν την ερώτηση. Έτσι, για να κερδίσει χρόνο και ας ξέρει ότι δεν μπορεί να απαντήσει. Να νιώθει ότι έχει λόγο σε κάτι από όσα γίνονται γύρω του.

Το βράδυ, χαζεύει λίγο σε κανένα παιχνίδι. Δεν ξέρει αν θέλει να τρέξει ο χρόνος και να τελειώσει το μαρτύριο της Γ΄ Λυκείου ή να κυλήσει αργά και να αργήσει η ώρα που θα βρεθεί μπροστά το τετράδιο των Πανελληνίων. Φοβάται ότι μέχρι τότε και οι τελευταίοι στρατιώτες του θα έχουν παραδοθεί.

Μερικές φορές, τα βράδια, πάει και κάθεται στην άκρη της λεωφόρου και χαζεύει τα αυτοκίνητα που τρέχουν. Φαντάζεται ότι είναι τα τανκς του. Μπαίνει μέσα σε ένα και όλος ο δρόμος γίνεται πεδίο μάχης. Αυτός απλώνει τους πολεμιστές του, τα 6 και τα 2 και τα αυτόματα όπλα του τα πλην και φτιάχνει μια ιστορία καταδική του που την καταλαβαίνει και την ορίζει. Και τότε μόνο νιώθει ότι ζει τη ζωή τη δική του την αληθινά δικαιωμένη και δίκαιη.

~.~ (περισσότερα…)

O τρόμος του κενού

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Διήγημα για παιδιά, και όχι μόνο, εμπνευσμένο από τον πίνακα «Experiment on a Bird in an Air Pump» του Τζόζεφ Ράιτ του Ντέρμπυ, και τοποθετημένο στο Μπαθ της Αγγλίας κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.

~.~

Είχαν ξεφυτρώσει μάτια στην πίσω μεριά του κεφαλιού, πάνω στα μαλλιά της, στους ώμους και στην πλάτη της. Αυτά τα μάτια, σε αντίθεση με τα κανονικά στο πρόσωπό της, που τώρα τα έκλεινε σφιχτά και τα πίεζε να βυθιστούν στα σεντόνια, παράβαιναν την εντολή της να μην κοιτάζουν όσα τρομερά συνέβαιναν πάνω στο κορμί της, και έμεναν διάπλατα ανοιχτά και κατατρομαγμένα. Κι έτσι δυστυχώς έβλεπε, με εκείνα τα άλλα, ανεξέλεγκτα μάτια, τα πάντα:

Τα πολλά ρούχα του δόκτορα Όλιβερ σύρθηκαν πάνω στα παπλώματα του κρεβατιού  καθώς απομακρύνθηκε λίγο από την πλάτη της και γύρισε προς το τραπεζάκι πίσω του. Πήρε ένα από τα χάλκινα ποτήρια που ήταν ανάποδα γυρισμένα πάνω στον δίσκο και, με το άλλο χέρι, κράτησε κάτω από το χείλος του το λυχνάρι, αυτό που έμοιαζε με μεγάλη σφυρίχτρα. Η Αννέτ έσφιξε τα χείλη. Τώρα, τώρα, τώρα… Πλοφ! Το κορίτσι μούγκρισε – αλλά δε φώναξε. Ο γιατρός είχε βεντουζώσει το ποτήρι κάτω ακριβώς από τον ώμο της. Η Αννέτ ένιωσε το δέρμα της να καίει, να φουσκώνει, να την τραβάει. Τα σεντόνια κάτω από το πρόσωπό της μούσκεψαν, ρούφηξε τη μύτη. Καιγόταν και πονούσε, αλλά τα μάτια που είχε πίσω στο κεφάλι της, πάνω στα μαλλιά της, της έδειξαν τον δόκτορα Όλιβερ να ισιώνει τη ράχη του και να κοιτάζει το έργο του πάνω στη γυμνή κοριτσίστικη πλάτη ευχαριστημένος.

«Αγαπητέ» γύρισε και είπε στον κύριο Τζόνσον «η νεαρή σας άρρωστη είναι οπωσδήποτε πολύ γενναία». (περισσότερα…)

Χριστούγεννα με τον Ωνάση

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ E. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Δύσκολα τα έφερνα βόλτα τις μέρες εκείνες. Βουνό οι λογαριασμοί. Τα μετρητά εξανεμίστηκαν. Έσπασα και τον κουμπαρά, βούλωσα κάτι τρύπες. Έμεινα ρέστος. Πήρα την κάρτα και κατέβηκα στο Νυδρί για να την στραγγίξω.

Πέρασα απ’ το λιμάνι. Παγωνιά. Οι λιγοστές ψαρόβαρκες αραγμένες πλάι-πλάι, λες κι ήθελαν να ζεσταθούν. Η χερσόνησος της Αγίας Κυριακής σαν στοργικός βραχίονας που προφύλασσε το φωτισμένο εκκλησάκι απ’ τα κύματα. Η Μαδουρή του Βαλαωρίτη χαλκοπράσινη, με τα παράθυρα του παλαιού αρχοντικού κατασκότεινα, σαν μάτια προϊστορικού κρανίου. Το ορειχάλκινο  άγαλμα του Ωνάση, φρεσκοπλυμένο απ’ την βροχή, γυάλιζε σαν να ’ταν από χρυσάφι. Κάτω απ’ τα χοντρά γυαλιά του, ατένιζε με άδειο βλέμμα το πέλαγος της ματαιότητας.

Τ’ αμέτρητα χρήματά του δεν μπόρεσαν να κρατήσουν στην ζωή τον αγαπημένο του γιο, Αλέξανδρο. Οι δημοσιογράφοι χύμηξαν σαν κοράκια. Αυτός απαντά: «Δεν είμαι τίποτα παραπάνω από έναν πατέρα που έχασε το παιδί του». Κατόπιν, η υγεία του κλονίστηκε. Η μυασθένεια άρχισε να προσβάλλει το νευρικό του σύστημα. Μια αρρώστια σπάνια, που δεν έδινε καμιά ελπίδα σωτηρίας. Τα τσίνορά του μάδησαν. Κυκλοφορούσε με τσιρότα κολλημένα στα βλέφαρα για να μπορεί να κρατάει τα μάτια του ανοιχτά. Δυο χρόνια μετά, πήγε να συναντήσει τον Αλέξανδρο. Η κόρη του, Χριστίνα, ύστερα από τέσσερις αποτυχημένους γάμους, έγινε η πιο δυστυχισμένη πλούσια γυναίκα του κόσμου. Δίπλα στην μπανιέρα της, όπου βρέθηκε νεκρή, υπήρχαν φιαλίδια με βαρβιτουρικά. Ήταν τριάντα επτά μόνον χρονών. Οι τάφοι τους κείτονται στο μικρό παρεκκλήσι του Σκορπιού. Τους σκεπάζει και τους τρεις, όπως και τον φτωχότερο του κόσμου, χώμα – όχι χρυσόσκονη! (περισσότερα…)

Ταξιδεύοντας προς την Κωνσταντινούπολη

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Η Ελισάβετ Β. Κονταξάκη (1819-1879), αμφιλεγόμενη διανοούμενη του 19ου αιώνα από την Κρήτη, έδρασε στην Αθήνα και θαυμάστηκε από Έλληνες και ξένους ως «κόσμημα του έθνους της». Όταν ώριμη επέστρεψε στην πατρίδα της, μισήθηκε με πάθος, λόγω της τουρκοφιλίας της. Πέθανε περιφρονημένη, μόνη και πάμπτωχη στην Κωνσταντινούπολη. Η επίσημη ελληνική Ιστορία την έχει αγνοήσει και διαγράψει. Με την υπό έκδοση μυθιστορηματική βιογραφία της επιχειρώ, με βάση τις πηγές, να την προσεγγίσω ως ιστορικό πρόσωπο και ως άνθρωπο και να εξηγήσω, ή τουλάχιστον να καταλάβω, την όψιμη τουρκοφιλία της. Το παρακάτω απόσπασμα, με το οποίο συμπληρώνονται οι προδημοσιεύσεις του βιβλίου στο Νέο Πλανόδιον, είναι από τα τελευταία κεφάλαια. – Α.Κ.

~.~

Όταν η Ελισάβετ διαπιστώνει ότι ο φαναριώτης Φάχρη, ταλαντούχος απατεώνας, δεν σκοπεύει να τηρήσει την υπόσχεση της επιστροφής των οφειλόμενων, αποφασίζει να πάει η ίδια στην Κωνσταντινούπολη, να προσφύγει στα ανώτατα δικαστήρια να βρει το δίκιο της.

«Πώς μ’ έπεισε για τις καλές τάχα προθέσεις του!» σκεφτόταν καθώς ταξίδευε, ψέγοντας τον εαυτό της· δεν μπορούσε να αποδεχθεί την τόσο μεγάλη αποτυχία της στα οικονομικά θέματα· «ανίδεη εγώ, το ίδιο ανίδεος κι άσχετος κι ο αδελφός μου» μονολόγησε.

Την τελευταία και πλέον εικοσαετία που ζούσε στα Χανιά μόνο η πολιτική την απασχολούσε σοβαρά. Ασκημένη στην Αθήνα θεωρητικά στην πολιτική τέχνη,  έμαθε έμπρακτα να ελίσσεται, να προτείνει λύσεις στους πασάδες, σε όλους τους πασάδες, που ανενδοίαστα την εμπιστεύονταν. «Δεν πρόδωσα ποτέ την πατρίδα, όπως με κατηγορούν, διαχειριζόμουν τα πολιτικά προς όφελος και των δύο πλευρών, επιτυχημένα, πιστεύω», σκεφτόταν. (περισσότερα…)

Ο Τυφώνας του Κόνραντ

Από την αυθεντική εικονογράφηση της πρώτης έκδοσης στο Pall Mall  (1902)

~.~

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Η πιο όμορφη, πιο δυνατή, κι η πιο ανταριασμένη περιγραφή, για τη μανία των άγριων ανέμων που διαγουμίζουν τη θάλασσα και τους ταξιδιώτες της, απ᾽ όσες έχω διαβάσει ίσαμε σήμερα, παραμένει ο Τυφώνας του Κόνραντ. Όπως ο ίδιος ο Κόνραντ είπε στον Richard Curle (Joseph Conrad: A Study, σ. 17-18), το περιστατικό που περιέγραψε στον Τυφώνα να εξελίσσεται πάνω στο Ναν-Σαν είναι αληθινό και συνέβη στο πραγματικό ατμόπλοιο John P. Best. Και καθώς έγραψετο συμβάν εκείνο άκουσε να το αφηγούνται ναυτικοί στην Ανατολή, μα δεν έτυχε να γνωρίσει κανέναν που να έχει πείρα προσωπική του πράγματος. Από το διήγημα λοιπόν, μεταφέρω εδώ ένα κομμάτι, με την άγρια και μανιασμένη επίθεση του τυφώνα καταπάνω στο Ναν-Σαν, από την συγκλονιστικά ζωντανή, σχεδόν εικονογραφικά τρικυμισμένη μετάφραση του Άγγελου Τερζάκη.

«Μια αστραπή αδύναμη τρέμισε ολοτρίγυρα, λες κι αντιφέγγιζε στο στόμιο μιας σπηλιάς ― μιας κάμαρας μαύρης κι απόκρυφης του πελάγου, πούχει για πάτωμα κύματα αφρισμένα. Φανέρωσε, μέσα σε μιας στιγμής το απαίσιο φτεροκόπημα, ένα κουβάρι σύννεφα κουρελιασμένα που κρέμονταν χαμηλά, τη μακρουλή κόψη του καραβιού, και πάνω στη γέφυρα τις μαύρες μορφές των ανθρώπων που στέκονταν με τα κεφάλια χαμηλωμένα, σα νάχανε πετρώσει πάνω σε μια κουτουλιά. Το σκοτάδι έκλεισε τις φτερούγες του πάνω σ’ όλα αυτά, και τότε μονάχα τ’ αληθινό κείνο πράμα ήρθε επιτέλους.

Ήτανε κάτι φοβερό και κεραυνοβόλο, έκρηξη που λες και κομματιάζει το μέγα δοχείο της Οργής. Η ανατίναξη φάνηκε να ζώνει το καράβι μ’ ένα τεράστιο τράνταγμα, πάφλασμα κραταιό, σαν και κανένα πελώριο φράγμα νάχε σκάσει εκεί στην πλώρη. Με μιας οι άντρες χάσαν ο ένας τον άλλον. Γιατί τέτοια είναι η αποσυνθετική δύναμη των μεγάλων ανέμων. Απομονώνουν τον άνθρωπο. Ένας σεισμός, μια καθίζηση της γης, το γκρέμισμα μιας χιονοστιβάδας, αδράχνουνε τον άνθρωπο στην τύχη πες, δίχως πάθος. Το άγριο δρολάπι όμως χυμάει πάνω του σαν εχθρός προσωπικός, πασχίζει να του μαγκώσει τα μέλη, να του σκοτίσει το νου, γυρεύει να του εξουθενώσει το κουράγιο…

Του φάνηκε πως έμεινε για πολύ, ώρες, εκεί, άθλια απομονωμένος, με τα χέρια πάνω στο μπουντέλι. Η βροχή έπεφτε πάνω του πυκνή, κρουνελιάζοντας στο κορμί του. Ανάσαινε μ’ αγκομαχητό και το νερό που κατάπινε ήταν άλλοτε γλυκό κι άλλοτε αλμυρό. Τις περισσότερες στιγμές κρατούσε τα μάτια του σφιχτά κλεισμένα, σαν και να φοβότανε πως των στοιχείων η τρομερή σύρραξη θα χαντάκωνε το φως του…

Καινούργια κύματα, βουνά, σαρώσανε τη γέφυρα. Και τα δέχτηκε ανυπεράσπιστος, πάνω στο γυμνό του κεφάλι, έχοντας τα δυο χέρια του μονάχα για να κρατιέται.

Το χοροπηδητό του καραβιού είχε ξεπεράσει τα όρια. Ο παραδαρμός του φανέρωνε τώρα τη φοβερή εγκατάλειψη. Βούταγε με το κεφάλι, σα μέσα σε χάος, και την κάθε φορά θαρρείς πως τρακάριζε πάνω σε τοίχο. Το μπόζι το πλάγιαζε ολότελα και, σαν ανορθωνόταν, το τίναγμα ήτανε τόσο γερό που ο Τζουκς τόνοιωθε να παραπατάει, καθώς τρεκλίζει, προτού σωριαστεί χάμου, ένας άνθρωπος πούχει φάει μια στο κεφάλι με ρόπαλο. Η θύελλα ούρλιαζε, σφύριζε μανιακά μέσα στη νύχτα, λες κι ολάκερος ο κόσμος είχε γίνει τώρα ένας μαύρος οχετός. Κάποιες στιγμές, ο άνεμος σούρωνε πάνω στο καράβι σα ν’ αναρρουφιόταν μέσα από σήραγγα, με τη σύμπυκνη και στέρεη πίεση του εμβόλου. Το καράβι σηκωνόταν γυμνό πάνω απ’ το νερό και για λίγο στεκόταν έτσι, με μιαν ανατριχίλα που το περνούσε πέρα ώς πέρα. Ύστερα ξανάρχιζε πάλι το κουτρουβάλημα, μέσα στο καζάνι τούτο που αναβράζει…

Ήτανε ξέρα στ’ ανοιχτά, που το νερό τη ζώνει αναβράζοντας, τη γλύφει, την ξεπλένει κι αλύπητα τη δέρνει ― βράχος μέσα στο σκάσιμο της θάλασσας που πάνω του γραπώνονται οι ναυαγοί προτού βουτήξουν οριστικά. Μοναχικό ορθωνόταν, βούλιαζε, έγερνε ασταμάτητα, δίχως αναπαμό κι ανάσα, σαν ξερολίθι που ξεκόλλησε από τη στεριά κι από κάποιο θάμα κυλιέται πέρα, στον αφρό του πελάγου, σαν καρυδότσουφλο.

Η θύελλα κούρσεψε το Ναν-Σαν με παράφορη, καταστροφική μανία. Σχίστηκαν τα πανιά, φύγαν οι τέντες, η γέφυρα σαρώθηκε, κουρελιάστηκαν οι μουσαμάδες, στραβώσανε τα ρέλια, τσακίστηκαν οι προφυλαχτήρες, και στα τελευταία ξέφυγαν και δυο βάρκες. Είχανε χαθεί, δίχως να το πάρει μυρουδιά κανένας, λες κι ανάλυωσαν μέσα στη σύρραξη των κυμάτων.

…Σκοτάδι αδιαπέραστο καθότανε βαρύ πάνω στις δαιμονικές λάμψεις του νερού. Μια στυγνή πεποίθηση άρχισε να τον κατέχει, πως στο εξής κάθε προσπάθεια είναι ανώφελη.

Αν δεν σπάσει το τιμόνι, αν οι τόννοι το νερό που πέφτουνε στην κουβέρτα δεν τη βουλιάξουν, ή δεν τσακίσουνε τα καπάκια, αν δε σταματήσουν οι μηχανές, αν δεν κόψει του καραβιού το δρόμο ο τρομαχτικός τούτος άνεμος και δεν καταπιεί κανέναν από τα κυματόβουνα που μονάχα τ’ άσπρα τους λοφία ξεχωρίζουνε ψηλά πάνω από τα καπόνια, καθώς τα βλέπει κάπου-κάπου σε μια λιγόθυμη ματιά ο Τζουκς ― τότε μονάχα θα μπορείς να πεις πως το καράβι γλύτωσε. Κάτι μέσα στην ψυχή του δεύτερου λύγισε, κι η σκέψη έφεξε στο νου του πως πάει, χάνεται πια το Ναν-Σαν. «Ξέγραφτο», είπε μέσα του με ταραγμένο παράδοξα το νου, σαν και νάχε ανακαλύψει σ’ αυτή τη σκέψη μια σημασία αναπάντεχη. Απ’ όλα κείνα τα ενδεχόμενα κάτι θα τύχαινε στο τέλος. Τώρα, τίποτα πια δεν μπορούσες να προλάβεις και τίποτα να διορθώσεις. Το τσούρμο δε φελάει και το καράβι δεν αντέχει. Καιρός φοβερός, ακαταδάμαστος.

…Βαστήχτηκαν γερά. Το ξεμπουκάρισμα της ξαμολυμένης λύσσας, η μοχθηρή φούρια του ανέμου, κάρφωσαν ξαφνικά το καράβι στον τόπο. Στη φοβερή εκείνη στιγμή του μετεωρισμού, το Ναν-Σαν πήγε κι ήρθε, γοργά κι ανάλαφρα, σαν κούνια μωρού, ενώ η ατμόσφαιρα ολάκερη θαρρείς να χυνότανε μανιακά πέρα, ξεφεύγοντας πολύβουη από τη νυχτωμένη γη.

Πιάστηκε η ανάσα τους και με κλειστά τα μάτια σφίξανε περισσότερο τ’ αγκάλιασμά τους. Η στήλη του νερού ξεπετάχτηκε από το φοβερό τράνταγμα, ήρθε ολόρθη μέσα στο σκοτάδι να τρακάρει το καράβι. Τσάκισε, κι από ψηλάθε, με το θανάσιμο βάρος της, γκρεμίστηκε συντριφτική στη γέφυρα.

Ξεσκλίδι φευγάτο από τούτη την κατάρρευση, απλή πιτσιλιά, τους τύλιξε στρουφίζοντας, από το κεφάλι στα πόδια, μπουκώνοντας τ’ αυτιά τους, τα στόματα και τα ρουθούνια με νερό αλμυρό. Τους πελέκησε τα καλάμια, τους ξεκλείδωσε τα μπράτσα στη στιγμή, κόχλασε κάτω από τα σαγόνια τους. Κι ανοίγοντας τα μάτια, είδανε τους στιβαγμένους αφρούς να χτυπιόνται δώθε-κείθε, πάνω στο πράμα κείνο που έμοιαζε τώρα να είναι το ερείπιο ενός καραβιού. Ρουφηγμένο το Ναν-Σαν, εβούλιαζε. Και οι καρδιές τους, που αγκομαχούσαν, έσβυναν κι αυτές στην προσμονή του τελειωτικού σπασμού. Μα ξάφνου, το καράβι αναπήδησε μέσα από την ανέλπιδη βουτιά του, πασχίζοντας λες να τραβηχτεί από τα ερείπια.

Στο σκοτάδι μέσα, τα κύματα μοιάζανε να ξεπετιούνται από παντού για να το πισωστρέψουν εκεί που θάβρισκε τον τάφο. Έκρυβε μίσος ο τρόπος που τόσπρωχναν κι είχε αγριότητα περίσσια το χτύπημά τους. Εκείνο πάλι ήτανε σαν πλάσμα ζωντανό που το παράδωσαν στη λύσσα του όχλου. Το σκούνταγαν με μανία, το βάραγαν, τ’ ανασηκώνανε στον αέρα, χάμου το βροντούσανε, το ποδοπατούσαν… Και το αλαλητό των στοιχείων, έχθρα ξαπολυμένη, έζωνε τα κορμιά τους, παραλύοντας την ψυχή.

Μια άγρια, αποτρόπαιη κραυγή, από κείνες που οι ανεμοζάλες, κουβαλάνε κάποτε, άγνωστο πώς, μέσα στη μάνητά τους, έπεσε χτυπώντας τα φτερά της πάνω στο καράβι…»

Τζόζεφ Κόνραντ, Τυφώνας, μετάφραση Άγγελου Τερζάκη

*

Joseph Conrad’s Nan Shan in Typhoon, watercolor. Copyright Richard C. Moore

~.~

Εδώ μπορεί κανείς να δει την πρώτη έκδοση, με τις εικονογραφήσεις, στο περιοδικό Pall Mall, Ιαν.-Μάρτ. 1902

Πρώτη δημοσίευση: iliasmalevitis.wordpress.com

~.~

*

(περισσότερα…)

Άγριο σώμα

*

Την τρίτη νύχτα επιτέλους στάθηκε ένα σύννεφο μπροστά στο φεγγάρι και κινήσαμε να φύγουμε – ο Θεός ξέρει για πού. Ο αδελφός Δομήνικος ξεπετάχτηκε μπροστά και βάλθηκε να προχωρά στα τυφλά, λες και στην άλλη άκρη του απόλυτου σκοταδιού θα έβρισκε τη σωτηρία μας. Του ψιθύρισα μια και δυο, αλλά στο τέλος έκλεισα το στόμα μου κι απλά τον ακολούθησα, παρότι ήξερα πως δεν είχε ιδέα πού πήγαινε. Το άγριο σώμα του άνοιγε δρόμο μέσα στη βλάστηση.

Πίσω από τα δέντρα με τα άθεα ονόματα άκουγα όλο ήχους και πατημασιές. Δεν άντεχα καν να πλάσω στο μυαλό τις χλωμές φάτσες αυτών που ήθελαν να μας βλάψουν. Υπάρξεις με πρόσωπα αξεχώριστα, που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να μάθουν τον Λόγο του Θεού, τώρα είχαν γίνει οι κυνηγοί μας. Κοιτούσα από δω κι εκεί μήπως και κατάφερνα να φυλαχτώ αν ορμούσαν, αλλά με φρίκη σκέφτηκα πως απλώς μας έσπαγαν τα νεύρα. Μπροστά μου, σε σταθερή απόσταση όσο είχα αντοχή, ο αδελφός Δομήνικος ξάνοιγε δρόμο, ίδιος πανικόβλητη αντιλόπη. (περισσότερα…)

Ένα στραβό χαμόγελο

*

Η κλήση που δέχτηκα ένα χειμωνιάτικο βράδυ ήταν απρόσμενη. Ένας παλιός φίλος ήθελε να βρεθούμε. Δεν έφερα αντίρρηση – είχα καλές αναμνήσεις. Μου εξήγησε με ειλικρίνεια την κατάσταση. Ήθελε λίγη παρέα, κάποιον να μιλήσει. Τους τελευταίους μήνες η μάνα του πάλευε με τον καρκίνο.

Είπα στη γυναίκα μου ότι θα βγω. Ανησύχησε. Είχε απαγόρευση κυκλοφορίας. Με παρακάλεσε να συμπληρώσω το χαρτί εξόδου, «έτσι, για μάτια του κόσμου, σε περίπτωση που πέσεις σε έλεγχο». Της είπα όχι. Δεν επέμενε, ήξερε τις απόψεις μου. Βγήκα στη νύχτα, στην έρημη πόλη.

Το σπίτι του φίλου ήταν κοντά – πέντε λεπτά απ’ το δικό μας. Τον αντίκρισα με τη μάσκα στο πρόσωπο. Απέφυγε τη χειραψία. Δεν είπα τίποτα. Έφτιαξε καφέ και καθίσαμε στο σαλονάκι. Κάθισε σε απόσταση και κατέβασε τη μάσκα στο σαγόνι. Άρχισε να μου λέει τα δικά του.

«Από τη γλώσσα ξεκίνησε, το πιστεύεις;» μου είπε, ανήμπορος ακόμα να το δεχτεί, να το πιστέψει, σαν να μην μπορούσε να καταλάβει πώς και γιατί η αρρώστια είχε ξεκινήσει από κει, από τη γλώσσα. (περισσότερα…)

Στη διαπασών

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Από παιδί είχε μανία με την ησυχία. Μωρέ και τρίχα να ’πεφτε στο πάτωμα θα την άκουγε. Μια νύχτα μάτι δεν έκλεισε, γιατί δεν τον άφηνε η καρδιά του που χτυπούσε! Οι ωτασπίδες πρώτα στο πορτοφόλι, τα προφυλακτικά μετά. Κι απορούσαν οι πάντες, έτσι που τον τρέλαιναν οι θόρυβοι, πώς ζουρλαίνονταν για το κυνήγι. «Μπαμ» και «μπουμ» όλη μέρα δεν του σπάνε τα τύμπανα; Δεν του τσιτώνουν τα νεύρα;

Εκείνη την Κυριακή είχαν γλέντι στον περιφερειακό. Οι γύφτοι πάλι έκαιγαν το πελεκούδι. Ξεκίναγαν απ’ το γιόμα και το τράβαγαν ως το συρίπωμα. Πήγαινε το σκυλοκλάρινο σύγνεφο. Η ένταση στην διαπασών. Τα ντεσιμπέλ στο κόκκινο.

Δυο χιλιόμετρα απ’ το σπίτι του το νταβαντούρι, αλλά ήταν σαν να βάραγαν τα κλαπατσίμπαλα στ’ αυτιά του. Συνήθως έλειπε στο κυνήγι, και γυρνούσε όσο αργότερα μπορούσε για να γλυτώσει το ντίρι-ντίρι. Σήμερα, όμως, είχε ένα πόνο στην μέση από κάτι ξύλα που έκοψε χτες, και δεν πήγε να κόψει την ανάσα από καμιά κύκλα.

Προσπάθησε να το αντιμετωπίσει με ψυχραιμία. Κλειδαμπαρώθηκε μέσα. Διπλά τζάμια, τρίδιπλα στην κάμαρή του, αλλά πάπαλα! Το στρίγκλισμα των κλαρίνων κοντά. Τόσο κοντά, που νόμιζε πως αν κλείσει τα μάτια θα χόρευαν οι γυφτοπούλες τσιφτετέλι στα βλέφαρά του. Δοκίμασε τις ωτασπίδες. Λίγο καλύτερα, όμως το «ντάπα-ντούπα» εξακολουθούσε, υπόκωφο, ύπουλο, σαλιάρικο, σαν φίδι που έρπει στους κοχλίες των αυτιών του. (περισσότερα…)