Πόλεμος στην Ουκρανία – Πού βαδίζει η ΕΕ;

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Η αναζωογόνηση του, κατά Μακρόν, «εγκεφαλικά νεκρού ΝΑΤΟ», και κατά συνέπεια η ενδυνάμωση του ατλαντισμού (σχέσεις και δεσμοί ΗΠΑ-ΕΕ) έχει τονισθεί δεόντως από ακαδημαϊκούς και αναλυτές των διεθνών σχέσεων, μάλιστα πολλές φορές και με τρόπο πανηγυρικό, ως τη βασικότερη αρνητική συνέπεια για τη Ρωσίας από τότε που εισέβαλλε στην Ουκρανία.

Αυτό εκφράστηκε με την επαναδραστηριοποίηση των ΗΠΑ, αλλά και του Ηνωμένου Βασιλείου στην περιοχή της ευρωπαϊκής ακτής της Ευρασίας. Αποκορύφωμα βεβαίως ήταν οι αιτήσεις δύο «ανεξάρτητων» χωρών της Σκανδιναβικής χερσονήσου, Σουηδίας και Φιλανδίας, να γίνουν και τυπικά μέλη του ΝΑΤΟ.

Συγχρόνως, και στον αντίποδα αυτών των εξελίξεων, ο τερματισμός των φιλοδοξιών περί ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας είναι εμφανής διά γυμνού οφθαλμού. Με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον συνεχιζόμενο πόλεμο, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τουλάχιστον συνάγεται με τα μέχρι τώρα εξελίξεις, έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τους στις ΗΠΑ, να αποφασίζουν για λογαριασμό τους και στο όνομά τους, για τις απαιτούμενες δράσεις, διαμέσου του ΝΑΤΟ.

Αυτό, με απλά λόγια σημαίνει, ότι για ακόμη μια φορά, η ΕΕ, διαμέσου του ΝΑΤΟ, βρίσκεται υποταγμένη στις θελήσεις, στα συμφέροντα αλλά κυρίως στις ιδιαιτερότητες της εσωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, της υπερδύναμης που έχει ρίξει όλο το βάρος της ισχύος της προκειμένου να αντιμετωπίσει την ανερχόμενη δύναμη, την Κίνα.

Προσοχή, οι σημερινές ιδιαιτερότητες, της εσωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, δηλαδή ο ουσιαστικός διχασμός της αμερικάνικης κοινωνίας, σε liberals και εν ευρεία εννοία τραμπιστές, αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα για τις επερχόμενες πλανητικές εξελίξεις, δεδομένου του ρόλου των ΗΠΑ σε αυτές αλλά και της αδυναμίας τους να τις κατευθύνουν, χωρίς μεγάλα εμπόδια με βάση τα ζωτικά συμφέροντά τους. Τώρα πια αυτό είναι αρκούντως δύσκολο λόγω της ανάδειξης περιφερειακών δυνάμεων που το αμφισβητούν, όχι μόνο ρητορικά, αλλά και επί του πεδίου.

Είμαστε μάρτυρες, τα τελευταία τριάντα χρόνια, αλλεπάλληλων στρατιωτικών επεμβάσεων των ΗΠΑ, στο Ιράκ (δύο φορές), στη Συρία, στη Λιβύη, στο Αφγανιστάν. Το βασικό συμπέρασμα όλων αυτών των επεμβάσεων, είναι ότι οι ΗΠΑ επεμβαίνουν στρατιωτικά σε διάφορα μέρη του κόσμου με βάση τα συμφέροντά τους (οι ίδιες πάντα επικαλούνται κάποιο καλό και ευγενή σκοπό), αλλά και αποσύρονται ακόμη ευκολότερα, αδιαφορώντας πλήρως γι’ αυτό που αφήνουν πίσω.

Σε όλες τις αναφερόμενες χώρες οι ΗΠΑ, αποσύρθηκαν μετά την αποτυχία τους να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους –οι αποτυχίες οφείλονται σε διάφορους λόγους, αλλά κυρίως στην αδυναμία τους να επιβάλλουν την θέλησή τους σε ένα πολύπλοκο πλέων διεθνές τοπίο– αφήνοντας κυριολεκτικά μαύρες τρύπες πίσω τους. Αντί της δημοκρατίας εξαπλώθηκε το χάος, η τρομοκρατία και άλυτα προβλήματα που συμβάλλουν αποφασιστικά στη διασάλευση των εγκατεστημένων πολιτικών και κοινωνικών ισορροπιών της εποχής της απόλυτης επικυριαρχίας των ΗΠΑ και γενικά της Δύσης.

Όλες αυτές οι στρατιωτικές επεμβάσεις των ΗΠΑ, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα τους, και οι αντίστοιχες αποσύρσεις, μπορούν να αποδοθούν σε λανθασμένους στρατηγικούς σχεδιασμούς, ελλείψεις στην χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, υπερεκτιμήσεις των δυνάμεών τους, αλλά και στην ασφάλεια που εξασφαλίζει η γεωγραφική θέση τους –ουσιαστικά πρόκειται για νησί– και η αίσθηση ότι η απόσταση που τις χωρίζει από τα μέτωπα του πολέμου δεν επιφέρουν σημαντικές επιδράσεις στους Αμερικανούς πολίτες.

Εκείνο όμως που επίσης δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας, είναι οι διακηρύξεις επί των προθέσεων των στρατιωτικών επεμβάσεων οι οποίες ξεχάστηκαν σαν να μην ειπώθηκαν ποτέ. Ειδικά από τα κυρίαρχα διεθνή και εγχώρια ΜΜΕ, τα οποία επιχειρούν να απλώσουν το άσπρο σεντόνι της λησμονιάς για όλα όσα έχουν κατά καιρούς ειπωθεί. Η τάση της απόσυρσης των ΗΠΑ όταν αποτυγχάνουν, που έχει επιβεβαιωθεί επανειλημμένως όπως είπαμε τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με την εσωτερική πολιτική κατάσταση των ΗΠΑ είναι δείγμα ικανό να προβληματίσει, τουλάχιστον τους Ευρωπαίους που ακόμη μπορούν να αναστοχαστούν, με ιδιαίτερη προσοχή αν μπορεί να συμβεί κάτι ανάλογο και στην περίπτωση της Ουκρανίας, με δεδομένο πάντα ότι το κύριο μέτωπο των ΗΠΑ είναι εναντίον της Κίνας και της κατάστασης που διαμορφώνεται στην περιοχή του Ειρηνικού και Ινδικού Ωκεανού.

Όχι, βέβαια, με την έννοια της τυπικής απόσυρσης των ΗΠΑ από τις εξελίξεις στην Ουκρανία, αλλά με έναν τρόπο που θα «φόρτωνε» τα βάρη της συνέχισης του πολέμου στους Ευρωπαίους κάτι που θα ήταν αβάσταχτο για τις χώρες της λεγόμενης «παλαιάς» Ευρώπης, οι οποίες θα σηκώσουν το μεγαλύτερο οικονομικό βάρος, αλλά και θα υποστούν τις μεγαλύτερες οικονομικές απώλειες λόγω της μεγάλης εξάρτησης των οικονομιών τους από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Οι Ευρωπαίοι φαίνεται ότι έχουν ταυτίσει τη μοίρα τους με την πολιτική του προέδρου Μπάιντεν – στα βήματα της γνωστής επιθετικής πολιτικής Ώλμπραϊτ, Χίλλαρυ Κλίντον– και δεν αντιλαμβάνονται ότι η προεδρία Μπάιντεν έχει ημερομηνία λήξης.

Στην πρόσφατη σύνοδο της Μαδρίτη, το ΝΑΤΟ, κηρύσσοντας τη Ρωσία ως τη μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλειά του, για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια –από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου– η Βορειοατλαντική Συμμαχία επιστρέφει στο καθήκον για το οποίο ιδρύθηκε το 1949: να περιορίσει τη Σοβιετική Ένωση. Και στο επίκεντρο είναι η Ευρώπη.

Η πολιτική αυτή δεν δημιουργεί, εξ αντικειμένου, τις προϋποθέσεις για μια γρήγορη λήξη του πολέμου, κάτι που οδηγεί σε νέες οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία –αισίως έχουμε φθάσει στον έκτο κύκλο των κυρώσεων– οι οποίες όμως, όπως έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα, έχουν διπλή όψη και τραυματίζουν σοβαρά και τις ευρωπαϊκές οικονομίες δημιουργώντας περαιτέρω ρήγματα στον ήδη φέροντα ρωγμές κοινωνικό ιστό.

Η εκτεταμένη χρήση οικονομικών κυρώσεων (που μέχρι τώρα στη Βενεζουέλα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα δεν οδήγησαν ποτέ στην πτώση του καθεστώτος) υποδηλώνει μια προοπτική, για πολλά χρόνια, διακοπής των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία. Μια μακρά διακοπή που μπορούν να αντέξουν οικονομικά οι ΗΠΑ, αλλά που για πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές οικονομικές απώλειες, με άγνωστες κοινωνικές συνέπειες.

Ειδικά για τα θέματα ενέργειας, πληθαίνουν οι προειδοποιήσεις προς την ΕΕ ότι οι συνεχείς και κλιμακούμενες κυρώσεις κατά της Ρωσίας και η προσπάθεια της ΕΕ να απεξαρτηθεί από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, με το συγκεκριμένο πλάνο που έχει εκπονήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενδέχεται να επιφέρουν σοβαρό κόστος για τη Γηραιά Ήπειρο, δεδομένου ότι οι τιμές τόσο για το πετρέλαιο όσο και για το φυσικό αέριο που θα εισάγει από προμηθευτές εκτός Ρωσίας θα είναι πολύ υψηλότερες. Ήδη ο φόβος, της ενδεχόμενης πλήρους διακοπής της προσφοράς ρωσικού αερίου, πλανάται πάνω από την Ευρώπη προκαλώντας δυσβάσταχτες σκέψεις ειδικά για τη Γερμανία και την Ιταλία, τις δύο χώρες με τη μεγαλύτερη εξάρτηση από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους.

Όμως δεν είναι μόνο η βεβαιότητα των οικονομικών δυσκολιών που ταλανίζει το μέλλον των ευρωπαϊκών χωρών. Είναι το ουσιαστικό χτύπημα σε κάθε σκέψη πολιτικής ενοποίησης και στρατηγικής αυτονομίας για τα οποία φωνασκούσαν οι ευρωπαϊκές αρχηγεσίες τόσα χρόνια ότι αποτελούν την κατάληξη των σχεδιασμών τους. Συγχρόνως γίνεται όλο και πιο φανερή η αδυναμία της Γερμανίας να συνεχίσει την πορεία της σχετικής αυτονόμησής της από τις ΗΠΑ, κάτι που με πρωτόγνωρη ένταση, είχε διακηρυχτεί την δεκαετία 2010-2020 τόσο από πολιτικούς όσο και από κύκλους διανοουμένων.

Το πιο πιθανόν είναι μάλλον ότι επανέρχεται, σε σαφέστατα δυσμενέστερες συνθήκες, στο ρόλο που της είχαν προσφέρει οι ΗΠΑ αμέσως μετά την ενοποίησή της. Οι ΗΠΑ μετά την επανένωση της ΟΔΓ (την οποία επέτρεψαν) την ενθάρρυναν για ανάληψη μεγαλύτερης διεθνοπολιτικής ευθύνης και, υπό μίαν έννοια, να αναλάβει η ΟΔΓ τον ρόλο της Περιφερειακής Δύναμης στην Ευρώπη. Με τον τρόπο αυτό θα ήταν οι Γερμανοί που θα επωμίζονταν τα οικονομικά βάρη της ανορθώσεως των κατεστραμμένων οικονομιών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και την ανάληψη καθηκόντων τάξεως και ασφαλείας στην περιοχή. Έτσι, σύμφωνα με τους αμερικανικούς σχεδιασμούς η Γερμανία έπρεπε να επωμισθεί την αποστολή αυτή διαθέτοντας τακτικούς χειρισμούς των οποίων τον στρατηγικό έλεγχο, όμως, θα εγγυάται η θεσμοθετημένη μέσω του ΝΑΤΟ πρόσδεση της στο άρμα της Δύσης, δηλαδή των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με τους Αμερικανούς η Βρετανία, τουλάχιστον για ένα διάστημα, δεν μπορούσε να φέρει εις πέρας αυτή την αποστολή. Η δε Γαλλία δεν μπορεί εξ αντικειμένου, και αν μπορούσε θα επιθυμούσε μια Ευρώπη ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ. Έτσι η κατάληξη ήταν μια ΕΕ υπό γερμανική ηγεμονία. Η συγκεκριμένη κατάληξη κινητοποίησε τα αντανακλαστικά της Γαλλίας, η οποία επιθυμούσε σφόδρα για τον εαυτό της τον ρόλο αυτό. Όμως μετά από αναλύσεις και σκέψεις, επέλεξε την οδό της στρατηγικής συνεννόησης με την ΟΔΓ για τη συνδιαμόρφωση του μεταψυχροπολεμικού διεθνούς συστήματος.

Δημιουργεί έντονο προβληματισμό το πώς θα αντιδράσουν οι γερμανικές αρχηγεσίες (οικονομικές και πολιτικές) στη διαφαινόμενη αναστολή της πορείας της Γερμανίας προς τη μεγαλύτερη αυτονομία που βρισκόταν εν εξελίξει, την υποβάθμιση του ρόλου της στο διεθνοπολιτικό πεδίο, και κυρίως την ολοκληρωτική αντιστροφή των σχέσεων της με τη Ρωσία.

Απλά αναφέρω ότι για την Γερμανία εξάλλου οι γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές αναγκαιότητες αλλά και η μελέτη της Ιστορίας μαρτυρούν ότι τα ζωτικά Εθνικά Συμφέροντα της υπαγορεύουν στην χώρα αυτή να διατηρεί σχέση καλής συνεργασίας με τη Ρωσία. Με αυτήν την πυξίδα πορεύθηκαν, ο Φρειδερίκος ο Μέγας της Πρωσίας, ο πρώτος καγκελάριος της ενοποιημένης Γερμανίας Όθων φον Μπίσμαρκ, αλλά και ο πρώτος καγκελάριος της επανενωθείσης Γερμανίας Χέλμουτ Κολ επιτυγχάνοντας εθνικούς άθλους. Οσάκις εγκαταλείφθηκε η πορεία αυτή, η Δύναμη στο μέσον της Ευρώπης γνώρισε μεν πρόσκαιρους ρωμαϊκούς θριάμβους, αλλά υπέστη τελικώς μεγάλα δεινά. Φαίνεται, ότι η ρήση του λόρδου Ισμάυ, πρώτου Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ (1952-1957), “Keep the Russians out, the Americans in, and the Germans down”, με την οποία εξηγούσε με απλό τρόπο τους πραγματικούς στόχους της συμμαχίας τότε, πέρα από το επιφαινόμενο, έχει τελικά διαχρονική αξία.

Συνεπώς, η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με σημαντικά προβλήματα που βεβαίως υπήρχαν, αλλά τώρα τίθενται σε πρώτο πλάνο με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Υπάρχει άραγε χώρος για αναστοχασμό στις ευρωπαϊκές αρχηγεσίες για να σκεφτούν σοβαρά το μέλλον της ΕΕ μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία;

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΣ

*