Month: Οκτώβριος 2024

Χάινριχ Χάινε, Δώδεκα ποιήματα

 

*

Μπουρλέσκο σονέτο

Πώς στη μιζέρια θα ’βαζα τελεία
αν ήμουν δεξιοτέχνης στα πινέλα
και στον καμβά μου ηρώων μεγαλεία
ζωγράφιζα και καλλονές με βέλα.

Πώς πακτωλός σωστός θα μ’ ελεούσε
αν γνώριζα βιολί καλό ή πιάνο
κι ο πάσα εις που μ’ άκουγε επαινούσε
το παίξιμό μου το γλυκό και πλάνο.

Μα αλίμονο, στο δρόμο αυτόν που πήρα
τον Μαμωνά ποτέ δεν θα πετύχω,
μιας κι απ’ τις τέχνες όλες την πιο στείρα
διάλεξα για την τσέπη μου – τον στίχο !

Το θείο ποτό του Βάκχου άλλοι πίνουν,
διψώ, επαιτώ κι εγώ, μα δε μου δίνουν.

~.~

Παίρναν όλοι το τσάι τους παρέα…

Παίρναν όλοι το τσάι τους παρέα
κι όλο λέγαν για τα ερωτικά,
δεσποσύνες με αμφίεση ωραία,
καβαλιέροι με ήθη λεπτά.

«Ένας Έρως υπάρχει : ο αγνός»,
ο βαρώνος με ύφος δηλώνει.
Και (με στόνο κρυφό…) η βαρώνη
του πετάει σκωπτικά : «Ασφαλώς !»

«Α, η πείρα», λέει ο δούξ, «συμβουλεύει
η συνεύρεσις να ’ναι πραεία,
διότι βλάπτεται ειδάλλως η υγεία !»
Κι η μαμζέλ –που απορεί– : «Μα αληθεύει ;» (περισσότερα…)

Εδώ ο κόσμος χάνεται…

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

~

Εδώ ο κόσμος χάνεται…

Καμιά εικοσαριά χρόνια πριν έτυχε να παραβρεθώ σε δείπνο αθηναϊκού εστιατορίου όπου παρουσιάζονταν οι δημιουργίες ενός κορυφαίου Ισπανού σεφ. Η περίσταση ήταν εορταστική ενώ η γενική αδημονία είχε ενταθεί από την προηγηθείσα, εξουθενωτικώς ερεθιστική, διάλεξη του προσκεκλημένου περί μαγειρικής χημείας και συναφών μυστηρίων. Ο ενθουσιασμός ωστόσο περιορίστηκε σε αμήχανα επιφωνήματα μόλις έφτασε το πρώτο πιάτο. Και τα επόμενα, τεράστια αλλά με ελάχιστο περιεχόμενο, δεν βελτίωσαν αρκετά το κλίμα. Δυό-τρεις βοηθοί του σεφ, που περιφέρονταν ανάμεσα στα τραπέζια με ύφος προσβεβλημένης υψηλότητας και παρείχαν μυστικοπαθείς εξηγήσεις για τούτη τη γαστρονομική επίδειξη, επέτειναν τη σύγχυση. Διότι το δείπνο, εύγεστο ομολογουμένως, ήταν επίσης αεριώδες, σαν ανεκπλήρωτη υπόσχεση. Άφησε τέτοιο κενό ώστε μία από τις παρακαθήμενες κάτισχνες κοπέλες ενός οίκου μόδας, διερμηνεύοντας άριστα τις κρυφές προθέσεις της παρέας, πρότεινε ντροπαλά να πάμε αλλού – για καμιά μακαρονάδα! Το φαιδρό περιστατικό μου ήρθε στη μνήμη καθώς κοιτάζοντας τις παρουσιάσεις κάποιων (δια)φημισμένων εστιατορίων, διαπίστωσα ότι η τάση προς το ολίγιστο παραμένει αμετάβλητη. Ενώ τα πιάτα διαρκώς μεγαλώνουν οι μερίδες μικραίνουν. Η προσοχή αποσπάται από το στόμα και στρέφεται στο «φάτε μάτια ψάρια»! Η έμφαση μετατοπίζεται από τη  γεύση στην εμφάνιση μίας διακοσμητικής σύνθεσης, τόσο περίτεχνης που διστάζεις να την αγγίξεις. Μα η θριαμβεύουσα διακοσμητική έχει ήδη πολλούς κοσμοσύχναστους ναούς. Ευφάνταστα τηλεοπτικά σόου με κομψά φυτά, βιτρίνες πολυκαταστημάτων και μεταμοντέρνες γκαλερί. Τα μοδάτα εστιατόρια επικυρώνουν απλώς την άκρως συμβολική για την εποχή μας έφοδο προς την πανταχού παρούσα εκθαμβωτική κενότητα.

Επιμύθιο: Στις Ιστορίες του κ. Κόινερ, ο Μπρεχτ σατιρίζει έναν κηπουρό που κουρεύει διαρκώς έναν θάμνο προσπαθώντας να πετύχει το άψογο σχήμα. Ως αποτέλεσμα η μορφή θριαμβεύει μα η ύλη αφανίζεται. Ωσότου από τον πλούσιο θάμνο δεν απομένει παρά μία μικρή, τέλεια σφαίρα. (περισσότερα…)

Στ’ ἀχνάρια τοῦ Παπαδιαμάντη

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ ‒Ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

~.~

«Ἡ ψυχή μου εὑρίσκεται εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα»

Ὅποιος ἀγάπησε τὸν Σκιαθίτη συγγραφέα νιώθει ἐπίμονη, ἀνησύχαστη μέσα του τὴν ἐπιθυμία: ν’ ἀξιωθεῖ νὰ πατήσει τὰ χώματα τοῦ νησιοῦ του. Εἶν’ ἕνα χρέος, κάτι σὰν τάμα ἱερό, πού, ὅσο περνᾶ ὁ καιρὸς δίχως νὰ ἐκπληρώνεται, τόσο βαραίνει καὶ πιὸ πολὺ τὴν ψυχή. Μὰ εἶναι καὶ μιὰ νοσταλγία, μιὰ δύναμη ποὺ σὲ καλεῖ στοὺς γνώριμους τόπους, κοντὰ στοὺς ταπεινοὺς φίλους, ποὺ μαζί τους ἔζησες μιὰν ἀξέχαστη, γεμάτη ὀμορφιὰ καὶ νόημα ζωή.

Ποῦ ἀλλοῦ θά ’χες τὴν ἐλπίδα νὰ συναντήσεις τ’ ἀγαπημένα ἀχνάρια τοῦ κυρ-Ἀλέξαντρου, παρὰ μόνο στὴ Σκιάθο; Καὶ ποῦ ἀλλοῦ θὰ μποροῦσες νὰ περιμένεις τὸ θαῦμα νὰ δεῖς μπροστά σου ζωντανὸ καὶ χειροπιαστὸ τὸν ἐξαίσιο κι ἀνεπανάληπτο κόσμο τῶν διηγημάτων του; Τό ’χει γράψει κι ὁ ἴδιος: Ἡ ψυχή μου εὑρίσκεται εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα... [1]

Ξεκίνησα ἕνα πρωὶ ἀπὸ τὸ Βόλο, καλοκαίρι τοῦ 1964, μὲ τὸ βαποράκι τῆς γραμμῆς, γιὰ τὴ Σκιάθο. Τὸ καράβι μας ἔσκιζε ὀκνὰ τὰ γλαυκὰ νερὰ τοῦ Παγασητικοῦ. Περάσαμε τὸ Τρίκερι μὲ τὰ σπιτάκια του ποὺ κατηφορίζουν ἀπὸ τὴν πλαγιὰ πρὸς τὴ θάλασσα, μὲ τὸ λιμανάκι καὶ τὸ φάρο του κι ἐπήραμε νὰ καβατζάρομε τ’ ἀκρωτήρι ποὺ φρουρεῖ τὸ ἔμπα τοῦ κλειστοῦ κόλπου. Εἴχαμε βγεῖ στὸ κανάλι τῆς Σκιάθος, τ’ ἀνοιχτὸ στὸ πέλαγος, ποὺ τὸ δέρνουνε πάντα τὰ μελτέμια. Τὰ δυὸ μίλια του τὰ περάσαμε χορεύοντας στὰ βαθύμπλαβα νερά. Ὅμως ἀντικρίζαμε πιὰ τὴν ὡραίαν καταπράσινην νῆσον, ὅπου ἦτον ὡς παράδεισος φυτευμένος ἀνάμεσα εἰς τὰ τέσσαρα πέλαγα τὰ ὁποῖα τὴν ἔβρεχον ὡς οἱ τέσσαρες ποταμοὶ τὸ πάλαι τὸν κῆπον τῆς Ἐδέμ. [2]

Κάπου τρία τέταρτα πλέαμε ἔχοντας ἀριστερά μας τὶς σκιαθίτικες ἀκρογιαλιές, ὥσπου νὰ ρίξομε ἄγκυρα στὸ φυσικὸ λιμάνι τῆς πολίχνης, τριγυρισμένο ἀπὸ πράσινα νησιά, ἥσυχους κοιμισμένους κόρφους, κάβους κατάφυτους ἀπὸ πεῦκα. Μπροστά μας, μὲ τὰ σπίτια της ἀραδιασμένα στὸ γύρο τῆς θάλασσας κι ἀνεβασμένα στοὺς χαμηλοὺς λόφους της, μᾶς καλωσορίζει ἡ μικρὴ πολιτεία τῆς Σκιάθος. Χρώματα φωτεινά, πεντακάθαρα, ξαφνιάζουν εὐχάριστα τὸ μάτι: τὸ κάτασπρο τῶν τοίχων, τὸ κόκκινο τῶν κεραμιδιῶν, τὸ πράσινο τῶν δέντρων, κάποιων παραθυριῶν καὶ τῶν ἁπλωμένων τεντῶν τῆς παραλίας. (περισσότερα…)

«Όλος ο κόσμος φιλόσοφος. Ουάου!»

*

του ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΚΡΙΔΗ

Όλος ο κόσμος φιλόσοφος. Ουάου! Δέν ξέρεις με πόση,
πόση στʼ αλήθεια χαρά τις σοφές-του μοιράζει ο καθένας
σκέψεις τόσο σʼ αυτούς που τις ζήτησαν όσο σʼ εκείνους
που προτιμάν τη σιωπή – τη δική-τους μαζί με των άλλων.

«Τί, δέν μπορείς να πετάξεις; Τρέξε λοιπόν.» «Θα σε βλάψει
πιό πολύ το πάρα πολύ παρά το καθόλου.»
«Μάθε να βλέπεις παντού κάποιο νόημα. Μόνο τυχαία
δέν είναι αυτά που σου τύχαν.» «Θυμήσου τα χόρτα στις στέγες
κάθε που βρέχει, τ’ αστέρια την ώρα που πέφτει σκοτάδι.»
«Πίσω απʼ τον άντρα η γυναίκα. Και πίσω απʼ αυτήν η μαμά-της.»
«Πές το όπως θέλεις: κύκλο, ροή, φτεροκόπημα, κύμα.
Πάντως για μένα λέγεται αγάπη.» «Μέσα απʼ το μίσος
ο άνθρωπος βγαίνει μισός.» «Τα δόντια σου βούρτσιζε τώρα
πού ʼναι γερά. Θα σʼ τα βγάλουν και τότε τί θα βουρτσίζεις;»
«Κάθε, μα κάθε νιφάδα κολλάει ακριβώς όπου πέφτει.»

— Τί, δέ σʼ αρέσει το Φέιζμπουκ; — Μʼ αρέσει. Και δέν αμφιβάλλω
διόλου πως κάθε λάικ κολλάει ακριβώς όπου πέφτει.

///

Όλος ο κόσμος απόπατος. Πίφ! Τα μάτια-σου κράτα
πάντα ανοιχτά, ζηλωτή, κι άν δείς την κουράδα να πέφτει
φρέσκια, σφιχτή σάν γροθιά, το χέρι-σου φέρε στη μύτη
πρίν σου θολώσει τον νού της βαριάς ανθρωπίλας η μπόχα. (περισσότερα…)

Δύο ορόσημα του νεορεαλισμού

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Ο κλέφτης ποδηλάτων του Ντε Σίκα και η Γλυκιά ζωή του Φελλίνι αποτελούν τρόπον τινά δύο ορόσημα του ιταλικού νεορεαλισμού. Η πρώτη από τις ταινίες διότι αποτελεί μια ευτυχή αλλά όχι περιεκτική συμπύκνωση του χαρακτηριστικών του παραπάνω αισθητικού ρεύματος, η δεύτερη, διότι τοποθετημένη στον απόηχο του νεορεαλισμού διατηρεί δημιουργικά κάποια από τα χαρακτηριστικά του για να τα μεταλλάξει σε μοντέρνα, ποιητική έκφραση που θα επηρεάσει καθοριστικά την οπτική του σκηνοθέτη της εφεξής αλλά και την αισθητική του μοντέρνου κινηματογράφου. Παράλληλα, οι δύο ταινίες ενσωματώνουν την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα με τρόπο που επιτρέπει τη σύγκριση, και ενστερνίζονται αφηγηματικές τεχνικές που εντάσσονται ή αποκλίνουν από τον αισθητικό αστερισμό του νεορεαλισμού, δείχνοντάς μας ότι η «σκέψη σε συρτάρια» των ιστορικών και αισθητικών κατατάξεων στην τέχνη εξαντλεί πολύ γρηγορότερα από ό,τι πιστεύουμε την εμβέλειά της.

Θα εστιάσουμε κυρίως στην πρώτη ταινία ‒ καθότι έχει εδραιωθεί ως τυπικά νεορεαλιστική στη συνείδησή μας, αλλά και καθότι έχει αποδειχθεί εξαιρετικά δημοφιλής στο πέρασμα του χρόνου. Τούτη η διαχρονικότητά της υποψιαζόμαστε ότι οφείλεται στο καθαρά ανθρώπινο θέμα της, εκείνο των σχέσεων ενός πατέρα με τον γιο του, και δεν εξαρτάται τόσο καθοριστικά από τις ιστορικές και κοινωνικές αιτιότητες που καταγράφει το φιλμ. Ο Ντε Σίκα είχε τη πρόνοια να προβάλει το ανθρώπινο, συγκινητικό στοιχείο πάνω από τους καθορισμούς των ιστορικών γεγονότων, που σε άλλες ταινίες του νεορεαλισμού, όπως για παράδειγμα στο Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη ή στο Πικρό ρύζι (νεορεαλισμός της πόλης και νεορεαλισμός της υπάιθρου, αντίστοιχα, για να ακολουθήσουμε την ορολογία του Αντρέ Μπαζέν).

Ας δούμε πρώτα τι οφείλει στην εποχή της η ταινία του Ντε Σίκα, τόσο από ιστορικοκοινωνική όσο και από αισθητική σκοπιά. Στο μεγαλύτερο μέρος της εξελίσσεται, βέβαια, σε υπαίθριο περιβάλλον, κι αυτό είναι ένα απαραγνώριστο νεορεαλιστικό πρόταγμα. Αυτό το υπαίθριο περιβάλλον που πριμοδοτεί έννοιες όπως η αυθεντικότητα, η αυθορμησία, η ποιητική του τυχαίου και του ασήμαντου, ο αυτοσχεδιασμός, έννοιες περιεχομένου, αλλά και έννοιες ύφους και θέασης, όπως ο ρεαλισμός, όπως η ακατέργαστη φωτογραφία. (περισσότερα…)

Λευκάδιου Χερν θύμησες πικρές

Ψάχνοντας (για άλλα πράγματα) τις προάλλες στα Αλεξανδρινά περιοδικά των αρχών του 20ού αι., άρχισα να ξεψαχνίζω τη Νέα Ζωή. Κι έτσι βρέθηκα μπροστά στη μετάφραση ενός προλόγου του Στέφαν Τσβάϊχ, για μιαν έκδοση των έργων του Λευκάδιου Χερν, στη Φραγκφούρτη. Ο μεταφραστής μάς πληροφορεί πως ο πρόλογος τυπώθηκε στην εφημερίδα Zukunft της 4 Νοεμβρίου 1911. (Βλέπω τώρα πως το πρωτότυπο κυκλοφορεί κι ηλεκτρονικά, στη συλλογή με τα εισαγωγικά σημειώματα του Τσβάϊχ για διάφορους συγγραφείς· για όποιον ενδιαφέρεται, αυτή είναι η διεύθυνση της αντίστοιχης σελίδας.

Εκείνο που με ξάφνιασε πρώτα απ’ όλα είναι η σοφή, ακριβής κι εναργής ιστορική αίσθηση του Τσβάϊχ, που τοποθέτησε τη γέννηση του Χερν στην ίδια εποχή που κι η σύγχρονη Ιαπωνία (που του έμελλε να γίνει τρίτη-τέταρτη, μα στην αλήθεια πρώτη, κι ίσως ίσως αληθής και μόνη πατρίδα) ‘γεννιόταν’ και παρουσιαζόταν στα αχόρταγα μάτια του δυτικού κόσμου. Την ίδια περίπου εποχή θέλω να πω που κι η Ιαπωνία –υπό την εκβιαστική πίεση των αμερικανικών μελανών πλοίων– έσπαγε την θελημένη απομόνωσή της, εγκαινιάζοντας την περίοδο Μέϊτζι. Φαίνεται πως συνδέει στενά ο Τσβάϊχ τις δυο γεννήσεις και μ’ αυτόν τον τρόπο τονίζει τη σημασία του Λευκάδιου Χερν και σαν πρωτοπόρου ερευνητή αυτής της γνωριμίας του δυτικού κόσμου με την απόμακρη χώρα των χρυσανθέμων. Από την άλλη μεριά καταφέρνει μ’ ένα τρόπο, σάμπως βουδικό κι αρχαιοελληνικά ειμαρμένο, να συνενώσει άρρηκτα λες τη γέννηση του Χερν στη Λευκάδα του γαλάζιου ελληνικού φωτός τ’ ουρανού και της θάλασσας με την αγάπη του για την νησιωτική Ιαπωνία· σαν να πρόκειται για μια προηγούμενη ζωή που μυστικά συνδέθηκε από την αρχή της με την αλλότοπη μελλοντική της υποστασιοποίηση, για μια μυστική προΰπαρξη, σα νοσταλγία, καταπώς λέει ο ίδιος.

Μίλησα μόλις παραπάνω για δυο γεννήσεις αλλά σ’ ό,τι αφορά την Ιαπωνία μάλλον επρόκειτο για μια φανέρωση στα έξω ‘δυτικά μάτια’, ταυτόχρονα όμως και για ένα σκοτείνιασμα, για ένα κρύψιμο και μια απόσυρση όλων αυτών των μυστικών πραγμάτων, που «θἄχαν διαφύγει σἂν νερὸ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τῆς νέας ἐποχῆς», αν δεν ερχόταν ο Χερν για να μας «ἀναπαρασταίνει ὅλη τὴ σκορπισμένη στὰ πράγματα λάμψη, τὴν ὀμορφιὰ ποὺ τρεμουλιάζει ἀσὠματη ἀπάνω σὲ κάθε καθημερνό». Έτσι λοιπὀν, για τον Τσβάϊχ, η ζωή του Χερν παίρνει τον χαρακτήρα μυστικής αποστολής, προαποφασισμένης θέλησης της Φύσης. Επίτηδες έφτιαξε έτσι η φύση αυτόν τον άνθρωπο, τον ‘μεικτό αλλά νόμιμο’, «νὰ μὴν εἶναι μήτε Ἀνατολίτης μήτε Εὐρωπαῖος, μήτε Χριστιανὸς μήτε Βουδιστής», για να μετέχει και των δύο κόσμων κι έτσι «νὰ περιμαζέψει καὶ φυλάξει αὐτὸ τὸ ἐκλεκτὸ πρᾶμμα, δηλαδὴ τὴν ἰαπωνέζικη ὀμορφιά, ἴσια ἴσια σ᾽ αὐτὴ τὴ στιγμή της, λίγο πρὶν μαραθῇ». Ο βίος του θεωρείται ένα «καλλιτεχνικὸ δημιούργημα τῆς Φύσης» «ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ αὐτὸ τὸ ἔργο, τὰ βιβλία αὐτά, γιὰ τὴν ψυχορραγοῦσα ὀμορφιὰ τῆς Ἰαπωνίας».

(περισσότερα…)

Φυγη, μη-φυγή, φυγή προς τα εμπρός

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
Χρήστος Κολτσίδας
Η καρδιά του Σαμουράι
Θράκα, 2024

Πέμπτη συλλογή για τον Χρήστο Κολτσίδα που διαθέτει μεν ένα πνευματικό και ποιητικό ένστικτο, πλην όμως του αρέσει —απ’ τα Ορεινά του ακόμη— να εμμένει σε γνωστά εμπειρικά μονοπάτια, αρέσκεται στην καταγραφή των ηττημένων της ζωής, έχοντας πάνω του μια μαχόμενη ειλικρίνεια, έστω και ηττημένη κατά καιρούς.

Η έμφαση στην αναπαράσταση του φωτός, βασικό χαρακτηριστικό του ιμπρεσιονισμού, είναι συνώνυμη με το ιαπωνικό komorebi. Ο τρόπος που το φως του ήλιου περνά μέσα από τα φύλλα των δέντρων είναι για τους Ιάπωνες ένα παιχνίδι ανάμεσα στη σκιά και το φως —το είδαμε (κάποιοι από εμάς) φέτος στην ταινία του Βιμ Βέντερς Υπέροχες μέρες— κι έτσι όπως στην ταινία ο πρωταγωνιστής το αποτυπώνει αυτό και το εμφανίζει από το φιλμ της παλιάς του φωτογραφικής μηχανής, έτσι κάπως και ο Κολτσίδας προσπαθεί να απαθανατίσει μια εσωτερική συνθήκη, με 16 ασκήσεις ηρεμίας, σαν φωτογραφικά, καλά σκηνοθετημένα, στιγμιότυπα με μια παλιά Zenit. Αυτή η αναφορά στις φωτοσκιάσεις υπάρχει και στο προηγούμενο βιβλίο του, τους Νεροφόρους (2021): «Κάτω απ’ τα πόδια μας χτυπά η όμορφη αρτηρία της αιωνιότητας… / Κι εμείς, / μ’ ένα καθήκον φωτοσκιάσεων, / αναδεύουμε το νερό / στο μεγάλο πηγάδι του κόσμου».

Τι κι αν όλα στην τέχνη γίνονται χάριν του φωτός, —ακόμη και του προσωρινού— για να μοιράζεται ισάξια «λίγο η απειρία της Ζωής, λίγο η πείρα του Θανάτου», σε όλη τη συλλογή του υπάρχει αυτό το δίπολο φως/σκοτάδι —σαν να είναι στα δυο κομμένη· όποιο μισό νικά ή τον διαολίζει και τον αλλάζει σε δηλητήριο ή γλυκαίνει την ψυχή του—, δίπολο που μεταφράζεται στο αντίστοιχο θανάτου/ζωης. «Κάθε πρωί πεθαίνουνε, πλήρη κι εύθραυστα, / τ’ άνθη της κερασιάς… / Κάθε νύχτα, της κερασιάς τα άνθη / σαν φαναράκια ανάβουνε…», του φόβου και του θάρρους, της τόλμης και της ατολμίας, «ο Σαμουράι έχει ένα ξίφος βρόχινο / καλά ακονισμένο /. Το τραβάει απ’ τη θήκη, κόβει με μιαν ανάσα το κενό, / ξαναθηκώνει…».

Ο Βαγγέλης Μπριάνας, συντοπίτης και ομόσταυλος, αφιερώνει το προοιμιακής λειτουργίας ποίημα «Ντελάλης» στον Χρήστο Κολτσίδα: «με βήματα πάντοτε κοφτά / προχωρά μπροστά η γκλίτσα / να το βλέμμα της στραμμένο προς τα πίσω / κοιτάζει τη σκιά / τόσο τη φοβάται / που το χέρι μας ζητά να γίνει προσωπίδα». Και ο Κολτσίδας γράφει στην «Κραυγή» του: «Για να τρομάξει τους εχθρούς του / ο Σαμουράι βγάζει μια κραυγή. / Αλλά απ’ την κραυγή / τρομάζει κι ο εαυτός του». (περισσότερα…)

Ἡ μυρωδιά τῆς βροχῆς

*

Ἡ φρέσκια μυρωδιά τῆς βροχῆς
Τόσο γλυκειά, τόσο πυκνή,
Νιώθω στό πρόσωπό μου τή βροχή,
Καί τήν ἐπιδερμίδα μέ τόν ἄνεμο,
Δροσίζουν οἱ χοντρές σταγόνες,
Καί ρίγη φέρνουνε στήν ράχη μου,
Κλείνω τά μάτια καί στά σύννεφα σηκώνω τό κεφάλι μου,
Νέα καί τόσο ἀνήσυχα, τόσο ζωή γεμάτα,
Γαλήνια τόσο καί συγκεντρωμένα, καθώς ὁ ἄνεμος μιλᾶ σέ μένα,
Γιά τή ζωή διηγήσεις, καί τή θλίψη, γιά τήν ἀγάπη καί γιά τή χαρά,
Γιά πράγματα πολλά, ἐκπληκτικά μαζί καί λυπηρά,
Γιά τόσες ἀπαντήσεις, μακάρι νά τίς εἶχα πιό παλιά,
Γιά τήν ἀπελπισία, καί τήν ἀβεβαιότητα.
Φεύγει ὁ ἄνεμος μακριά,
Ὅμως ἀκόμη ἀκούω τή φωνή του,
Μέ τῆς βροχῆς τήν φρέσκια μυρωδιά,
Τόσο πυκνή, τόσο γλυκειά,
Τόν κόσμο μου ἀφήνει πάλι
Κάποιου ἄλλου νά σταθεῖ παρηγοριά.

K. N. SHELDON
Durham, North Carolina, U.S.A.

Μετάφραση Νατάσα Κεσμέτη

Στόν Κώστα Κουτσουρέλη καί ὅλους τούς μετέχοντες στό Πρῶτο Συμπόσιο τῶν Ἡμερῶν Παπαδιαμάντη (τῆς Μαριλίκας συμπεριλαμβανομένης !) γιά νά θυμόμαστε τίς πρωϊνές Σκιαθίτικες Βροχές. – Η μεταφράστρια.

*

*

*

Η εξαιρετική περίπτωση του Dominique de Roux

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Γνωστός στην ελληνική βιβλιογραφία μόνον από τις «Συνομιλίες» του με τον Βίτολντ Γκομπρόβιτς (Β. Γκομπρόβιτς, Διαθήκη, Νεφέλη 2014), ο Ντομινίκ ντε Ρου υπήρξε ένας σπουδαίος συγγραφέας και χαρισματικός εκδότης που κατέλιπε, στο σύντομό του πέρασμα από τη ζωή (1935-1977), μια πολύτιμη πνευματική διαθήκη. Μια διαθήκη που συνέταξε με το έργο, τον βίο και την κοσμοθεωρία του, η οποία περιφρονούσε εξίσου την αλαζονική δεξιά του χρήματος, την τάχα άσπιλη αριστερά του ηθικού πλεονεκτήματος, αλλά και την ακροδεξιά της αγανάκτησης και του αυταρχισμού.

Προερχόμενος από μια οικογένεια αριστοκρατών του Λανγκεντόκ και ηγετικών μορφών της μοναρχικής Action Française (παππούς του ο νομικός και ιστορικός Μαρί ντε Ρου και θείος του ο μεταπολεμικός ηγέτης της οργάνωσης Λουί-Ολιβιέ ντε Ρου), ο Ντομινίκ ντε Ρου θα μπορούσε να είχε παραμείνει ένας άνθρωπος της απόλυτης δεξιάς, πιστός στις αρχές της μοναρχίας και του καθολικισμού, ταγμένος στην υπεράσπιση των αξιών μιας αρχαίας τάξης. Θα μπορούσε επίσης να γίνει ένα είδος δεξιού αναρχικού, με ύφος δανδή, με ελαφρά ειρωνεία και επιφανειακή αυθάδεια. Θα ήταν έτσι δημοφιλής και επί της ουσίας ακίνδυνος, όπως τόσοι και τόσοι, παίζοντας τον ρόλο φιλικού ταραξία που σοκάρει μικροαστούς και τροφοδοτεί τα φτηνά μέσα ενημέρωσης. Όμως ο Ντε Ρου, από τα πρώτα του χρόνια, αναζήτησε την υπαρκτική ελευθερία, την οποία συνέδεσε με την επιθυμία του να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία, όπου πολύ γρήγορα ανήλθε σε άλλο ύψος, αρνούμενος τις νεκρές μορφές, στις οποίες επιμένουν συντηρητικοί και προοδευτικοί με δουλοπρεπείς επαναλήψεις κανόνων και δογμάτων. Πιστεύοντας πως «ύπαρξη θα πει το ον να στέλνει στην εξορία μιαν ορισμένη εμπειρία του εαυτού του, η οποία στη συνέχεια γίνεται ανάμνηση, μνήμη και θέληση επιστροφής και αναγέννησης», αισθάνθηκε γρήγορα πως το να υπάρχεις αυθεντικά στον μοντέρνο κόσμο σημαίνει να είσαι σε εξορία σε σχέση με το Είναι μα να το θυμάσαι πάντα και «όλα να τα θυσιάζεις για μιαν επιστροφή, για να αναστήσεις νεκρά πράγματα, για την ολική ανάκτηση μέσω της τέχνης ενός πνεύματος αναγέννησης».

Αναγνώστης σε βάθος του Σαρλ Πεγκύ, του Ζωρζ Μπερνανός, του Ρενέ Γκενόν και του Ιούλιου Έβολα, ο Ντομινίκ ντε Ρου ήταν κατ’ αρχήν αντιμοντέρνος. Εχθρικός προς τη βασιλεία της ποσότητας, τη θρησκεία του φράγκου και την παγκόσμια δημοκρατία της αγοράς (μια παρωδία αυτοκρατορίας που θεωρεί ότι κλείνει την Ιστορία, αντικαθιστώντας τους λαούς με ξεριζωμένες μάζες παραγωγικών μονάδων ικανών μόνο για κατανάλωση), ο Ντομινίκ ντε Ρου δεν ήθελε να γίνει ένας ακόμη αντιδραστικός ή συντηρητικός, αν κατανοήσουμε αυτούς τους δύο όρους ως επιθυμία για αυταρχική παλινόρθωση ή υπεράσπιση των ηθών και των προνομίων της αστικής τάξης. Περιφρονούσε τη δεξιά που έχει εμμονή στη διαχείριση και την ανάπτυξη αλλά και την ακροδεξιά που ονειρεύεται την στρατιωτική/αστυνομική τάξη. Για την επίσημη αριστερά ούτε λόγος. Εκτός από μερικές αυθεντικά αντισυμβατικές προσωπικότητες, δεν άντεχε την πεπεισμένη οίκοθεν για την ηθική και πνευματική της υπεροχή αριστερά, αυτή την αστική προσομοίωση των επιδοτούμενων από το καθεστώς διανοητών-ιερέων της νεωτερικότητας που μονίμως καταγγέλλουν και ηθικολογούν. Ασυγχώρητη επιλογή σε μιαν εποχή που δέσποζε ο θίασος της κατά φαντασίαν (στην εξουσία) επανάστασης, ο οποίος και τον έθεσε σε καραντίνα πριν αλλά και μετά τον πρόωρο θάνατό του. Μάταιος κόπος. Το έργο του είναι εδώ. (περισσότερα…)

Διαγνώσεις

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ

Τον έβλεπα στη γειτονιά, πάντα μόνο του, το πρόσωπό του μια πληγή. Κάθε βράδυ έβαζε την τηλεόραση στη διαπασών, ανοιχτή η μπαλκονόπορτα στο δυαράκι του ισογείου, ακουγόταν σε όλη την πολυκατοικία, σε όλη τη γειτονιά. Οι γείτονες διαμαρτύρονταν. Χαμογελούσα πικρά, καταλάβαινα τη μοναξιά του, την αβάσταχτη σιωπή των πραγμάτων γύρω του. Κάποτε έφυγε από την πολυκατοικία. Ο απόηχος της τηλεόρασης πλανιέται ακόμα στον αέρα, θυμίζοντας τη μοναξιά που δεν τελειώνει ποτέ, τη δική μας μοναξιά. (Μια εκδοχή ενός βιώματος του τελευταίου καιρού).

///

Είναι νύχτα. Ακούω τις κραυγές του «παιδιού» που μένει σε ένα από τα κοντινά σπίτια. Τον ακούω συχνά, νύχτα ή ξημέρωμα. Τον έχω δει κάποια πρωινά. Είναι γύρω στα σαράντα. Περπατά σκυφτός και καπνίζει. Τις μέρες είναι αμίλητος, τις νύχτες ουρλιάζει. Κραυγές ακατανόητες, τρομερές σε ένταση και βάθος – σαν να ακούω τα σωθικά του. Ουρλιάζει κι απόψε. Τον φαντάζομαι ολομόναχο, στους δρόμους της πόλης, στην καρδιά της αιώνιας νύχτας. Αναρωτιέμαι: απελπισμένος ή απελευθερωμένος; (Μια ερμηνεία ενός ακόμα βιώματος του τελευταίου καιρού).

///

«Συγγραφέας είναι ο άνθρωπος που δεν μπορεί ποτέ να βρει τις κατάλληλες λέξεις». Αυτός είναι ο ορισμός του Πωλ Βαλερύ για τον συγγραφέα – εξωφρενικά λογικός.

///

Ανάμεσα στο βίωμα και στην αφήγηση υπάρχει ένα κενό που δεν θα γεμίσει ποτέ. Το πραγματικό δεν μπορεί να γίνει γλωσσικό ούτε στη μορφή ούτε στην ουσία του. Η γλώσσα δεν αναπαριστά την αλήθεια. Η γλώσσα εκφράζει σημασίες και ερμηνείες. Ανάμεσα στα γεγονότα και στην αφήγησή τους η σχέση είναι πάντα λειψή, παραπλανητική ή ανύπαρκτη. Κάθε αφήγηση, ακόμα και η πιο σύντομη, μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση μιας άλλης πραγματικότητας από αυτήν που υπάρχει ή που υπήρξε. Σε κάθε περίπτωση, το πραγματικό δεν πρέπει να ταυτίζεται με τις λέξεις που το περιγράφουν: η καθαρότητα των λέξεων δεν είναι ποτέ ξεκάθαρη. (περισσότερα…)

Ένας δάσκαλος

Μνήμη Αριστόξενου Σκιαδά (1932-1994) 

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Όλοι σχεδόν οι φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου της Αθήνας έχουμε συνδέσει δύο ονόματα καθηγητών με την Α΄ έδρα της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας: Βουρβέρης και Σκιαδάς. Ο πρώτος έχει τη φήμη του αυστηρού και απαιτητικού καθηγητή, επιμένει σχεδόν απειλητικά να απομνημονεύσουμε όλη τη βιβλιογραφία, ξένη κυρίως, για τα αρχαία ελληνικά κείμενα. ΄Ομως τον εκτιμάμε, γιατί μας έχει ανοίξει τα μάτια να βλέπουμε πίσω από την αρχαία ελληνική γλώσσα, τη σκέψη του συγγραφέα. «Ένα κείμενο», διακηρύσσει συχνά πάνω από την έδρα, «δεν είναι μόνο για να διδαχτείτε ή να διδάξετε Γραμματική και Συντακτικό». Και σχολιάζει πικρόχολα: «Αν τα βγάλουμε αυτά, οι σημερινοί φιλόλογοι στα γυμνάσια δε θα ξέρουν πώς να περάσουν την ώρα στην τάξη τους… Εσείς  να μη γίνετε τέτοιοι φιλόλογοι. Τα αρχαία κείμενα στάζουν ιδέες, μιλούν για όλα τα θέματα του ανθρώπινου βίου, μην τα καταδικάσετε στην άψυχη γραμματοσυντακτική ανάλυση».

Πρώτη φορά ακούμε για ανθρωπιστική ερμηνεία της αρχαίας τραγωδίας. Γεμίζει το αμφιθέατρο, για να παρακολουθήσουμε μια τέτοια  ερμηνεία  του «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή, που μας διδάσκει φέτος.

Ο δεύτερος, ο Σκιαδάς, δεν μας εμπνέει μόνο εμπιστοσύνη και σιγουριά με την άρτια επιστημονική κατάρτισή του, κυρίως μας εντυπωσιάζει με τη διάθεσή του για συντροφικότητα, με την απλότητα και την προσήνεια προς τους φοιτητές, που θα θελήσουν να τον πλησιάσουν, πράγμα άλλωστε όχι και πολύ δύσκολο για μας, ίσως λόγω και της σχετικά μικρής ηλικιακής διαφοράς μας.

Θυμάμαι την εκδρομή στη Λίμνη της Βουλιαγμένης στο Λουτράκι τον Οκτώβρη που πέρασε και την τριήμερη τον Νοέμβρη στους Δελφούς, που είχε οργανώσει η «Ελληνική Ανθρωπιστική Εταιρεία». Η Εταιρεία, δημιούργημα του Βουρβέρη, είχε προγραμματίσει διαλέξεις εκεί, για να προωθήσει στην επαρχία, στο πλαίσιο του καταστατικού της, τα ανθρωπιστικά ιδεώδη. Ο Σκιαδάς ήταν ένας από τους βασικούς ομιλητές.

Οι φοιτητές τού φροντιστηρίου του Βουρβέρη συμμετείχαμε στις εκδρομές αυτές, που ήταν κάτι σαν πανηγύρι. Είχαμε την ευκαιρία, σε μια ατμόσφαιρα οικογενειακή, να ζήσουμε από κοντά τις προσπάθειες της Εταιρείας και των δύο καθηγητών μας, που ήλθαν μαζί με κάποιους φίλους τους ξένους καθηγητές και με τις γυναίκες τους, την κυρία Πιπίτσα ο Βουρβέρης και την ωραία νεαρή φιλόλογο Αγγελική Στασινοπούλου ο Σκιαδάς. Αυτόν αισθανόμασταν πιο κοντά μας απ’ όλους. Γιατί δεν ήταν ο ελεγκτής ή ο τιμητής των εκδηλώσεών μας, ήταν ο  αγαπημένος φίλος. Ήταν ένας από μας. Έπαιζε μαζί μας, γελούσε, τραγουδούσε και χόρευε. Αστειευόταν και συμπεριφερόταν νεανικά, όπως εμείς. (περισσότερα…)

Το τέλος της Νεωτερικότητας

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ως λέξη η Νεωτερικότητα είναι φορτισμένη με ποικίλες, όχι πάντοτε συμβατές μεταξύ τους, έννοιες. Προσωπικά, προτιμώ τον όρο Νέοι Χρόνοι γιατί έχει το προτέρημα να μην κάνει διάκριση μεταξύ της διαφωτιστικής και της αμέσως πρότερης περιόδου. Τα περισσότερα γνωρίσματα της νεωτερικής εποχής, όπως η εκκοσμίκευση, η πρωτοκαθεδρία του Λόγου και ιδίως της επιστήμης, το ενιαίο, κεντρικά οργανωμένο κράτος, η επικράτηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, ακόμη και η πρώτη αποκρυστάλλωση των εθνικών μορφωμάτων έχουν τις καταβολές τους στην περίοδο που προηγήθηκε του Διαφωτισμού, ανατρέχουν στον όψιμο Μεσαίωνα. Από τότε έως τις μέρες μας επικρατεί χρονικό συνεχές.

Το συνεχές αυτό έχει βεβαίως σταθμούς, και ο Διαφωτισμός είναι ένας από αυτούς. Ωστόσο, δεν θα ήταν συνετό να τον υπερτιμούμε, αποδίδοντας στη διαπάλη των κοσμοεικόνων και των ιδεών αξία μεγαλύτερη εκείνης που πράγματι διαθέτει. Για να γίνω σαφέστερος, η βιομηχανική επανάσταση υπήρξε κατά την κρίση μου ιστορικό γεγονός σημαντικότερο της Γαλλικής Επανάστασης και του διαφωτιστικού κινήματος. Στον πλανήτη υπάρχουν σήμερα πολιτικές οντότητες –κράτη, κόμματα, κινήματα– που δεν συμμερίζονται τους θεσμούς και τα οργανωτικά σχήματα που η Επανάσταση του 1789 εγκαινίασε. Όμως δεν νοείται οργανωμένος συλλογικά βίος που να μην εξαρτάται από τη βιομηχανία και την τεχνική.

Εν προκειμένω, θα περιορίσω τις παρατηρήσεις μου στην περίοδο των τριών τελευταίων αιώνων, στην νεωτερικότητα επομένως υπό την στενή της έννοια. Φτάνει να συγκρατήσουμε ότι τα φαινόμενα για τα οποία μιλάμε έχουν παρελθόν κατά πολύ απώτερο. Το σημερινό χρηματοπιστωτικό σύστημα, λ.χ., ανατρέχει στην Τοσκάνη του 13ου αιώνα, στην επινόηση της λογιστικής και την ίδρυση ενός θεσμού που το κοσμοϊστορικό του βάρος επιβεβαιώνεται στην εποχή μας καθημερινά: των τραπεζών. (περισσότερα…)