Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος ΣΤ΄: Γρηγόριος Ναζιανζηνός | Αποδόσεις του Ιγνάτιου Σακαλή (δ΄)

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

 

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ

Επιλογές από το ποιητικό του έργο

Αποδόσεις του Ιγνάτιου Σακαλή  (δ΄)

Ο Ιγνάτιος Σακαλής παραμένει ο μόνος που μετέφρασε το σύνολο ποιητικό έργο του Ναζιανζηνού στη νεοελληνική γλώσσα. Παρά δε την συμπαράθεση των συγκεκριμένων αποδόσεων σε γνωστή θεολογική σειρά εκκλησιαστικής γραμματείας (Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας), τόσο ο τρόπος όσο και η διάθεση, η πρόθεση και η γλώσσα του Σακαλή στις αποδόσεις του παραμένουν εκδήλως ποιητικοί. Το σύνολο λοιπόν της μεταφραστικής του εργασίας, επιτρέπει την διεύρυνση των επιλογών μας, τόσο ως προς τα θέματα της ποίησης του Γρηγορίου όσο και ως προς την γλώσσα των αποδόσεων, καθιστώντας έτσι την παρουσίαση και την γνωριμία της ποίησης του Γρηγορίου εκτενέστερη και ουσιαστικότερη.

~·~

ΛΑ΄ Πόθος Θανάτου

Διπλὰ ἔμαθα διπλὰ ξεγελασμένος.
Δίκαιο ἂν εἴχατε, ὁ Θεὸς μαζί σας.
Δὲ σᾶς παρακαλῶ καθόλου ἀκόμα κι ἔτσι.
Μὰ ἔχω τελειώσει, οἱ συμφορές μου ἂς πάψουν.
Ἀπ᾽ τὰ παρόντα οὔτ᾽ ἕνα δὲ μοῦ λείπει·
πλοῦτος καὶ φτώχεια καὶ χαρὰ καὶ λύπες,
δόξα καὶ καταφρόνια, ἐχθροὶ καὶ φίλοι·
ὥρα νὰ δοκιμάσω ὅσα προσμένω.
Τέλειωσε ὁ λόγος· τόλμησα καὶ σὺ ἄκουσέ τον.
Τί μ᾽ ἔπλασες, μηδέν, Χριστέ μου, ἂν εἶμαι;
Κι ἂν μὲ τιμᾶς, πῶς συμφορὲς μὲ δέρνουν τόσες;

~•~

ΜΓ΄ Διάλογος μὲ τὸν ἑαυτό του

Ποῦ εἶναι οἱ φτερωτοὶ λόγοι; Στὸν ἀέρα. Ποῦ εἶναι τὸ ἄνθος
τῆς νεότητάς μου; Χάθηκε. Ἡ δόξα; Ἔγινε ἄφαντη.
Ποῦ εἶναι ἡ δύναμη τῶν καλοφτιαγμένων μελῶν; Τὴν τσάκισε
ἡ ἀρρώστια. Τὰ κτήματα καὶ τὰ πλούτη; Τὰ ἔχει ὁ Θεός. Σ᾽ ἁμαρτωλῶν
ἁρπαχτικὲς παλάμες ἔδωσε ὁ φθόνος ἄλλα. Οἱ γονεῖς
καὶ τὸ ἱερὸ ζευγάρι τῶν ἀδελφῶν; Μπῆκαν στὸν τάφο.
Ἡ πατρίδα μ᾽ ἀπόμεινε μόνο. Ἀλλὰ κι ἀπ᾽ αὐτὴν
σήκωσε μαῦρο κῦμα καὶ μ᾽ ἔδιωξε ὁ φθονερὸς δαίμονας,
καὶ τώρα ξένος, ἔρημος πλανιέμαι στὴν ξενητειά,
θλιβερὴ ζωὴ σέρνοντας κι ἄραχλα γηρατειά,
χωρὶς θρόνο, χωρὶς πόλη, χωρὶς παιδιὰ ποὺ γιὰ παιδιὰ νοιάζομαι,
ζώντας μέρα τὴ μέρα μὲ πόδια ἀειπλάνητα.
Ποῦ νὰ ρίξω αὐτὸ τὸ σῶμα; Ποιό τέλος θὰ μὲ βρεῖ;
Ποιό χῶμα, ποιός φιλόξενος τάφος θὰ μὲ σκεπάσει;
Ποιός τὰ μάτια μου ποὺ βασιλεύουν θὰ κλείσει μὲ τὰ δάχτυλά του;
Κάποιος εὐσεβής, τοῦ Χριστοῦ φίλος ἢ κάποιος πάγκακος;

Αὐτὰ ἡ αὔρα ἂς τὰ πάρει. Αὐτὴ εἶναι μικροῦ μυαλοῦ φροντίδα,
ἂν θὰ δώσει στὸν τάφο κάποιος τὸ σῶμα μου, φορτίο νεκρό,
ἢ θὰ γίνει τροφὴ τῶν θηρίων ἀστόλιστο,
τῶν θηρίων ἢ τῶν σκυλιῶν τροφὴ ἢ τῶν πουλιῶν,
κι ἂν θέλεις, σκόρπισέ το στάχτη στὸν ἀέρα,
ἢ σὲ μεγάλες πέτρες ἄταφο πέταξέ το,
ἢ σὲ ποτάμι ἂς σαπίσει καὶ μὲ τὰ ρυάκια τῆς βροχῆς·
δὲ θὰ εἶμαι ἐγὼ ὁ μόνος ποὺ δὲ θὰ γνωρίσουν καὶ δὲ θὰ μαζέψουν.
Μακάρι νὰ γινόταν ἔτσι! Θὰ ἦταν γιὰ πολλοὺς τὸ καλύτερο. Ἀλλὰ
ὅλους μαζὶ ἡ στερνὴ μέρα μᾶς ὁδηγεῖ ἀπὸ τὰ πέρατα, μὲ θεῖα νεύματα,
ὅπου τυχὸν εἶναι λίγο χῶμα καὶ μέλη καταλυμένα ἀπὸ τὴν ἀρρώστια.

Γιὰ ἕνα μόνο θρηνῶ καὶ φοβοῦμαι, τὸ βῆμα τοῦ Θεοῦ,
καὶ τοὺς πύρινους ποταμοὺς καὶ τὰ σκοτεινὰ βάραθρα.
Χριστὲ βασιλιά, σὺ εἶσαι πατρίδα μου, δύναμη, εὐτυχία, ὅλα.
Σ᾽ ἐσένα θὰ βρῶ ἀναψυχὴ γλιτώνοντας ἀπὸ ζωὴ καὶ βάσανα.

 

~•~

ΜΖ΄ Ἐπιτίμηση τοῦ ἀλόγου μέρους τῆς ψυχῆς

Λάμια, μαινάδα, δόλια μου καρδιά,
Λάμια, μαινάδα, ποῦ σὲ πᾶνε οἱ ἡδονές,
κοιτάζοντας παντοῦ ὁλόγυρα ὅσα εἶναι κοντά;
Δὲ θὰ φρονιμέψεις; Δὲ θὰ κατευνάσεις τὴ φωτιά,
ποὺ ὑποδαυλίζει μέσα σου τὶς νόθες ἐπιθυμίες;
Δὲ θὰ ἀναρριπίσεις τὸ λογικό, τὸ γνήσιο δῶρο,
παίρνοντας σύμμαχό σου τὸ συναίσθημα;

Τί παθαίνεις, ψυχή; Γιατί ἔχεις μεγαλύτερη ἰδέα;
Δὲ γνωρίζεις ὅτι σοῦ ἔλαχε νὰ ἠνιοχεῖς μόνη σου,
σὰν ἅρμα μὲ τρία ἄλογα ποὺ ἔχει ζευχθεῖ,
καὶ ποὺ στὴ φύση εἶναι ἄνισα μεταξύ τους;
Ἕνα εἶναι τὸ εὐγενικό, τὸ ἄλλο ἄτακτο καὶ τὸ ἄλλο ἥμερο,
κι ἂν δώσεις κάποτε τὰ γκέμια στὸ θράσος,
πηδᾶ, χτυπιέται καὶ ταράζει τὴν πορεία,
ὁρμώντας στὰ τυφλά, κι ἀφοῦ προσεταιριστεῖ τὸ μεσαῖο,
τὸ παρασύρει σὲ συμφωνία, καὶ τότε τὸ εὐγενικὸ
αἰχμαλωτίζοντάς το τὸ χρησιμοποιεῖ σὰ δοῦλο,
σέρνοντάς το χωρὶς νὰ θέλει καὶ στενάζοντας γιὰ τὴν πλάνη.
Προχωρεῖ ἄτακτα μὲ παράλογη ὁλότελα ὁρμή.
Καὶ τρέχει μὲ βιάση ὅπως στὸ γκρεμό.
Τίποτα δὲν τὸ νοιάζει οὔτε ἀνακόπτει τὸ δρόμο του,
ὥσπου νὰ συναντήσει τὶς πύλες τοῦ ἅδη,
καταστρέφοντας τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ κι ἐσένα τὴν πανάθλια.

Ἂν ὅμως ἡ ἰδέα σου εἶναι μὲ τὴ φύση σου σύμφωνη
καὶ χαρούμενη μὲ τὸ εὐγενικὸ πουλάρι τὴ διαδρομὴ
ὅλη τοῦ ἀναθέσεις, ὅπως ἀρκετὰ καλὰ γνωρίζει
νὰ βαδίζει ἐκείνη τὴν πορεία πρὸς τὰ ἐπάνω·
κι ἂν ἐπιπλήξεις τὸ μεσαῖο, ὥστε νὰ ἐκδηλώνει
τὸ θυμό του ὅταν πρέπει καὶ ν᾽ ἀκολουθεῖ στὸ τρέξιμο
αὐτὸ ποὺ ἔχει το νοῦ· κι ἂν τὸ ἄτακτο μὲ δυνατὰ
χτυπήματα τὸ δαμάσεις, μὴν ἀφήνοντάς το ν᾽ ἀφηνιάσει,
τότε εὔκολη καὶ κανονικὴ θὰ εἶναι ἡ πορεία σου,
γαλήνια, χωρὶς λύπη, γεμάτη ἐλπίδα.
Καὶ τὸ λογικό, σὰν ἄλογο εὐγενικό,
νικᾶ, ἔχοντάς το νὰ νικᾶ ἀπὸ τὴ φύση του,
πηγαίνοντας πάντοτε ἐμπρός, κοιτάζοντας σταθερὰ ψηλά,
ξεπερνώντας ὅλες τὶς ἐδῶ δυσκολίες.
Οὔτε ὑποχωρεῖ ὥσπου νὰ φτάσει στὸ θεϊκὸ τέλος,
σώζοντας τὸν ἑαυτό του κι᾽ ἐσένα τὴν καλότυχη.

~•~

ΝΒ΄ Θρῆνος

Ἔπαθα πλῆθος δεινὰ κι ἀπ᾽ τὰ δεινὰ χειρότερα,
κι αὐτὰ ἀπ᾽ ὅσους καθόλου δὲν πρόσμενα νὰ πάθω.
Τίποτα ὅμως ἀπ᾽ ὅ,τι ἔπαθαν ὅσοι μὲ πείραξαν.
Τὰ δεινά μου πέρασαν· ὅσους ὅμως ἡ δικαιοσύνη ἔγραψε
στὰ σιδερένια βιβλία ξέρω τὴ δυστυχία τους.

~•~

ΠΘ΄ Στὴν ἀρρώστια

Ὑπῆρχα τότε ποὺ ἀνθοῦσα· τώρα εἶμαι ἄχλοος.
Οὔτε πρῶτα ψήλωσα οὔτε τώρα ἔχω καταπέσει.
Τὸ ν᾽ ἀνθεῖς καὶ ν᾽ ἀπανθεῖς εἶναι διαφορετικά, ἐγὼ ὁ ἴδιος.
Κέρδος μου τοῦτο εἶναι ἀπ᾽ τοὺς γιατρούς,
νὰ μὴ θεωρῶ τίποτα, Χριστέ μου, ἀνώτερο ἀπὸ ἐσένα·
ἀπὸ ἐσένα ἔρχονται ὅλα καὶ ἡ δύναμη τῶν φαρμάκων.
Νά, τὸ θερμὸ λουτρό. Ἔχω τὴν κολυμπήθρα.
Ἀλλὰ ποῦ εἶναι ὁ ἄγγελος; Ἔλα, ἑτοίμασε τὸ νερό.
Ἂν ὄχι, ἐσύ, Κύριε, πὲς καὶ θὰ στηλωθῶ.
Εἶμαι τραυματισμένος· ἔχω ἕνα ἀγκάθι νὰ φοβοῦμαι τὸ Θεό.
Ξέρω ὅτι εὐεργετήθηκα. Ἀλλὰ σταμάτα τὴν ἀρρώστια.
Ἂν ἐσὺ δὲ θέλεις, δῶσε μου καρτερία νὰ τὴν ὑποφέρω.

Εἶμαι, Χριστέ μου, σ᾽ ἀμηχανία, τί νὰ κάνω;
Εἶσαι κριτής, ναί, δίκαιος ἀλλὰ καὶ πράος.
Ποῦ εἶναι ἡ καλοσύνη σου ἢ ἐμένα μόνο λησμόνησες;
Μὲ πέταξε κάτω, συντρίβοντάς μὲ ὁ Σατανὰς
κι ἐσὺ μὲ παρέδωσες στὸ κακό. Γιὰ ποιό λόγο;
Δὲν ἐλπίζομε πὼς θὰ πατήσομε ἐπάνω σὲ σκορπιούς;
Γιατί αὐτά, Χριστέ μου; Ντρέπομαι τοὺς κακοὺς
μὰ καὶ τοὺς ἄριστους, ποὺ δὲν σταματοῦν τὰ δεινά μου·
οἱ κακοὶ γελοῦνε, οἱ ἄριστοι δὲν ἔχουν ἐλπίδες.
Κάθε μέρα πεθαίνω κι ἐγκαταλείπω τὴ ζωή.
Ἂν πεθαίνω δίκαια ἐπειδὴ εἶμαι κακός, ποῦ εἶναι ἡ καλοσύνη σου;
Ἂν πεθαίνω ἄδικα, ποῦ εἶναι ἡ δίκαιη κρίση σου;
Ἔχω γίνει στόχος ὅλων καὶ δέχομαι βέλη.
Ἂς σταματήσει τέλος γιὰ μένα ὁ φθόνος, ἂς σταματήσει τέλος.
Τὰ χρόνια, ἡ ἀρρώστια μ᾽ ἐξάντλησαν , οἱ κακοὶ φίλοι.
Μήπως δὲ θέλεις; Ἔρχομαι σ᾽ ἐσένα, τὸ χέρι σου δῶσε.
Χάνομαι, ἀλίμονο, ἀπὸ τὶς συμφορὲς χάνομαι γιὰ σένα.
Γιατὶ ἐσὺ εἶσαι ὁ Θεός μου. Διάλυσε σὺ τὸ ζόφο τῶν κακῶν
γιὰ ἕνα νεκρὸ ποὺ λίγο πνέει ἢ κόψε τὴ θλιβερὴ ζωή του.
Γιατί μοχθῶ ἐδῶ περικυκλωμένος ἀπὸ συμφορὲς
τοῦ φθόνου παιγνίδι, τῶν πολλῶν περιγέλασμα;
Γι᾽ ἄλλους εἶναι τὰ ὡραῖα τῆς ζωῆς, γιὰ μένα ὁ θάνατος.
Μὲ καλεῖς, ναί. Τρέχω σ᾽ ἐσένα. Ἀλλὰ φοβοῦμαι
τὴ φωτιά, τὸ χάσμα, τὴν κάψα τοῦ πλούσιου.
Ποιός θὰ μὲ πάρει νὰ μὲ πάει στὸν κόρφο τοῦ Ἀβραάμ;

Αὐτὸ ἐλπίζω, γιατὶ πολλὰ ὑπέφερα στὴ ζωή μου.
Ἂν μ᾽ ἐλευθερώσεις ἀπὸ δῶ, μπορῶ νὰ τὰ ὑποφέρω αὐτά.
Ἂν ὅμως δὲ μ᾽ ἐλευθερώσεις, ἀλίμονο καὶ στὴ ζωὴ καὶ στὸ θάνατο!
Τί μὲ κρατεῖς, ὦ δεσμώτη, ἐμένα τὸν ἐλεύθερο;
Μὲ καλεῖ ὁ Χριστός. Μεῖνε πεσμένος ἐδῶ.
Δέξου με, Σωτῆρα. Ἀλλὰ ὁ ἐξαγνισμός μου εἶναι λειψός.

~•~

ϞΔ΄ Ἄλλο στὸν ἑαυτό του

Ἑλλάδα μου καὶ νιότη ἀγαπητή, κι ὅλα ὅσα ἀπόχτησα,
καὶ σῶμα· πόσο πρόθυμα ὑποχωρήσατε στὸ Χριστό!
Κι ἂν ἡ προσευχὴ τῆς μάνας μου μ᾽ ἔκανε ἱερέα στὸ Θεὸ ἀγαπητό,
καὶ τὸ χέρι τοῦ πατέρα μου, γιατί νὰ μὲ φθονοῦν; Ἀλλά, Μακάριε
στοὺς χορούς σου, Χριστέ μου, δέξου με καὶ δῶσε δόξα
στὸ γιὸ τοῦ Γρηγορίου, στὸ λάτρη σου Γρηγόριο.

~•~

Β΄ Στὸν Ἰουλιανὸ

Τὴ διψασμένη γῆ κατάκλυσε μὲ δυνατὴ βροχὴ αὐτὸς ποὺ τὴν ἐμπόδισε·
ἄλλος ἀπὸ τὰ νερὰ ἅρπαξε τὸν κόσμο ὁλόκληρο·
ἄλλος βοήθησε σὲ ἀρρώστιες, ἄλλος ἔσωσε ἀπὸ πολέμους,
ἄλλος ἔθρεψε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὸ λαὸ τὸ μέγα.
Μὰ στὰ δικά σου χέρια ὁ Θεὸς ἔβαλε τὴ ζυγαριὰ τῶν φόρων,
ἔνδοξε Ἰουλιανέ, ὅπως πρωτύτερα τὴ ζυγαριὰ τῆς δικαιοσύνης
νὰ μὴ γέρνει ἢ νὰ κλέβει, ἰσοζυγισμένη, σεβαστή. Ἀλλά, ἄριστε,
νά ᾽ναι φειδωλὴ ἡ πέννα σου, λυπήσου τοὺς φτωχούς,
ποὺ ἡ ἀρρώστια ἔφαγε τίς σάρκες τους καὶ τοὺς ἀφάνισε·
λυπήσου καὶ γράφεσαι κι ἐσὺ στὶς οὐράνιες σελίδες.
Τέτοια δίνει στοὺς θνητοὺς ὁ Θεὸς ὁ μέγας, ἀντιμετρήματα,
σὰν αὐτὰ ποὺ ἐδῶ στοὺς συνανθρώπους μας μετροῦμε.
Τὸ θνητὸ βοήθησέ τον, γιατί ἔχομε ὅλοι κοινὸ τὸ σῶμα· εἶναι
ὁ Λάζαρος στὴν ἐξώθυρα, δῶσε τὰ ψίχουλα ποὺ δὲ σοῦ ἀνήκουν.
Κι ὁ Χριστὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν ἑτοιμαζόταν φορολογία,
ἔσμιξε. Σεβάσου τὴ συνομήλικη τοῦ Χριστοῦ ἀπογραφή.
Σεβάσου τὴ φτωχομάνα μητέρα σου, αἷμα εὐσεβές,
καὶ τὸ σπίτι ποὺ διδάχτηκε νά ᾽ναι φιλικὸ στοὺς δυστυχισμένους.
Σεβάσου καὶ τὸ δικό μου πλοῦτο, φίλε, ποὺ στοὺς φτωχούς
ὅλο τὸν ἔδωσα, ἀπὸ τὸν πόθο μου νὰ σηκώσω τὸ σταυρό μου·
κοινὸ εἶναι τὸ λιμάνι γιὰ τοὺς ταξιδιῶτες καὶ κοινὴ βοήθεια
γιὰ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη αὐτὴ ἡ μερίδα τῶν ἀγαθῶν.
Τὰ κτήματα εἶναι δικά μας, ἡ πέννα δική σου. Ἂς ἔχομε ἴσο
μισθὸ μὲ τοὺς φτωχοὺς ποὺ θρέψαμε. Ὁ βασιλιὰς ἂς γράφει.
Μὲ πολλὰ ὣς τώρα ὁ μεγάλος Θεὸς σὲ δόξασε,
μὲ ὅσα λίγους ἀπὸ ὅσους περνοῦν ἀπὸ τὴ γῆ.
Αἷμα ἱερό, λόγοι, ἄφθονα κτήματα, ὄψη ὡραῖα·
στὸ δικαστικὸ βῆμα νὰ ἐπιβάλλεις τοὺς ρωμαϊκοὺς νόμους·
ὡστόσο αὐτὸ εἶναι τὸ περισσότερο ἀπ᾽ ὅλα, ὦ στοχαστικέ·
νὰ φέρεις τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ στοὺς ἄταφους νεκρούς.

~•~•~

ΛΑ΄. Πόθος τοῦ θανάτου.

Δίς, οἶδα τοῦτο, φεῦ! δὶς ἐπτερνισμένος·
Εἰ μὲν δικαίως, προσδέχοιθ’ ὑμᾶς Θεός·
Εἰ δ’ οὐ δικαίως, προσδέχοιθ’ ὅμως Θεός·
Οὐδὲν γὰρ ὑμῶν οὐδὲ ὣς καθέξομαι.
Πλὴν ἐκλέλοιπα, καὶ ποθῶ λύσιν κακῶν.
Τῶν μὲν παρόντων εἰμὶ πάντων ἔμπλεως,
Πλούτου, πενίας, χαρμονῶν, οὐ χαρμονῶν,
Δόξης, ἀτιμίας τε, δυσμενῶν, φίλων·
Τῶν δ’ οὐ παρόντων εὔχομαι πεῖραν λαβεῖν.
Πέρας λόγου· τολμῶ δὲ, καὶ δέχου λόγον·
Εἰ μηδέν εἰμι, Χριστέ μου, τίς ἡ πλάσις;
Εἰ τίμιός σοι, πῶς τόσοις ἐλαύνομαι;

~•~

ΜΓ΄. Πρὸς ἑαυτὸν κατὰ πεῦσιν καὶ ἀπόκρισιν.

Ποῦ δὲ λόγοι πτερόεντες; ἐς ἠέρα. Ποῦ νεότητος
Ἄνθος ἐμῆς; διόλωλε. Τὸ δὲ κλέος; ᾤχετ’ ἄϊστον.
Ποῦ σθένος εὐπαγέων μελέων; κατὰ νοῦσος ἔκαμψε.
Ποῦ κτῆσις καὶ πλοῦτος; ἔχει Θεός. Ἄλλα δ’ ἀλιτρῶν
Ἁρπαλέαις παλάμῃσι πόρε φθόνος. Οἱ δὲ τοκῆες,
Ἠδὲ κασιγνήτων ἱερὴ δυάς; ἐς τάφον ἦλθον.
Μούνη μοι πάτρη περιλείπετο· ἀλλ’ ἄρα καὶ τῆς,
Ὄρσας οἶδμα κελαινὸν, ὁ βάσκανος ἤλασε δαίμων.
Καὶ νῦν ξεῖνος, ἔρημος ἐπ’ ἀλλοτρίης ἀλάλημαι,
Ἕλκων ζωήν τε λυπρὴν, καὶ γῆρας ἀφαυρὸν,
Ἄθρονος, ἀπτολίεθρος, ἄπαις, τεκέεσσι μεμηλὼς,
Ζώων ἦμαρ ἐπ’ ἦμαρ ἀειπλανέεσσι πόδεσσι.
Ποῖ ῥίψω τόδε σῶμα; τί μοι τέλος ἀντιβολήσει;
Τίς γῆ, τίς δὲ τάφος με φιλόξενος ἀμφικαλύψει;
Τίς δ’ ὄσσοις μινύθουσιν ἐμοῖς ἐπὶ δάκτυλα θήσει,
Ἦ ῥά τις εὐσεβέων, Χριστοῦ φίλος, ἦ ῥα κάκιστος;
Ταῦτα μὲν αὔρα φέροι. Τυτθῆς φρενὸς ἥδε μεληδὼν,
Εἴ τε τάφῳ δώσει τις ἐμὸν δέμας, ἄπνοον ἄχθος,
Εἴ τε καὶ ἀκτερέϊστον ἕλωρ θήρεσσι γένοιτο,
Θήρεσιν, ἠὲ κύνεσσιν ἑλώριον, ἢ πετεηνοῖς,
Εἰ δ’ ἐθέλεις, πυρίκαυστον ἐς ἠέρα χείρεσι πάσσοις,
Ἠὲ κατὰ σκοπέλων μεγάλων ῥίψειας ἄτυμβον,
Ἢ ποταμοῖσι πύθοιτο, καὶ ὑετίῃσι ῥοῇσιν
Οὐ γὰρ ἄϊστος ἐγὼ μόνος ἔσσομαι, οὐδ’ ἀσύνακτος.
Ὡς ὄφελον! πολλοῖς τόδε λώϊον. Ἀλλ’ ἄμα πάντας
Ὕστατον ἦμαρ ἄγει περάτων ἄπο, νεύμασι θείοις,
Εἴ που καὶ σποδιή τις, ὀλωλότα θ’ ἅψεα νούσῳ.
Ἓν δὲ τόδ’ αἰάζω, καὶ δείδια βῆμα Θεοῖο,
Καὶ ποταμοὺς πυρόεντας, ἀφεγγέα τ’ αἰνὰ βέρεθρα
Χριστὲ ἄναξ, σὺ δέ μοι πάτρη, σθένος, ὄλβος, ἅπαντα.
Σοὶ δ’ ἄρ’ ἀναψύξαιμι, βίον καὶ κήδε’ ἀμείψας.

~•~

ΜΖ΄. Ἐπιτίμησις κατὰ τοῦ ἀλόγου τῆς ψυχῆς.

Ἔμπουσα, μαινὰς, ὦ τάλαινα καρδία,
Ἔμπουσα, μαινὰς, ποῖ φέρῃ ταῖς ἡδοναῖς,
Περιβλέπουσα πανταχοῦ τὰ πλησίον;
Οὐ σωφρονήσεις; οὐ κατεργάσῃ τὸ πῦρ
Ἐκκαῖον ἐν σοὶ τὰς ὀρέξεις τὰς νόθους;
Οὐ ζωπυρήσεις τὸ λογικὸν, τὸ γνήσιον,
Προσλαμβάνουσα σύμμαχον τὸν θυμικόν;
Ψυχὴ, τί πάσχεις; τί φρονεῖς παρ’ ἀξίαν;
Οὐκ οἶδας ὡς εἴληχας ἡνιοχεῖν μόνη,
Ὥσπερ τρίπωλον ἅρμα τῶν ἐζευγμένων
Ἵππων ἀνίσων τυγχανόντων τῇ φύσει;
Εἷς εὐγενὴς, ἄτακτος εἷς, ἥμερος δὲ εἷς·
Κ’ ἢν μέν ποτε δώσεις τῷ θράσει τὰς ἡνίας,
Σκιρτᾷ, παλαίει, συνταράττει τὸν δρόμον,
Ὁρμῶν ἀβούλως, προσλαβὼν δὲ τὸν μέσον,
Αὐτῷ μεταπείθει συμπνέειν, τὸν δ’ εὐγενῆ
Ὡς αἰχμάλωτον δουλαγωγήσας ἄγει,
Σύρων ἄκοντα καὶ στένοντα τὴν πλάνην·
Χωρεῖ δ’ ἀτάκτως ἀλογωτάτῃ φορᾷ,
Κάτω φερόμενος, ὡς κατὰ κρημνοῦ, βίᾳ·
Κ’ οὐδὲν προμηθεῖτ’, οὐδ’ ἀνακόπτει δρόμον,
Ἕως ἂν ἐγκύρσειε ταῖς ᾅδου πύλαις,
Φθείρων ἑαυτὸν, καὶ σὲ τὴν παναθλίαν.
Εἰ δὲ φρονοίης σῇ φύσει ἀνηλόγως,
Τῷ δ’ εὐγενεῖ χαίρουσα πώλῳ τὸν δρόμον
Ἅπαντ’ ἐπιτρέψειας, ὡς εὖ εἶδέ τι
Βαίνειν ἐκείνην τὴν πορείαν τὴν ἄνω·
Μέσῳ τ’ ἐπιπλήξειας, ὥστε δεικνύειν
Τὸ θυμοειδὲς εἰς δέον, καὶ συντρέχειν
Τῷ νοῦν ἔχοντι· τὸν δ’ ἄτακτον εὐτόνως
Κέντροις δαμάσσοις, οὐκ ἐῶσ’ ἀφηνίαν.
Τότ’ εὐχερὴς, εὔρυθμος ἔσται σοι δρόμος,
Γαληνιῶν, ἄλυπος, ἐλπίδος γέμων.
Ὁ δ’ ἂρ λογισμὸς, ὥσπερ ἵππος εὐγενὴς,
Νικᾷ, τὸ νικᾷν τῇ φύσει κεκτημένος,
Ἀεὶ προβαίνων, ἀτρέμας νεύων ἄνω,
Τὰ τῇδε πάντα δυσχερῆ παρατρέχων·
Οὐδ’ ἐνδίδωσιν ἄχρι θείας λήξεως,
Σώζων ἑαυτὸν καὶ σὲ τὴν εὐδαίμονα.

~•~

ΝΒ΄. Θρῆνος.

Πέπονθα δεινὰ πλεῖστα, καὶ δεινῶν πέρα,
Καὶ ταῦθ’ ὑφ’ ὧν ἥκιστα ᾠόμην παθεῖν.
Ἀλλ’ οὐδὲν οἷόν μ’ οἱ κακῶς εἰργασμένοι.
Τὰ μὲν γὰρ οἴχεθ’· ὧν δ’ ἔγραψεν ἡ δίκη
Βίβλοις σιδηραῖς, οἶδα τὴν μοχθηρίαν.

~•~

ΠΘ΄. Εἰς τὴν νόσον.

Ἦν, ἦν, ὅτ’ ἤνθουν• ἀλλὰ νῦν εἰμ’ ἄχλοος·
Οὔτε πρὶν ἤρθην, οὔτε νῦν κατεστάλην.
Ἀνθεῖν, ἀπανθεῖν, ἄλλο· οὐκ ἄλλος δ’ ἐγώ.
Ἐξ ἰατρῶν πάρειμι τοῦτο κερδάνας,
Τὸ μή τι, Χριστὲ, σοῦ φέρειν ἀνώτερον,
Παρ’ οὗ τὰ πάντα, καὶ τὸ φαρμάκων σθένος.
Ἰδοὺ τὰ θερμά. Τὴν κολυμβήθραν ἔχω.
Ποῦ δ’ ἄγγελός μοι; δεῦρο, φαρμάσσοις ὕδωρ.
Εἰ δ’ οὒ, σὺ, Σῶτερ, εἰπὲ, καὶ παγήσομαι.
Πέπληγμ’· ἔχω τι κέντρον εἰς Θεοῦ φόβον.
Οἶδ’ εὖ πεπονθώς. Ἀλλ’ ἐπίσχες τὴν νόσον.
Εἰ δ’ οὐ φίλον σοι, δός γε καρτερῶς φέρειν.
Ἐξηπόρημαι, Χριστέ μου· καὶ τί δράσω;
Κριτὴς μὲν εἶ δίκαιος, ἀλλὰ καὶ πρᾶος.
Ποῦ σου τὸ χρηστόν; ἢ μόνοι λελήσμεθα;
Ἔῤῥιψεν, ἔῤῥιψέν με συγκόψας Σατάν.
Σὺ δ’ ἐκδέδωκας τῷ κακῷ· τίς αἰτία;
Οὐχὶ πάτησιν σκορπίων ἐλπίζομεν
Τί ταῦτα, Χριστέ; τοὺς κακοὺς αἰσχύνομαι,
Καὶ τοὺς ἀρίστους, οὐκ ἔχων στάσιν κακῶν·
Οἱ μὲν γελῶσι, τοῖς δ’ ὀλώλασ’ ἐλπίδες.
Καθ’ ἡμέραν θνήσκω τε, καὶ λείπω βίον.
Εἰ μὲν δικαίως, ὡς κακὸς, ποῦ χρηστότης;
Εἰ δ’ οὐ δικαίως, ποῦ ποτ’ ἔννομος κρίσις;
Σκοπὸς τέθειμαι πᾶσι, καὶ τοξεύομαι.
Στήτω ποθ’ ἡμῖν ὁ φθόνος, στήτω ποτέ.
Χρόνῳ, νόσῳ κέκμηκα, τοῖς φίλων κακοῖς.
Ἀλλ’ οὐ θέλεις; πρός σ’ ἔρχομαι. Δίδου χεῖρα.
Ὄλωλ’, ὄλωλα συμφοραῖς· σοὶ δ’ ὄλλυμαι.
Σὺ γὰρ Θεός μου. Σὺ ζόφον λύοις κακῶν
Νεκρῷ πνέοντι μικρὸν, ἢ λυπρὸν βίον.
Τί τῇδε μοχθῶ τοῖς κακοῖς ἐσφιγμένος,
Φθόνου πάλαισμα, καὶ γέλως τοῖς πλείοσσιν;
Ἄλλοις τὰ λαμπρὰ τοῦ βίου, λύσις δ’ ἐμοί.
Καλεῖς, καλεῖς με. Προστρέχω. Δέδοικα δὲ
Τὸ πῦρ, τὸ χάσμα, τὴν ζέσιν τοῦ πλουσίου.
Τίς Ἀβραὰμ δώσει με τοῖς κόλποις φέρων;
Ἦ πόλλ’ ἀνέτλην ἐν βίῳ· τάδ’ ἔλπομαι.
Εἴ μ’ αὐτόθεν λύσειας, οἰστά μοι τάδε.
εἰ δ’ οὐ λύσειας, φεῦ βίου! φεῦ ἐξόδου!
Τί με κρατεῖς, δεσμῶτα, τὸν ἐλεύθερον;
Χριστὸς καλεῖ με. Κεῖσο τῇδ’ ἐῤῥιμμένος.
Δέχου με, Σῶτερ. Πλὴν κάθαρσις ἐνδεής.

~•~

ϟΔ΄. Ἄλλο [εἰς ἑαυτόν].

Ἑλλὰς ἐμὴ, νεότης τε φίλη, καὶ ὅσσα πέπασμαι,
Καὶ δέμας, ὡς Χριστῷ εἴξατε προφρονέως!
Εἰ δ’ ἱερῆα φίλον με Θεῷ θέτο μητέρος εὐχὴ,
Καὶ πατρὸς παλάμη, τίς φθόνος; ἀλλὰ, Μάκαρ,
Σοῖς με, Χριστὲ, χοροῖσι δέχου, καὶ κῦδος ὀπάζοις
Υἱέϊ Γρηγορίου, σῷ λάτρι Γρηγορίῳ.

~•~

Β΄. Πρὸς Ἰουλιανόν.

Ὄμβρῳ διψάδα γαῖαν ἐπέκλυσεν, ὅς μιν ἔδησεν·
Ἄλλος τ’ ἐξ ὑδάτων ἥρπασε κόσμον ὅλον·
Καὶ νούσοις τις ἄρηξεν, ὁ δ’ ἐκ πολέμων ἐσάωσεν,
Ἄλλος δ’ οὐρανόθεν λαὸν ἔθρεψε μέγαν.
Σοὶ δὲ Θεὸς χείρεσσι φόρων ἐνέθηκε τάλαντον,
Κύδιμ’ Ἰουλιανὲ, ὡς τοπάροιθε δίκης,
Ἄῤῥοπον, ἄκλοπον, ἶσον, ἀοίδιμον. Ἀλλὰ, φέριστε,
Φείδεό μοι πτωχῶν, φείδεο σῇ γραφίδι,
Οὓς νόσος ἠΐστωσε φαγοῦσ’ ἀπὸ σάρκα τάλαιναν·
Φείδεο, καὶ σὺ γράφῃ οὐρανίαις σελίσι.
Τοῖα διδοῖ μερόπεσσι Θεὸς μέγας ἀντιτάλαντα,
Οἷά περ ἀνθρώποις ἐνθάδε μετρέομεν.
Τῷ βροτέῳ συνάρηξον, ἐπεὶ δέμας ἐστὶν ἅπασι·
Λάζαρος ἐν προθύροις, δὸς ψίχας ἀλλοτρίας.
Καὶ Χριστὸς μερόπεσσι, φόρου παρεόντος, ἐμίχθη.
Ἅζεο τὴν Χριστοῦ ἥλικ’ ἰσογραφίην.
Ἅζεο μητέρα σὴν πτωχοτρόφον, εὐσεβὲς αἷμα,
Καὶ δόμον, ὃς μελέοις εὐμενέειν ἐδάη.
Ἅζεο καὶ τὸν ἐμὸν πλοῦτον, φίλος, ὅν ῥα πένησι
Πάντ’ ἀπέδωκα φέρων, σταυροφόροισι πόθοις.
Ξυνὸς ποντοπόροισι λιμὴν, ξυνὴ δέ τ’ ἀρωγὴ
Τοῖς ἐπιδευομένοις, ἠδὲ μερὶς κτεάνων.
Ἡμετέρη κτῆσις, σὴ δὲ γραφίς. Ἶσον ἔχοιμεν
Τῆς πτωχοτροφίης μισθόν. Ἄναξ γραφέτω.
Ἦ μὲν δὴ πολλοῖς σε Θεὸς μέγας ἐκλήϊσσεν,
Ὁσσατίοις ὀλίγους τῶν χθόν’ ἐπερχομένων.
Αἷμ’ ἱερὸν, μῦθοι, κτεάνων σθένος, εἶδος ἀγητόν·
Βήμασι κάρτος ἄγειν Αὐσονίοισι νόμοις·
Ἀλλ’ ἔμπης τόδε σοι πάντων πλέον, ἠπιόμητι,
Χεῖρα Θεοῖο φέρειν τοῖς ἀτάφοις νέκυσι.

~•~

*

*

~.~ 

 

Το γενικό εισαγωγικό σημείωμα της Ανθολογίας

Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης  εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή  για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό.  Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ, 17.3.2021

*