*
Άγιος ή προδότης;
Το «αδύνατον» Μυθιστόρημα του Νίκου Σαμψών
γράφει η ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
[2/12]
~.~
Το σχέδιο της Νέας Κρόνακας, της οποίας ο Σαμψών αποτελεί το δεύτερο στη σειρά μυθιστόρημα, εγείρεται ως σύλληψη το 2016 επί των ερειπίων του πρωτολείου, ομοουσίου της σχεδίου με τίτλο Κρόνακα, του οποίου το πρώτο –και τελευταίο– μυθιστόρημα φέρει τον ίδιο τίτλο.[37] Ανέκδοτα παραμένουν άλλα έξι μυθιστορήματα του εν λόγω κύκλου, έν τινι τρόπω αποκηρυγμένα, γραμμένα ανάμεσα στα 2014 και 2018, τα οποία ο Κυριάκος Μαργαρίτης ομαδοποιεί άτυπα ως Παλαιά Κρόνακα, έναντι της Νέας, με παιγνιώδη νύξη στο σχήμα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
Με εμφανή τον συσσωρευμένο μόχθο, ωριμότερη διάθεση, δομικότερη σύλληψη και πιο διασαφηνισμένη πορεία πλεύσης, η Νέα Κρόνακα φιλοδοξεί να απαρτιστεί από έντεκα μυθιστορηματικές τριλογίες, εκ των οποίων μέχρι στιγμής έχει εκδοθεί η πρώτη (Εννέα, Σαμψών, Συμβάν 74). Κάθε τριλογία καλύπτει τις ταραγμένες δεκαετίες του κυπριακού προβλήματος 1950, 1960 και 1970, με κάθε τόμο να πραγματεύεται, αντιστοίχως, το έπος του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα (1955–1959), τα χρόνια της Ανεξαρτησίας (1960– ) και τα γεγονότα του Πραξικοπήματος και της Εισβολής, όχι χωρίς αναγωγές εντός ενός εκάστου από τη μία δεκαετία στην άλλη. Παρότι ο Μαργαρίτης είχε ανακοινώσει τη συμπερίληψη στη Νέα Κρόνακα άλλων δεκαεπτά δοκιμιακών τόμων,[38] από τους οποίους έχουν εκδοθεί μέχρι στιγμής οι έξι και εκ των οποίων ορισμένοι προέκυψαν εν παρόδω ως πάρεργα,[39] ο συγγραφέας, έχοντας περάσει από πολλές φάσεις του σχεδιασμού, φαίνεται να εντάσσει στο σχέδιό του προς το παρόν μόνο τα τριάντα τρία μυθιστορήματα. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε κάθε έναν από τους μυθιστορηματικούς τόμους, αλλά και στους δοκιμιακούς προστίθεται ένα παραρτηματικό post–scriptum, το οποίο αναδεικνύει στοιχεία της μεθόδου εργασίας και πηγές που αξιοποιήθηκαν.
*
*
1.1 «Μέτρα το τέρμα»: Η ποιητική της προσευχής
Η λογοτεχνική εργασία στη Νέα Κρόνακα συλλαμβάνεται ως καταμέτρηση των κόμπων ενός κομποσκοινιού, ευφυής μεταφορά της γραφής με την αφή των δακτύλων στο κομποσκοίνι, την οποία ο Μαργαρίτης αντλεί από τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη[40] και τον υιό του, Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκη:[41]
Αν δεν χάσεις το κεφάλι, μου λέει, δεν γίνονται θαύματα. Εγώ κάνω υπακοή και πιάνω τον κόμπο.[42]
Περαιτέρω, η γραφή ως προσευχητική πρακτική της Ορθοδοξίας ή και μοναστηριακό εργόχειρο πλεγμένο σε κόμπους και οι τελευταίοι πλεγμένοι έκαστος σε εννέα κλωστές πυροδοτούν νέους συσχετισμούς, πρόσφορους για τον περί ποιητικής λόγο, όπως η ασκητική και η ενύφανση, συνάψεις, όχι χωρίς προθετική, από μέρους του συγγραφέα, συνάφεια με το ποιητικό πρότυπο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη,[43] όπως προσδιορίζεται, ενδεικτικά, στον τίτλο της συλλογής του τελευταίου Στη γλώσσα της υφαντικής (2013):[44]
Ο Σάββας μού είχε δείξει την τεχνική, τις εννέα κλωστές που απαρτίζουν τον κόμπο, με φυγόκεντρη και κεντρομόλο κίνηση, υπομνηματίζοντας τη θετική εντροπία που συνέχει το σύμπαν. Έκτοτε έχω ταυτίσει τη γραφή μου με την υφαντική αυτής της τάξεως. […] Μιλώ για την τέχνη της προσευχής.[45]
Το σχήμα της τριλογίας, παραπέμποντας καταρχήν στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, πολλαπλασιασμένο επί τρία δίνει τον καθαγιασμένο για τον συγγραφέα αριθμό των Εννέα, όρο στη Νέα Κρόνακα συνώνυμο με τον αγώνα της ΕΟΚΑ, την Ένωση και τις συναφείς με αυτήν θεολογικές έννοιες της Σταύρωσης και της Αλήθειας. Πολλαπλασιασμένο δε επί έντεκα, δίνει συνολικά τα τριάντα τρία μυθιστορήματα της Νέας Κρόνακας, ισάριθμα με τα χρόνια του Χριστού («Η ανθρώπινη ηλικία πληρούται στα τριάντα τρία κεριά του Ιησού»[46]). Παράλληλα, κάθε τόμος της τριλογίας περιλαμβάνει, με την ίδια συμβολική, τρία μεγάλα κεφάλαια και τριάντα τρία έντιτλα υποκεφάλαια, που παραπέμπουν με τη σειρά τους μεταφορικά σε ένα τριαντατριάρι κομποσκοίνι, πλεγμένο σε τριάντα τρεις κόμπους, το οποίο, για τον συγγραφέα, αντιστοιχεί σε μια πρώιμη βαθμίδα πνευματικής μύησης. Ο Μαργαρίτης δηλώνει να έχει συγγράψει συμβολικά τον τόμο Εννέα με ένα τριαντατριάρι και το Σαμψών με ένα πενηντάρι κομποσκοίνι, πνευματικές δωρεές που έλαβε κατά τις επισκέψεις του στο Άγιον Όρος το 2017 και 2020, αντιστοίχως, κάτι που δηλοί και την εξελιξιμότητά του στο ασκητικό του εγχείρημα:[47]
Αυτά, και άλλα, γίνονται προφανώς με το κομποσκοίνι μου. […]. Η μετάνοια είναι εδαφιαία. Εγώ παραμένω αρχάριος. Αλλά αν η πείρα αυξηθεί, η μετάνοια θα φτάσει ως την άβυσσο.[48]
Η επανάληψη της προσευχής κατά την καταμέτρηση των κόμπων διασυνδέεται από τον Μαργαρίτη με το μέτρημα ή και το πέρασμα του χρόνου, αλλά και την αφηγηματική ενύφανση ενός χρονικού –από όπου και ο τίτλος Κρόνακα– το οποίο, καίτοι εδράζεται στην κυπριακή ιστορία, αφορά στην οικουμενική ιστορία του ανθρώπου σε εσχατολογική προοπτική. Η επώδυνη ανάκληση των δεκαετιών ’50, ’60 και ’70 ανά τριλογία συνιστά εμβάθυνση ιστορική αντίστοιχη της πνευματικής αναψηλάφησης των κόμπων. Η ωδίνουσα επανάληψη, ανά τόμο και ανά τριλογία, η επαναφορά των ίδιων σχημάτων, δεκαετιών, θεμάτων, μοτίβων, αρχετύπων, λογοτεχνικών μύθων, βιωμάτων και εμμονών, ό,τι συνθέτει το επικό μαργαρίτειο εγχείρημα, μετέχει του αρχέγονου μέλλοντος ως μνήμη Θεού, μνήμη θανάτου και συναφώς μνήμη της πεπτωκυίας, αδαμικής, παραδείσιας μήτρας:
Στον καρπό, εξάλλου, φορώ το κομποσκοίνι μου, μάλιστα στον δεξιό, με τους κόμπους μετρώντας τον αληθινό χρόνο, τον Αιώνιο. Η καταμέτρηση, που είναι απεριόριστη, σαν την Αγάπη, εκτυλίσσεται υπό μορφήν αφηγήσεως: ο Αιώνας μετριέται στο χρονικό. Να η Κρόνακα, ιδιαίτερα η Νέα.[49]
Ως εκ τούτου, το κέλευσμα «μέτρα», που επανέρχεται ως leitmotiv, αναφέρεται σε μια πολύσημη χριστολογική, ευχετική και προσευχητική έκκληση, η οποία καταμετρά αφενός τον κοσμικό ή και τον ανθρώπινο χρόνο, αφετέρου δε τον άχρονο χρόνο της αιωνιότητας:
[…] για να δούμε το ουρανοθέμελο του μοναστηριού, τον Σταυρό να εξυψώνεται – εννοώ: για να μετρηθούμε.[50]
[…] στο χείλος της άβυσσος, λέω ότι αυτόν τον κόσμο θα τον μετρώ κατά την κρίση του θάμβους.[51]
Το πρόσταγμα: μέτρα το τέρμα! Ξέρω ότι η ελευθερία μου ανασαίνει σ’ αυτή την υπακοή. Μέχρι τέλους να πω το ανιστόρητο.[52]
Το «αδύνατο» κείμενο προκύπτει, συναφώς, και ως ένα «ανιστόρητο» κείμενο, που αφορά, αφενός, τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του Κυπριακού, προσδιοριζόμενη ως τέτοια με περισσή ειρωνεία («η κυπριακή ιστορία δεν αποτελείται από γεγονότα, έχει μόνο απόψεις»[53]), και, αφετέρου, αυτό που δεν μπορεί να ιστορηθεί με γλώσσα ανθρώπινη, τον Λόγο. Υπό το πρίσμα της θεολογικής υποδομής του Μαργαρίτη, το αδύνατο κείμενο είναι συνεπώς και ένα υπόδειγμα λογοτεχνικού αποφατισμού. Το μέτρημα είναι απροσδιόριστο, καθώς προεκτείνεται, όπως και η γραφή και ο βίος ως Πάθος, προς τον μέλλοντα Αιώνα:
Τώρα δεν πρέπει να φύγω, ώσπου ν’ απλωθεί το κενό που αφηγούμαι· το ανιστόρητο.[54]
Στο κενό που συντάσσω, η αθάνατη μνήμη, ωσεί λήθη αγιότητας […] θα αποδώσει εις πάντας την κάλλει ωραία μορφή του Νυμφίου. Οψόμεθα.[55]
Ο Θεός έγινε για τον Άνθρωπο γιος, προκαλώντας μας να μπούμε στο ύψος μιας άρρητης λέξεως.[56]
Η περίφημη ρήση του Αποστόλου Παύλου (Κορινθ. 12:9) περί της εσώτερης εκείνης στον καρτερικό εν Χριστώ άνθρωπο δύναμης που τελειούται στην ασθένεια καθίσταται ο κινητήριος μοχλός της αφηγούμενης ιστορίας, τρεφόμενης από –και θεματοποιώντας, μάλιστα– την ίδια την αδυναμία της:
Δεν πρόκειται να είναι ευχάριστο. Ούτε πρόκειται, όμως, να γραφτεί αλλιώς η ιστορία μου. Η αδυναμία, η α-δυνατότητά της, είναι η μόνη μου δύναμη.[57]
Όπως έχω υποστηρίξει και αλλού με αναφορά στο Εννέα,[58] η αφήγηση της Νέας Κρόνακας, κατά το πρότυπο της χαραλαμπιδικής «μεθιστορίας»,[59] εκκινώντας από ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, αφορά στην εκμύθευση, ήτοι τη μεταμόρφωση, μεταποίηση ή μετουσίωση –και όχι την υπέρβαση– της ιστορίας, και άρα τη μνήμη και βίωση της αιωνιότητας στο παρόν, με επίκεντρο το γεγονός της Ενσάρκωσης, της εισόδου, δηλαδή, για τον χριστιανό, του Χριστού στην Ιστορία με σώμα και Πάθος ανθρώπινο, προκειμένου να την οδηγήσει στην εσχατολογική της εκπλήρωση. Η αρχή της Νέας Αφήγησης εκκινεί, κατ’ ουσίαν, από το τέλος, την αναγνώριση των ερειπίων, αλλά και τη θεματοποίησή τους:
Να ίσως τι ήρθα να κάνω εδώ: να πω μιαν ελεγεία για το τέλος του κόσμου.[60]
Τα υπόλοιπα είναι η συνέχεια της ιστορίας αυτής· ή: η συντέλειά της.[61]
Το αναπόφευκτο βιωματικό κέντρο είναι η Κύπρος, από την οποία ωστόσο εκκινεί μια πανανθρώπινη αφήγηση («Την αντλώ από τη νύχτα, στο Τρόοδος, του κόσμου»[62]), που ιστορεί το τραύμα της Πτώσης και της οδυνηρής επιστροφής στην Αρχή, τη μνήμη του Θεού, τη μνημόνευση του νέου αιώνα («Άραγε προλαβαίνω το ανάθεμα να μεταβάλω σε ανάθημα αθάνατης μνήμης;»[63]). Η προοπτική του μυθιστορήματος είναι αναχωρητική και σωτηριολογική («Το γράφω για να διαφύγω, για να σωθώ»[64]), η δε εμβέλειά του οικουμενική («προς την οικουμενική περιπέτεια απόδρασης»[65]). Η κυπριακή ιστορία, με άλλα λόγια, δεν είναι παρά μόνο το εμπειρικό υπόδειγμα από όπου η ύπαρξη δύναται να αναχθεί σε καθολικές, για τον συγγραφέα, πραγματικότητες, τον Μύθο, που είναι ο Χριστός ως Θεάνθρωπος, και την προσδοκία της Βασιλείας του:
Η κυπριακή ιστορία δεν είναι ακριβώς ο άξονας αλλά η αφετηρία, το σημείο αναφοράς και η θρυαλλίδα για τις κατοπινές εξελίξεις, οι οποίες πιστεύω να είναι συναρπαστικές, ειδικά αν αναλογιστείτε ότι ο περίπατος σημαδεύει την Αποκάλυψη – το μόνο happy end που αναγνωρίζω: την απαρχή.[66]
Η φράση-κλειδί «Ιστορία! E, ιστορία!», η οποία διατρέχει την αφήγηση του Σαμψών, προκειμένου να δηλώσει τον επώδυνο, μάταιο, εφήμερο και προς τον θάνατο ιστορικό ρου, ελαφρώς παραφρασμένη και υπό το ευφυές λογοπαίγνιο «Ε!φημερίδες», με αναφορά στα έντυπα που διηύθυνε ο Νίκος Σαμψών («ο Νίκος λοιπόν έγινε ένας άνθρωπος των εφημερίδων»[67]), αρδεύεται από το ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη «Για τον χαμένο ταγματάρχη Τάσο Μάρκου»[68] και συγκεκριμένα από τη συλλογή Μεθιστορία, θεμελιώδη ως προς την έκτοτε μεθοδική εισαγωγή από τον Χαραλαμπίδη μιας οντολογικής εννοιολόγησης του χρόνου, της ιστορίας και της ύπαρξης.[69]
Υπό το μεθιστορικό πρίσμα, η Νέα Κρόνακα προβάλει ως το σχέδιο καταγραφής του έκπτωτου στα βόρβορα της Ιστορίας κόσμου («Το συναρμολογώ με ράκη και σκύβαλα. Με την κοπριά και τη λάσπη»[70]), πορευόμενου παρηγορητικά, ωστόσο, προς τα έσχατα («Τα σκατά δίνουν άνθη. Απ’ τον βόρβορο φτάνω στον βότρυ, στ’ αρώματα»[71]). Εκκινώντας από την εικόνα της μικρής Αυγής Παναγίδη, κόρης του απαγχονισθέντος Ανδρέα Παναγίδη, η οποία, όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά τα Φυλακισμένα Μνήματα, για να αποθέσει λουλούδια στον τάφο του πατέρα της, άρχισε να σκάβει στο χώμα –περιστατικό που καθοσιώθηκε και στο ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη «Ανασκαφή»[72]–, ο Μαργαρίτης επιτελεί το ενταφιασμένο ιδανικό της Ένωσης στη μυστική ενόραση της μεθιστορικής πραγματικότητας, εκπεφρασμένης αισθητικά στο υψηλό πρότυπο του ομηρικού λόγου:[73]
Στην κόπρο του Αυγείου, στη σκληρή ύλη της ιστορίας μου, πιστεύω να μου δοθεί μια τέλεια άλλη αυγή, αυτή εδώ, η ροδοδάχτυλη.[74]
Τη μεταφορά της «κόπρου» ως αντιπροσωπευτικής της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου, πέρα από την ομοηχία της με τη λατινογενή ετυμολογία της λέξης «Κύπρος», από τον γνωστό της στην αρχαιότητα χαλκό (cuprum),[75] αλλά και με τον Άγιο Κόπρι, ο οποίος, καίτοι γεννηθείς στην κοπριά, έτυχε της θείας χάριτος,[76] ο Μαργαρίτης αντλεί, όπως παρατηρούμε ήδη και στο Εννέα,[77] από τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, προκειμένου να αποδοθεί η αγαπητική θυσία για τον πλησίον ως μιμητική του χριστικού Πάθους.
Η μεταζυριχική ιστορία του νησιού τοποθετείται από τον Μαργαρίτη στον παραδειγματικό άξονα του βούρκου («Η κόπρος σωπαίνει, ο Σκατιάς λιμνάζει»· «Ακούω μόνο το καζανάκι»[78]), της βρομιάς («Εγώ επιτέλους οργίζομαι: ε Ιστορία! Πομπές και βρομιές»[79]), του σκότους («στο έρμο νησί, στην άκρη της νύχτας»[80]), της Πτώσης και του Πάθους («Από εκεί ξέπεσα μέσα στον οίνοπα πόντο αυτού του βιβλίου»[81]), με ευθύτατες αναφορές στις διαχρονικές ευθύνες της Ελλάδας στο Κυπριακό, αρχής γενομένης με τον σχεδιασμό του Πραξικοπήματος από το καθεστώς της Αθήνας («μια προδοσία, η απιστία μου· η μεγάλη διάψευση. Η μικρή πραγματικότητα. Ψέμα. / Ε! Ιστορία…»[82]), έπειτα –και έκτοτε– την εγκατάλειψη της Κύπρου από τη μεταπολιτευτική ηγεσία («Ύστερα ήταν όλα μακριά»[83]).
Όχι τυχαία, οι περίφημοι στίχοι «Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα / μού τα ’πες με το πρώτο σου το γάλα»[84] του Νίκου Γκάτσου, κτήμα πλέον του συλλογικού συνειδητού του Νεοέλληνα μέσα από τη μελοποίηση του Σταύρου Ξαρχάκου, χρησιμοποιούνται από τον Μαργαρίτη ως μότο σύνολου του Σαμψών, αφήνοντας να εννοηθεί ως καθοδηγητικός μίτος του βιβλίου η πικρία του συγγραφέα, ως Κυπρίου, για το έγκλημα της Χούντας σε βάρος των Ελλήνων της νήσου, έπειτα για τη σολιψιστική στάση των ελλαδικών κυβερνήσεων έναντι των ηθικών και συνταγματικών τους υποχρεώσεων στα περί Κύπρου. Οι αναφορές στο πρώτο γάλα που λαμβάνει το βρέφος από τη μάνα-πατρίδα-τροφό, τρεπόμενο ωστόσο σε αίμα («Το γάλα που βύζαξα στο αίμα που φτύνω»[85]), συγκρίνονται περαιτέρω, εν είδει αντικειμενικής συστοιχίας, με το «μαύρο γάλα» της περίφημης «Φούγκας του θανάτου»[86] του Πάουλ Τσέλαν, και άρα η προδοσία του νησιού από τη Μητέρα Ελλάδα συνάπτεται με την εμπειρία του εβραϊκού Ολοκαυτώματος (στο Σαμψών: «γάλα του έδωσε· μαύρο, σε μαύρο νανούρισμα»· «Το μαύρο γάλα ασπρίζει στη θάλασσα»· «Το μαύρο γάλα· το κατάμαυρο στάρι»· «Ο Νίκος διψά. Το γάλα είναι μαύρο»·[87] και στο Εννέα: «Το γάλα μαυρίζει»[88]). Η εγκατάλειψη δε της Μεγαλονήσου από την Ελλάδα ταυτίζεται με το ίδιο το Πάθος του Χριστού («Μιλώ, ενδεχομένως, για την προδοσία. […] [Γ]ιατί με εγκατέλειψες;»[89]) και τη συμβολική της νήψης και της Θείας Κοινωνίας («Νήφω με γαίμαν τιμιότατο, ανεκδιήγητο, γλυκύ»[90]).
Αξίζει δε να αναφερθεί ότι ο αμέσως προηγούμενος τόμος της τριλογίας, Εννέα, κλείνει με την εξαιρετικού λυρισμού εικόνα μιας φάλαινας που θηλάζει το μικρό της, αφήνοντας διάσπαρτες στην καρδιά του Αιγαίου μερικές σταγόνες από το μητρικό της γάλα. «Αυτές οι σταγόνες», γράφει ο Μαργαρίτης, «είναι η πατρίδα μας»[91]. Η γαλουχία και η φάλαινα αποκτούν κοσμικές διαστάσεις στο μαργαρίτειο σύμπαν,[92] εκτεινόμενες στον γαλαξία, μυθικά σχηματιζόμενο από το χυμένο γάλα της θεάς Ήρας. Αναγόμενη στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η ελληνική γραμματεία και πατρίδα αναγνωρίζεται από τον πεζογράφο ως μητέρα-τροφός του παγκόσμιου πολιτισμού. Στο δε Σαμψών το γάλα συνδέεται περαιτέρω με τη γαλακτοτροφούσα Θεοτόκο και τη θεία επιφάνεια, λιγότερο, ωστόσο, ως παλαιοδιαθηκική αποκάλυψη ή νεοδιαθηκική φανέρωση και περισσότερο ως προϊόν ασκητικού αγωνίσματος και βιωματικής μέθεξης σε αυτήν από μέρους του ανθρώπου:
Ο εν λόγω αστερισμός ελκύει έναν εσμό γαλαξίες, […] στους οποίους επείγει να διακρίνουμε […] και λίγο γάλα μητρικό της Παρθένου. […] Το βυζί με κοιτάζει καθώς ειμί.[93]
Η δε αντίθεση του θαλάσσιου, ειδυλλιακού, μητρικού ελληνικού χώρου, ενσαρκωμένου στο συμπαθές θηλαστικό στο τέλος του Εννέα, με τον ομηρικής προέλευσης «οίνοπα πόντο», τον «οίνοπα τόπο», το «γαίμαν» και τις «αιμοπτύσεις»[94] που ο αφηγητής καταμετρά στο Σαμψών είναι αιχμηρή. Περαιτέρω, η μεταφορά του θηλασμού στο τέλος του Εννέα και, μέσα από τους στίχους του Γκάτσου, την αρχή του Σαμψών συνδέει οργανικά το τέλος του πρώτου τόμου της τριλογίας με την αρχή του δεύτερου, γεγονός που δεικνύει, ανάμεσα σε άλλα, πως οι συνάψεις του Μαργαρίτη δεν είναι τυχαίες, πόσω μάλλον ατάκτως ερριμένες στη δίνη μιας μοντερνιστικού τύπου «ροής της συνείδησης»,[95] αλλά προϊόντα μιας άρτιας δομικής και προοικονομημένης οργάνωσης από μέρους του συγγραφέα, με λήψη σχολαστικών σημειώσεων. Στο πλαίσιο της κατεξοχήν μεταμοντέρνας του θεολογικής πραγμάτευσης, αυτές συνιστούν μάλλον «μια διαρκή μεταφορά που άλλεται από σημαίνον σε σημαίνον, ωσότου φτάσει στον προσδιορισμό ενός απόλυτου, υπερβατολογικού Σημαίνοντος, ενός απόλυτου κέντρου, που δεν είναι άλλο από το θεϊκό Ρήμα, που οδηγείται στη Σταύρωση».[96]
1.2 Από την Ένωση στη Ζυρίχη: Ένα «αδύνατον» κράτος
Ο ενταφιασμός του εθνικού ιδανικού στο Σαμψών συνοδεύεται από λυρικές αποχρώσεις που παραπέμπουν στην αφήγηση της εκπνοής των αγωνιστών στο Εννέα («Ο χρόνος τελείωσε. Απόψε τον μετρώ με αιμοπτύσεις. […] Η εκπνοή τελεσιουργεί αιωνιότητα»[97]) ή εκφράζει την αλυτρωτική ματαίωση, για τον Κύπριο, επ’ ευκαιρία του εθνικού εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση («[…] διακόσια χρόνια. Αιώνες στέγνια. […] Ε!φημερίδες»[98]). Οι δε Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου επικρίνονται σθεναρά από τον συγγραφέα ως προδοσία των αγώνων και των θυσιών των Ελλήνων της Κύπρου:
[…] το διαβόητο σχήμα Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, το οριστικό τέλος του αγώνα υπέρ της Ενώσεως. Ναι. […] Το ανοιξιάτικο δείλι κλειδώνει, σφαλά, αποκλείεται. Το κλειδί καταπίνω, το στήθος διανοίγεται. Το κεφάλι μου, Κρανίου Τόπος.[99]
Τους βάραινε μια αίσθηση προδοσίας. Κανείς δεν το είπε ανοιχτά αλλά όλοι ήξεραν ότι ο αγώνας τους είχε αποτύχει. […] Η πολιτική ηγεσία της Οργάνωσης, σε συνεννόηση και με την κυβέρνηση των Αθηνών, έπρεπε τώρα να παρουσιάσει την ήττα για θρίαμβο. Ήταν, ας πούμε, ζήτημα προπαγάνδας, ή μάρκετινγκ: η ανεξαρτησία να περάσει για νίκη.[100]
Η ηγεσία πουλούσε επιτυχώς την υπόθεση. Ανεξαρτησία! […] Και η Ένωση; Και η αγχόνη, η στάχτη, η πληγή; Αλίμονο. Στην αναβροχιά, λένε οι Κύπριοι, καλό και το χαλάζι. Μπορεί. Τους γεωργούς ποιος τους ρώτησε;[101]
Κι αν κάποιοι διατηρούσαν αμφιβολίες για την ανεξαρτησία, θα τις ξεπέρασαν όταν πήγαν εντέλει στην Κύπρο, κι αντίκρισαν τη δόξα που ανέτελλε, που αντηχούσε με τις ιαχές τόσων δυστυχισμένων ανθρώπων. Οι μελλοθάνατοι σας χαιρετούν – εδώ αναφέρομαι σε όλους: και στο κοινό και στον θίασο.[102]
Συναφώς, την αρχή του αφηγούμενου τέλους ο αφηγητής τοποθετεί στην ίδια τη γέννηση του κυπριακού κράτους, επιβεβλημένου επί των ερειπίων του Αγώνα της Ένωσης και της μια για πάντα απόσχισης της Κύπρου από τον εθνικό κορμό. Το κράτος της Ζυρίχης υπήρξε θνησιγενές, δοτό, άδικο, μη λειτουργικό και άρα εγγενώς «αδύνατον», άρρηκτα συνδεδεμένο με την ίδια την αδυναμία της αφήγησης, η οποία εκβάλλει, παρά ταύτα, σε μνήμη αιωνιότητας:
Είναι βέβαια ο θυρεός της πατρίδας. Εγώ τον ρίχνω ψηλά. Ψηλά! Τον κοιτάζω στ’ αστέρια: η ασπίδα, το περιστέρι (που πέταξε, ή ψόφησε) και δύο κλάδοι ελαίας, όπως στη σημαία ενός κράτους που ήταν εκ γενετής του νεκρό ή ανάπηρο∙ ή: αδύνατον! Μα η ελιά είναι αιωνόβιο δέντρο.[103]
Η Βρετανία, σε αυτό το πλαίσιο, υποδεικνύεται ευθέως ως υπαίτια ή στην απαρχή της διχοτόμησης, από την αρχή κιόλας της δεκαετίας του ’50, διά της στρατηγικής από μέρους της εργαλειοποίησης των Τουρκοκυπρίων έναντι της Ενώσεως και της γνωστής της αποικιακής πολιτικής τού «διαίρει και βασίλευε» (πρβλ. «οι Βρετανοί, που είχαν ένα χούι στις διχοτομήσεις»[104]), προκειμένου να διατηρήσει η ίδια την κυριαρχία της στο νησί. Οι δε βαρβαρικές μέθοδοι που χρησιμοποίησαν οι Βρετανοί αποικιοκράτες απέναντι στους Έλληνες Κυπρίους αγωνιστές αντιμετωπίζονται με όρους βεβήλωσης της ευρωπαϊκής –ως καταρχήν χριστιανικής και ελληνορωμαϊκής– ταυτότητας:
Τον εξευτελισμό της μεγάλης ευγένειας, την προσβολή της ευρωπαϊκής ομορφιάς, τον αναιρεί διά παντός ο βρόχος στον λαιμό του παιδιού.[105]
Παράλληλα, το αλυτρωτικό αίσθημα, εκπεφρασμένο με θεολογικούς και όχι με εθνικιστικούς όρους, που διαπνέει τη Νέα Κρόνακα επιζεί σε εικόνες που παραπέμπουν στη γαλανόλευκη, συχνά υπό την ειδή κοριτσιού, συμβολοποιημένου, όπως η Βερεγγάρια στο Σαμψών, ή αρχετυπικού, όπως η γαλάζια μορφή κοριτσιού παρά θίν’ αλός στο Εννέα και στο Συμβάν 74:
Τα οστά της Βερεγγάριας ανευρέθηκαν το 1960, όταν γεννήθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία. […] Τώρα τα βρίσκω εδώ, στα φερώνυμά της συντρίμμια. Στον χαλασμό. […] Ευσεβείς πόθοι. Ευγενείς πόθοι. Οι δικοί μου ανήκουν σε γένος γαλάζιο. Τα οστά της γυναίκας είναι λευκά.[106]
Στον αντίποδα της κόπρου και της οδύνης της ιστορίας προβάλλεται σωτηριολογικά η Ανάσταση, δοσμένη με έννοιες πνευματικές, όπως το ύψος («Σε τι ύψος μού έχει δοθεί να ξεπέσω!»), το φως («φωτοσυνθέτω με αίμα και θραύσματα»), η έλλαμψη («Η Έλλαμψη μένει, διαρκής σαν το λάδι· σαν το καντήλι τους»).[107] Επιζητείται επίσης στις γονιμοποιούς συνάψεις έργων εθνικού και αγωνιστικού περιεχομένου, όπως τα Απομνημονεύματα[108] του Στρατηγού Μακρυγιάννη («Να μείνει, ας πούμε, λίγη μαγιά. Να τι ψάχνω στην κόπρο»[109]) και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους[110] του Σολωμού («Έτριβε λύχνους, έβλεπε θαύματα. Τη μαγιά και τα μάγια»[111]) ή στην επανορθωτική αναγωγή της διχοτομήσεως στην Ένωση:
Η Αποτομή, μια απόσχιση, σηματοδότησε την επανένωση των θραυσμάτων.[112]
Εξ ης η τομή, τουτέστιν ο τόμος, για να πλατύνει η οπή της πληγής. Έτσι θα τελεσιουργούν οι αποσχίσεις την ένωση.[113]
Η κυπριακή ιστορία, ύλη σκοτεινή και αβίωτη, δηλαδή αδύνατη, γιατί σπαραχτικά βιωμένη, αποτελεί στον Μαργαρίτη μόνο την αφορμητική παράσταση, τον καθολικό τόπο του μαρτυρίου, από όπου ο Λόγος ως Μύθος προβάλλει ως η μόνη αρχή και τελείωση.
///
[37] Κυριάκος Μαργαρίτης, Κρόνακα, Ίκαρος, Αθήνα 2017.
[38] Μαργαρίτης, Εννέα, ό.π. (σημ. 10), 459.
[39] Κυριάκος Μαργαρίτης, Άνω βυθός: Ο δρόμος του Φίλιππου Κουτσαφτή, Αρμός, Αθήνα 2023. Κυριάκος Μαργαρίτης, Πρωτάτο: Η προσδοκία του Γέροντα Μωυσή του Αγιορείτη, Αρμός, Αθήνα 2022. Κυριάκος Μαργαρίτης, Ύψιστο σκουλήκι: Η αγωνία του Νίκου Καρούζου, Επιστροφή, Ναύπλιο 2022. Κυριάκος Μαργαρίτης, Αχαλίνωτο κάλλος: Η εκλογή του Τ. Κ. Παπατσώνη, Επιστροφή, Ναύπλιο 2022. Μαργαρίτης, Το μεγάλο ελληνικό μυθιστόρημα, ό.π. (σημ. 28). Μαργαρίτης, Φοντάνα Αμορόζα, ό.π. (σημ. 29).
[40] Μαργαρίτης, Τζούμπιλι, ό.π. (σημ. 12), 22.
[41] Μαργαρίτης, Εννέα, ό.π. (σημ. 10), 441.
[42] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 87.
[43] Για την οφειλή του Μαργαρίτη στον Χαραλαμπίδη, βλ. Μαργαρίτης, Φοντάνα Αμορόζα, ό.π. (σημ. 29). Δημητρίου, «Εννέα: Το Χρονικό της αιωνιότητας», ό.π. (σημ. 36). Δημητρίου, «Συντυχιά», ό.π. (σημ. 36).
[44] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Στη γλώσσα της υφαντικής, Μεταίχμιο, Αθήνα 2013.
[45] Μαργαρίτης, Τζούμπιλι, ό.π. (σημ. 12), 164.
[46] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 418.
[47] Μαργαρίτης, Συμβάν 74, ό.π. (σημ. 6), 347–348.
[48] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 347.
[49] Μαργαρίτης, Τζούμπιλι, ό.π. (σημ. 12), 22.
[50] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 31.
[51] Ό.π., 79.
[52] Ό.π., 57.
[53] Ό.π., 96.
[54] Ό.π., 96.
[55] Ό.π., 16.
[56] Ό.π., 459.
[57] Ό.π., 21–22.
[58] Δημητρίου, «Εννέα: Το Χρονικό της αιωνιότητας», ό.π. (σημ. 36).
[59] Η έννοια της «μεθιστορίας» εισήχθη από τον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη στην ομώνυμη συλλογή του (Μεθιστορία, Άγρα, Αθήνα 1995) και προσδιορίστηκε από την κριτική ως ποιητική μέθοδος αντίστοιχη του καβαφικού ιστορισμού και της σεφερικής μυθικής μεθόδου, με αναφορά στην «αντικειμενική συστοιχία» παρελθόντος και παρόντος και την αναγωγή της ιστορίας στον χώρο του μύθου. Η μυθοκριτική μας προσέγγιση αναδεικνύει τη μεθιστορία στο καταρχήν θεολογικό –και όχι απλώς μοντερνιστικό της πλαίσιο– ως ερμηνευτικό σχήμα του κόσμου ή οντολογική κατάσταση, ίδια της ποιητικής του Χαραλαμπίδη, η οποία δεν συνιστά απλώς «υπέρβαση» της ιστορίας, αλλά αντιθέτως, βίωσή της στο εδώ και στο τώρα, ήτοι στο ιστορικό παρόν, σε μια μεταμορφωτική ανακαίνιση της Κτίσης στην υλικοσυμβολική της διάσταση. Βλ. σχετ. Δήμητρα Δημητρίου, «“Η προτελευταία αλήθεια”: Ο μύθος του Χριστού στον Κυριάκο Χαραλαμπίδη», στο Γλώσσης Ίμερος: Η ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, επιμ. Δήμητρα Δημητρίου και Αντώνης Κ. Πετρίδης, Ηρόδοτος, Αθήνα 2022, 341–387. Για την οντολογική βάση της «μεθιστορίας», βλ. επ. Θεοδόσης Πυλαρινός, Μεθιστορία: Μύθος και Ιστορία στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Ηρόδοτος, Αθήνα 2007· και Μαργαρίτης, Φοντάνα Αμορόζα, ό.π. (σημ. 29).
[60] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 27.
[61] Ό.π., 56.
[62] Ό.π., 22.
[63] Ό.π., 13.
[64] Ό.π.
[65] Ό.π., 23.
[66] Κυριάκος Μαργαρίτης και Εύα Φίλιου, «Κυριάκος Μαργαρίτης: “Aντιλαμβάνομαι τα πάντα ως ένα απέραντο μυθιστόρημα”», Tetragwno.gr, 5 Μαρτίου 2018, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 7 Δεκεμβρίου 2024, https://ikarosbooks.gr/blog/kiriakos-margaritis-antilamvanome-ta-panta-os-ena-aperanto-mithistorima?srsltid=AfmBOooAyszlqIS25hSXtNtagL60qP0h4poZv8Jtiigv0YeJ-W458pjZ.
[67] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 96.
[68] Χαραλαμπίδης, Μεθιστορία, ό.π. (σημ. 59), 86–87.
[69] Βλ. σχετ. Δημητρίου, «“Η προτελευταία αλήθεια”», ό.π. (σημ. 59).
[70] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 13.
[71] Ό.π., 462.
[72] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Η Νύχτα των Κήπων, Ίκαρος, Αθήνα 2022, 88.
[73] Πρβλ. Ομ., Οδ. 5.28.
[74] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 24.
[75] Ό.π., 49.
[76] Ό.π., 457, 462.
[77] Μαργαρίτης, Εννέα, ό.π. (σημ. 10), 214, 379: «Ο ίδιος όρος, η κένωση, ιστορεί την ερωτευμένη θυσία για τη ζωή του πλησίον. Ακόμα κι αν προσβάλουμε τη λέξη, μιλώντας για κόπρανα, αυτή διατηρεί τη δόξα της, με τη λάμψη κοπρώνυμων Αγίων και με το σθένος του Νίκου Πεντζίκη, όταν μιλά για την αγάπη, που αγαπά και τα κόπρανα»· «Ο Νίκος Πεντζίκης διηγείται Άγιο της Εκκλησίας ο οποίος θέτει τον Σταυρό στην κύστη κόκκυγα […] για να βρει θεραπεία. […] Τίποτε δεν εξαιρείται του αγιασμού, λιγότερο απ’ όλα η ένδοξη ανθρώπινη σάρκα […]. Ώσπου και τα κόπρανα να μάθουμε ν’ αγαπάμε, ο κόσμος θα κείται στον θάνατο».
[78] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 32, 196.
[79] Ό.π., 14.
[80] Ό.π., 16.
[81] Ό.π., 24.
[82] Ό.π., 93.
[83] Ό.π., 101.
[84] Νίκος Γκάτσος, Φύσα αεράκι φύσα με μη χαμηλώνεις ίσαμε, Ίκαρος, Αθήνα 1992, 173.
[85] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 46.
[86] Πάουλ Τσέλαν, «Αυτός ο κόσμος ο δυσανάγνωστος»: Επιλεγμένα ποιήματα, μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, Ροδαμός, Αθήνα 1992, 33, 35.
[87] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 75, 238, 303, 404.
[88] Μαργαρίτης, Εννέα, ό.π. (σημ. 10), 258.
[89] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 88.
[90] Ό.π., 65.
[91] Μαργαρίτης, Εννέα, ό.π. (σημ. 10), 254.
[92] Μαργαρίτης, Εννέα, ό.π. (σημ. 10), 79, 153, 156, 198, 212, 353. Μαργαρίτης, Τζούμπιλι, ό.π. (σημ. 12), 23.
[93] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 425. Πρβλ. το ευαγγελικό «ἐγὼ εἰμὶ» (Ιω. 14:6)
[94] Ό.π., 24, 132, 56, 42.
[95] Κατά την Αυγή Λίλλη, «Κρατώντας ζωντανή την αναπνοή μιας “εξαρχής χαμένης υπόθεσης”», Νέο Πλανόδιον, 8 Ιανουαρίου 2023, ημερ. τελευτ. πρόσβ. 29 Φεβρουαρίου 2023, https://neoplanodion.gr/2023/01/08/avgi-lilli-kyriakos-margaritis-ennea/.
[96] Δημητρίου, «Εννέα: Το Χρονικό της αιωνιότητας», ό.π. (σημ. 36).
[97] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 42.
[98] Ό.π., 111.
[99] Ό.π., 169.
[100] Ό.π., 190.
[101] Ό.π., 191.
[102] Ό.π., 193–194.
[103] Ό.π., 328.
[104] Ό.π., 192.
[105] Ό.π., 44.
[106] Ό.π., 58.
[107] Ό.π., 22, 33, 141.
[108] Πρβλ. Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Γαλαξίας, Αθήνα 1971, 237: «Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ’ έναν τρόπον, ότι η τύχη μάς έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από μας και μένει και μαγιά».
[109] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 33.
[110] Πρβλ. Διονύσιος Σολωμός, Άπαντα, τόμ. Α΄, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1948, 245: «Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!».
[111] Μαργαρίτης, Σαμψών, ό.π. (σημ. 1), 203.
[112] Ό.π., 81.
[113] Ό.π., 475.
*
*
*

