Day: 16.08.2025

Η «στιχοσύνη» ως «βαλβίδα του ποιήματος»

*

του ΚΩΣΤΗ ΠΑΥΛΟΥ

Παναγιώτης Νικολαΐδης
Πόλη που ράγισε
Σμίλη, 2024

 Η συλλογή Πόλη που ράγισε του Παναγιώτη Νικολαΐδη κυκλοφόρησε τους πρώτους μήνες του 2024 από τις εκδόσεις Σμίλη[1]. Αποτελεί την όγδοη ποιητική συλλογή του σημαντικού αυτού Κύπριου δημιουργού σε ένα σύνολο εννιά ποιητικών καταθέσεών του σε μορφή βιβλίου, αν στο σύνολο αυτό συνυπολογιστεί αφενός η ποιητική σύνθεση Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο. Σονάτα για την αφαίρεση (2017), που συνέθεσε σε συνεργασία με τον ποιητή Μιχάλη Παπαδόπουλο, και αφετέρου η συλλογή Γράμματα στην αγαπημένη που κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2025. Φανερό είναι επίσης ότι τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στην Πόλη που ράγισε παρουσιάζουν μια εσωτερική ενότητα με τα ποιήματα τόσο των δύο προηγούμενων συλλογών του ποιητή, Η Νύφη του Ιούλη (2019) και Ριμαχό (2022), όσο και της πρόσφατης συλλογής του Γράμματα στην αγαπημένη. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν άτοπο να ισχυριστεί κανείς ότι οι τέσσερις συλλογές συνιστούν κατά βάση μια τετραλογία, με πολλές τις ορατές και αδιόρατες διαλεκτικές σχέσεις ανάμεσα σε αρκετά από τα ποιήματα που συγκεντρώνουν. Θα ήταν βέβαια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μια ευσύνοπτη συζήτηση που θα αποσκοπούσε στη μερική έστω διαλεύκανση των σχέσεων αυτών, ωστόσο το απαιτητικό αυτό εγχείρημα θα απαιτούσε μια αυτοτελή, συνθετικότερη εργασία. Σε ό,τι ακολουθεί λοιπόν επικεντρώνομαι αποκλειστικά και μόνο στην Πόλη που ράγισε, επιχειρώντας την ανάδειξη βασικών συνισταμένων του ενιαίου και αδιαίρετου συνόλου του περιεχομένου και της μορφής των ποιημάτων της συλλογής. (περισσότερα…)

Τράνζιτο

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΟΣΚΑ

~.~

Καλοκαίρι με σαράντα υπό σκιάν. Έτρεμε ο αέρας πάνω στην καυτήν άσφαλτο.

Στο δρόμο προς την Κορώνη, σταματάμε σ’ ένα από τα κιόσκια οπωροκηπευτικών. Κοιτάμε με τη λαχτάρα της βορειοευρωπαϊκής έλλειψης τις ώριμες ντομάτες, τα φασολάκια, τα καρπούζια. Κάτι λέμε μεταξύ μας στα γερμανικά κι ευθύς ο οπωροπώλης μάς απαντά σε άπταιστα γερμανικά. Έκπληξη!

Φαντάστηκα προς στιγμήν τον κυρ-Μήτσο, που τον περιμέναμε ως παιδιά να βγει από την γωνία απέναντι, με το κάρο του που το έσερνε το γερασμένο άλογο φορτωμένο ζαρζαβατικά, να μας μιλά ξαφνικά στ’ αγγλικά ή στα γαλλικά…

Ευγενικότατος εκείνος, με ευρωπαϊκό παρουσιαστικό, φιλοτιμήθηκε να μας εξυπηρετήσει.

«Πώς κι έτσι πατριώτη; Από πού ήρθες;» – οι αυτονόητες ερωτήσεις.

Μεγάλωσε ως παιδί στο Μενχενγκλάντμπαχ αλλά δεν άντεξαν και γύρισαν. Του λέει η γυναίκα μου: «Και δεν πρέπει να το μετάνοιωσες».

«Auf keinen Fall, σε καμμιά περίπτωση», ήρθε αυτονόητη και η απάντηση.

Πίσω του, κάτω από την καλαμωτή, καθόταν ευδαίμων μέσα στο κλαρωτό της φόρεμα μια έμορφη, στρογγυλή κυρά.

Τρέμει ο ουρανός να πέσει
με τ’αστέρια του μαζί.

Εσύ, Μπάτη, τους δρόμους στα τάστα τους γνώριζες καλύτερα από τα γράμματα· είχες γι’ αυτά, παρέα τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.

Πληρώσαμε μπιρ ταμάμ, μετρητοίς βεβαίως, πήραμε ευτυχείς τις δυο γεμάτες πλαστικές σακούλες, ευχαριστήσαμε σε δυο γλώσσες και συνεχίσαμε το δρόμο μας. (περισσότερα…)