Day: 13.09.2025

Απορριματοtherapy

*

(Να ζήσεις 24 ώρες χωρίς το είδος πρώτης ανάγκης)*

Ήθελα μόνο σήμερα, μονάχα για μια μέρα,
μόνο μια μέρα δίχως του – χωρίς καν να τ’ αγγίξω.

(Ήθελες μόνο σήμερα, μονάχα ν’ αποφύγεις
τόσες χιλιάδες χρήσεις του, τόσες πολλές μορφές του.)

Ήθελα μόνο σήμερα, μονάχα για μια μέρα·
μια μέρα δίχως πλαστικό – χωρίς καν να τ’ αγγίξω.

***

Μ’ αυτές τις σκέψεις ξύπνησα…

Μ’ αυτές τις σκέψεις κάθισα στου κρεβατιού την άκρη
κι όπως βιαζόμουν πάτησα στο πλαστικό χαλάκι.

(Κι όπως σφιγγόσουν πάτησες στο πλαστικό χαλάκι·
τόσο νερό τι το ’θελες μέσα στη μαύρη νύχτα; )

Κι ύστερα βρέθηκα μπροστά στο πόμολο του μπάνιου
(κι ύστερα πέτρωσες μπροστά στο πόμολο του μπάνιου),

πόμολο γκρίζο στρογγυλό, γκρίζας κλεισμένης πόρτας,
όλο ντυμένο πλαστικό – δεν τ’ άγγιξα καθόλου·

δεν τ’ άγγιξα, μα φώναξα: καλή μου, θα μπορέσεις; …
Και μπόρεσε.

***

Υγρά σαπούνια σήμερα, πομάδες, ξυραφάκια,
κολόνιες κι αποσμητικά περίμεναν ματαίως.

Άνοιξα για τα δόντια μου (πες: τα σφραγίσματά σου )
μιαν οδοντόβουρτσα μπαμπού με τρίχες άγριου χοίρου, (περισσότερα…)

Από το Πραξικόπημα στην οικία Αζίνα: Ένα βιβλίο με προϊστορία

*

Άγιος ή προδότης;
Το «αδύνατον» Μυθιστόρημα του Νίκου Σαμψών

γράφει η ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

[1/12]

~.~

Ο Νίκος Σαμψών είναι μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες μορφές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Οι οκτώ –και, κατά τον ίδιο, οι εννέα, που ο Κυριάκος Μαργαρίτης,  συγγραφέας του φερώνυμου Σαμψών[1] τού πιστώνει παιγνιωδώς–, μέρες που ηγήθηκε της πραξικοπηματικής κυβέρνησης της Κύπρου σήμαναν την απαρχή μιας εθνικής τραγωδίας, της μεγαλύτερης μετά από εκείνην του 1922, που έμελλε να ολοκληρωθεί με την τουρκική επέλαση και την de facto διχοτόμηση της χώρας.

Ήδη ο Βασίλης Γκουρογιάννης, αγγίζοντας στο Κόκκινο στην Πράσινη Γραμμή (2009)[2] –ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της Μεταπολίτευσης– το ζήτημα των βετεράνων πολεμιστών της Κύπρου, είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων. Υπενθυμίζω, ενδεικτικά, ότι η παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα διακόπηκε από ορδές κουκουλοφόρων, ενώ ο συγγραφέας του βιβλίου λοιδορήθηκε από ακροδεξιά έντυπα για εθνική μειοδοσία, αλλά και χρησιμοποιήθηκε εσφαλμένα από την Αριστερά ως εκφραστής εθνομηδενιστικών αντιλήψεων.[3] Αντιθέτως, αρθρώνοντας την οδύνη του για τον οριστικό ακρωτηριασμό της Μεγαλονήσου από τον εθνικό κορμό, ο Γκουρογιάννης θέτει σημαντικά ζητήματα συνειδήσεως σε ό,τι αφορά στην πρότερη μετοχή –εκόντων ακόντων– Ελλαδιτών πολεμιστών της Κύπρου στο Πραξικόπημα και, συναφώς, στις βαριές ευθύνες του στρατιωτικού καθεστώτος της Ελλάδας στην προδοσία της Κύπρου. Αν ο Γκουρογιάννης, δεκαέξι χρόνια πριν, προκάλεσε, φέρνοντας στο φως την ιστορία ενός ανθρώπου ψυχικά και σωματικά σακατεμένου, που εν τέλει δεν ήξερε εναντίον ποιων -δικών του ή ξένων- ήταν εντεταλμένος να πολεμήσει, χρειάζεται να πιστωθεί η αντίστοιχη τόλμη -ου μην η πρόκληση- στο βιβλίο του Μαργαρίτη υπό τον τίτλο Σαμψών, που καταπιάνεται ονομαστικά –και όχι πια συμβολικά και αφηρημένα– με έναν από τους κατεξοχήν πρωταγωνιστές της κυπριακής προδοσίας.

Για να γίνει αντιληπτός ο βαθμός στον οποίο ο Νίκος Σαμψών ταυτίστηκε στο συλλογικό συνειδητό των Κυπρίων με το ίδιο το Πραξικόπημα, αρκεί να αναφερθεί ενδεικτικά πως τα παιδιά του, Μίνα και Σωτήρης, έτυχαν σε παιδική ηλικία επίθεσης στο δημοτικό σχολείο που φοιτούσαν από ομάδα μαυροφορημένων γυναικών –μανάδων και συγγενών αγνοουμένων και πεσόντων– που τα περιέλουσαν, έναντι του χυμένου αίματος των οικείων τους, με κόκκινη μπογιά: «Είναι πολύ δύσκολο –καλώς ή κακώς– κάποιος να σου έχει φορτώσει την τραγωδία όλου του τόπου σου στον ώμο σου»,[4] δηλώνει σαράντα πέντε χρόνια μετά η κόρη του Νίκου Σαμψών, Μίνα. Ομολογώ προσωπικά πως, έχοντας μαζί μου το βιβλίο Σαμψών σε χώρους οικείων, διαβάζοντάς το αδηφάγα άμα τη δημοσιεύσει του από τον Ίκαρο, μόνο και μόνο ο τίτλος ή και η φωτογραφία του υπό αναφορά προσώπου στο εξώφυλλο προκαλούσε μορφασμούς, φορτισμένες συζητήσεις και αποτροπιασμό, ανασύροντας μνήμες και τραύματα των συνομιλητών μου, όπως και ενδοιασμούς γύρω από έναν πολλά επίφοβο αναθεωρητισμό, που αφορά τόσο στον συγγραφέα του βιβλίου όσο και στην υποφαινόμενη κριτικό. Όχι τυχαία, η κριτική τηρεί ακόμα ευλαβικά σιωπή γύρω από το Σαμψών,[5] παρότι κυκλοφορεί εδώ και δύο σχεδόν χρόνια, κι ενώ ο Μαργαρίτης έχει ήδη προχωρήσει στην έκδοση του Συμβάν 74 (2024),[6] γεγονός που καθιστά την παρούσα μελέτη την πρώτη και σε κάθε περίπτωση ανενδοίαστη προσέγγισή του. (περισσότερα…)