*
Αχρονολόγητες ημερολογιακές καταγραφές
Από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να σακατευτείς. Περπατούσαμε στο πεζοδρόμιο με τη γυναίκα μου και μια φίλη. Μόλις βγήκαμε από ένα ιταλικό ρεστωράν στη Φωκίωνος Νέγρη και περάσαμε έτσι γρήγορα από τη ζέστη στην ψύχρα της νύχτας. Κόντευε μεσάνυχτα. Θα αφήναμε λίγο πιο πέρα τη φίλη μας και θα μπαίναμε στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Καθώς τα γράφω αυτά τώρα, κάνω και κάτι σαν αναδρομή ή αναψηλάφηση, χωρίς να πρόκειται για δίκη αλλά για θέμα υγείας.
~ . ~
Βαδίζαμε άλλοτε και οι τρείς μαζί, άλλοτε οι δύο και ο άλλος χωριστά, μάλλον σιωπηλοί. Με κατοικούσε μια θλίψη, κάτι με στεναχωρούσε που αφορούσε, ή μάλλον απέρρεε, από την παρουσία της φίλης που είχαμε συναντήσει, χαμένης σε συμπληγάδες εσωτερικές, μαζεμένες εκεί από χρόνια, απωθήσεις που δέθηκαν κόμπο, συναισθήματα βουλιαγμένα και αδιέξοδα, οιμωγές, ανάσες που πνίγηκαν προτού ακουστεί ο αχός τους. Ταλαιπωρία που χρόνιζε και δεν έβλεπα πως θα τελειώσει. Συχνά έχω μια δυσκολία να αντιμετωπίσω τον ανθρώπινο πόνο, ή μάλλον με κατέχει ένα είδος ευαισθησίας πού ίσως παίρνει σωματική μορφή. Το λέω γιατί αυτό που μου συνέβη μόλις άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου, ίσως έχει σχέση με την στενοχώρια που ένιωθα. Ένας πόνος διαπέρασε το αριστερό μου μάτι. Φυσιολογικά κάτι θα έσπασε, ένα μικρό αγγείο –τα αγγεία των ματιών είναι λεπτεπίλεπτα και εύθραυστα– και βρέθηκα να ενοχλούμαι από τα φώτα όταν κοιτούσα πάνω τους. Το απέδωσα στην νυχτερινή ψύχρα, στην απότομη αλλαγή θερμοκρασίας, στην ευαισθησία των ματιών μου –τελευταία έμπλεξα και με την φωτεινή οθόνη του υπολογιστή– και πηγαίνοντας σπίτι έβαλα λίγο φυσιολογικό ορό, μόνιμη τελευταία συνήθεια λόγω ξηροφθαλμίας, κατά την επιστημονική ορολογία, από την οποία πάσχω εδώ και μερικά χρόνια.
~.~
Ας μετακινηθούμε όμως, ας αλλάξουμε παραστάσεις που λένε. Κάθισα στο καφενείο του βιβλιοπωλείου “Ευριπίδης” στο Χαλάνδρι –αρχαία Φλύα– και έπιασα να γράφω σ’ ένα καφετί τετράδιο, που τα φύλλα του σαν ανάγλυφα με ραβδώσεις αντιστέκονται στη ροή του στυλού, στο μελάνι, στα σχήματα των γραμμάτων, των λέξεων, στους σχηματισμούς των παραγράφων, με τον ήλιο στα αριστερά μου να σχηματίζει μικρές λίμνες πάνω στα τραπέζια, ενώ από το μεγάφωνο ακουόταν η απαραίτητη τα τελευταία χρόνια μουσική, ευτυχώς αυτή τη φορά ρομαντική, νοσταλγική, αμερικάνικη ωστόσο.
~.~
Εν μέσω λοιπόν παλιών μελωδιών που θυμίζουν χριστουγεννιάτικες σε συνδυασμό με παλιά αμερικάνικα, ερωτικά φιλμ, αισθάνομαι καλύτερα, παρά την κοκκινίλα στο μάτι. Η γιατρός που επισκέφθηκα το πρωί μού έγραψε ένα καταπληκτικό φαρμακάκι χωρίς συντηρητικά –φιαλίδιο– που με τις δύο κιόλας φορές που έριξα, το μάτι πήρε επάνω του, ηρέμησε, ο πόνος υποχώρησε. Ξυπνώντας το πρωί φόρεσα στην κυριολεξία γυαλιά ηλίου μέσα στο σπίτι, με ενοχλούσε κάθε φωτάκι και κάθε φωτιστικό, άφησα για λίγο το μάτι έκθετο στις φωτιστικές ακτίνες ή ανταύγειες που έστελναν ένα-δύο λαμπιονάκια που μένουν αναμμένα για να σπάνε το σκοτάδι της νύχτας, όταν δεν είναι αναμμένο το καντήλι στο εικονοστάσι. Καθώς δεν είχα καλοξυπνήσει και σεργιανούσα μαγκωμένος και πονώντας από το ένα δωμάτιο στο άλλο, ή μάλλον από το κρεβάτι στην κουζίνα και στο σαλόνι-τραπεζαρία-γραφείο, έπαιζα κρυφτό με τα φωτάκια, νόμιζα πως βρίσκομαι πίσω από παραβάν, πανί, σκέπαστρο ή κάτι παρόμοιο και το φως αυτό το λιγοστό που εκπέμπανε τα λαμπιόνια μού έστελνε ριπές και οι ριπές χτυπούσαν το λαβωμένο μάτι και κάτι σαν σπασμός τιναζόταν μέσα του, ένα σκίρτημα, ένα πηδηματάκι, ένα είδος νευρικής κρίσης, και μετά ησυχία κι ύστερα ξανά ανάλογα με την μετακίνηση, την οπτική γωνία, την ποσότητα φωτός, το σκοτάδι. Τυλίχτηκα σε μία δίνη δυσανασχέτησης, άρχισα να αγωνιώ ότι δεν θα βλέπω για μέρες, θα πρέπει να φορώ μαύρα γυαλιά, δεν θα μπορώ να κινηθώ έξω από το σπίτι, γιατί θα κινδυνεύω να τυφλωθώ ή να επιδεινωθεί το πλήγμα, η πληγή ή ό,τι τέλος πάντων ήταν.
~.~
Εκ των υστέρων σκέφτομαι πόσο ρευστά είναι όλα, πόσο γρήγορα μπορούμε να περάσουμε από μια κατάσταση στην άλλη, πόσο ευμετάβλητοι είμαστε κι ας φαινόμαστε εξωτερικά συμπαγείς, στέρεοι, ανάλλαχτοι, με σταθερές τάσεις και διαθέσεις, προσανατολισμούς και πιστεύω (όσο και όπως τα διαθέτουμε αυτά ακόμα εν μέσω της γενικής διάλυσης).
~.~
Μα ακόμη και η έξοδος από αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση που συνέβη λίγες ώρες αργότερα –το ραντεβού με την γιατρό το είχα στις 9.30– ήταν τόσο απρόσμενη, τόσο ανέλπιστη, και είχε τόση επίδραση πάνω μου που τη συνδύασα με τη θαυμαστή ηλιοφάνεια της ημέρας, σαν να μην άντεχε το μάτι να μένει κρυμμένο στο σκοτάδι, προφυλαγμένο, προστατευμένο από το σκούρο γυαλί, σαν να μην ήθελε να μείνει εμποδισμένο και ακοινώνητο από αυτή την πανδαισία φωτός, που τόνιζε το γαλάζιο της Αττικής και έδινε ζωηρό χρώμα σε κάθε φυλλαράκι, στις φυλλωσιές, τα δέντρα, τα λουλούδια, τις τζαμαρίες, όλη αυτή τη γιορτή που δημιουργείται όταν ο ήλιος ξεσπά από παντού πυρφόρος σε καθαρό ουρανό, που φεγγοβολεί ολόκληρος απ’ άκρη σ’ άκρη, όσο φτάνει το βλέμμα προσδίδοντας στα πράγματα αυτή τη διαφάνεια που περιγράφει ο Περικλής Γιαννόπουλος.
~.~
Εις επίρρωσιν όλων αυτών μια κοπελίτσα ήρθε και κάθισε απέναντι μου στο καφενείο. Ντυμένη κάτασπρα με πεντακάθαρο πρόσωπο και μια κορδέλα φαρδιά να κρατάει τα μαλλιά αναδείχνοντας το μέτωπο και το πρόσωπο. Έβγαλε τετράδια και βιβλία, διαβάζει και γράφει. Σκύβει το κεφάλι της λίγο αριστερά χωρίς να καμπουριάζει και γράφει με επίμονο και σταθερό τρόπο. Τώρα όμως που προσέχω το πρόσωπό της δεν μου φαίνεται πολύ όμορφο, ή τουλάχιστον όχι γλυκό, υπάρχουν γωνίες, διακρίνω μάλλον κάποια σκληρότητα να στάζει από αυτές, έχει ένα κάποιο στήσιμο το όλο στυλ. Μιλάει στο περιβόητο κινητό, αλλά επειδή επικρατεί σχετική ησυχία και ακούγεται, βάζει το χέρι της μπροστά. Ομολογώ ότι αυτό μου άρεσε. Την ενδιαφέρει να μείνει στον χώρο της, συνομιλεί με κάποιον ή κάποια, κανένας λόγος δεν υπάρχει να τα κοινοποιούμε και να τα κοινολογούμε όλα, ούτε να βρισκόμαστε ακάλεστοι, απροετοίμαστοι μέσα στα οικογενειακά του καθενός, στα ραντεβού του, στις δουλειές του, στις σκέψεις του, στις διαθέσεις του, ο κόσμος δεν είναι πολτός συναισθημάτων και επιθυμιών, όπως τον κατάντησαν, είναι άλλο πράγμα, που δεν μπορούμε να το διατυπώσουμε ούτε με μια μονοκονδυλιά, ούτε με περισσότερες.
~.~
Σηκώθηκα να φύγω. Κοίταξα τον λογαριασμό και έδωσα χαρτονόμισμα είκοσι ευρώ στη σερβιτόρα. Πήρα τα ρέστα και ετοιμάστηκα. Σκέφτομαι πόσες μικρές λεπτομέρειες μας καταδιώκουν ολημερίς, πόσες ασήμαντες λεπτομέρειες καθορίζουν ένα μέρος της ζωής μας. Συχνά μάλιστα τις θεωρούμε και αυτές απαραίτητες, μέρος ενός ολόκληρου πλέγματος που νομίζουμε ότι χωρίς αυτό δεν ζούμε. Οι περισσότεροι άνθρωποι ελάχιστα παρακολουθούν τι τους συμβαίνει. Η μόνη τους μέριμνα είναι ο βιοπορισμός. Φεύγουν το πρωί, γυρνούν το απόγευμα ή αργότερα και στο διάστημα αυτό ο νους τους είναι στη δουλειά με ελάχιστα ενδιάμεσα –κάτι για φαγητό, καφέ ή μια κουβέντα– ζώντας σ’ έναν λαβύρινθο εξωστρέφειας, σαν να απουσιάζουν από τον εαυτό τους, σαν ο εαυτός τους να είναι μόνο αυτό το έξω, η εργασία, η δραστηριότητα, η επαγγελματική απασχόληση, η σταδιοδρομία και όλα τ’ άλλα, είτε είναι δευτερεύοντα, είτε απλώς ανύπαρκτα. Ο λεγόμενος πολιτισμός της Νεωτερικότητας άδειασε κυριολεκτικά τον άνθρωπο και καθόρισε τη ζωή του από τις εξωτερικές “αντικειμενικές” συνθήκες καθιστώντας τον άνθρωπο ανάπηρο, όσον αφορά τα ενδότερα, ψυχικά και πνευματικά του αισθήματα και αισθήσεις, διογκώνοντας στο έπακρο τη διάνοια του και επιβάλλοντας απόλυτη ανισορροπία ανάμεσα νου και καρδιά, διάνοια και συναίσθημα: σε αυτό το ρήγμα ή χάσμα εισέδυσε η ψυχανάλυση για να θεραπεύσει και θεράπευσε ανοίγοντας τους ασκούς του Αιόλου και “απελευθερώνοντας” σεξουαλικά τον άνθρωπο. Πρόκειται για κολοσσιαία απάτη ή ψευδαίσθηση από την οποία ποιός ξέρει πότε θα απαλλαγεί αυτός καθώς βυθίζεται –προπαντός οι νεώτερες γενιές– όλο και περισσότερο στη ρουφήχτρα του επιθυμητικού που ο Σωκράτης από εκείνα τα χρόνια είχε ταυτίσει με τον σκολιό ίππο της ψυχής: τον κακάσχημο, ασυγκράτητο, ανάρμοστο, αναιδή, τον οποίο η ψυχή καταφέρνει να συγκρατήσει μέσω της συνεργασίας του ηνίοχου (νου) με το θυμοειδές, τον άλλο ίππο της ψυχής που αντιστοιχεί στην καρδιά, στους πνεύμονες και στη βούληση.
~.~
Τους ανθρώπους διασχίζει ένας καθημερινός πόνος. Αρχίζει μυστήρια ή μάλλον κατοικεί σε κάποια γωνιά του σώματος και της ψυχής και άλλοτε εκδηλώνεται σωματικά, άλλοτε ψυχικά, άλλοτε πνευματικά. Αυτό το τελευταίο αφορά περισσότερο το είδος που λέγεται ποιητής, συγγραφέας, διανοητής, φιλόσοφος, καλλιτέχνης εικαστικός ή μουσικός: σημαίνει κάτι σαν δυστοκία δημιουργίας: όταν αδυνατείς να προχωρήσεις στο συγκεκριμένο έργο, όταν δυσανασχετείς ή τεμπελιάζεις, ή αφαιρείσαι ή λιμνάζεις, αυτό συνιστά πνευματικό πόνο, είτε κατανοείται είτε όχι. Συχνά υπάρχουν ψυχοσωματικές αντιδράσεις τις οποίες δεν κατανοεί η επιστήμη παρά σπάνια. Συχνά πάλι, αυτά τα ψυχοσωματικά δουλεύονται εσωτερικά και γίνονται έργο. Όσοι δεν ανήκουν στα «είδη» που προανέφερα, υφίστανται ανάλογες καταστάσεις αλλά αυτές εγγράφονται πάνω τους μάλλον πιο ασυνείδητα. Οι εσωτερικοί αυτοί πόνοι ή αδιαθεσίες έχουν διάφορες όψεις, ωστόσο και προπαντός απλώνονται και καταλαμβάνουν την ύπαρξη, όταν αφήνεται το ψυχοπνευματικό μας πεδίο αφύλακτο, όταν ζούμε χωρίς εσωτερική καρδιακή εγρήγορση: υπαρξιακή εγρήγορση. Όταν με συνεχείς αναβολές, διακοπές, αποσπάσεις, συγκρούσεις, συναισθηματικές λιποθυμίες φράζω την δίοδο μεταμόρφωσης σε λόγο και πράξη του μυστηρίου της ζωής, του μυστηρίου της ύπαρξης, της βαθιάς σχέσης με ανθρώπους και πράγματα, με καταστάσεις, με μνήμες, με ευαισθησίες. Όλα αυτά είναι πράγματα δύσκολα. Είναι σαν να καλούμαστε να μένουμε αδιάκοπα προσανατολισμένοι σε δημιουργικό-υπαρξιακό έργο απερίσπαστοι. Που σημαίνει ότι ο συχνός περισπασμός δρα καταστροφικά. Δημιουργείται μια θανάσιμη πλήξη, ένα κενό, μια υπόγεια αδημονία ταυτόχρονα γι’ αυτό που δεν έρχεται, που υποθρώσκει, που σιγοκαίει, που σέρνεται, αλλά δεν του ανοίγεται η θύρα της εξόδου, δεν του παρέχονται τα μέσα, δεν βρίσκει ανταπόκριση από έναν πιο εξωτερικό εαυτό, να το πω έτσι. Ο εξωτερικός αυτός εαυτός είναι σήμερα ο βραχνάς των κοινωνιών, συνιστά όλη την απάτη, την αλλοτρίωση, το διχασμό, την αποξένωση γιατί κατά βάθος δεν επικοινωνεί με τον άλλο τον αληθινό που σε ορισμένους είναι άγνωστος και ανύπαρκτος.
~.~
Άραγε πώς ισχύουν αυτά σε μια χώρα σαν την Γαλλία όπου βρέθηκα πριν από λίγες μέρες, καταχείμωνο, με κρύο στην Αθήνα και πιο πολύ βεβαίως στο Παρίσι αλλά και μια-δυο λιακάδες. Ωστόσο, σ’ ένα από τα καφενεία που καθίσαμε, έξω έξω, στη λεγόμενη terrasse, ενώ μας έκαιγε ο ήλιος, οι μαγαζάτορες δεν έσβηναν με τίποτα αυτές τις περίεργες σόμπες ταβανιού ή υπαίθρου που λανσαρίστηκαν τα τελευταία χρόνια όχι μόνο για εσωτερικό χώρο, αλλά και για εξωτερικό. Καθόμασταν λοιπόν εκεί και λιαζόμασταν. Λίγο πίσω μας ένας άνθρωπος τυλιγμένος σε ρούχα έτρωγε, και λίγο πιο κει δίπλα μας ένα ζευγάρι περνούσε από την κατάσταση της αμηχανίας σε αυτή των διαχύσεων και μετά πάλι έπεφτε σε λήθαργο, ύπνωση, ακινησία, αναισθησία ή κάτι άλλο, κι έμενε να κοιτάζει την πλατεία που είχαμε μπροστά μας, μια πλατεία σχετικά γνωστή σε όσους ξέρουν λόγω σπουδών το Παρίσι: την Place de la Contrescarpe, στη συνοικία Mouffetard.
~.~
Αραιά νεαροί πηγαινοέρχονταν εκείνη την ώρα. Αλήθεια, όταν μιλάς με ένα οικείο σου πρόσωπο και ταυτόχρονα έχεις μπροστά σου ένα ξέφωτο, μια πλατεία ή κάτι άλλο, πόσο το βλέπεις αυτό, θέλω να πω τί σου μένει στη μνήμη από αυτό που σου μεταφέρει το μάτι; Φαντάζομαι, λίγο ή καθόλου και η επιβεβαίωση δίνεται τούτη τη στιγμή, καθώς αντιλαμβάνομαι, ότι λόγω της συζήτησης και κάποιων σοβαρών ζητημάτων που αναφέρθηκαν, η πλατεία άφησε ένα μικρό ίχνος, μια σκιά, έμεινε μέσα μου ως κάτι αφηρημένο, καθώς η προσοχή μου βρισκόταν στη συζήτηση και όχι στο θέαμα που είχα μπροστά μου.
~.~
Ο νεαρός που καθόταν δίπλα μου την ημέρα εκείνη τουλάχιστον –μακρινός συγγενής που είχα πολύ καιρό να συναντήσω– είχε σουλουπωθεί. Φορούσε βέβαια ένα πολύ απλό παντελόνι που απορούσα αν ήταν καν ζεστό, σ’ ένα σημείο κοντά στο γόνατο είχε αρχίσει να ξεφτίζει, αλλά αυτό δεν φαινόταν να τον ανησυχεί καθόλου, πουλόβερ και κοτλέ σακάκι όλα σε αταίριαστα χρώματα. Στα πόδια, αυτά τα μαύρα μυτερά μποτοειδή παπούτσια δεν μου πολυάρεσαν, είχαν κάτι το επιθετικό, κάτι το γερμανοναζιστικό που με απωθούσε, ειδικά αν το συνδύαζα με την σκληρότητα, ή την βία των σημερινών νέων. Γενικά είχε ένα ευχάριστο παρουσιαστικό, τα μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά και το αστείο είναι, ότι καθώς τον περιγράφω, έχω κατά νου την αμφίεσή του στο σπίτι, όπου μικρότερος παρουσιαζόταν στο διάδρομο μισόγυμνος, σε σημείο που του κόλλησα το παρατσούκλι πρωτόπλαστος, έτσι για να τον βάλω να σκεφτεί –από απόσταση βέβαια και μέσω πορείας δύο χιλιάδων χρόνων και βάλε– τον αρχικό Παράδεισο, την γυμνότητα του Αδάμ που φοβάμαι πως δεν έχει καμμία σχέση με τη σημερινή γύμνια και μάλιστα βρίσκεται στους αντίποδες: εκεί ήταν καθαρότητα παρουσίας, καρδιάς και νου, τίποτε δεν μόλυνε την υπόσταση του πρωτανθρώπου, ενώ σήμερα είναι αποτέλεσμα μιας άγνοιας του ιερού, όταν δεν είναι περιφρόνηση ή αδιαντροπιά.
~.~
Ανοίγω παρένθεση. Εάν δεν θεωρήσουμε την αρχική κατάσταση του Παραδείσου ως δεδομένη, δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε τίποτα, ούτε να κρίνουμε. Έχουμε ανάγκη ενός χώρου, μιας κατάστασης μέσα στην οποία ξετυλίγεται η ανθρώπινη περιπέτεια και η οποία, ακόμη κι αυτή, μολύνεται, επειδή στον άνθρωπο υπάρχει η δυνατότητα της αμαρτίας. Η αμαρτία, αυτή η αρχική, είναι ένα είδος έλξης που ασκεί πάνω του η ομορφιά του κόσμου, της κτίσης, προς την οποία και τελικά στρέφεται η Εύα και ο Αδάμ διά της όρασης. Αυτή η όραση δεν είναι βέβαια μόνο η εξωτερική, αν δεχτούμε ότι οι πρωτόπλαστοι είχαν ενότητα νου και αισθήσεων, δεν υπήρχε ακόμη η πτώση να διασπάσει την ενότητα γεννώντας τις διαιρέσεις για τις οποίες μιλά ο Άγιος Μάξιμος. Απο-στρέφεται το Θεό και στρέφεται στην Κτίση («ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει… παρὰ τὸν Kτίσαντα», Ρωμ. Α΄, 25). Θα μπορούσε να είναι μέσα στον Θεό και να θεάται την Κτίση (εδώ είμαστε σε κάποια σχέση με την πλατωνική θεωρία και πολύ περισσότερο τους Προφήτες και τη θεωρία των ασκητών-πατέρων, που μετά Χριστόν ή εν Χριστώ έχει σχέση με το Φως (πρώτο δείγμα η Μεταμόρφωση, δεύτερο η Ανάσταση, τρίτο παραδείγματα αγίων που είχαν αίσθηση του Φωτός). Κλίνω την παρένθεση.
~.~
Οποιοδήποτε γυμνό προκαλεί: μάλιστα αυτό που προκαλεί περισσότερο είναι το ημίγυμνο. Στις σημερινές Δυτικές κοινωνίες κάποια πράγματα έχουν γίνει εσμός: υπάρχει ένας συνδυασμός γύμνιας ως πρόκλησης και ως απελευθέρωσης. Και από την άλλη μια απόρριψη της ηθικής μέσω του γυμνού: η ηθική έχει απομονωθεί από τη γύμνια, μπορεί δηλαδή κανείς να «δείχνεται» χωρίς να θεωρείται ανήθικο. Φυσικά τίθεται αμέσως ζήτημα φύλου. Γιατί αυτές που κυρίως δείχνονται είναι οι γυναίκες: καθιερώθηκε μια ημιγυμνότητα, ειδικά στις νεώτερες ηλικίες, ως σύμβολο ελευθερίας. Είναι σαν η ελευθερία να εξαρτάται μόνο από το θέλημα του συγκεκριμένου ατόμου, σαν το άτομο αυτό να είναι γυμνό μόνο του: σαν να αφαιρείται ο άλλος, οι άλλοι, σαν να μην υπάρχουν, όταν ο πρώτος παρουσιάζει τα γυμνά σημεία του. Κάθε άλλο παρά έκφραση ελευθερίας είναι αυτό: είναι ένδειξη προκλητικής διάθεσης, άγνοιας του τρόπου που μια γυναίκα επιδρά ή επηρεάζει έναν άντρα, και βεβαίως της ισοπέδωσης των φύλων ή της ισότητας που εξαφανίζει τις διαφορές. Αυτό το τελευταίο είναι απαράδεκτο, γιατί εάν φύγουν οι διαφορές καταργούνται τα φύλα: η γυναίκα γίνεται άντρας και ο άντρας γυναίκα, όλο το ζήτημα γλιστρά σε επίπεδο σεξουαλικής χρήσης, το σώμα υπάρχει μόνο γι’ αυτό και σιγά-σιγά χάνεται το κριτήριο του τι σημαίνει άντρας και τι γυναίκα, αφού τέλος πάντων όλοι μπορούν να τα κάνουν όλα. Αυτό με μια λέξη θα μπορούσε να ειπωθεί πολτοποίηση.
~.~
Την τελευταία φορά που ήμουν στο Παρίσι επισκεφτήκαμε με τον φίλο μου Ν., εγκατεστημένο εκεί, το Μουσείο του Ροντέν. Αυτό που διακρίνει τη δουλειά του, πέρα από τεχνική και ύφος, είναι η επιμονή του να αναδείξει μέσα από το γλυπτό, όχι τον μόνο άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα, αλλά το ζευγάρι. Το σημειώνω γιατί δεν βλέπω να τονίζεται σε άλλους γλύπτες. Είναι μάλιστα παράξενο αν το συνδυάσει κανείς με τα γυμνά του, αυτά που εκτίθενται σε κάποια αίθουσα και αφορούν υδατογραφίες. Πιστεύω ότι η αποτύπωση τoυ γυμνού, έτσι που να αποτελεί αυτό που λέμε έργο τέχνης προσωπικό και όχι αναπαράσταση ή μίμηση, είναι το δυσκολότερο στη ζωγραφική και τη γλυπτική. Το γεγονός ότι στέκεις μπροστά στο γυμνό και καλείσαι να ποιήσεις ως προς αυτό είναι μέγα θέμα. Γιατί είσαι μπροστά σε μια μορφή απογύμνωσης, που δεν μπορεί να είναι μόνο σωματική. Υποχρεώνεσαι να αναφερθείς στο ανθρώπινο πλάσμα, κάνοντας ένα είδος αναδρομής στην ιστορία του, όχι ως καταγραφή πραγματικών γεγονότων, η παραστατικών εικόνων ή μορφών, αλλά αγγίζοντας το πριν ή το μετά, αγγίζοντας την πρωταρχή, την ύπαρξη του ανθρώπου πριν το ρούχο, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι, αλλά και μετά από αυτό, σε έναν έσχατο χρόνο, όπου ο άνθρωπος απεκδύεται του υλικού στοιχείου. Τα γυμνά του Ροντέν κυματίζουν σε άλλο χρόνο και τόπο, όπως και τα γυμνά του de Staël που είδα σε μια συνολική έκθεσή του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι. Πρόκειται για την καλύτερη δουλειά του κατ’ εμένα, ίσως γιατί άργησε να καταπιαστεί με γυμνό, το άφησε τελευταίο. Ξαναλέω πως σε αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για ένα γυμνό μη αναπαραστατικό, μέσα στο οποίο κατοικεί και ο ίδιος ο καλλιτέχνης, η κατάσταση της ψυχής του, η συνάντηση του με το γυμνό, θα τολμούσα να πω, ως πρόσωπο. Υπάρχει επομένως ένα είδος ξεντύματος του ανθρώπου από όλες τις ιστορικές καταβολές, τη φθορά του χρόνου, τη φθορά των συναισθημάτων, τη φθορά των συλλογισμών, τα φορτία των ενοχών και της αγωνίας, τις προσπάθειες αυτονόμησης του ανθρώπου, την κοινωνική πολτοποίηση, την απώλεια του βαθύτερου νοήματος της ζωής κλπ. Είναι σαν να ξαναβρίσκει πολλές φορές ασυνείδητα ο ζωγράφος ή ο γλύπτης (αν και αμφιβάλλω ότι στη γλυπτική, όπου δουλεύει κανείς με όγκους, μπορεί να φτάσει σε τέτοιο αποτέλεσμα) την ιερότητα των σωμάτων, των προσώπων και των πραγμάτων, την ανταπόκριση σε ένα κάλεσμα που έγινε (ουσιαστικά συνεχώς γίνεται) σε αρχέγονη στιγμή πρωταρχικά και ξαναφάνηκε στο μυστήριο της Ενανθρώπησης, όπου όλα παρουσιάστηκαν συμπυκνωμένα σε θεανθρώπινη μορφή, που τα περιέκλινε μυστικά και τέλεια. Και είναι ακόμη σαν ο καλλιτέχνης μη έχοντας σχέση με εκείνη τη θεανθρωπία, να προσπαθεί να την επαναλάβει, ή να την ξαναβρεί ερήμην της. Είναι μια πάλη που μπορεί να φτάσει τον άνθρωπο στην τρέλα. Η πάλη με το ανέφικτο, χωρίς πίστη.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ
*