Month: Νοέμβριος 2023

«Κάτι ανίδεοι τύποι…»

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 11:23
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Τέσσερις φίλοι, ένας οινοποιός, ένας γευσιγνώστης, ένας ιστορικός της αμπελουργίας κι ένας απλός εραστής του κρασιού, τα πίνουν.

– «Δοκιμάστε αυτό, φίλοι μου, δεν θα βρείτε καλύτερο. Δική μου παραγωγή!» λέει ο οινοποιός γεμίζοντάς τους με υπερηφάνεια τα ποτήρια. «Και ξέρετε τι λένε: Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος!»

– «Δεν θέλω να σου πάω κόντρα, αγαπητέ», του απαντάει εύθυμα ο γευσιγνώστης μετά την πρώτη γουλιά. «Το κρασί σου είναι θεσπέσιο πράγματι, όμως ξέρεις τι άλλο λένε: “Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει!” Εμείς στη δική μας τη δουλειά είμαστε πιο αντικειμενικοί επειδή συγκρίνουμε. Άρα πιο αρμόδιοι να κρίνουμε».

– «Φίλτατοι, φίλτατοι, πόσο έξω πέφτετε και οι δύο!», πετάγεται ο ιστορικός. «Επειδή ζείτε κι οι δυο με πάθος το παρόν του επαγγέλματός σας, βασίζεστε στη γνώμη σας, που την θεωρείτε προσωπική και κατακτημένη με άσκηση και με κόπο. Όμως αιώνες πολλοί και αμέτρητες γενιές ανθρώπων εργάστηκαν για να φτιάξουν τις ποικιλίες και τις κράσεις των οποίων αυτήν την έξοχα εκλεπτυσμένη και εξευγενισμένη παραλλαγή έχουμε σήμερα τη χαρά να απολαμβάνουμε. Είναι η παράδοση που αποφασίζει πριν από μας για μας τι μας αρέσει!»

– «Δεν ξέρω τι ’ναι αυτά που τσαμπουνάτε εσείς οι επαγγελματίες», τον διακόπτει ο τέταρτος της παρέας. «Αυτό που ξέρω είναι ότι δίχως εμάς τους απλούς κρασοπότες, όλοι σας τώρα θα ψάχνατε για δουλειά. Έλα!» λέει στον οινοποιό, «ξανακέρνα μας! Τι είναι καλό το αποφασίζουν πάντα κάτι ανίδεοι τύποι σαν κι εμένα. Κι αυτό εδώ, σας δίνω τον λόγο μου, είναι αληθινό νέκταρ!»

~.~ (περισσότερα…)

Διχασμοί

*

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΜΕ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ | 30.ΧI.23
Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

Συναντώ το διχαλωτό ποτάμι και αναστοχάζομαι. Από τις αμοιβάδες κι εντεύθεν ο κόσμος διχάζεται με σκοπό τον πολλαπλασιασμό και την επέκτασή του. Ο μοναδικός σκοπός της σχάσης αυτής είναι η συνέχιση της δημιουργίας. Εδώ, το ποτάμι διακλαδίζεται και φτιάχνει το πρόσκαιρο νησάκι του, συνεισφέροντας την άποψή του για την ιδέα της γενικής ομορφιάς που μας περιβάλλει.

Όμως εγώ, όταν διχάζομαι, σε τι συνεισφέρω; Στην ιδέα του μαύρου χωρισμού, στην εδραίωση της εν γένει αμφιβολίας, στην επιβολή της παράλληλης αβεβαιότητας, στη γενεσιουργό θλίψη; Ίσως σε όλα.

Τι ιδέες κι αυτές. Σφηνώνονται μέσα σου και δεν σ’ αφήνουν να χαρείς έναν μικρό περίπατο. Μπαίνουν στο μυαλό σου και σε κατευθύνουν σε όλες τις κατωφέρειες της μελαγχολίας.

Προσπαθώ να διχαστώ εκ νέου και να επιλέξω. Δηλαδή να χαρώ μόνο το ήσυχο κελάρυσμα του ποταμού και να διαγράψω την κάθε πλανερή σκέψη ή να την ωθήσω στην άκρη και να την αγνοήσω προς το παρόν. Ας περπατήσω, λοιπόν, βουβός στο παρόχθιο μονοπάτι. Φωνάζω καλημέρα και μέσα στην απέραντη ερημία εγώ είμαι ο μόνος αποδέκτης.

* (περισσότερα…)

Ένα αρχαιοπρεπές ποίημα αφιερωμένο στον βασιλιά Όθωνα

*

Εισαγωγικά-μετάφραση ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

Ένα εν πολλοίς ανεξερεύνητο πεδίο έρευνας της νεοελληνικής φιλολογίας είναι η αρχαιοπρεπής λογοτεχνική παραγωγή μετά την δεύτερη άλωση έως, κατ’ ουσίαν, την εποχή μας. Στα χρόνια του Όθωνα ο λόγιος καθηγητής του Πανεπιστημίου Φίλιππος Ιωάννου γράφει ποίηση χρησιμοποιώντας τις αρχαίες διαλέκτους, καθώς και τα μέτρα της αρχαίας ποίησης. Το εγχείρημα είναι ενδιαφέρον τόσο από αισθητική, όσο και από ιδεολογική σκοπιά. Εδώ μεταφράζω μία «Ωδή» που γράφτηκε με αφορμή την επέτειο των 25 ετών από την άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο. Δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του Ιωάννου Φιλολογικά πάρεργα, το οποίο κυκλοφόρησε μετά την έξωση του Όθωνα (1865, αλλά αντλώ από τη δεύτερη έκδοση, του έτους 1874, σσ. 513-515) γι’ αυτό στον τίτλο του ποιήματος γίνεται λόγος για τον «πρώην βασιλέα» – παράλληλα δίνεται η πρόσθετη πληροφορία ότι το σύνθεμα εκφωνήθηκε ενώπιον του μονάρχη το 1858. Σε ό,τι αφορά τη μορφή και τη γλώσσα του ποιήματος, ο Ιωάννου προβαίνει σε μία ενδιαφέρουσα μείξη: Ενώ από άποψη εξωτερικής κατασκευής παραπέμπει στην ποίηση της Σαπφούς, το ιδίωμα στο οποίο γράφεται το στιχούργημα δεν είναι, όπως θα περίμενε κανείς, εκείνο της σπουδαίας ποιήτριας, δηλαδή το αιολικό, αλλά το δωρικό. Από άποψη στιχουργικής προσπάθησα να μείνω, στο μέτρο του δυνατού, κοντά στη σύλληψη του Ιωάννου, γι’ αυτό έπλασα τετράστιχες (ιαμβικές) στροφές με τους τρεις πρώτους στίχους ενδεκασύλλαβους και τον τελευταίο επτασύλλαβο (αντίστοιχα στο αρχαίο: τρεις ενδεκασύλλαβοι και ένας πεντασύλλαβος). Στο τέλος της μετάφρασης δίνονται λίγες επεξηγηματικές σημειώσεις και στη συνέχεια παρατίθεται το πρωτότυπο. (περισσότερα…)

Στη διαπασών

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Από παιδί είχε μανία με την ησυχία. Μωρέ και τρίχα να ’πεφτε στο πάτωμα θα την άκουγε. Μια νύχτα μάτι δεν έκλεισε, γιατί δεν τον άφηνε η καρδιά του που χτυπούσε! Οι ωτασπίδες πρώτα στο πορτοφόλι, τα προφυλακτικά μετά. Κι απορούσαν οι πάντες, έτσι που τον τρέλαιναν οι θόρυβοι, πώς ζουρλαίνονταν για το κυνήγι. «Μπαμ» και «μπουμ» όλη μέρα δεν του σπάνε τα τύμπανα; Δεν του τσιτώνουν τα νεύρα;

Εκείνη την Κυριακή είχαν γλέντι στον περιφερειακό. Οι γύφτοι πάλι έκαιγαν το πελεκούδι. Ξεκίναγαν απ’ το γιόμα και το τράβαγαν ως το συρίπωμα. Πήγαινε το σκυλοκλάρινο σύγνεφο. Η ένταση στην διαπασών. Τα ντεσιμπέλ στο κόκκινο.

Δυο χιλιόμετρα απ’ το σπίτι του το νταβαντούρι, αλλά ήταν σαν να βάραγαν τα κλαπατσίμπαλα στ’ αυτιά του. Συνήθως έλειπε στο κυνήγι, και γυρνούσε όσο αργότερα μπορούσε για να γλυτώσει το ντίρι-ντίρι. Σήμερα, όμως, είχε ένα πόνο στην μέση από κάτι ξύλα που έκοψε χτες, και δεν πήγε να κόψει την ανάσα από καμιά κύκλα.

Προσπάθησε να το αντιμετωπίσει με ψυχραιμία. Κλειδαμπαρώθηκε μέσα. Διπλά τζάμια, τρίδιπλα στην κάμαρή του, αλλά πάπαλα! Το στρίγκλισμα των κλαρίνων κοντά. Τόσο κοντά, που νόμιζε πως αν κλείσει τα μάτια θα χόρευαν οι γυφτοπούλες τσιφτετέλι στα βλέφαρά του. Δοκίμασε τις ωτασπίδες. Λίγο καλύτερα, όμως το «ντάπα-ντούπα» εξακολουθούσε, υπόκωφο, ύπουλο, σαλιάρικο, σαν φίδι που έρπει στους κοχλίες των αυτιών του. (περισσότερα…)

Μούιν Μπίσισα (1926-1984), Σέ Ἀμερικάνα τουρίστρια

*

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

Συγγνώμη, κυρία μου,
ἀλλά καθώς μᾶς ἤρθατε ἀκριβῶς
τή μέρα πού κόπηκαν τά χέρια τοῦ ποιητῆ
τί ἀπομένει γιά πούλημα στήν Ἀνατολή;

Ἤδη σέ μιά προηγούμενη ἡλικιωμένη τουρίστρια πουλήσαμε
τόν Τάφο τοῦ Σαλαδίν, τή Μάχη τῶν Χετταίων,
καί τούς Κρεμαστούς Κήπους τῆς Βαβυλώνας.
Στίς ἀγορές τοῦ κόσμου τά πουλήσαμε

καρπό κι ἀνθό,
δάχτυλο καί δαχτυλίδι, τά πουλήσαμε.
Τίποτα δέν ἔχει μείνει παρεκτός οἱ πυραμίδες.
Πόσο βαριές οἱ πέτρες τῶν πυραμίδων εἶναι!

Ἡ Σφίγγα μαχαιρώθηκε
καί θά πεθάνει
ἄν παρθεῖ μακριά ἀπό τούτη τή γῆ,
άκόμη κι ἄν τραβηχτεῖ τό μαχαίρι ἀπό τό μέτωπό της.

Συγγνώμη, κυρία μου,
πουλήσαμε τήν τελευταία σαρκοφάγο,
πετάξαμε τά τελευταῖα μελανοδοχεῖα στόν Νεῖλο
καί ξεριζώσαμε τό λαρύγγι τοῦ τελευταίου πετεινοῦ πού λάλησε.

Ὅ,τι ἀπομένει εἶναι ὁ Θεός
τρέχοντας σάν πράσινη γαζέλα
κυνηγημένη ἀπό κάθε κυνηγόσκυλο
κυνηγημένη ἀπό τήν ψευτιά πού ἱππεύει καθαρόαιμο Ἀραβικό ἄτι.

Γιά σένα, θά κυνηγήσουμε κεῖνο τό ἄτι.
Γιά σένα, θά καταδιώξουμε καί θά πιάσουμε τόν Θεό.
My lady,
Ἐκεῖνοι πού πούλησαν τόν ποιητή θά πουλήσουν τόν Θεό.

~.~

Ὁ Παλαιστίνιος ποιητὴς καὶ δραματουργὸς Μούιν Μπίσισα (Muin Bseiso, 1926-1984) γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε στὴ Γάζα. Θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους συγγραφεῖς τῆς παλαιστινιακῆς ἀντίστασης. Γιὰ τοὺς ἀγῶνες του φυλακίστηκε ἐπανειλημμένα. Ἔζησε γιὰ χρόνια στὴν Αἴγυπτο. Πέθανε στὸ Λονδίνο. Τὸ Ἰσραὴλ δὲν ἐπέτρεψε τὴν ταφή του στὴν πατρικὴ γῆ. Ἡ ἑλληνικὴ ἀπόδοση τοῦ ποιήματός του βασίζεται στὴν ἀγγλική μετάφραση ἀπό τά ἀραβικά τῆς Rose Styron, The Paris Review, τχ. 51, 1971.

*

 

Η εντυπωσιοθηρία της “κριτικής” και η Έμιλυ Ντίκινσον

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Την Άβυσσο δεν γίνεται
με αέρα να σφραγίσεις

Στις ομιλίες του στο Χάρβαρντ, μιλώντας για την ποιητική μετάφραση ο Μπόρχες, με τη βαθιά ειρωνική γλώσσα που εμποτίζει τη σκέψη και το έργο του, έλεγε πως έβρισκε όμορφες τις κατά λέξη μεταφράσεις, στις οποίες αναγνώριζε θεολογική την προέλευση από τις μεταφράσεις της θεόπνευστης, αλάθητης Βίβλου, και ταυτόχρονα εξυμνούσε «μια από τις πιο όμορφες και περίφημες αγγλικές μεταφράσεις», τη μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Χαγιάμ από τον Φιτζέραλντ. Ένα δηλαδή ολωσδιόλου και παντελώς άλλο έργο από το πρωτότυπο, ομολογώντας πως «μια μετάφραση δεν κρίνεται ποτέ λεκτικώς». Ο Κώστας Κουτσουρέλης στην πρόσφατη μετάφραση 120 ποιημάτων της Ντίκινσον (Κίχλη, 2023) , διαφωνώντας με τον πασίγνωστο αφορισμό του Φροστ για τη μετάφραση της ποίησης, εξαρχής δηλώνει πως

όπως έλεγε ο Ιωσήφ Μπρόντσκι, «ποίηση είναι ό,τι κερδίζεται στη μετάφραση», όχι ό,τι ενδεχομένως έχει χαθεί. Στέκεται το ελληνικό κείμενο μόνο του, ως ποίημα αυτοτελές και αυτόφωτο; Αυτό ενδιαφέρει. Αν όχι, κανένα δεκανίκι δεν θα το σώσει.

Την νέα αυτή μετάφραση της Ντίκινσον από τον Κουτσουρέλη ψέγει και επικρίνει σε σημείωμά της η Τίνα Μανδηλαρά, στη στήλη για το βιβλίο στη LiFO, με τίτλο «Όταν η Ντίκινσον θυμίζει στις μεταφράσεις της Βάρναλη και Τσιφόρο» [sic], μαζί με τη μετάφραση του Αρτύρ Ρεμπώ από τον Βασίλη Πατσογιάννη. Ο σχολιασμός που ακολουθεί αφορά μονάχα το επικριτικό σημείωμά της προς τη μετάφραση της Ντίκινσον, που όπως μαρτυρά κι ο τίτλος του αποτελεί και τον ουσιαστικό στόχο της επίκρισής της. Δεν αποσκοπώ εδώ σε ενδελεχή κριτική αξιολόγηση της μιας ή της άλλης μετάφρασης, επιθυμώ απλά να σχολιάσω και να κρίνω μόνον τα όσα διάβασα. (περισσότερα…)

Γράμμα στη Γάζα

 *

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΓΑΖΑ

Αγαπημένη Γάζα,
όλα συμβαίνουν
όλα εξακολουθούν να συμβαίνουν.
Κι αφού τα πονεμένα λόγια μας
τσακίζονται σαν χέρια
πάνω στα γρανιτένια βράχια
αυτής της τελειωμένης εποχής
απόψε κλαίω και για μένα,
Γάζα,
κλαίω για όλα
και για τίποτα.
Γιατί το αίμα σου που τρέχει,
χύνεται πάλι μες στο χειρουργείο
χύνεται πίσω απ’ το μέλλον
εσένα πέτυχε η παγωμένη σφαίρα
από το χθεσινό μου όνειρο.
Αγαπημένη Γάζα,
όλα συμβαίνουν
όλα εξακολουθούν να συμβαίνουν.
Απόψε δεν υπάρχει λήθη. (περισσότερα…)

Μια γενναιόδωρη γυναίκα

*

Στα τριάντα μου ένοιωθα σιγά-σιγά να λυγίζω, εθισμένος στην παραίτηση, προδομένος απ’ τον εαυτό μου, ξεχασμένος απ’ όλους. Ήταν μια ακόμα περίοδος ανέχειας και φτώχειας – χειμώνας, με ένα επίδομα ανεργίας 360 ευρώ, πολεμούσα να κρατήσω πεντέξι κατοστάρικα στην άκρη για να ξεγελώ τον εαυτό μου και να μπορώ να πάω σε γιατρό αν κάτι σοβαρό γινόταν. Φίλοι, γνωστοί, συνάδελφοι, όλοι εξαφανισμένοι – τόσες κλήσεις αναπάντητες και κάτι τυχαίες συναντήσεις που γίνονταν υποσχέσεις που ποτέ δεν τηρήθηκαν. Δεν επέμενα – είχα και μια αξιοπρέπεια. Μακαρόνια, ψωμί, αυγά, καφές και μια φορά τη βδομάδα ένα κιλό φτηνή τροφή για τις γάτες της γειτονιάς – τίποτε άλλο δεν αγόραζα. Τα ρούχα μου μιλούσαν από μόνα τους – η φτώχεια δεν κρύβεται.

Όλη μέρα έμενα κλεισμένος στο σπίτι και το βράδυ, αν ο καιρός το επέτρεπε, έκανα μεγάλες, άσκοπες βόλτες. Αλλά ο χειμώνας ήταν σκληρός, ανελέητος, επίμονος – βροχές και κρύα εναλλάσσονταν και το κλείσιμο στο σπίτι κάποια βράδια κόντευε να με τρελάνει. Έβλεπα τηλεόραση, χανόμουν σε ρεμβασμούς, μετρούσα τις στιγμές που χάνονταν, αναρωτιόμουν γιατί ζούσα, μου φαινόταν παράξενο που υπήρχε ο κόσμος. Είχα και κάτι βιβλία, ήταν μια παρηγοριά, αλλά ήτανε στιγμές που κοίταζα γύρω μου το δωμάτιο και φούσκωναν μέσα μου δάκρυα που δεν τ’ άφηνα να κυλήσουν.

Τα βράδια κατέβαινα και τάιζα τις γάτες, σχεδόν στα κρυφά – είχαμε και κάποιους που δεν τις ήθελαν στη γειτονιά. Ανάμεσα στ’ άλλα ο ύπνος μου είχε γίνει άστατος, χαοτικός. Είχα δοκιμάσει όλα τα ωράρια ύπνου και το βιολογικό μου ρολόι ήταν στα πρόθυρα της καταστροφής. Κοιμόμουν στις έξι το πρωί και ξυπνούσα στις δύο το μεσημέρι. Ή από τις δώδεκα το μεσημέρι μέχρι το βράδυ στο κρεβάτι και μετά όρθιος όλη νύχτα μέχρι αργά το πρωί. Κάποιες μέρες κοιμόμουν με δόσεις και δεν ήξερα τι μου γινόταν. Σωματικά τις περισσότερες μέρες ήμουν ράκος και ένα πλάκωμα στο στήθος δυσκόλευε την αναπνοή και έκανε το μυαλό μου να πλέκει σενάρια ξαφνικού επικείμενου θανάτου. Τα βράδια που ο καιρός ήταν υποφερτός και έβγαινα έξω όλο και κάτι περίεργο εμφανιζόταν μπροστά μου, από τύπους που έψαχναν σεξ στα όρθια σε κάποιο πάρκο μέχρι και ένα νεαρό παιδί που το έβλεπα να μιλά με τους τοίχους – την πρώτη φορά νόμιζα πως έκανα λάθος αλλά τις επόμενες φορές που τον συνάντησα σιγουρεύτηκα ότι πράγματι μιλούσε με τους τοίχους. (περισσότερα…)

Οι συμβιβασμένοι και οι ασυμβίβαστοι

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

«Ὑπάρχουνε δυὸ φυλὲς πλασμάτων», λέει ἕνας ἥρωας τοῦ Ζὰν Ἀνούιγ. «Μιὰ φυλὴ πολυάριθμη, γόνιμη, εὐτυχισμένη, χοντρὴ πάστα γιὰ ζύμωμα, ποὺ τρώει ἥσυχα ἥσυχα λουκάνικα, φτιάχνει παιδιά, δουλεύει μὲ τὰ ἐργαλεῖα, μετρᾶ τὶς δεκάρες ἀφρόντιστα, παρ’ ὅλες τὶς ἐπιδημίες καὶ τοὺς πολέμους, ἴσαμε τὸ ἔσχατο ὅριο τῆς ζωῆς, ἄνθρωποι δηλαδὴ καθημερινοί,  ποὺ δὲν τοὺς φαντάζεσαι νεκρούς. Κι ὕστερα ὑπάρχουν οἱ ἄλλοι, οἱ εὐγενικοί, οἱ ἥρωες. Αὐτοὶ ποὺ τοὺς φαντάζεσαι κάλλιστα πεσμένους χάμω, χλωμούς, μὲ μιὰ κόκκινη τρύπα στὸ κεφάλι τους γιὰ νὰ θριαμβεύουνε, γιὰ μιὰ στιγμή, μὲ μιὰ τιμητικὴ φρουρὰ γύρω τους ἢ κι ἀνάμεσα σὲ δυὸ χωροφύλακες, ἀναλόγως. Ἡ ἀριστοκρατία».[1]

Δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ  ποὺ στὰ νιάτα τους λαχταρήσανε νὰ γίνουνε μέλη τούτης τῆς τραγικῆς ἀριστοκρατίας. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια ὁλάκερη ἡ ὕπαρξή τους ἤτανε πυρωμένη ἀπὸ ἰδανικὰ γιὰ δικαιοσύνη, γιὰ ἀγάπη, γιὰ ὀμορφιά. Καὶ τὰ ὑπερασπίζονταν μὲ πάθος ἀληθινὸ ἐνάντια σ’ ὅποιον ἤθελε νὰ τὰ χτυπήσει, ἀκόμη καὶ νὰ τὰ εἰρωνευτεῖ. Κι ἐπίστευαν ὁλόψυχα πὼς τίποτα δὲ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ τοὺς κάμει νὰ ἐγκαταλείψουνε τὴν ὡραία ἀδιαλλαξία τους. Ἦταν εὔκολο τότε νά ’χει κανεὶς ἕνα ἰδανικὸ καὶ νὰ τοῦ μένει πιστός. Μὰ σὰν ἐπήρανε κι αὐτοὶ μιὰ θέση ὑπεύθυνη μέσα στὴ κοινωνικὴ ζωή, εἴδανε νὰ ὀρθώνεται ἀδυσώπητο μπροστά τους τὸ δίλημμα: Ἢ νὰ κρατήσουνε τὸν ἰδεαλισμό τους καὶ νά ’ρθουνε σὲ σύγκρουση μὲ τοὺς πανάρχαιους, ἀλύγιστους νόμους τῆς κοινωνίας, ἢ νὰ τὸν ἀπαρνηθοῦνε καὶ νὰ βολευτοῦνε κι αὐτοὶ μέσα σ’ ἕνα ἐπάγγελμα καὶ σὲ μιὰ οἰκογένεια, ὅπως ὅλοι οἱ γύρω τους. Κι οἱ πιὸ πολλοὶ προτιμήσανε τὸ δεύτερο. Ἴσως ὄχι χωρὶς λύπη, χωρὶς κάποια πίκρα, ὅμως δὲ μπορούσανε νὰ κάμουνε διαφορετικά. Ὁ ἄλλος δρόμος ζητοῦσε θυσίες κι αὐτοί ‒τώρα μόνο τὸ βλέπανε‒ δὲν ἦταν ἀπὸ κείνους ποὺ ἀνταλλάζουνε τὴν ἐχτίμηση τοῦ κόσμου καὶ τὶς χίλιες δυὸ μικρὲς χαρὲς τῆς ζωῆς μ’ ἕνα στεφάνι «ἀπὸ δάφνες κι ἀγκάθια». (περισσότερα…)

Διάλογος με την ποίηση

*

του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Κ. ΤΑΣΟΥΔΗ

«Βάλε τη ζωή σου σε στίχους. Και πάλι σου λέω: βάλε τη ζωή σου σε στίχους, εάν θέλεις να αισθανθείς τη ζωή συμπαντική και να είσαι με το σύμπαν σε σχέση και αρμονία. Μπορείς να είσαι αναλυτής του ποιήματος, όμως μην ξεχάσεις να τραγουδήσεις το ποίημα. Οι κριτικοί των ποιημάτων ζουν ήρεμα, ενώ οι ποιητές μόνο ζουν. Η ανάλυση νεκρώνει, το ποίημα ζωντανεύει. Μόνο η ποίηση μπορεί να αναστήσει την πεζογραφία. Η ποίηση φύτρωσε από το δένδρο της ζωής, ενώ η πεζογραφία από το δένδρο της γνώσης. Όλοι λέμε: Το ψέμα είναι μικρής διάρκειας, ενώ η αλήθεια είναι αιώνια. Γιατί η ποίηση ζει πιο πολύ από την πεζογραφία; Επειδή βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια, πιο κοντά στη ζωή! Κι έτσι αν βάλεις τη ζωή σου σε στίχους, θα είσαι πιο κοντά στην αλήθεια, πιο κοντά στη ζωή.»
Άγ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, Η ζωή και η ποίηση [1]

 

1 . «Βάλε τη ζωή σου σε στίχους.»

Καθόσον αποκάλυψη των εσώψυχων η ποίηση. Αντικατοπτρισμός του ποιητή το ποίημα. Ποιητής γίνεσαι όταν δίνεσαι, σαν ανοίγεσαι. Η ποιητική έκθεση του εαυτού οδηγεί στη θέασή του καθώς εστί. Αρκεί τα μάτια να θέλουν να δουν, να ποθούν το αντίκρισμα κάθε κατάστασης στην πραγματική της διάσταση. Δίχως ναρκισσιστικά κάτοπτρα, παραμορφωτικές ειδωλοποιήσεις, εγωπάθεια, αλαζονεία…

«Η αλαζονεία ενός καλλιτέχνη θα του βγει στο έργο. Θα τιμωρηθεί μέσα στο έργο η αλαζονεία. Θα του βγει σαν πλαστογραφία, σαν εγκεφαλικότητα, σαν αισθητικό λάθος.» [2]

Βάλε τη ζωή σου σε άσπρο χαρτί, περνώντας από την καλοδιακοσμημένη βιτρίνα στο σκληρό μα ειλικρινές καθρέφτισμα, από τη σκηνοθετημένη στην αυθεντική παρουσίαση της ζωής:

«Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν

Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
τη δική σου φωνή
όχι εκείνη που σ’ αρέσει.» [3]

 

(περισσότερα…)

Ο φετινός παράδεισος

*

του ΓΙΑΝΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Αναζητεί τη διαφορά ανάμεσα στο αλπικό τοπίο και το παράθυρό της και δεν τη βρίσκει. Βιντεοσκοπεί με το κινητό της τα έλατα που έχουν ακόμα πάνω τους τις στάλες της χθεσινής βροχής, τα ανεβάζει στο Instagram και κοιτάζει τα σχόλια από κάτω. Οι άλλοι βλέπουν λεπτομέρειες που η Άννα δεν μπορεί να εντοπίσει. Κάθε καλοκαίρι, κάθε τοπίο της φαίνεται το ίδιο, μια δοκιμασία. Τα συνέδρια και οι εαρινές ημερίδες είναι η δική της κατασκήνωση, κάθε χρόνο περιμένει την ετυμηγορία, πού θα βρεθεί μαζί του, σε ποιον παράδεισο. Φέτος είναι οι Ελβετικές Άλπεις. Προσκεκλημένος ομιλητής σε ένα συνέδριο με τίτλο Golden Visa: Ένα ζήτημα συνταγματικότητας. Τι σε χρειάζονται εσένα εκεί, τον ρώτησε πριν ξεκινήσουν. Δεν ξέρω, πάμε διακοπές. Κλειδωμένη σε ένα ακριβό δωμάτιο με υπέροχη θέα, πλήττει. Αντιλαμβάνεται ότι δεν διαφέρει από τους ομαδάρχες της (δικηγόρους, μεσίτες, συμβολαιογράφους), όταν αναγκάζεται να μπει στην αίθουσα συνεδριάσεων. Όλοι κοιτάζουν με ανυπομονησία το πρόγραμμα, το ρολόι τους, πόσοι ομιλητές έμειναν, πόσος χρόνος πέρασε, πότε μπορούν να βγουν από εκεί, να διασκεδάσουν, να φάνε και να πιούνε από το μπαρ του ξενοδοχείου. Πριν ο τελευταίος ομιλητής κλείσει την ομιλία του, πριν καν το προεδρείο απευθύνει χαιρετισμό, σκορπίζουν, βγαίνουν τρέχοντας από την αίθουσα.

Το σημερινό πρόγραμμα ξεκινάει με εκδρομή στη φύση πριν τις απογευματινές ομιλίες, μια ιδέα ενός από τους χορηγούς του συνεδρίου. Μια δύναμη που δεν την κατανοούν και μια όρεξη που σβήνει γρήγορα τους βγάζει από το δωμάτιό τους, τους φέρνει πιο κοντά στη θέα που η Άννα βλέπει άυπνη από το παράθυρό της όλη τη νύχτα. Όταν συναντιούνται στη σάλα τα μάτια τους λάμπουν από χαρά, συζητούν για το τοπίο, τα έλατα. Αν μείνουν για λίγο μόνοι, χωρίς συνομιλητή, χωρίς κάποιον για να ανταλλάξουν ένα βλέμμα, μια προσδοκία, βουλιάζουν στον καναπέ και περιμένουν μια κουβέντα για να λάμψουν τα πρόσωπά τους πάλι. Επιτέλους ο ξεναγός δίνει το πρόσταγμα. Πρέπει να ξεκινήσουμε. Την εντολή του την αντιλαμβάνονται ως σύνθημα για να συνεχίσουν τις συζητήσεις τους για την εκδρομή. Θα είναι υπέροχα.

Ο πατέρας της τη σέρνει από το χέρι κακοδιάθετος. Είναι πιο κακοντυμένος από όλους. Φοράει μια ξεθωριασμένη γκρι βερμούδα και ένα κίτρινο πόλο μπλουζάκι και μουρμουρίζει, λάθος, λάθος, λάθος. Ίσως την κρατάει έτσι δεμένη, για να νομίζουν ότι μιλάει σε κάποιον. Βλέπουν ένα ζευγάρι που κατηφορίζει το ίδιο μονοπάτι. Αυτοί δεν μιλούν καθόλου, ούτε κοιτιούνται, δεν τους έφερε κάποιο πρόγραμμα εδώ. Έχουν έναν σκύλο, έναν ποιμενικό, αυτόν φαίνεται να ακολουθούν. Όταν ο σκύλος τους πλησιάζει ο πατέρας της Άννας του κάνει χαρούλες, απλώνει το μπατόν, δήθεν για να τον χαϊδέψει, ξέρει ότι δεν επιτρέπεται εδώ αυτό, παρόλα αυτά προσποιείται το χάδι, πλησιάζει το χέρι στο ζώο και ύστερα το απομακρύνει. Αρκετοί από το γκρουπ που βρίσκονται πίσω του τον μιμούνται, απλώνουν χέρια ή μπατόν στον αέρα, χαμογελάνε, τα παίρνουν πίσω. Το σκυλί συνεχίζει το δρόμο του. Από πίσω το σιωπηλό ζευγάρι. (περισσότερα…)

Το βυζαντινό χρονικό του Παρθενώνα

Η δυτική πρόσοψη του Παρθενώνα το 1819, έργο του Δανού αρχιτέκτονα Jørgen Hansen Koch.

*

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #6
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

Το βυζαντινό χρονικό του Παρθενώνα

Η δυτική πρόσοψη του Παρθενώνα, που δεσπόζει στις περισσότερες απόψεις του βράχου της Ακρόπολης, αποτελεί την κατεξοχήν εικόνα-σύμβολο του κλασικού πολιτισμού. Οι κίονές της, μαζί με εκείνους της δεύτερης, εσωτερικής σειράς, φέρουν την πατίνα της φθοράς του χρόνου και τα σημάδια των κανονιοβολισμών που δέχτηκαν κατά την Ελληνική Επανάσταση. Η αθέατη στους επισκέπτες πίσω πλευρά τους, κρύβει το λίθινο χρονικό της βυζαντινής Αθήνας: περισσότερες από διακόσιες πενήντα επιγραφές χαραγμένες επάνω στις ραβδώσεις των δωρικών κιόνων, εξιστορούν τη ζωή και την κοινωνία της πόλης από τον 7ο ως τον 14ο αιώνα. Πρόκειται για τα λεγόμενα χαράγματα (ή αλλιώς graffiti, στη διεθνή ορολογία), σύντομα κείμενα που αποτυπώθηκαν με αιχμηρό αντικείμενο επάνω στην επιφάνεια του μαρμάρου, χωρίς να λαξευτούν κανονικά, αλλά και δίχως να υστερούν ως προς την ποιότητα της γραφής. (περισσότερα…)