Month: Αύγουστος 2025

Στην Κοίμηση της Θεοτόκου

*

Προλεγόμενα-Μετάφραση
Κωνσταντίνος Χρυσόγελος

~.~

Η γνωστή ποιητική συλλογή Ἄνθη εὐλαβείας, που περιλαμβάνει έμμετρες συνθέσεις των σπουδαστών της Φλαγγινείου Σχολής της Βενετίας, εκδόθηκε στη Βενετία το 1708. Σε αυτή περιέχονται στιχουργήματα συντεθειμένα στην αρχαία και νέα ελληνική, καθώς και στην ιταλική. Το «άσμα» που μεταφράζεται εδώ προέρχεται από τα αρχαιοπρεπή συνθέματα και το θέμα του, όπως και όλης της συλλογής, είναι το εγκώμιο της Θεοτόκου, με αφορμή τον εορτασμό της κοιμήσεώς της. Το ποίημα φέρει τον χαρακτηρισμό «ἆσμα σαπφικὸν» και πράγματι ακολουθεί τη μετρική μορφή της λεγόμενης «σαπφικής ωδής»: Τετράστιχες στροφές, με τρεις ενδεκασύλλαβους και έναν πεντασύλλαβο. Συνδιαλεγόμενος με αυτή τη διάταξη, επέλεξα τετράστιχες στροφές με τρεις ιαμβικούς ενδεκασύλλαβους και έναν καταληκτήριο ιαμβικό επτασύλλαβο. Πεζή μετάφραση του ποιήματος μπορεί κανείς να βρει στο: Α. Καραθανάσης (επιμ.), Ἄνθη εὐλαβείας, Αθήνα 1978, σ. 48. Από αυτή την έκδοση (σ. 24-25) παρατίθεται μετά τη δική μου μεταφραστική δοκιμή το πρωτότυπο.

///

ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
KAI ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ

Άσμα σαπφικό

Άσπιλη νύμφη, μέγιστη Μαρία,
των αοράτων κι αισθητών η δόξα,
του Θεού των όλων πάναγνη μητέρα,
χαρά πολλή σ’ εσένα!

Διαμένεις πια σε ουράνια κατοικία,
με τρόπαια που σ’ όλους διαμηνύουν
τις άρρητες, τις θείες αρετές σου
και τα επιτεύγματά σου. (περισσότερα…)

Πορταΐτισσα

*

Και μέσα στο ναό σου φωτεινή
Σε φορητές εικόνες και φωτογραφήματα
Παρά το χρώμα το φαιό της Αφρικάνας και το μαυράκι Σου
Στην αγκαλιά.

Μονάχα τα κεφάλια φαίνονται
Μια στάλα ξεχωρίζουν
Τα δυό πρόσωπα κοντά-κοντά
Κι άμα προσέξεις, το βλέμμα της ταξίδι σε δώματα βασιλικά,
Σε ουρανούς.
Ο Χριστός
Για νά ’ναι τόσο σοβαρός
Το σταυρικό μαρτύριο κινηματογράφος
Μπροστά στα μάτια θα περνά. (περισσότερα…)

Τη Ρωμιοσύνη να την καις

*

Αυτά τα δέντρα βολεύονται και με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες βολεύονται και κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα βολεύονται και δίχως τον ήλιο,
αυτές οι καρδιές βολεύονται και δίχως το δίκιο.

Όταν σφίγγουν το χέρι, τα ντηλ τους είναι όλεθρος για τον κόσμο,
όταν χασκογελάνε, ένα μικρό φιδάκι φεύγει μες απ’ τη γραβάτα τους,
όταν πληρώνονται, όταν πληρώνονται, τη γη ρημάζουν κερδοφόρα
με κονδύλια και με ρεμούλα.

Με τόση στάχτη εχάθη ο ήλιος αν και μέρα
με τόσες κάφτρες ανάβει κόκκινος ουρανός
και τούτοι πάνε διακοπές κι εκείνοι στις οθόνες
και τούτοι πάνε διακοπές κι εκείνοι κάνουν σκρόλινγκ. (περισσότερα…)

Hermann Hesse, Βήματα

*

Σαν τον ανθό μαραίνεται κι η κάθε νιότη
γέρνει απ’ τα γηρατειά, κάθε ηλικία θάλλει,
θάλλει κάθε αρετή, κάθε σοφία μεγάλη,
μα τη δροσιά της δεν κρατά ποτέ την πρώτη.
Όποτε την καλεί η ζωή, πρέπει να ξέρει
να λέει αντίο η καρδιά, πέρα να φεύγει,
πίσω τη θλίψη της ν’ αφήνει, να αλαργεύει,
γενναίο ξεκίνημα να κάνει σ’ άλλα μέρη.
Σε κάθε μας ξεκίνημα ζει μια μαγεία,
που είν’ της ζωής μας αρωγός και προστασία.

Σ’ αυτό το Αλλού λοιπόν ας μπούμε μ’ ευφροσύνη,
τόπος κανείς, καμιά πατρίδα δεν μας δένει,
από το πνεύμα αυτού του κόσμου οδηγημένοι
που βήμα βήμα μάς υψώνει, μας διευρύνει.
Δες, δεν προφταίνουν καν καλά να βολευτούνε
κι όλους τους τριγυρίζει η νάρκη, η χαύνωση ήδη·
οι έτοιμοι μόνο για φευγιό και για ταξίδι,
απ’ της συνήθειας τα δεσμά μπορούν να βγούνε.

Μα ίσως η ώρα του θανάτου θά ’ρθει πια
νέους ξανά σε νέους τόπους να μας στείλει,
το κάλεσμα της η ζωή δεν θα υποστείλει,
φύγε λοιπόν, καρδιά μου, αντίο κι έχε γεια! (περισσότερα…)

Στην Κηφισιά, στις 13 Αυγούστου του 1857

Άποψη της Πάρνηθας από την Κηφισιά, σε απεικόνιση του Γρηγορίου Σούτζου· στο κέντρο διακρίνεται ο λόφος του Προφήτη Ηλία (Εθνική Πινακοθήκη).

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΛΛΗ

Αν ανατρέξει κανείς τα φύλλα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως των χρόνων της βασιλείας του Όθωνος, θα διαπιστώσει ότι συχνά, κατά τους μήνες του θέρους, τα βασιλικά διατάγματα είχαν ως τόπο υπογραφής τους την Κηφισιά —  «ἐν Κηφισσίᾳ», κατά τη γλώσσα της εποχής. Ο Βαυαρός πρώτος μονάρχης της Ελλάδας δεν διέθετε θερινά ανάκτορα και κατέφευγε τα καλοκαίρια σε αυτό το μικρό χωριό της Αττικής, που χάρις στην πηγή του Κεφαλαρίου και την πλούσια βλάστησή του, πρόσφερε τη μοναδική διέξοδο από την αφόρητη ζέστη της Αθήνας. Η Κηφισιά των 312 κατοίκων —κατά την απογραφή του 1844— γινόταν τότε η θερινή έδρα του βασιλείου και συγκέντρωνε, εκτός από τον βασιλιά και την ακολουθία του, κυβερνητικούς αξιωματούχους, πολιτικούς, διπλωμάτες και άλλα διακεκριμένα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας.

Ο Όθων διέμενε σε ταπεινά οικήματα δίχως βασιλικές ανέσεις, τα οποία του παραχωρούσαν οι ιδιοκτήτες τους. Μόνον κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του χρησιμοποίησε τη νεόδμητη κατοικία του Μιχαήλ Τοσίτσα, την πρώτη αληθινά άνετη και πολυτελή για τα δεδομένα του οικισμού, με άπλετη θέα προς την Πάρνηθα και μεγάλο μέρος της αθηναϊκής πεδιάδας. Οι μέρες του βασιλιά μοιράζονταν ανάμεσα στη διεκπεραίωση των κρατικών υποθέσεων, σε ακροάσεις, σε έφιππους και πεζούς περιπάτους στις εξοχές της Κηφισιάς και τα δάση της Πεντέλης, καθώς και σε υπαίθριες δεξιώσεις που παρέθεταν ο ίδιος και οι παρεπιδημούντες πρέσβεις. Ο Όθων είχε επίσης τη συνήθεια να παίρνει ένα πολύ πρωινό λουτρό, πριν ακόμη χαράξει η μέρα, στην πηγή του περίφημου νερού του Κεφαλαρίου.

Στις 13 Αυγούστου του 1857, το χωριό της Κηφισιάς έγινε το σκηνικό μιας ρομαντικής  γιορτής, την οποία οργάνωσε ο Όθων για να τιμήσει τα γενέθλια του πατέρα του Λουδοβίκου του Α΄, πρώην βασιλιά της Βαυαρίας. (περισσότερα…)

Paul Verlaine, Περισυλλογή

*

Πιάσου απ’ το χέρι μου και μη μιλάς, έλα μαζί μου
κάτω από τον γιγάντιο δρυ, κει που πεθαίνει η αύρα,
στους στεναγμούς σου ας προστεθούν οι στεναγμοί οι δικοί μου
σαν το φεγγάρι που ακουμπά στα σύννεφα τα μαύρα.

Ασάλευτο το βλέμμα μας ας καρφωθεί στο χώμα.
Όχι με σκέψεις, με όνειρα. Και ό,τι θέλει ας γίνει!
Πεθαίνει, χάνεται η χαρά, σβήνει κι η αγάπη ακόμα,
και τα μαλλιά μας ο λυγμός του γκιώνη θα ομορφύνει.

Ας πάψουμε να ελπίζουμε. Αργά και μυστικά
του καθενός μας η ψυχή ας βυθιστεί βαθιά
μες στου ήλιου τον μειλίχιο και ακύμαντο χαμό.

Της νύχτας μη συλήσουμε την άπεφθη σιωπή:
απ’ του ύπνου ας μη σηκώσουμε τη γαληνή ηδονή
τη Φύση, αυτόν τον άγριο και αμίλητο θεό.

Μτφρ. Λάμπρος Λαρέλης

*

*

*

 

Σα να μην υπήρξαμε ποτέ

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

Σα να μην υπήρξαμε ποτέ
κι όμως πονέσαμε απ΄ τα βάθη
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

Κοιτάζω πίσω στο παρελθόν. Ένα γκρίζο τοπίο η μνήμη. Ομίχλη παντού, λίγα τα ξέφωτα. Μέρη, πρόσωπα, πράγματα – ξεθώριασαν όλα. Άνθρωποι και σχέσεις: σκιές που πέρασαν και χάθηκαν. Η νιότη μου σφραγίστηκε από θανάτους αγαπημένων. Ακόμα και τώρα η απουσία τους μοιάζει με ψέμα. Κάποιες στιγμές νομίζω ότι δεν έχουν πεθάνει, ότι θα ανοίξω κάποια πόρτα και θα τους δω να στέκονται μπροστά μου, χαμογελαστοί, με τα χέρια απλωμένα για αγκαλιές και φιλιά. Θυμάμαι και κάποιους που είναι ακόμα ζωντανοί. Με πίκρα διαπιστώνω τα χρόνια που πέρασαν χωρίς επικοινωνία, χωρίς συναντήσεις. Γίναμε κι εμείς σαν εκείνους που κάποτε κοροϊδεύαμε, όλους εκείνους που αφήνουν μικρότητες, παρεξηγήσεις και συμφέροντα να διαγράψουν το κοινό παρελθόν τους.

Με τον αδελφό μου ήμασταν δυο ξένοι, χωρίς κανένα σημείο επαφής – δέκα χρόνια είχαμε να μιλήσουμε. Δεν ξέρω τι είχε φταίξει. Πήραμε διαφορετικούς δρόμους, ξεχάσαμε ο ένας την ύπαρξη του άλλου – λες και δεν υπήρξαν όλα όσα είχαμε ζήσει, όλες οι κοινές λύπες και οι ταλαιπωρίες στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας. Μέσα στην ομίχλη της μνήμης μου κάποιες στιγμές θυμόμουν την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί.

Ήταν στο δεύτερο μνημόσυνο της μάνας. Βρεθήκαμε στο νεκροταφείο και η κουβέντα πήγε σε επαγγελματικά και οικονομικά θέματα. Διαφωνήσαμε έντονα, δεν θυμάμαι για τι ακριβώς. Γύρω μας οι τάφοι ψιθύριζαν, η αλήθεια έγνεφε, κι εμείς πιάσαμε να μιλάμε για τις πιο μάταιες ανθρώπινες υποθέσεις. Στο τέλος τον άκουσα να λέει με ασυγχώρητη σοβαρότητα «είσαι άχρηστος!». Από τότε δεν ξαναμιλήσαμε.

Ένα βράδυ –δέκα χρόνια μετά– μου τηλεφώνησε. Νόμιζα πως είχε πάρει κατά λάθος. Τελικά ήθελε να βρεθούμε για να μιλήσουμε για το πατρικό μας σπίτι. Καθόταν και ρήμαζε τόσα χρόνια, είχα ξεχάσει ότι υπήρχε. Ο αδελφός μου ήθελε να το πουλήσουμε και έπρεπε να ξεκινήσουμε τις διαδικασίες. (περισσότερα…)

Πάνω σ’ έναν οικείο στίχο

*

Αναρωτιέμαι τώρα γιατί ο Σεφέρης χαρακτήρισε τον στίχο του du Bellay ξένο
και στους δυο, το φάντασμα του Οδυσσέα εμφανίστηκε βυθισμένο στη νοσταλγία
θάλασσα, αγάπη, θύμηση—ενωμένα σε ένα,
σαν την Αγία Τριάδα,
τους πρόσφερε γαλήνη,
την πίστη πως η απώλεια δεν είναι απώλεια
μέσα στη ταραχή της ανάμνησης

Και οι δυο μού είναι οικείοι,
σύντροφοι, σαν αδελφοί, αυτόχθονες,
αποπνέουν ανάσες ηρεμίας και ανησυχίας·
κι αυτός ο νέος στίχος, που συμφιλιώνει τ’ ασυμφιλίωτα,
τα κάνει όλα πάτρια,
καθώς κοιτά πίσω, μακριά,
σχεδόν οραματικά

γυρεύοντας
Μια αγάπη με ακατέλυτο ρυθμό,
ακατανίκητη σαν τη μουσική και παντοτινή,
όπως λέει και ο ποιητής·
την άκουσε στο Αιγαίο η σύγχρονη ποιήτρια
αγναντεύοντας το αρχέγονο πέλαγος:
ξαναδιαβάζω τώρα τις «Μεταφορές»

τα κύματα θεριεύουν
τον Οδυσσέα ανεμοδέρνουν·
μια παλιά σκέψη μού μουρμουρίζει στο αυτί:
οι αναμνήσεις σου είναι δυο λογιών
ηφαιστειακές και παγετωνικές,
μα η ποιήτρια βρήκε τη χρυσή κλωστή
λίγο λάδι δηλαδή,

το νήμα της ζωής που οδηγεί
στην αρχέγονη πηγή,
την αγάπη δηλαδή,
ζωοφόρος θησαυρός
αυτή η αναγγελία:
δεν είμαστε νεκροί
ακόμη ζούμε, κατά βάθος

Αρίστη Τρεντέλ

*

*

*

 

«Κάτι τι το μέγα!» Ο συγγραφέας Λάμπρος Αστέρης (1871-1942)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Από την επιθεώρηση και τα χαριτωμένα στιχάκια, σε ωριμότερους στίχους, και από τις μάχες, στο πάλκο, από το χωριό στην πόλη και τ’ ανάστροφα. Πώς συναντιούνται όλα αυτά μέσα σε ένα πρόσωπο;  Κακοφωτισμένος ή όχι, ο Λάμπρος Αστέρης υπήρξε σίγουρα τ’ αντίθετο απ’ τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες κι η ζωή του ήταν ένα «λίγο απ’ όλα», ένα χωριό, μια αυλή όπως εκείνη της εκκλησίας του Άι-Νικόλα στον τόπο του: «ένα χωριό μέσα στο νου γραμμένο, με το μαρμαρένιο του καμπαναριό».

Απ’ τα τετράψηλα ουράνια μέρη
που δε λογιάζονται πόσω είν’ ψηλά,
είδαν τα μάτια μου κάποιο αστέρι
κάτω ’ς την άβυσσον να ροβολά.

Το είδα και πρόσμενα το Θείο Χέρι
που όλαις η δύναμες το ακούν τυφλά,
πίσω ’ς το ψήλωμα πάλι να φέρη
το άστρο που έπεφτε ’ς τα χαμηλά.

Του κάκου! Έχάθηκε χωρίς ν’ αφήση
ούτε μι’ ακτίνα του μέσα ’ς την κτίσι
κατά την πτώσι του τη φτερωτή.

Έτσι αβοήθητη μήπως δε σβύνει,
χωρίς μι’ ακτίνα της, πίσω ν’ αφίνη
σαν το άστρο πέφτοντας και η αρετή;

*

Διαφημιζόταν ως ένα έργο με υπόθεση από τη σύγχρονη εποχή, που παράλληλα ζωντάνευαν όλα τα έθιμα και οι συνήθειες των χωριανών και των θαλασσινών μας, ενώ «αναμιγνυόταν επιτυχώς και ολίγη ιστορία της αρχαίας μας τέχνης, με αναπαράστασιν των αρχαίων μνημείων». Μεγάλο μέρος της ταινίας γυρίστηκε στην Καστέλλα και στο Τουρκολίμανο καθώς εκεί ναυλοχούσε το κότερο του Εμμανουήλ Μπενάκη  “Αελλώ”.

Πρόκειται για την ταινία Έρως και κύματα, της οποίας το σενάριο έγραψε ο ποιητής και ήταν παραγωγή της Dag films Co. – σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας ήταν αντίστοιχα οι Δημήτρης και Μιχάλης Γαζιάδης, παιδιά του Αναστασίου Γαζιάδη, Πειραιώτη φωτογράφου. (περισσότερα…)

Χωρὶς ἐναλλακτική

*

τοῦ ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Σ’ ἕνα τουλάχιστον, ὁ παλαιὸς Ψυχρὸς Πόλεμος μεταξὺ ΝΑΤΟ καὶ Συμφώνου τῆς Βαρσοβίας διέφερε ριζικὰ ἀπὸ τὸν τωρινό, μεταξὺ ΗΠΑ καὶ Εὐρώπης, ἀπὸ τὴ μιά, καὶ Ρωσσίας-Κίνας, ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε εἴχαμε σύγκρουση δύο ἀντίπαλων πολιτικῶν ὁραμάτων, δύο ἐντελῶς διακριτῶν μεταξύ τους οικονομικῶν συστημάτων, δύο διαφορετικῶν στὸν πυρήνα τους ἐντέλει προτύπων πολιτισμοῦ.

Στὴν τωρινὴ ψυχροπολεμικὴ ἀντιπαράθεση, ἀντίθετα, αὐτὸ δὲν ἰσχύει. Οὔτε ἡ Ρωσσία οὔτε ἡ Κίνα προσφέρουν ἐναλλακτικὴ στὸν ἀποχαλινωμένο καπιταλισμὸ ποὺ ἐπικράτησε πλήρως μετὰ τὴ θατσερικὴ στροφὴ στὴ Δύση καὶ ἀντικατέστησε τὸν ἐξημερωμένο ρηνανικὸ καπιταλισμὸ τοῦ Μεταπολέμου. Οὔτε ἡ μία χώρα οὔτε ἡ ἄλλη ἔχουν, ἢ ἐνδιαφέρονται κἄν, νὰ μᾶς προσφέρουν ἐναλλακτικὴ στὸν ἀνθρωπότυπο τοῦ μονομανοῦς καὶ ψυχικὰ κενοῦ μάνατζερ, ὅπως μᾶς τὸν περιέγραψε ἰδιοφυῶς ὁ Βέρνερ Ζόμπαρτ στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα:

«Ὅποιος δὲν ἀσχολεῖται ποτὲ μὲ τίποτε ἄλλο πέρα ἀπὸ τὶς ἐπιχειρήσεις, τότε ἡ ψυχή του δὲν μπορεῖ στὸ τέλος παρὰ νὰ ἀποξηρανθεῖ. Γύρω του τὰ πάντα ἐρημώνουν, τὰ πάντα ἀπονεκρώνονται, ὅλες οἱ ἀξίες χάνονται… Ἡ πατρίδα γίνεται γιὰ τὸν ἐπιχειρηματία ξενιτιά. Φύση, τέχνη, ποίηση, κράτος, φίλοι: τὰ πάντα ἐξαφανίζονται σὲ ἕνα μυστηριῶδες Τίποτε γι’ αὐτόν, ἀφοῦ πλέον δὲν ἔχει καθόλου χρόνο γιὰ νὰ τοὺς ἀφιερώσει». (περισσότερα…)

Όταν ο Πώλ Νιούμαν χαμογελά

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Όταν ο Πώλ Νιούμαν χαμογελά υπάρχει πάντα κάποιο περιθώριο δεύτερου νοήματος, κάποια επιφύλαξη, κάποια συγκράτηση που υπονοεί ότι δεν είναι σίγουρο ποιος θα χαμογελάσει (ή θα γελάσει) τελευταίος: είναι προφανώς μια απόχρωση που ο ηθοποιός τη μεταφέρει από την εξωφιλμική του ζωή, πιθανόν ετοιμοπαράδοτη, πιθανόν χωρίς κάποιο δημιουργικό μόχθο ή αισθητική σκοπιμότητα από πίσω: η μικροσημειωτική της ανθρώπινης φυσιογνωμίας μπορεί να παρεμβαίνει κατά τυχαίο τρόπο, μπορεί όμως να γίνεται και με επίγνωση της εκφραστικότητας της ανθρώπινης ανατομίας να καλλιεργείται και να χρησιμοποιείται έως έναν βαθμό και συνειδητά. Στο Τhe hustler του Ρόμπερτ Ρόσσεν ενσωματώνεται, εφαρμόζει, επιτυχώς στην ψυχολογία του κεντρικού ήρωα, που ενσαρκώνεται από τον Πωλ Νιούμαν, βέβαια. Ο παίκτης του μπιλιάρδου αντιτείνει αυτό το χαμόγελο στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα σαν μιαν ανακλαστική άμυνα μέσα στην οποία κινείται: είναι φτωχός, άσημος, πλην όμως επιδέξιος παίκτης του μπιλιάρδου, με επίγνωση της προσωπικής του ανωτερότητας τόσο απέναντι στο περιβάλλον του όσο και απέναντι στους ανταγωνιστές παίκτες, υπερβολικά, σχεδόν νοσηρά, φιλόδοξος. Είναι η πτωχαλαζονική αιχμή ενός ανθρώπου που κινείται επικίνδυνα στο χείλος μιας ανέκκλητης αποτυχίας, αυτής που ορίζεται και τυποποιείται ιδεολογικά από την αγγλική λέξη loser. Kαι δεν είναι ο μόνος μέσα στην ταινία, την ίδια φειδώ στα εκφραστικά του μέσα που φανερώνουν μιαν υστερόβουλη ανωτερότητα, ήρεμη μέσα στη σιγουριά της, επιδεικνύει και ο Τζάκυ Γκλίζον, ο οποίος ερμηνεύει τον, σύμφωνα με την υπόθεση, ζωντανό θρύλο του μπιλιάρδου, τον Μινεζότα Φατς, αυτόν που θα εκθρονίσει τελικά ο Γρήγορος Έντυ Φέλσον του Πωλ Νιούμαν. Σημειωτέον ότι η ταινία παίχτηκε αρχικά στις ελληνικές αίθουσες υπό τον τίτλο Ο κόσμος είναι δικός μου, κάτι που δείχνει εύγλωττα τι διακυβεύει μέσα από την έκβαση του παιχνιδιού ο κάθε παίχτης, στο πλαίσιο ενός αθλήματος όπως το αμερικάνικο μπιλιάρδο.

Το περιβάλλον του μπιλιάρδου δεν είναι άμοιρο κακόφημων συνδηλώσεων: χώρος αναψυχής και παιχνιδιού, που λαμβάνει χώρα όμως σε περίκλειστο ημίφως, κατά προτίμηση σε υπόγειο χώρο, χώρο όπου συχνάζει μια αμφίσημης ηθικής ποιότητας και ατίθαση νεολαία. Επιπλέον, όταν αυτό το παιχνίδι σχετίζεται με χρηματικά στοιχήματα επιβαρύνει την υπόληψή του, μπορεί να φτάσει μέχρι τα όρια της εγκληματικής συμπεριφοράς. Παρά ταύτα, αυτός εγκληματικός χαρακτήρας απωθείται από το γεγονός ότι στο μπιλιάρδο καθοριστικό ρόλο παίζει η ικανότητα, η εμπειρία του παίκτη. Το παιχνίδι δεν παραδίδεται στον απλώς και μόνο ισχυρότερο, στο δίκαιο της πυγμής, στο τέχνασμα: το άθλημα διατηρεί τα προσχήματά του, και έως έναν βαθμό την ουσία του.

Είναι κάτι που ξέρει ο ήρωας τον οποίο ενσαρκώνει ο Πωλ Νιούμαν, όταν κατεβαίνει στην πράσινη τσόχα για να αναμετρηθεί με τον κατά πολύ εμπειρότερό του Μινεσσότα Φατς. Η τύχη και το χρήμα, όπως και το σημάδεμα της τράπουλας, δεν παίζουν καθοριστικό ρόλο στη συνείδηση των παικτών και των θιασωτών του μπιλιάρδου. Η αναμέτρηση δηλαδή ανάμεσα τον ενθρονισμένο πρωταθλητή και τον φιλόδοξο newcomer δεν έχουν, την ίδια ισχύ. Έτσι, ο ήρωάς μας παρά τα στραβοπατήματά του, που οφείλονται στην απειρία του, στην έλλειψη αυτοκυριαρχίας, στην ανυπομονησία του για εύκολο και γρήγορο κέρδος διατηρεί την πίστη του στις ικανότητές του, αυτές που θα τον οδηγήσουν στην τελική του επικράτηση. Παρά το δυσοίωνο προοπτικό του βάθος, ο αμερικάνικος ατομικισμός διαφυλάσσει την ουσία του: θα κερδίσει τελικά ο ικανότερος.

Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, στην τζαζ μουσική υπόκρουση, στις υπόγειες βραδυφλεγείς ερμηνείες των ηθοποιών, μέσα στο πλαίσιο της αμερικανικής ρεαλιστικής παράδοσης, οι κριτικοί εντόπισαν την αξιοποίηση των ποιοτήτων του φιλμ-νουάρ, και ως εκ τούτου ονόμασαν ταινίες σαν κι αυτήν «γκρίζες» και τις παρακολούθησαν ως ένα παρακλάδι της νουάρ φιλμογραφίας, συγκαταλέγοντας σε αυτές ταινίες όπως η Δύναμη του κακού του Έημπρααμ Πολόνσκυ ή Η ζούγκλα της ασφάλτου του Τζων Χιούστον. Η κοινωνική εμβάθυνση και οι πολιτικές απηχήσεις, που είχαν αρχίσει με το Από την Ταράτσα του Μαρκ Ρόμπσον προεκτείνονται εδώ με το Τhe Hustler και, καθώς χαλαρώνει ο μακαρθισμός της εποχής, ένα από τα γνωστότερα θύματά του οποίου ήταν και ο Ρόμπερτ Ρόσσεν, οι πολιτικές προεκτάσεις εκδηλώνονται περισσότερο αβίαστα. Και το αμερικάνικο κοινό φαίνεται ταυτόχρονα προθυμότερο να παρακολουθήσει τις περιπέτειες του σταρ Πωλ Νιούμαν μέσα στον αμερικάνικο μυθοπλαστικό χωροχρόνο: η διαφορά των ρόλων που έχει παίξει προηγουμένως, ας πούμε στο Aσημένιο δισκοπότηρο, στο Μακρύ καυτό καλοκαίρι, είναι εμφανής ώστε να δοθεί το στίγμα των «γκρίζων» φιλμ.

Πάντως, η πεσιμιστική ατμόσφαιρα η οποία αξιοποιείται από τη νουάρ παράδοση υποστηρίζεται και από την αγχογόνο ηχητική μπάντα της ταινίας που αντιστοιχεί στον ήχο του μπιλιάρδου ως παιχνιδιού. Αν υποθέσουμε ότι το κάθε άθλημα έχει τον χαρακτηριστικό του ήχο, το δικό του σάουντρακ, αυτό που διεγείρει και συνεγείρει παίκτες και οπαδούς: ας πούμε για τον ήχο της ποδοσφαιρικής μπάλας πάνω στο κοντοκουρεμένο γρασίδι, μαζί με το βουητό και τους αλαλαγμούς του οπαδικού κοινού, τον συνθετικό και υπόκωφα επιθετικό ήχο που κάνει το μπαλάκι του τένις πάνω στην, επίσης, συνθετική πλέξη της ρακέτας και του τεραίν, τον πιο «πλαστικό» ήχο της μπάλας του μπάσκετ πάνω στο παρκέ κ.λπ., τότε το μπιλιάρδο παρουσιάζει την εξής αξιοσημείωτη διαφορά: το κοινό παραμένει σιωπηλό, με κομμένη την ανάσα σχεδόν, σαφέστατα ολιγαριθμότερο και πλησιέστερο, στους παίκτες, οπότε και ο παραμικρότερος ήχος μπορεί να επηρεάσει και να αποσπάσει αυτούς τους τελευταίους και να προσδώσει στην αναμέτρηση τη χροιά ενός δράματος δωματίου. Η οχλοβοή του γηπέδου είναι ξένη και ακατάλληλη για ένα άθλημα που απαιτεί προσήλωση ακόμη και στη διαφορά χιλιοστού.

Όμως και ο ήχος που αποδίδει το σκοράρισμα είναι διαφορετικός στο μπιλιάρδο: χωρίς θόρυβο σχεδόν στο ποδόσφαιρο και στο μπάσκετ, με ένα χαρακτηριστικά σκληρό θριαμβικό ήχο που κάνουν οι μπάλες από σκληρό συνθετικό (και παλιότερα από ελεφαντοστό), σηματοδοτώντας την επιτυχία με την «κατάποση» του σφαιριδίου μέσα από τους αγωγούς του τραπεζιού του μπιλιάρδου. Ήχος μιας συνεχούς κρούσης, μιας συνεχούς και αλλεπάλληλης πρόσκρουσης που γίνεται με τη βοήθεια της στέκας πάνω στην πράσινη τσόχα: μεταφορικά σήματα μιας ανεσταλμένης επιθετικότητας και προστριβής, ενός αδιάπτωτου κοινωνικού αγώνα, μιας άσβεστης δίψας για επιτυχία και καθιέρωση.

Όλη αυτή η ηχητική σημειολογία συνοδεύει τους παίκτες και τις αντιδράσεις τους, και στοιχειώνει τον θεατή στο τέλος της ταινίας: ο πατενταρισμένος κωμικός Τζάκυ Γκλίζον δίνει μια υποδειγματικά λιτή ερμηνεία με απρόβλεπτο δραματικό βάθος και οξεία επίγνωση του κοινωνικού τύπου που ενσαρκώνει ‒ με το βλέμμα, με την κίνηση των χειλιών, με την υπεράνω ψυχρότητα του έμπειρου και καθιερωμένου πρωταθλητή, με τη γοητευτικά και ναρκισσιστικά δυσκίνητη γλώσσα του υπέρβαρου σώματός του. Παρά τη μακρόχρονη έκθεση των δύο παικτών στο στρες του αγώνα, πάντως, κανείς τους δεν θα ξεφύγει από τα όρια του ευ αγωνίζεσθαι και της κοσμιότητας. Κι αυτό είναι ένα υπόρρητο νόημα που μεταδίδει η ταινία. Η αντιπαλότητα και το άγχος που εκλύει η αγωνιστική διάσταση καθαυτή θα μετατεθεί στους θεατές του παιχνιδιού με έναν διακριτικότερο τρόπο από εκείνον που χαρακτηρίζει σήμερα, για παράδειγμα, τους οπαδούς του ποδοσφαίρου. Η υπέρβαση αυτών των ορίων ανήκει σε όσους περιβάλλουν τους παίκτες και το παιχνίδι. Οπότε κάθε παιχνίδι φαίνεται ότι διαπλάθει το δικό του ήθος κοινού. Ωστόσο, αυτοί που ξυλοκοπούν τον Πωλ Νιούμαν έξω από το σφαιριστήριο και τον στέλνουν στο νοσοκομείο μπορεί να μην έχουν άμεση σχέση με τον Φατς, η αγελαία συμπεριφορά τους όμως απορρέει από την ανταγωνιστική ηθική ενός αθλήματος όπου η νίκη συνεπάγεται το άμεσο χρηματικό κέρδος χωρίς προσχήματα. Και φαίνεται, τελικά, ότι το ήθος κάθε αθλήματος εξαρτάται από τα λεφτά που διακυβεύονται σε αυτό, αλλά και από τον αριθμό εκείνων που τα διεκδικούν.

Ένα κατ’ εξοχήν ανδρικό άθλημα: ας μην ολισθήσουμε στην εύκολη φαλλική συμβολική της υψωμένης στέκας. Το μπιλιάρδο είναι «ανδρικό» επειδή οι χώροι όπου εκ παραδόσεως παιζόταν αποτελούσαν ανδρικά οχυρά και άβατα: ακόμη και σήμερα η πόλη υποκύπτει σε μια τέτοια κατανομή φύλου, είτε μας αρέσει είτε όχι. Όμως η γυναικεία παρουσία δεν είναι το έπαθλο του νικητή μέσα στην ταινία. Εκφράζει περισσότερο το έλλειμμα του παίκτη. Η Πάιπερ Λώρρυ (αυτή που συναντά σε ένα διανυκτερεύον μπαρ ο Έντυ) παραπέμπει μέσα από τη νυχτερινή ερημιά της, μέσα από τη μονομανία της με το αλκοόλ, σε πίνακες του Έντουαρντ Χόππερ. Η γυναικεία μοναξιά κατοχυρώνεται καλλιτεχνικά, λες και μέχρι τη δεκαετία του ’60 μόνο οι άνδρες είχαν το αγέρωχο προνόμιο, ή το θλιβερό πλεονέκτημα, να είναι μόνοι, να νιώθουν τη μοναξιά ως καταραμένο αντίβαρο της υπεροχής τους. Από την άλλη, το μπιλιάρδο έχει τον δικό του τρόπο να δείχνει την ανδρική μοναξιά, την ανδρική έλλειψη: η παρουσία της γυναίκας εκεί έχει το νόημα του επάθλου. Μόνο που τα έπαθλα θεσπίζονται (στο μπιλιάρδο ιδίως) από άνδρες: αυτοί τα απολαμβάνουν υλικά και συμβολικά. Έτσι, η μοναξιά της Σάρα (Πάιπερ Λώρρυ) φαντάζει ακόμη μεγαλύτερη όταν συνειδητοποιεί ότι τούτη η μοναξιά θα δώσει την ευκαιρία στον Μπερτ (τον χρηματοδότη προστάτη και μεσάζοντα που ερμηνεύει ο Τζωρτζ Σκοτ) να της επιτεθεί σεξουαλικά μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου βρίσκεται για να παρακολουθήσει τον αγώνα του αγαπημένου της.

Όπως ομολογούν και οι συντελεστές της ταινίας, καθώς αποφάσιζαν το πού πρέπει να βρίσκεται το κέντρο βάρους της ταινίας, τα δύο ανταγωνιστικά της θέματα, το κυνήγι της δόξας δηλαδή, και η επιδίωξη της προσωπικής ευδαιμονίας, της ερωτικής πλήρωσης, βρίσκονται σε μιαν ασταθή ισορροπία. Από την άλλη, αυτό που συνδέει τα δύο θέματα, είναι κάτι τόσο κοινό στις ταινίες αυτού του είδους, αλλά και κάτι δραματουργικά δραστικό και αιτιολογημένο: το τίμημα της επιτυχίας, το τίμημα της εκπλήρωσης του αμερικάνικου ονείρου που πρέπει να καταβάλλει ο νικητής. Η αγαπημένη του Έντυ θα αυτοκτονήσει μετά την επίθεση που δέχεται από τον χρηματοδότη και προστάτη Μπερτ. Αυτή η πικρή επίγευση είναι απαραίτητο συστατικό του φιλμ-νουάρ γενικότερα.

Μετά το τέλος του μακαρθισμού ο Ρόμπερτ Ρόσσεν έκανε ελάχιστα πράγματα στον κινηματογράφο. Η εικόνα της αμερικανικής κοινωνίας που παρουσίασε στο Τhe Hustler ήταν ένα είδος εκδίκησης απέναντι στην κοινωνία που τον καταδίωξε για τα φρονήματά του αλλά πιθανόν και ένα είδος αυτοτιμωρίας και αυτοαναπλήρωσης απέναντι στη λιποψυχία τού ίδιου όταν αποφάσιζε να συνεργαστεί με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του Μακάρθυ καταδίδοντας τους συντρόφους του.

///

ΘΑΥΜΑΤΟΤΡΟΠΙΟ

Tα ρολόγια δεν χτυπούσαν μάταια, οι δείχτες δεν προχωρούσαν μάταια. Σώριαζαν το ένα λεπτό μετά το άλλο, τα πρόσθεταν σε τέταρτα και σε μισάωρα, λογάριαζαν με ακρίβεια τον χρόνο και το δευτερόλεπτο. Οι μπάλες κυλούσαν και στον ρυθμό τους ηχούσε η ερώτηση: « Ρόμπερτ, πού είσαι; Ρόμπερτ, πού ήσουν; Ρόμπερτ, πού είχες πάει;» Κι ο Ρόμπερτ, χτυπούσε με τη στέκα τις μπάλες, στέλνοντας πίσω τις ερωτήσεις: «Σρέλα, πού ήσουν; Σρέλα πού είχες πάει; Με λειτουργία δεν έμοιαζε αυτό το παιχνίδι‒ με μια μονότονη προσευχή που μουρμούριζαν πάνω στην πράσινη τσόχα οι μπάλες; Τιωφελείτιωφελείκαι Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον! Ο Σρέλα χαμογελούσε κάθε φορά, κούναγε το κεφάλι, καθώς παραμέριζε για ν’ αφήσει στον Ρόμπερτ τη μορφή που είχαν σχηματίσει οι μπάλες.

Χάινριχ Μπελ, Μπιλιάρδο στις εννιά και μισή, μτφρ. Ι. Μόρφης, Γράμματα, 1995.

~.~

Η ΖΩΗ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΣΙΝΕΜΑ

Επιμέλεια στήλης
Βασίλης Πατσογιάννης

*

*

 

David Wagoner, Χαμένος

*

Στάσου ἀκίνητος. Τά δέντρα ἐμπρός σου κι οἱ θάμνοι δίπλα σου
Δέν εἶναι χαμένοι. Το ὄνομα ὅποιου τόπου κι ἄν βρίσκεσαι εἶναι Ἐδῶ,
Καί πρέπει νά τοῦ φερθεῖς σάν σέ ἰσχυρό ἄγνωστο,
Πρέπει νά ζητήσεις ἄδεια νά τόν γνωρίσεις καί νά τοῦ γίνεις οἰκεῖος.
Τό δάσος ἀναπνέει. Ἀφουγκράσου. Ἀπαντάει,
Ἔχω φτιάξει τοῦτο τόν τόπο γύρω σου.
Ἄν τόν ἐγκαταλείψεις, μπορεῖς νά γυρίσεις πάλι, λέγοντας Ἐδῶ.
Γιά τό Γεράκι δυό δέντρα δέν εἶναι ἴδια .
Δυό κλαδιά δέν εἶναι ἴδια γιά τόν Τρυποκάρυδο.
Ἄν ὅ,τι φτιάχνει ἕνα δέντρο ἤ ἕνας θάμνος πάει χαμένο γιά σένα,
Σίγουρα εἶσαι χαμένος. Στάσου ἀκίνητος. Τό δάσος γνωρίζει
Ποῦ βρίσκεσαι. Πρέπει νά τό ἀφήσεις νά σέ βρεῖ.

Μετάφραση Νατάσα Κεσμέτη

*

*

*