Month: Οκτώβριος 2025

Οδηγός για καλύτερη ζωή υπό την σκιάν του θανάτου

*

του ΙΩΑΝΝΗ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ ΡΩΣΣΗ

Άγγελος Καλογερόπουλος, Κήρυξις αφανείας:
Μικρή μελέτη θανάτου για μια καλύτερη ζωή,
Το Κοινόν των Ωραίων Τεχνών, 2025

Έναυσμα να ασχοληθώ με το τελευταίο βιβλίο του Άγγελου Καλογερόπουλου μου έδωσε ο τίτλος και ο υπότιτλός του καθώς και η υπέροχη εικόνα του ζωγράφου Χρίστου Παπαδάκη («Μετουσίωσις») όπου σε μαύρο φόντο βλέπουμε μια σταγόνα φως να αιωρείται πάνω από ένα ψηλό ποτήρι μισογεμάτο με κόκκινο κρασί και πλάι του μια φραντζόλα ψωμί. Η σιωπηλή αυτή φύση (υιοθετώ τον όρο του ντε Κίρικο αντί για νεκρή φύση) όχι μόνο κοσμεί το εξώφυλλο αλλά και εικονογραφεί το νόημα του έργου.

Oμολογώ ότι η ανάγνωση με αιφνιδίασε. Επειδή η μικρή αυτή μελέτη θανάτου δεν πραγματεύεται με τρόπο αυστηρό, δογματικό το μεταφυσικό, υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου αναπαράγοντας θεολογικά στερεότυπα, όπως ενδεχομένως θα περίμενε κανείς από έναν ποιητή όπως ο Άγγελος Καλογερόπουλος τόσο κοντά στην Εκκλησία, αλλά με τρόπο ανοιχτό, συμπεριληπτικό όπου έχει θέση το χιούμορ ή η νοσταλγία για μορφές όπως ο Κροπότκιν, ο Άρης Βελουχιώτης, ο Μαγιακόφσκι, ο Καμίλο Τόρρες και ο Τσε Γκεβάρα πλάϊ σε άλλες εγγύτερες προς την πνευματική, μεταφυσική διάσταση του ανθρώπου συνειδήσεις: Παπαδιαμάντης, Ντοστογιέφσκι, Μπερντιάγιεφ, Σαραντάρης «και πιο πολύ απ’ όλους οι ψαράδες της Τιβεριάδας πού ην αυτοίς άπαντα κοινά» όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Καλογερόπουλος.

Με αυτόν τον τρόπο η παραμυθία, η πίστη στον Θεό και τη μέλλουσα ζωή δεν επιβάλλεται αλλά επιλέγεται παρά τις ενστάσεις της λογικής. Λέει σχετικά ο Αφηγητής (ένα από τα πρόσωπα του έργου):

«Η πίκρα του για τον θάνατο ήτανε πιο βαθιά απ’ την ελπίδα του για την Ανάσταση. Αλλά δεν ήθελε καθόλου να συμφιλιωθεί με μια τέτοια παραδοχή. Διότι καταλάβαινε ότι μια τέτοια πίστη ήταν πράγματι σωτήρια. Και παραμύθι νά ’ναι, μονολογούσε, δεν έχω ακούσει καλύτερο». (περισσότερα…)

Φαντάσματα

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

~.~

Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;
Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα γραμμένα,
ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια∙
ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Η δημόσια συζήτηση για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα το τελευταίο χρονικό διάστημα βρίσκεται σε έξαρση και διεξάγεται σε υψηλούς τόνους κυρίως μεταξύ κυβερνήσεως και σύσσωμης της αντιπολίτευσης. Οι λόγοι είναι πολλαπλοί: πολλές και σοβαρές θεσμικές παρεκτροπές –η ευθύνη της κυβέρνησης μεγίστη–, οικονομιστική πολιτική που δυσκολεύει πολύ την πλειοψηφία του πληθυσμού να ανταποκριθεί στις ανάγκες της καθημερινότητας ενώ παράλληλα φουσκώνει τα πορτοφόλια των ολίγων και εκλεκτών της κυβέρνησης, αλλά και παντελής αδυναμία να διευρυνθεί η παραγωγική βάση της οικονομίας με προϊόντα και αγαθά που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία και αυξάνουν την παραγωγικότητα και την προστιθέμενη αξία.

Στη δημόσια συζήτηση για τις τάσεις του εκλογικού σώματος εντός αυτού του πλαισίου και προφανώς και για τα μελλοντικά εκλογικά αποτελέσματα, συμπεριλαμβάνονται και ορισμένα «κόμματα» που δεν υπάρχουν στην πραγματική ζωή, δηλαδή θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για κόμματα-φαντάσματα. Πως γίνεται αυτό; Απλά με τη επίμονη συμβολή των εταιριών δημοσκόπησης και μέρους των ιδιωτικών ΜΜΕ των οποίων οι ιδιοκτήτες τυχαίνει να είναι και κομμάτι της ολιγαρχίας του επιχειρηματικού γίγνεσθαι στην Ελλάδα και του πλούτου γενικότερα.

Χρησιμοποίησα τη λέξη φάντασμα για να χαρακτηρίσω αυτά τα κόμματα, με σαφή αναφορά στην έννοια της hauntologie του Ζακ Ντερριντά[1] . Υπ’ αυτήν την έννοια, το φάντασμα μπορεί να συλληφθεί ως κάτι που δρα χωρίς να υπάρχει σε υλική μορφή. Έτσι μπορεί η παρουσία ενός φαντάσματος να σηματοδοτεί κάτι που δεν υπάρχει πια στην πραγματικότητα αλλά εξακολουθεί να ενεργεί ως εικονικότητα. Για παράδειγμα το Φάντασμα του Μαρξ και του κομμουνισμού. (περισσότερα…)

Τρίτη 4.11.2025, Δημόσια συζήτηση: Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα

*

O Όμιλος ΑΚΤΙΔΑ σε συνδιοργάνωση
με το Νέο Πλανόδιον και την Ομάδα GeoEurope
διοργανώνει εκδήλωση-διαλογική συζήτηση

την Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025, ώρα 19.00

με θέμα
«Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα»

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στον 1ο όροφο του κτιρίου του Παλαιού Δημαρχείου Φιλοθέης όπου στεγάζονται σήμερα οι Υπηρεσίες Πρασίνου & Καθαριότητας του Δήμου, επάνω από το καφέ-εστιατόριο «Παλιά Αγορά» στην συμβολή των οδών Κεχαγιά και Ρενιέρη.

Μετά την εισαγωγή του συντονιστή Κώστα Μελά, δικαίωμα παρέμβασης θα έχουν όποιοι το επιθυμούν από τους φυσικά παρευρισκόμενους ή τους διαδικτυακά συνδεδεμένους. Όποιοι θελήσουν να συμμετάσχουν διαδικτυακά, μέσω της πλατφόρμας zoom, πρέπει να χρησιμοποιήσουν το ακόλουθο link

https://us05web.zoom.us/j/86899308589?pwd=HyTxv1FGTtincmtF6gze4g6QGIf0F4.1,

Για όσους ενδιαφέρονται απλά να παρακολουθήσουν χωρίς δυνατότητα παρέμβασης, η εκδήλωση θα μεταδίδεται απ ευθείας στην σελίδα του Ομίλου Ακτίδα στο facebook και στον λογαριασμό του στο YouTube.

///

*

Εἰς τὸ ὄρος Ὀζέου

To μικρό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας της Καρυάς, με την αιωνόβια καρυδιά στα δεξιά του, όπως σωζόταν το 1908 (φωτογραφία από το έργο του Δ. Αιγινήτη, Το κλίμα της Αττικής).

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΛΛΗ

~.~

Το 1796, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως απέλυσε ένα σιγίλλιο με το οποίο ρύθμιζε υποθέσεις μονών της Αθήνας. Μεταξύ άλλων, το έγγραφο επικύρωνε την προσάρτηση «τοῦ ἱεροῦ μοναστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος κειμένου εἰς τὸ ὄρος Ὀζέου μετὰ τοῦ μετοχίου αὐτῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου», στην κραταιά τότε μονή των Ασωμάτων Πετράκη. Το Όζεον όρος —ή Οζιά, Νοζέα και Καρά-Οζ, σε άλλες εκδοχές— δεν ήταν άλλο από την Πάρνηθα, το αρχαίο όνομα της οποίας γνώριζαν ελάχιστοι λόγιοι και οι ξένοι περιηγητές που συνέρρεαν στην Αθήνα, αναζητώντας το αρχαίο κλέος της. Όσο για την αναφερόμενη στο σιγίλλιο μονή, ήταν η λεγόμενη Αγία Τριάδα της Καρυάς, κτισμένη στην πλευρά του βουνού που έβλεπε στο λεκανοπέδιο, μέσα στα ελατοδάση και υπό τον ίσκιο, ως τις αρχές του περασμένου αιώνα, μίας πελώριας καρυδιάς.

Η Πάρνηθα, η οποία προστατεύει το αθηναϊκό πεδίο από τον βοριά όπως ένα στιβαρό τείχος, παρουσίαζε τότε μία εικόνα κάπως διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε σήμερα, ιδιαίτερα μετά τις πυρκαγιές των τελευταίων ετών. Μία από τις πιο άρτιες περιγραφές της οφείλουμε στον Άγγλο λοχαγό Γουίλλιαμ Μάρτιν Ληκ, που ανέβηκε στο βουνό στις αρχές του 1806, μαζί με τον ηγούμενο του μικρού μοναστηριού της Αγίας Τριάδας. Αντίθετα με ό,τι θα φανταζόταν κανείς, η ανάβαση ήταν αρκετά εύκολη, χάρις στις διαδρομές που βρίσκονταν σε χρήση για τη μεταφορά αγαθών από διάφορες τοποθεσίες του όρους.

Πυκνή βλάστηση σκέπαζε σχεδόν όλες τις πλαγιές και τις περισσότερες κορυφές της Πάρνηθας. «Το κάτω μέρος του βουνού καλύπτεται με πεύκα· καθώς ανεβαίνουμε, αναμειγνύονται δρύες και έλατα, και σε μεγάλο βαθμό, προς την κορυφή, το δάσος αποτελείται αποκλειστικά από τέτοια δέντρα», γράφει ο Ληκ στο έργο του Travels to the Νorthern Greece. (περισσότερα…)

Στον Ωκεανό της Αβεβαιότητας

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 10:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Οι ενδιαφερόμενοι για τις εξελίξεις στην κοσμολογία γνωρίζουν ότι εδώ και χρόνια το καθιερωμένο ερμηνευτικό πρότυπο της επιστήμης αυτής, που ακούει στο ελληνολατινικό ακρωνύμιο ΛCDM και που στον πυρήνα του βρίσκεται η θεωρία της Πρωταρχικής Έκρηξης ή «Big Bang», ότι το πρότυπο αυτό λοιπόν έχει περιπέσει σε βαθύτατη, κάποιοι κρίνουν αθεράπευτη, κρίση.

Ο λόγος είναι τα νέα παρατηρησιακά δεδομένα που έχουμε συγκεντρώσει εσχάτως, ιδίως από το Διαστημικό Τηλεσκόπιο Τζέημς Γουέμπ, δεδομένα που κλονίζουν τις ώς τώρα καλά κατεστημένες βεβαιότητές μας για το σχήμα, την ηλικία και την ταχύτητα διαστολής του Σύμπαντος, τον σχηματισμό των γαλαξιών κ.ο.κ.

Βέβαια όπως όλες οι επιστημονικές επινοήσεις έτσι και το νυν Κοσμολογικό Πρότυπο γεννήθηκε εξαρχής με πολύ σημαντικά κουσούρια. Αυτά οι θιασώτες του τα έλυναν όπως οι οπαδοί της πτολεμαϊκής κοσμολογίας τον καιρό τους με «επικύκλους»: με θεωρητικά μπαλώματα δηλαδή, ad hoc εξαιρέσεις από το γενικό σχήμα, όπως η ιδέα του κοσμικού πληθωρισμού αμέσως μετά το Big Bang. Ή με αναπόδεικτες έως αυτή τη στιγμή, ή και εντελώς μη αποδείξιμες κατ’ άλλους, εικασίες, όπως η Σκοτεινή Ύλη και η Σκοτεινή Ενέργεια. Οι δύο αυτές εντελώς απερίγραπτες και μηδέποτε εντοπισθείσες «ουσίες» υποτίθεται ότι αποτελούν το… 96% του Κόσμου.

Ανάλογη χάωση έχουμε και στο πεδίο της μελέτης της υποατομικής ύλης, όπου την τριαδική συμμετρία που διδασκόμασταν λίγες δεκαετίες πριν στις τάξεις (πρωτόνιο – ηλεκτρόνιο – νετρόνιο) αντικατέστησαν δυο δεκάδες νέων παρδαλώνυμων σωματιδίων, χώρια εκείνα που προβλέπεται ότι θα ανακαλύψουμε στο μέλλον. Για να μη μιλήσω για την κβαντική φυσική που οι εκδηλώσεις της είναι τόσο αδιανόητες ώστε ήδη ο Νιλς Μπορ στον καιρό του πίστευε ότι μόνο η γλώσσα της ποίησης μπορεί να τις εκφράσει.

Που θέλω με όλα αυτά να καταλήξω; Σε δύο «υποθέσεις εργασίας». Η πρώτη έχει να κάνει με την παραδοσιακά αυτονόητη διασύνδεση της επιστήμης με τη γνώση. Νομίζω ότι οι δύο αυτές έννοιες πρέπει πλέον να πάρουν και επισήμως διαζύγιο. Η επιστήμη δεν αποτελεί γνώση για τον απλό λόγο ότι δεν μπορεί, ποτέ δεν μπορούσε και ποτέ δεν θα μπορέσει να μας παράσχει αξιόπιστες απαντήσεις στις κορυφαίες απορίες μας για τη γένεση του Κόσμου, τη φύση του Χώρου, την έννοια του Χρόνου κ.ο.κ. Στα ζητήματα αυτά δεν έχουμε κάνει βήμα από την εποχή των Προσωκρατικών – και ούτε πρόκειται. Στο πεδίο αυτό, των έσχατων ερωτημάτων, οι απαντήσεις του ποιητή ή του μύστη, ως προβολές ψυχοπνευματικές και όχι απλώς διανοητικά παράγωγα, θα εξακολουθήσουν να μας προσφέρουν ικανοποιητικότερες, δηλαδή κοινωνικά πειστικότερες αποκρίσεις. Στην πράξη, και η επιστήμη όταν καταπιάνεται με αυτά τα ερωτήματα, τις αποκρίσεις του ποιητή και του μύστη υιοθετεί, ενίοτε εν αγνοία της προέλευσής τους.

Με αυτή την έννοια, της κατανόησης της έσχατης πραγματικότητας, (περισσότερα…)

Θραύσματα

Αλβανικό Μέτωπο, φωτογραφία αρχείου. Κατά πάσα πιθανότητα, ο πατέρας.

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ Σ. ΤΟΣΚΑ

~.~

«Δεν ήταν, λοιπόν, τόσο απλό
ούτε τόσο απαλό το τέλος.»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, Το δικό μας αίμα

Οι ιστορίες όλων των ανθρώπων έχουν παράλληλες –καμμιά φορά και αντιπαράλληλες αλλά με την ίδια κατεύθυνση– φορές. Πόσο αντέχει κανείς να ξύνει τις πληγές του; Όσο ζει; Υπάρχουν όμως στιγμές που οι μνήμες φέρνουν μπρος μας ακούσματα και ιστορίες αληθινές, γραμμένες θραυσματικά σε υποσυνείδητα ενίοτε μισοσβησμένα, άλλοτε ως βάλσαμο κι άλλοτε ως σφάχτες. Με μιαν αλήθεια όμως βιωμένη στο λόγο. Με την απόσταση που ο χρόνος και οι γεωγραφικές συντεταγμένες το επιτρέπουν. Και με τη διαθλαστική ματιά των επιγόνων.

Ο πατέρας και παππούς των παιδιών μας, από δώδεκα χρονών –αρχές του ’30– στέλνεται μόνος σε συγγενείς στην Αθήνα, βγάζει το Γυμνάσιο και καταφέρνει να σπουδάσει μηχανικός αεροσκαφών στην Αεροπορία. Μια φορά σε μια δοκιμαστική πτήση με διπλάνο, καθόταν στο πίσω κάθισμα. Είχε όμως ξεχάσει να δέσει τη ζώνη του. Ο πιλότος κάνει ξαφνικά «loop», αναστροφή, αλλά ο νέος τότε μηχανικός κρατιέται.

Το βράδυ της 6ης Ιουνίου του 1933 φρουρούσε ως νεαρός υπαξιωματικός της αεροπορίας στην λεωφόρο Κηφησίας. Κάπου κοντά άκουσε τον –ευτυχώς άστοχο– πυροβολισμό με στόχο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Δυο χρόνια αργότερα έλαβε μέρος στο αποτυχημένο κίνημα των τότε βενιζελικών κι αριστερών αξιωματικών κι αποστρατεύεται.

Ο πόλεμος του ’40 τον βρίσκει επιλοχία του πεζικού στα βουνά της Χειμάρρας. Συνέχεια στην πρώτη γραμμή. Εκεί που, όπως διηγήθηκε, οι φωτογράφοι δεν τολμούσαν να φθάσουν. Ο ίδιος λέει –είπε– ότι έζησε γιατί τραυματίστηκε. Δεν θ’άντεχε άλλο. Και πάλι κατά τύχη επέζησε.

Όταν στο ύψωμα επάνω σκοτώθηκε ο χειριστής του οπλοπολυβόλου, το πήρε εκείνος. Μέχρι που μια ιταλική ριπή γάζωσε την χλαίνη και τον βρίσκει στο πόδι κοντά στο γόνατο. Η σφαίρα πέρασε το πόδι αφήνοντας διαμπερές τραύμα. Ήταν ήδη σούρουπο, έπεσε σιγά-σιγά το βράδυ. Σύρθηκε κάτω από έναν θάμνο, τυλίχτηκε στην κομματιασμένη χλαίνη του και λούφαξε με την πληγή του αιμάσουσα. Πώς πέρασε η παγωμένη νύχτα, μόνο εκείνες οι ψυχές το ξέρουν. Το πρωί περνά ένας ημιονηγός του Ερυθρού Σταυρού με το μουλάρι του. Βλέπει ένα ρυάκι αίμα να κατρακυλά από τον θάμνο. Κοιτάζει από κάτω, τον βλέπει. Στο μουλάρι κουβαλούσε έναν βαριά τραυματισμένο Ιταλό αξιωματικό. Παρότι οι αξιωματικοί –ακόμα κι οι εχθροί– προηγούνταν, τον πετά και παίρνει τον πατέρα. Γύρω από τον λόφο –μαθαίνει αργότερα– κοίτονται δεκάδες σκοτωμένοι Ιταλοί. Ήταν ανήμερα της γιορτής του, 27 Δεκεμβρίου, όταν τραυματίστηκε. (περισσότερα…)

Πείνα

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

~.~

Η Αθήνα πεινούσε και πάγωνε. Έξι βαθμούς υπό το μηδέν η θερμοκρασία. Δύο εβδομάδες κράτησε το χιόνι. Στο Πεδίον του Άρεως έφτασε στο ένα μέτρο. Ογδόντα χρόνια είχε να κάνει τέτοιο ψοφόκρυο στην Αττική. 700.000 άνθρωποι πέθαναν απ’ την πείνα και τα λοιμώδη νοσήματα τον χειμώνα του 1941-1942. Οι νεκροί έφταναν καθημερινά τους τετρακόσιους. Το δεύτερο εξάμηνο του 1941 οι γεννήσεις στην Αθήνα ήταν 5.400 και οι θάνατοι 20.300. Πέθαναν 15.000 περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσους γεννήθηκαν. Το πρώτο εξάμηνο του 1942 η διαφορά εκτινάχθηκε στους 22.500 περισσότερους νεκρούς. Οι θάνατοι δεν αναφέρονταν σκοπίμως επίσημα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν τα κουπόνια σίτισης των αποθανόντων απ’ τους συγγενείς τους.

Δημοσιεύονταν στις εφημερίδες οι συνταγές της πείνας: «Σέσκουλα πουρέ, χορτόσουπα με χθεσινά αποφάγια, κρεμμυδόσουπα, λαχανόσουπα, σούπα με ελιές, βλιτοκεφτέδες, ζελέ από χόρτα, πλιγουροκεφτέδες, λάχανο με κάστανα, μελιτζάνες με πουρέ πατάτας, κολοκύθια με βλίτα στον φούρνο, κολοκύθια γεμιστά με τραχανά και πατατοτηγανίτες». Η περαιτέρω ευρηματικότητα των συνδυασμών επαφίονταν στην οξύνοια του ατόμου που λιμοκτονούσε.

Ο Σουηδός διπλωμάτης και μέλος του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα από το 1942, Πολ Μον, γράφει:

«Η πόλη παρουσίαζε θέαμα απελπιστικό. Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Παιδιά, με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, μάχονταν με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών. Όταν το φθινόπωρο του 1941 άρχισε το κρύο, οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση. Τους μήνες εκείνου του χειμώνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας οργανώθηκαν νεκροφυλάκεια. Τα καμιόνια της δημαρχίας έκαναν κάθε μέρα τον γύρο τους για να μαζεύουν τους πεθαμένους. Στα νεκροταφεία τους σώριαζαν τον έναν πάνω στον άλλον. Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί».

* (περισσότερα…)

Εννιά φθινοπωρινά χαϊκού

*

Στέμμα ομίχλης
ξαποσταίνει στο βουνό
σαν ελεγεία

///

Το χώμα γνέθει
οστά αγαπημένων,
σκιές και φύλλα

///

Πένθιμες πομπές
κραδαίνει σωπαίνοντας
η πάμφορη γη

///

Το χώμα σήπει
χέρια που μας έσπρωχναν
στις κούνιες παιδιά

/// (περισσότερα…)

«Όλοι ρουφάμε θάνατον»: Ο ποιητής Άνθος Πωγωνίτης (1910-1976)

Σκίτσο του Άνθου Πωγωνίτη από τον ζωγράφο Πολύκλειτο Ρέγκο

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

~.~

Ο Ηπειρώτης ποιητής Άνθος Πωγωνίτης, κατά κόσμον Βασίλης Καραφύλλης, γεννήθηκε το 1910 στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου, ένα μικρό χωριό ανάμεσα στην Βήσσανη και το Βασιλικό. «Μιας κι’ έφτασες στης Βήσσιανης τον πλάτανο αδελφέ μου, / αχό ψαλμού να μπόραγα χαιρετισμό να στείλω, / Στον ίσκιο και τα κλώνια του με τα φτερά τ’ ανέμου».

«Να κοιτάς κατάματα τη γη που σε γέννησε / Ας έχουν πεθάνει εκείνοι που θαύμαζες / θα γεννηθούν αυτοί που θα φέρουν / το μεγάλο δώρο στα παιδιά», προέτρεπε, αφού σαφή επιρροή αποτελούσε και το κήρυγμα του Αγίου Κοσμά («οι άνθρωποι θα μείνουν πτωχοί γιατί δεν θάχουν αγάπη στα δέντρα»), που πέρασε από το Βασιλικό δύο φορές για να διδάξει και να προφητεύσει, ενώ συχνά καυχιέται: «Τα καλύτερα ελληνικά μιλιούνται στο Πωγώνι, έχει η κάθε λέξη τη δική της μουσική στο χορό της Πασχαλιάς».

Γεννημένος στην Ήπειρο ήταν λογικό να κοινωνήσει το δημοτικό τραγούδι («Κουλέ με το κλαρίνο σου κρυφές χαρές μου πρώτες») και την παράδοση. Για εκείνον, η λεβεντιά ήταν λέξη ιερή· την χρησιμοποίησε τόσο στην πορεία της ζωής του όσο και στη λογοτεχνική του δημιουργία.

Εγώ κι η λαλητάρα μου ψυχή που αντικρύσαμε
πικρό μαχαίρι δίκοπο στης μοίρας το παιχνίδι
σα σε τυφώνα το κορμί ολόρθο το κρατήσαμε
και τη βουνίσια λεβεντιά να μη μας φύγει (περισσότερα…)

Ελεγεία και ύμνος της παιδικής ηλικίας

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

~.~

Εύα Πολυβίου,
Οι ορτανσίες,
Βακχικόν, 2024

Η σπονδυλωτή νουβέλα Οι ορτανσίες αποτελεί την πρώτη πεζογραφική κατάθεση της κλασικής φιλολόγου, εκπαιδευτικού και προέδρου του Κέντρου Λογοτεχνικών και Πολιτιστικών Σπουδών (ΚΕΛΟΠΟΣ) Εύας Πολυβίου. Πιο συγκεκριμένα, η καλαίσθητη εκδοτικά νουβέλα αποτελείται από εννέα αυτόνομα και σύντομα ως επί το πλείστον κεφάλαια που διαδραματίζονται σε διαφορετικούς τόπους (π.χ. Καζάφανι, ένα ορεινό χωριό του Τροόδους, μια πόλη, Ευρώπη), στα οποία εκτός από τα κύρια πρόσωπα της οικογένειας της ηρωίδας Ελένης (Μυριάνθη [μητέρα], Παναγιώτης [πατέρας], γιαγιά Ελενού, θείος Αντρίκος), εμφανίζονται και άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα (Νίκος, Σόνια, κ. Ανδρέας κ.ά.) Με πυρήνα και καταλύτη της μνήμης, λοιπόν, τις φουντωτές ορτανσίες που φυτρώνουν σε τενεκέδες στη βεράντα της γιαγιάς Ελενούς, η ενήλικη πια ηρωίδα της νουβέλας Ελένη καταβυθίζεται συνεχώς στις τραυματικές μα και συνάμα ευφρόσυνες στιγμές της παιδικής της ηλικίας, επιχειρώντας να κατανοήσει το επώδυνό της παρόν που έχει στιγματιστεί από την καθοριστική ψυχική νόσο της κατάθλιψης. Μια νόσο, που απ’ ό,τι υποδηλώνεται στο βιβλίο δεν έχει μόνο κληρονομική αιτία, αλλά ριζώνει εξελικτικά μετά τον θάνατο του θείου Αντρίκου στην εισβολή του 1974, τον θάνατο της επίσης καταθλιπτικής μητέρας της, αλλά και της γιαγιάς της ηρωίδας που φρόντιζε ανελλιπώς τα φυτά, τα οποία μετά τον θάνατό της ξεραίνονται.

Όπως αναφέρει η ίδια η αφηγήτρια:

Η μέρα που ξεράθηκε και η τελευταία ορτανσία σηματοδότησε για πάντα το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης. Ποτέ κανείς δεν ξαναμίλησε γι’ αυτές, όπως όλοι επιμελώς αποφεύγαμε να αναφερόμαστε και στον θείο Αντρίκο, όμως πιστεύω ότι το τέλος των ορτανσιών αποτέλεσε ένα ορόσημο βίαιης ενηλικίωσης, όχι μόνο για την αδερφή μου και εμένα, αλλά για ολόκληρη την οικογένεια. Καταρχάς, ποτέ ξανά δε γιόρτασα τα γενέθλιά μου· εκείνη τη μέρα είχαμε πάντα μνημόσυνο και τρισάγιο στον τάφο της γιαγιάς. […] Απλώς η μέρα που γεννήθηκα δεν αποτελούσε για μένα, όπως ίσως για τον υπόλοιπο κόσμο, την αφορμή για μια νέα αρχή, αλλά ακαριαία υπόμνηση του τέλους. (περισσότερα…)

Το πυρφόρο

*

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΜΕ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ | 26.x.25
Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

*

ΤΟ ΠΥΡΦΟΡΟ

«Όχι, δεν αρρώστησα», μου διευκρίνισε το πυρφόρο δέντρο, πανέτοιμο να αναληφθεί.

«Απλώς οι ρίζες μου χτύπησαν κάτω βαθιά τα πετρώματα του κασσίτερου, μπήκαν στα ποτάμια του κεχριμπαριού και όλο το κίτρινο βρήκε τις φλέβες μου και ανέβηκε μέχρι τα φύλλα. Λέω να το κάνω κίτρινη βροχή, λέω να το κάνω μελαγχολικό τραγούδι, λέω να το ρίξω στο δάσος και να σπαράξει σύγκορμο.

Εσένα, πες μου, μήπως σου έρχεται καμιά ιδέα; Ακόμα και σαν ανάερη κλωστή ξεκομμένη από ύφασμα ονείρου;»

*

* (περισσότερα…)

Conrad Ferdinand Meyer, Τα πόδια στην πυρά

Conrad Ferdinand Meyer (1825-1898)

~.~

Άγρια αστράφτει ο κεραυνός. Στο σύθαμπο αχνοφαίνεται ένας πύργος.
Σέρνεται η βροντή. Δαμάζει ο καβαλάρης τ’ άτι του,
Πηδάει κάτω, χτυπάει την πύλη και φωνάζει. Ο μανδύας του σφυρίζει
Στον αέρα. Κρατάει τ’ άγριο ρούσικο άλογο γερά από τα ηνία.
Ένα στενό παράθυρο χρυσίζει πίσω απ’ τα κάγκελα
Και τρίζοντας, την πύλη ανοίγει τώρα ένας ευγενής.
«Υπηρέτης είμαι του βασιλιά, ως αγγελιαφόρος στάλθηκα
Στη Νιμ. Φιλοξενήστε με! Γνωρίζετε δα το κιλτ του βασιλιά!»
«Έχει καταιγίδα. Είσαι καλεσμένος μου. Για τη στολή σου, τι με νοιάζει;
Πέρασε μέσα και ζεστάσου! Το ζώο σου θα το φροντίσω εγώ!»
Μπαίνει σε μια αίθουσα σκοτεινή με πίνακες προγόνων ο ιππέας,
Απ’ τη φωτιά μιας εστίας μεγάλης αμυδρά φωτισμένη,
Και μέσα στο τρεμοφέγγισμα του ασταθούς φωτός της,
Απειλεί ένας Ουγενότος με πανοπλία εδώ, μια γυναίκα εκεί,
Μια περήφανη ευγενής μέσα απ’ τον πολυκαιρισμένο πίνακα.
Ο καβαλάρης σωριάζεται στην πολυθρόνα μπροστά από την εστία
Και ρίχνει το βλέμμα του απλανές στη ζωντανή πυρά. Καίει, αναπολεί.
Ανασηκώνονται τα μαλλιά του ελαφρά. Γνωρίζει την εστία, την αίθουσα…
Συρίζει η φλόγα. Δυό πόδια τρεμοπαίζουν μέσα στην ανθρακιά… (περισσότερα…)