Θολή περιοχή

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Γιώργος Δουατζής,
Ποιήματα (1971-2021),
στίξις, 2022

Η συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού έργου του Γιώργου Δουατζή, αν και περικλείει κείμενα 40 ετών, παρουσιάζει το εξής αξιοσημείωτο, ότι ανάμεσα στην πρώτη συλλογή, όπου συγκεντρώνονται κείμενα από το 1964 έως το 1974, και στην επόμενη του 2004 μεσολαβούν 30 χρόνια. Στη δε συνέχεια ακολουθεί πυκνή εκδοτική παρουσία (2008, 2010, 2012, 2016, 2017, 2018, 2022) η οποία επείγεται να καλύψει το κενό των ανενεργών ετών. Κατά κύριο λόγο δημοσιογράφος μεταφέρει αυτό το ιδίωμα και στα ποιητικά του κείμενα, με κύρια αιχμή του ενδιαφέροντός του την πολιτική θέση και την παρέμβαση στη δημόσια ζωή. Στην περίπτωση του Δουατζή συμβαίνει ό,τι με αρκετούς σταδιοδρομήσαντες σε άλλους χώρους, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, δημόσια πρόσωπα που αφού διέγραψαν ένα κύκλο επαγγελματικής εγκυρότητας εισέρχονται στο χώρο της λογοτεχνίας με βαριά την εξάρτηση είτε από το επαγγελματικό ιδίωμα είτε από την κανονιστική θεώρηση της λογοτεχνικής γραφής. Τα αποτελέσματα στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι ισχνή λογοτεχνική ουσία και επισώρευση προθέσεων που δεν ερείδονται σε στιβαρό λογοτεχνικό λόγο, αλλά στην προσκόλληση σε μια επίπεδα αναφορική και πληθωριστική γλώσσα. Αυτή η γλώσσα, καθώς αυξάνουν τα κείμενα ποιητικής και απολογισμού στις συλλογές, γίνεται συχνά στεγνά και επαναληπτικά αυτοαναφορική.

Από την πρώτη του συλλογή έως την τελευταία, με αυξομοιώσεις στον τόνο και την έμφαση κατά καιρούς, διακρίνονται τρεις κατευθύνσεις στην παραγωγή του. Πρώτον, κείμενα θέσης και καταγγελίας της όζουσας κοινωνικής και πολιτικής συνθήκης, δεύτερον κείμενα ερωτικά και τρίτον κείμενα ποιητικής ή απολογισμού του βίου. Ανάμεσα στην πρώτη και στις τελευταίες δουλειές αυτό το σχήμα δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα ούτε σημειώνεται πρόοδος στους λογοτεχνικούς τρόπους, αλλά επανειλημμένες έφοδοι στα ίδια θέματα με προϊούσα την διαμόρφωση μιας ηρωικής αυτοαντίληψης που τοποθετεί το ποιητικό εγώ στις απόκρημνες επάλξεις της μοναξιάς, να πολεμά εναντίον των συκοφαντημένων προθέσεων, της λοιδορίας αλλά και της σκυφτής ζωής του κοπαδιού, του αφομοιωμένου στον συμβιβασμό. Τα παραπάνω εκτίθενται σε μια πλειάδα κειμένων που μοιάζουν με ημερολογιακές καταγραφές, από άμβωνος κατηγορώ ή σχόλια επί της επικαιρότητας. Αυτό που θα μπορούσε να χωρέσει σε κάποιο αυτοβιογραφικό αφήγημα επιχειρείται να αποδοθεί ως ποιητική εμπειρία, αλλά ένα βίωμα μόνιμα προσανατολισμένο στην εξωστρέφεια γυρνά στον εαυτό του με εργαλεία ασκημένα όχι στην ανασκαφή αλλά στην καταγραφή. Αποτέλεσμα: πλάτος, έκταση, αλλά όχι άρδευση, ούτε χύμευση του υλικού.

Χρόνια παροικών την λογοτεχνική Ιερουσαλήμ σχετίστηκε πολύ νέος με τον Τάσο Λειβαδίτη και επέδειξε σταθερή προσήλωση στα λογοτεχνικά πράγματα των καιρών μας. Αυτή η προνομιακή θέση εγγύτητας δημιουργεί συχνά τις αναπόφευκτες παρεξηγήσεις ότι η αγάπη ή η γνώση της λογοτεχνίας αποτελεί την αφετηρία για το λογοτεχνικό χρίσμα του γράφοντος.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε την κρίση του Λειβαδίτη για την πρώτη συλλογή του: «Ποίηση ακμαία, ηχηρή, καταιγιστική που τη σηκώνει στα χέρια του πότε σαν σημαία και πότε σαν όπλο –και πάντα– σαν ανθρώπινη προσφορά.». Πράγματι, στην πρώτη συλλογή βλέπουμε δείγματα της οργισμένης, νεανικής φωνής που εξεγείρεται εναντίον της επτάχρονης δικτατορίας και αρθρώνει τις μεγαλόστομες χειρονομίες της νεότητας σε ένα λόγο σποραδικά νευρώδη, χειμαρρώδη και αναρχικό, που διασώσει κάποιες συστάδες εμπνευσμένου πυρετού. Ο πυρετός υπονομεύεται όμως από αυτά που στις ώριμες συλλογές θα παγιωθούν: τη φλύαρη, σχολιαστική και φωναχτή εκφορά του λόγου και την σταθερή έλλειψη βασάνου του πρωτογενούς υλικού:

Μετά την επτάχρονη απουσία
του αιώνιου ιδανικού, ξαναφωνάζω:
«Θέλω γαλήνια και δυνατά
ανταριασμένα και άπραγα».

«Γιατί είναι κακό πολύ
να παίζεις με τα όνειρα
που αργούν αλύπητα σαν τις ζωές μας
όπου παίζονται σχήματα και αναμονές»

Τα δύο παραπάνω αποσπάσματα είναι δηλωτικά των αδυναμιών. Στο δεύτερο απόσπασμα, οι πρώτοι τρεις υποφερτοί στίχοι γειώνονται άσχημα με το επεξηγηματικό παραγέμισμα του τέταρτου. Ένα σχήμα που επαναλαμβάνεται κατά κόρον και στις επόμενες συλλογές όπου μια καλή στιγμή υπονομεύεται από τη συνέχειά της. Η ανάγκη να εξηγηθεί, να δηλωθεί, να καταδειχθεί το νόημα παράγει αφόρητη πεζολογία, έναν λόγο κυριολεκτικά καταγγελτικό, όπου η ποίηση παρεξηγείται ως επιχείρημα. Στην πρώτη αυτή συλλογή, δεδομένων της πρώτης απόπειρας, της θερμοκέφαλης νεανικής ορμής και της επείγουσας πολιτικής συγκυρίας, μπορούμε να διαγνώσουμε κάποιες αρετές στην αυθάδη παραδοξολογία και τη δήλωση πίστης στην ανένδοτη διαφορά της νεότητας απέναντι στα φθαρμένα σχήματα του κόσμου. Οι επιρροές του Ρίτσου και του Λειβαδίτη εμφανείς και κυρίαρχες οι εγερτήριες χειρονομίες στο «λαό», η στεντόρεια φωνή, η ρητορική φράση, συχνά όμως κούφια μέσα στην αντήχησή της. Υπάρχουν βέβαια στιγμές που υπόσχονται μια ουσιαστική συνέχεια, σε επιμέρους στίχους πολύστιχων ποιημάτων και μερικά ακαριαία στιγμιότυπα.

Αυτή όμως η φλέβα δεν αξιοποιείται και όταν ξαναπιάνει το νήμα μετά από χρόνια τις περισσότερες φορές δεν υποβάλλει το υλικό του στον αναγκαίο εκείνο έλεγχο που θα παράγει οικονομία. Γι΄ αυτό και επιλέγεται η μεγάλη φόρμα όπου παρατίθενται σε μακριά ροή σκέψεις, εντυπώσεις σε πυκνή φλύαρη παράταξη. Τα σχετικά παραδείγματα είναι άπειρα. Στο ποίημα τα «Ιερά»:

Και λάμπουν πάλι
Αναδεικνύοντας το σπάνιο παρελθόν τους
Πλούσιο σε ευαισθησίες
κι αγάπη
κι ερωτισμό
κι αξίες
κι αναφορές
κι εντάσεις
κι απέραντη γαλήνη
(σ. 425)

Από τη συλλογή Τα κόκκινα παπούτσια:

Δεν ξέρει κανείς πού οδηγεί
με το βλέμμα στον ουρανό
τα πόδια στέρεα στη γη
και κείνα
κόκκινα αυτοδύναμα
να στηρίζουν
φαντασιώσεις
ομορφιά
αλήθεια
δύναμη
έξαρση
αντάρα
πόνο
(σ. 418)

Της ίδιας λογικής είναι και πολλά ποιήματα καταγγελίας που απευθύνονται στον ευνουχισμένο πολίτη και την αυταρχική εξουσία:

Πότε θα γυρίσεις την πλάτη
στις ψεύτικες ανάγκες

πότε θα πάψει η αφέλειά σου
να παράγει τον πλούτο άλλων

πότε η περήφανη διαφυγή
από την υποθήκευση ολόκληρης ζωής
σε έγχρωμες κάρτες […] (σ. 378)

δεκαετίες τα κουτιά της αποχαύνωσης
έφεραν υπαρξιακές μονώσεις
έγιναν όλα κύκλοι γκρι
γύρω μάτια οθόνες παγωμένες
χέρια τυφλού ζητούν προορισμό
κάννες βενζιναντλίας στον κρόταφο
και φερμουάρ πασίκλειστα στο στόμα
[…] (σ. 365)

τα κελύφη της εσωστρέφειας
που αφάνισε συλλογικά αιτούμενα
[…] (σ. 362)

Είναι κάποιοι
που διαφεντεύουνε την οικουμένη […]

Είναι κάποιοι
που βυθίστηκαν σε καναπέ αδιαφορίας
είπαν «ωχ αδερφέ» και άλλαξαν πλευρό
(σ. 40)

Παράλληλα χαράσσονται τα ανένδοτα διεστώτα: ένα εγώ που διεκδικεί την αυθεντικότητα και γύρω οι άλλοι, οι σκυφτοί εκπρόσωποι του συμβιβασμού, σχήμα το οποίο στα επόμενα χρόνια θα παραλλάξει στην εξής μορφή: το βαλλόμενο ποιητικό εγώ από τη μία και οι φθονεροί, οι διαβολείς από την άλλη. Έτσι το κείμενο γίνεται το βάθρο μιας αυτοδικαίωσης, ενός υποκειμένου που αυτοκατανοείται υπόγεια αγιοποιούμενο.

δεν μπόρεσαν να δουν
πως προτιμώ τα ανείπωτα
[…]

Πώς να εκλάβουν οι έμποροι λοιπόν
ότι δεν είσαι έμπορος ομοίως
[…] (σ. 324)

Εύλογο που δεν συγχωρούν
την ανάσα, τα πετάγματα, τις κινήσεις
τους έρωτες, το αθώο βλέμμα
τις άδολες βλέψεις, τις ευεργεσίες,
το δόσιμο, την ανοιχτή αγκαλιά
τους ποταμούς μελαγχολίας στα μάτια
[…] (σ. 325)

Δεν ήξερα ότι είσαι ποιητής
Με έκρυβε η δημοσιότητα δεκαετίες
(σ. 322)

μόνος
ώστε να μιλούν ελεύθερα τις νύχτες
τα πιστά μου ποιήματα
σε πείσμα των σκυλιών
που αλυχτούν στην αγορά
σαν αχάριστοι ευεργετημένοι
(σ. 296)

Μικρόνοια, λόγος κενός, αδράνεια, κρυμμένη δύναμη, άδεια ζωή, υπέρβαση αντοχής, πρόσληψη μη κατανόησης και τέλος τρέλα…. Αυτοί κρύφτηκαν στην επανάληψη.
(σ. 297)

Βλέπεις με αναγκαίους τόσους συγχρωτισμούς ήθελε σκληρό αγώνα για να γίνει το μυαλό Καιάδας για τις μικροψυχίες και όλα τα ανάξια του νου
(σ. 241)

Μιλούσαν για επανάσταση
κι ο άφρων εγώ τους οδήγησα
στον μεγάλο καθρέφτη των ενδοσκοπήσεων
(σ. 232)

Τους βλέπεις αδιάφορους
να περνούν κατά δεκάδες
(σ. 230)

Ιδιοτελείς εγωπαθείς και βάρβαροι (σ. 231)

Τους έβλεπα να με παρατηρούν
σκυμμένο κάθε χάραμα
και με νόμιζαν υποταγμένο

Δεν ήξεραν ότι έσκυβα
να πιω νυχτερινές δροσοσταλίδες (σ. 228)

Ετοίμαζαν ταινίες αυτοκόλλητες να με φιμώσουν
(σ. 229)

καθώς ο εαυτός μου διάφανος σε θέα δημόσια ή ιδιωτική με πανθορώντες αφανείς κρυμμένους πίσω από μύριες ενοχές
(σ. 225)

Μόνη απορία τους
πώς επιβίωνα χωρίς Κυρίους
μάσκες, γονυκλισίες κι αυταπάτες
αφού τους ήταν δύσκολες, ανέφικτες σχεδόν
φθορά, μεγαθυμία κι αποδοχή του τέλους
(σ. 46)

Με λοιδορούν για την τεράστια άπωση
στα στερεότυπα που τόλμησαν να χτίσουν
(σ. 36)

Με πυροβολούν ως κακόφωνο […]

Αλλά, πώς μπόρεσαν οι άθλιοι
και πυροβόλησαν έναν γαλάζιο ουρανό;
(σ. 37)

Ξέρω, δεν μου συγχώρησαν
τις ενοράσεις και τις μικρές παρεκτροπές
(σ. 27)

Ανάλογο ύφος διέπει και τα ερωτικά ποιήματα και τα ποιήματα ποιητικής, αν και σπανίως βλέπουμε να διασώζεται κάποια ποιητική ουσία όπως στο παρακάτω:

Ουαί

Τη λύπη μου δεν θα τη βρεις
σε θάλασσες δρόμους κορυφές
ούτε σε γκρίζους ουρανούς

Θα τη βρεις λευκό πουκάμισο
στους καταφρονεμένους
τους αδύναμους τους ταπεινούς
που περιμένουν ένδοξες μέρες
για να υψωθούν
κραυγάζοντας
Ουαί τοις νικηταίς

Τη λύπη μου δε θα τη βρεις
παρά σε ένδοξες μέρες

Ο Δουατζής αντιπροσωπεύει εκείνη τη θολή περιοχή των αναρίθμητων εραστών της ποίησης που η αγάπη της λογοτεχνίας τους οδηγεί να ενδυθούν το ρόλο των ποιητών. Η χαλάρωση των εκδοτικών κριτηρίων, η προνομιακή δημοσιότητα, ο «εκδημοκρατισμός» της δυνατότητας δημοσίευσης, η ανοχή των θεσμικών διαχειριστών των γραμμάτων έχουν πλημμυρίσει τον χώρο με πληθωριστικά νομίσματα που εξαργυρώνουν την όποια αξία τους σε μια αγορά απαθή και αδιάφορη ή κινούμενη με όρους ανταλλακτικού εμπορίου. Μέσα σε αυτά πώς μπορεί άραγε ο αναγνώστης να ερμηνεύσει το σχόλιο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρούκ του 2019 που περιλαμβάνεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης: «Δε θυμάμαι, απ’ όση ποίηση έχω διαβάσει τέτοια αρτιότητα του ποιητικού λόγου, όπως του Γιώργου Δουατζή»;

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ

*

 

 

Advertisement