Day: 14.04.2023

Η «Σταύρωση του Χριστού» του Γκρύνεβαλντ 

*

του ΚΩΣΤΑ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ

Ο περίφημος πίνακας «Η Σταύρωση του Χριστού» του Γκρύνεβαλντ (περί το 1515)  είναι από τις πιο συγκλονιστικές εικόνες στην ιστορία της Δυτικής ζωγραφικής. Ο πίνακας αναπαριστάνει το μαρτύριο του Ιησού δίχως καμιά εξιδανίκευση. Ο Σταυρός καταλαμβάνει επιβλητικά το κέντρο της εικόνας και διαιρεί τον χώρο σε δύο μέρη. Αριστερά, την Παναγία που καταρρέει θρηνώντας την υποβαστάζει ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, ενώ η Μαρία η Μαγδαληνή προσεύχεται συντετριμμένη στον Εσταυρωμένο. Δεξιά, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής δείχνει επιτακτικά προς τον φριχτά βασανισμένο Ιησού, και από πάνω του είναι γραμμένα τα λόγια του: «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι» (Εκείνος [ο Κύριος] πρέπει να μεγαλώνει, ενώ εγώ να μικραίνω). (Ιω., 3:30).

Η μεγάλη τέχνη μπορεί να εκφράζει, με τα αισθητά μέσα που έχει στη διάθεσή της –με το σχέδιο και τα χρώματα, με την κίνηση, την έκφραση και την προοπτική- τις ίδιες ή παρόμοιες ιδέες και αλήθειες που συλλαμβάνουν ο νους και η ψυχή, η λογοτεχνία, η θεολογία και η φιλοσοφία. Για την χριστιανική θεολογία (και για τις τρεις ομολογίες αξεχώριστα: ορθόδοξη, καθολική και προτεσταντική) ο Ιησούς αποτελεί την Ενσάρκωση και Ενανθρώπηση του Θεού, τη Σοφία και τον Λόγο Του. Η φιλοσοφία έχει κατανοήσει τον Ιησού με ποικίλους τρόπους, αλλά το σημαντικό είναι ότι οι προσεγγίσεις των φιλοσόφων (τουλάχιστον εκείνων που διάκεινται θετικά προς τον Χριστιανισμό) συγκλίνουν σε εκπληκτικό βαθμό ή ακόμα και εναρμονίζονται.

Ενδεικτικά: Ο Καντ κατανοεί τον Ιησού ως προσωποποίηση του αγαθού, ως ιδεώδες της ηθικής τελειότητας, ως το πρότυπο του ηθικού φρονήματος σε ολόκληρη την ακεραιότητά του αλλά και ως ιδεώδες του Ιερού ή της αγιότητας, ως Εκείνον που «γεννάει την αγάπη, επειδή μιλά όχι ως αρχηγός αλλά ως φίλος των ανθρώπων». Ο Γκαίτε έλεγε: (περισσότερα…)

Αυγουστίνος, Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Το De utilitate credendi είναι το πρώτο έργο που έγραψε ο Αυγουστίνος (354-430) μετά τη χειροτόνησή του. Γράφτηκε περί το 391 και αποτελεί επιστολικό δοκίμιο που απευθύνεται στον παλιό του φίλο Ονοράτο. Ο αναγνώστης παραπέμπεται στη σύντομη εισαγωγή η οποία παρέχεται στη δημοσίευση του Α΄ μέρους των αποσπασμάτων του έργου.

~.~

ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ

Για τη χρησιμότητα του να πιστεύεις

(Αποσπάσματα από τη δεύτερη ενότητα: §§14-36[1]

7. 14.  Τώρα θα προσπαθήσω να ολοκληρώσω αυτό που ξεκίνησα. Και χωρίς να προσπαθήσω να σου παραθέσω ανοιχτά την Καθολική πίστη, θα σoυ δείξω ότι, όσοι ενδιαφέρονται να εξετάσουν εξονυχιστικά τα μυστήρια της και μεριμνούν για την ψυχή τους, μπορούν να ελπίζουν στη θεϊκή εύνοια ενόσω προσπαθούν να βρουν την αλήθεια. Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι εκείνος που αναζητά την αληθινή θρησκεία είτε πιστεύει ήδη στην αθανασία της ψυχής -την οποία αυτή η θρησκεία χαρίζει-, είτε θέλει να βρει αυτήν την αθανασία στην ίδια τη θρησκεία. Επομένως, κάθε θρησκεία ορθώνεται για χάρη της ψυχής. […]

15 .  Ας υποθέσουμε ότι δεν έχουμε ακούσει ακόμη τον κατηχητή καμίας θρησκείας. Είναι, ας πούμε, για εμάς ένα καινούργιο θέμα έρευνας. Μα τότε θα αναζητήσουμε, θαρρώ, ανθρώπους που διδάσκουν το αντικείμενο, όποιο και αν είναι αυτό. […]

16 .  […] Την αλήθεια την κατέχουν μόνον λίγοι. Γνωρίζουμε λοιπόν ποια είναι η αλήθεια, όταν γνωρίζουμε με ποιους βρίσκεται. […] Kαι αν από την ίδια τη φύση της αλήθειας συνάγουμε ότι λίγοι την κατέχουν, αυτό δεν συνεπάγεται ότι γνωρίζουμε και ποιοι είναι αυτοί. Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε όταν υπάρχουν τόσο λίγοι που γνωρίζουν την αλήθεια, και οι οποίοι, μάλιστα, ελέγχουν το πλήθος δια της αυθεντίας τους, όμως από το πλήθος αυτό είναι μετρημένοι στα δάχτυλα εκείνοι που ξεγλιστρούν από την αυθεντία και φθάνουν να διαλευκάνουν τη μυστική αλήθεια; […]

8. 20.  Έχοντας θέσει αυτές τις βάσεις, οι οποίες, νομίζω, είναι τόσο θεμιτές ώστε να μου εξασφαλίσουν τη νίκη σε αυτήν την υπόθεση ενώπιόν σου όποιος και αν είναι ο αντίπαλός μου, θα σου εκθέσω όσο καλύτερα μπορώ ποιο μονοπάτι ακολούθησα όταν αναζητούσα την αληθινή θρησκεία με τη στάση που, όπως εξήγησα παραπάνω, πρέπει να αναζητείται. Όταν σε άφησα και διέσχισα τη θάλασσα[1], ταλαντευόμουν και ακροβατούσα: τι πρέπει να κρατήσω και τι να αφήσω; Και αυτή η αμφιταλάντευση φούντωνε μέσα μου κάθε μέρα και πιο πολύ. Έχοντας δε υπάρξει μαθητής εκείνου του άνδρα[2] του οποίου η άφιξη μας είχε διαμηνυθεί, όπως γνωρίζεις, ως ουρανόπεμπτη, αυτός δε ως προορισμένος να ξεκαθαρίσει όλες μας τις απορίες, έφθασα πια να συνειδητοποιήσω ότι τούτος, εάν εξαιρέσεις κάποια ευγλωττία, δεν διέφερε και πολύ από τους υπολοίπους. Εγκατεστημένος πια στην Ιταλία διαλογιζόμουν και αναρωτιόμουν βαθιά, όχι αν θα παρέμενα σε αυτή την αίρεση, στην οποία μετάνιωσα που είχα ενταχθεί, αλλά με ποιον τρόπο θα έβρισκα την αλήθεια, για την οποία ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πόσο έχει στενάξει η καρδιά μου. Συχνά μου φαινόταν αδύνατο να τη βρω, και μέσα στον κλυδωνισμό των σκέψεών μου ένιωθα έλξη προς τους Ακαδημεικούς. Άλλοτε, πάλι, στον βαθμό που μπορούσα, έκανα ενδοσκόπηση βρίσκοντας παρηγοριά στη δύναμη του ανθρώπινου νου: του τόσο ζωηρού, του τόσο διεισδυτικού, του τόσο οξυδερκούς. Θεωρούσα πως, αν η αλήθεια παραμένει κρυμμένη από αυτόν, τούτο θα συμβαίνει μόνον επειδή το μέσο αναζήτησής της παραμένει κρυμμένο μέσα της, και πως είναι απαραίτητο να λάβουμε αυτό ακριβώς το μέσο από κάποια θεϊκή αυθεντία. Έμενε λοιπόν να διερευνήσω ποια θα ήταν αυτή η αυθεντία, αφού, σε συνθήκες οξύτατης διαφωνίας, όλοι επαγγέλλονται πως την κατέχουν και την παραδίδουν. […] (περισσότερα…)