Πρὸς μιὰ ποιητικὴ τοῦ “σπασμένου”

196_-YiannisPatilis-Aidipsos 2

Τη χρονιά που μας φεύγει, ο Γιάννης Πατίλης, ποιητής, κριτικός και εκδότης του ιστορικού λογοτεχνικού περιοδικού Πλανόδιον (1986-2012), συμπλήρωσε τα εβδομήντα του έτη. Με την ευκαιρία του πρόσφατου βιβλίου του για τον Νίκο Καρούζο, αλλά όχι μόνο, το Νέο Πλανόδιον του αφιερώνει την τελευταία αυτή εβδομάδα των αναρτήσεων του 2017 – αναγνώριση ελάχιστη ανεξαγόραστης οφειλής. Γράφουν κατά σειρά και ανά ημέρα από τα Χριστούγεννα έως την Πρωτοχρονιά οι Κώστας Κουτσουρέλης, Σωτήρης Γουνελάς, Άγγελος Καλογερόπουλος, Ξάνθος Μαϊντάς, Θανάσης Γαλανάκης, Γιώργος Πινακούλας και Έλενα Σταγκουράκη.

~.~

του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ ~.~

Γιάννης Πατίλης,
Τὸ σπασμένο εἶναι πιὸ ἀνθεκτικό,
Gutenberg-Σύρτις 2016

Ὑπάρχουν κάτι μικρὰ πουλιά, ποὺ ἀνοίγουν τρύπες μέσα στὶς πιὸ βαθειὲς κουφάλες τῶν δέντρων· καὶ καθὼς πιστεύουν ὅτι τὸ ράμφος τους εἶναι προικισμένο μὲ τερἀστια δύναμη, ὕστερα ἀπὸ κάθε χτύπημα πηγαίνουν ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ δέντρου νὰ βεβαιωθοῦν ὅτι δὲν τὸ τρύπησαν πέρα γιὰ πέρα

ΛΙΧΤΕΝΜΠΕΡΓΚ

Εἶναι λογῆς ποιητικές, εἶναι καὶ λογῆς ποιητές, θὰ λέγαμε, παραφράζοντας τὴν ὲμβληματικὴ μυριβήλεια ἔναρξη στὴ νουβέλα Ὁ Βασίλης ὁ Ἀρβανίτης. Καὶ εἶναι λογῆς οἱ ποιητικὲς, γιατὶ ὑπάρχουν λογῆς ποιητές, χωρὶς βέβαια αὐτὸ νὰ ἀποκλείει τὸ ἐνδεχόμενο νὰ εἶναι λογῆς οἱ ποιητὲς ἕνεκα τῆς ὑπάρξεως λογιῶν-λογιῶν ποιητικῶν.

Ἐπ’ οὐδενὶ δὲν θά ’πρεπε νὰ ὑπάρχει ποιοτικὴ διαφοροποίηση τῶν δύο τάσεων, ἂν καὶ σίγουρα ἡ ἀπαιτητικὴ κριτικὴ ἀναζητᾶ ἐκείνους τοὺς ποιητὲς ποὺ διὰ τοῦ ἔργου τους καταφέρνουν νὰ ἀφήσουν ἕνα τόσο ἰσχυρὸ στίγμα, τὸ ὁποῖο θὰ εἰσηγεῖται μὲ τὴ σειρά του μιὰ ὁλόκληρη ποιητική, ἤτοι ἕνα καθαρόαιμο (;) ποιητικὸ σύμπαν, ἤτοι ἕνα ποιητικὸ σύστημα. Ἡ ποιητικὴ φυσιογνωμία τοῦ Γιάννη Πατίλη καὶ ἡ σύνολη στάση του ἀπέναντι στὰ νεοελληνικὰ γράμματα, θέματα τὰ ὁποῖα τροφοδοτοῦν τὸ παρὸν κείμενο, ἀμφιρρέπουν ἀνάμεσα στὶς δύο παραπάνω τάσεις, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι λειτουργοῦν ἀλληλοαποκλειστικά· τουναντίον, ἡ μία τάση συμπληρώνει εὐεργετικὰ τὴν ἄλλη καὶ ἐπιτείνει τὴν παραπάνω θέση περὶ μιᾶς δημιουργίας ἑνὸς καινοῦ ποιητικοῦ συστήματος.

Ἔπειτα ἀπὸ μιὰ σχεδὸν πεντηκονταετὴ πορεία στὰ γράμματα, ὁ ποιητής, κριτικός, ἐκδότης περιοδικῶν ἐντύπων, φιλόλογος Γιάννης Π. Πατίλης –ἀναφέροντας ἁπλῶς λίγες ἀπὸ τὶς φανερὲς/δημόσιες ἰδιότητές του, ἀποσιωπώντας τὸν ἀλληλογράφο, ἡμερολογιογράφο, διορθωτή, ἐπιμελητή, ψηφιοποιητή, ἀρχειονόμο Πατίλη– γίνεται φανερὸ ὅτι σκορπίζεται (μὲ τὴ θετικὴ σήμανση τοῦ “σκόρπιου”) σὲ μιὰ πολυεπίπεδη φυσιογνωμία τῆς μεταπολεμικῆς/μεταδικτατορικῆς/μεταπολιτευτικῆς λογιοσύνης. Μιὰ φυσιογνωμία ἡ ὁποία χαρίζει ἀποσπάσματα τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας ἄλλοτε ὡς ποιητής, ἄλλοτε ὡς κριτικός, ἄλλοτε ὡς ἱδρυτὴς καὶ διαχειριστὴς περιοδικῶν ἐντύπων ὅπως: Τὸ Δέντρο, Κριτικὴ καὶ κείμενα, Νῆσος, Ἀνεπαισθήτως, Πλανόδιον (αἰσίως καὶ τοῦ ἰστοτόπου Ἱστορίες Μπονζάι: Ἡ αἰσθητικὴ τοῦ μικροῦ, τὸν ὁποῖον συνδιευθύνει μαζὶ μὲ τὴν εἰκαστικὸ καὶ συγγραφέα Ἠρὼ Νικοπούλου). Ἡ πολυεπίπεδη αὐτὴ πορεία, ἑνιαία καὶ ἀδιαίρετη στὴ μακροδομή της, ἀποσπασματικὴ στὴ μικροδομή της, ἀκριβῶς ὅπως οἱ ἰμπρεσιονιστικοὶ πίνακες ποὺ ὅσο ἀπομακρύνεται κανεὶς θαυμάζει τὸ ἀποτέλεσμα, ὅσο πλησιάζει ὅμως ἐντοπίζει τὶς χρωματικὲς ψηφίδες ποὺ τοὺς συναποτελοῦν, ἐπιχειρήθηκε νὰ συνοψιστεῖ στὸ δοκίμιό του μὲ τίτλο Τὸ σπασμένο εἶναι πιὸ ἀνθεκτικό. Στίχοι καὶ σκέψεις γιὰ τὴν ἡλικία τῶν ἐρειπίων ποὺ κυκλοφόρησε στὰ τέλη τοῦ 2016, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κι ἀφορμᾶται τὸ κείμενό μας.

to-spasmeno-einai-pio-anthektikoΤὸ δοκίμιο αὐτὸ συνοψίζει τοὺς βασικοὺς ἄξονες τῆς ποιητικῆς φυσιογνωμίας τοῦ Γιάννη Πατίλη, χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ μᾶς περιορίζει στὴν ἀπόπειρά μας νὰ προβοῦμε σὲ ἕναν εὐρύτερο προβληματισμὸ γύρω ἀπὸ τὴ συνολικὴ ἐμπειρία τῆς ἐμπλοκῆς του στὰ γράμματα καὶ στὸ σύμπαν ποὺ αὐτὰ δημιουργοῦν καὶ κινοῦν. Ἁπλούστερα, ἤδη ἐκ προοιμίου ὁ Πατίλης ξεκαθαρίζει τὴ θέση του ἀπέναντι στὸν ἀναγνώστη γράφοντας στὶς πρῶτες του ἀράδες ὅτι: «Κάθε ποιητὴς μεταφέρει στὴν ποίησή του τὴν δική του μερικὴ ἐμπειρία τοῦ Κόσμου». Καλῶς. Ὡστόσο, ἡ προκαταρκτικὴ αὐτὴ θέση ποὺ χαράζει μιὰ ποιητικὴ Ποιητικὴ (ἂς ἐπιτραπεῖ ὁ φαινομενικὸς σολοικισμὸς), σηματοδοτεῖ τὴν ἴδια στιγμὴ μιὰ στάση ἀπέναντι στὸν Κόσμο τὸν ἴδιο. Ξεφεύγει, ἑπομένως, ἀπὸ τὴν ποιητικὴ Ποιητικὴ καὶ ὑψώνεται στὴν Ποιητική· σκέτα.

Διὰ τοῦτον ἀκριβῶς τὸ λόγο, πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ μείνουμε στὸν ποιητὴ Πατίλη καὶ νὰ ἀρθρώσουμε ἕναν λόγο γιὰ τὸ ἀπόσπασμα στὸ ποιητικὸ ἔργο του καὶ μόνον, ὅταν ἡ παραπάνω ἀναφερθείσα «μερικὴ ἐμπειρία τοῦ Κόσμου» του περιλαμβάνει τὴν ἐνασχόληση μὲ ἕναν εὐρύτερο κύκλο ἀσχολιῶν ποὺ διαμορφώνουν τὸ χαλκέντερο γραμματολογικό του πορτραῖτο; Πῶς γίνεται νὰ δοῦμε τὴν ἀποσπασματικὴ φύση τῶν πραγμάτων μένοντας ἀποκλειστικὰ στὴν ποιητική του παραγωγή; Μ’ ἄλλα λόγια, πῶς νὰ καταφέρει νὰ ἐντοπίσει κανεὶς τὸ ἀρχετυπικὸ ἀπόσπασμα, ἐντὸς τοῦ ἀποσπάσματος ποὺ ἀποτελεῖ ἡ ποιητικὴ πράξη ἀποκομμένη ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν δραστηριοτήτων ἑνὸς πολυμήχανου ἀνθρώπου; Ὁ Λίχτενμπεργκ, μιᾶς ποὺ τὸν παραθέσαμε παραπάνω, ἀναφέρει σὲ ἕναν ἀφορισμό του: «Εὔκολο εἶναι νὰ κάνεις τέτοιες ἐρωτήσεις, ἀλλὰ δύσκολο εἶναι νὰ ἀπαντήσεις σὲ αὐτές». Τουτέστιν, τὰ εὔλογα αὐτὰ ἐρωτήματα ἀναμένουν τὴν ἀπάντησή τους.

Γιὰ τὴν οἰκονομία τοῦ κειμένου, μιᾶς καὶ μιὰ ἐπιχειρηματολογία ἐν σχέσει μὲ τὰ παραπάνω ἐρωτήματα φαντάζει ἀνέφικτη ἐπὶ τοῦ παρόντος, θὰ μπορούσαμε νὰ ἐκλάβουμε τὴν πρόταξη τῆς ποιητικῆς ταυτότητας ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Πατίλη, ὄχι μὲ τὴν πρόθεση νὰ σηματοδοτηθεῖ ὡς ἡ πλέον σημαίνουσα, διότι ἔτσι θὰ ἀδικοῦταν ἡ ὑπόλοιπη πορεία του, ἀλλὰ ὡς ἡ πλέον περιεκτική, ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἀντιστοιχία της μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἀποσπάσματος. Ἑπομένως, ἡ ποίηση τοῦ Πατίλη γίνεται ὁ πίνακας ἐκεῖνος ὅπου μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ τὴ σύνολη γραμματολογική του φυσιογνωμία, ἐνῶ οἱ χρωματικὲς ψηφίδες τοῦ πίνακα συναπαρτίζονται ἀπὸ ποιήματα, σημειώματα τοῦ ἐκδότη, κριτικές, ἐξώφυλλα καὶ μακέτες, γραμματοσειρὲς καὶ κοσμήματα, συνεντεύξεις, ἡμερολογιακὲς ἐγγραφές, γράμματα, μαίηλ, χειρόγραφα, ἔντυπα καὶ ψηφιακὰ ἀρχεῖα, ἰστοτόπους, φωτογραφίες κ.ο.κ. Ἔτσι κι ὁ ἴδιος γνωρίζοντας ὅτι μιὰ μικροσκοπικὴ ἐξέταση θὰ ὁμοίαζε μὲ δουλειὰ μικροβιολόγου ποὺ προσπαθεῖ νὰ ξεχωρίσει σὲ καλάθια τὰ κύτταρα μιᾶς αἱμοκαλλιέργειας, συνοψίζει τὴν ἐμπειρία σὲ τρεῖς ἑνότητες: Πολιτικὸς βίος, Ἔρως, Ποίηση.

~ · ~ 

Στὸ κέντρο καί τὼν τριῶν κατηγοριῶν τοποθετεῖται ἡ ἀποσπασματικὴ φύση τῶν πραγμάτων. Τὸ ἀπόσπασμα, τὸ fragmentum, τὸ σπασμένο, τὰ ἐρείπια, τὸ θραῦσμα, ἡ ψηφίδα, ὅλα αὐτὰ γίνονται τὰ δομικὰ ὑλικὰ τοῦ ἔργου τοῦ Πατίλη. Προσοχή, ὅμως! Τὰ δομικὰ αὐτὰ ὑλικὰ μένουν αὐτούσια, ὡς ἔχουν, δίχως φτιασιδώματα καὶ λειάνσεις. Δὲ συναρμόζονται μὲ τρόπο τέτοιον ποὺ νὰ (ἀνα)κατασκευάζουν ἕνα Ὅλον. Οἱ θραυσματικὲς αὐτὲς ὑπάρξεις, ἀποκομμένες ἀπὸ τὸ μυθοποιημένο (ὄχι ὅμως καὶ τὸ ἱστορικό/πραγματολογικό) περικείμενο, τοποθετοῦνται στὸ κέντρο κάθε ποιήματος καὶ γίνονται οἱ σημαίνουσες στιγμὲς ποὺ πλάθουν ἕνα σύμπαν ἀσυνέχειας, ἐντὸς τοῦ ὁποίου κινοῦνται τὰ ποιητικὰ ὑποκείμενα τοῦ Πατίλη. Μὲ ἄλλα λόγια, τὰ ἐρείπια καὶ τὰ θραύσματα ἀπεκδύονται τὸ παρελθόν τους· δὲν τὸ ἀπαρνοῦνται, δὲν τὸ διαγράφουν, ἁπλῶς τὸ παραμερίζουν μὲ σκοπὸ νὰ πρωταγωνιστήσουν στὴν καθαρὴ μορφὴ τοῦ παρόντος τους μέσα στὸ ποίημα. Παράλληλα, ὁ ἐρειπιώνας ποὺ τροφοδοτεῖ τὴν ποίηση τοῦ Πατίλη παύει νὰ εἶναι ἡ στενὴ κατηγορία τοῦ χώρου (λ.χ. Ἑλλάδα, ἀθηναϊκὸ ἱστορικὸ κέντρο, Πατήσια, Νέο Ἡράκλειο)· τὸ ἐρείπιο, τὸ ἀπόσπασμα προκύπτουν ἔπειτα ἀπὸ μιὰ ἐπίμοχθη ἀναζήτηση τοῦ ἐλάσσονος, τοῦ χθαμαλοῦ, τῆς χαμηλόφωνης ἔκφρασης τῆς ζωῆς καὶ τῆς καθεμέρας.

Μὲ ἄλλα λόγια, τὸ θραῦσμα στὴν ποίηση τοῦ Πατίλη λειτουργεῖ ὡς ἀρχεῖο. Ὁ Πατίλης ἀρχειοθετεῖ τὴν ἐμπειρία μέσα στὰ ποιήματά του, δίνοντας ἀκριβῶς τὴν προοπτική τοῦ ἀρχείου ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ μελλοντική του ὕπαρξη· διότι αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ταυτότητα τῆς ἔννοιας τοῦ ἀρχείου. Τὰ πάντα κεῖνται ὡς ἁπλὲς ὑπάρξεις, εἴτε λειτουργικὰ ἁρμοσμένες στὴν πραγματολογική τους συνθήκη, εἴτε ξεκρέμαστες, χτυπητές, ἄλλες. Ἡ χρήση τους στὴν Τέχνη ἀποτελεῖ μιὰ ἀρχειοθέτηση· εἰδικότερα, ἡ χρήση τῶν ὑπάρξεων ποὺ βιώνουν τὴν ἑτερότητά τους, ἄρα ἐκείνων ποὺ ἀποσπῶνται ἀπὸ τὸ λειτουργικὸ Ὅλον. Ἅπαξ καὶ κάτι ἀρχειοθετηθεῖ, τότε παύει νὰ φέρει ἐντός του τὸ παρελθὸν ὡς διάσταση καὶ διανοίγεται ὡς δυνατότητα στὸ μέλλον. Ἕνα μέλλον εὐεπίφορο στὸ ὄραμα μιᾶς νέας ζωῆς μακριὰ ἀπὸ μεταφυσικὲς προσδοκίες: τὸ μέλλον τῆς ἑρμηνείας. Ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ εἶναι ἀνοικτὴ σὲ ὅλους, ἀφοῦ ἀκόμα κι αὐτὴ “σκορπίζεται” σὲ ὅσους θέλουν (κι ἑνίοτε σὲ ὅσους μποροῦν) νὰ τὴν ἀναλάβουν. Αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία γίνεται –τελικὰ– ἡ κινούσα αἰτία τῆς συγγραφῆς.

OLYMPUS DIGITAL CAMERAΤὸ ἔργο τέχνης εἶναι ἡ γέφυρα ἀνάμεσα σὲ δύο ἀποσπασματικὲς ἐμπειρίες: στὴν ἀποσπασματικὴ ἐμπειρία τῆς ἑρμηνείας τοῦ ἀναγνώστη καὶ στὴ διπλὰ ἀποσπασματικὴ ἐμπειρία τῆς ἑρμηνείας τοῦ συγγραφέα. Ὁ Πατίλης ἐπισημαίνει σχετικά: «Θὰ τονίσω, ὅμως, ἐμφατικὰ πὼς μὲ κανέναν τρόπο δὲν θεωρῶ τὸν Ἑαυτό μου αὐθεντικὸ διερμηνευτὴ τῶν στίχων μου. Τὸ λέω αὐτὸ ὄχι ἀπὸ πρόθεση νὰ κολακέψω τὰ ἀναφαίρετα δικαιώματα τοῦ ἀναγνώστη στὴν ἑρμηνεία ἑνὸς ποιήματος, ὅσο ἀπὸ βαθιά μου πεποίθηση πὼς τὸ ἔργο τέχνης εἶναι ἀποτέλεσμα συνεργασίας τοῦ καλλιτέχνη μὲ ἄλλες δυνάμες ποὺ ξεπερνοῦν, συχνὰ κατὰ πολύ, τὴν αὐτεπίγνωση ἢ καὶ τὴ βούλησή του». Οἱ δυνάμεις αὐτὲς φρονοῦμε ὅτι βρίσκονται στὴ σφαίρα τῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς ἀποσπασματικότητας ποὺ αὐτὴ κομίζει, στὴν ἐπαφὴ μὲ τὸ γραμματολογικὸ παρελθὸν καὶ στὴ σχέση μὲ τὸν ἀναγνώστη. Ἡ τριελκυστίνδα αὐτὴ, στὸ μέσο τῆς ὁποίας βρίσκεται ὁ ποιητής, δίνει αὐτὸ τὸ “συν” ποὺ ἔρχεται νὰ κολλήσει μπροστὰ ἀπὸ τὸ “γράφω”.

Ὁ συγγραφέας, λοιπόν, ταξινομεῖ κι ἀρχειοθετεῖ ἕνα σύμπαν ἀποσπασμάτων μὲ τρόπο τέτοιο ποὺ νὰ μὴν μπορεῖ ἔπειτα νὰ τὰ ἐπανεντοπίσει. Πλάθει τὴ δική του ποιητικὴ τοῦ σπασμένου, ἐντασσόμενος στὴ μοντερνιστικὴ παράδοση ποὺ ἔφερε τὸ θραῦσμα ξανὰ στὸ προσκήνιο, ξεφεύγοντας ὅμως κι ἀπὸ τὴ δεσποτεία της καὶ ἀναποδογυρίζοντας τὴ νέα ἠθικὴ ποὺ αὐτὴ ἐπεδίωξε νὰ ἐπιβάλλει ὡς ἄλλος Δούρειος Ἵππος (ἰδεολογικὴ φόρτιση, ἐθνικισμός, ἐθνομηδενισμός, ἐθνοκαπηλεία). Δὲν εἶναι ἡ ὑψηλὴ μοντερνιστικὴ εὐταξία αὐτὸ ποὺ ὁ Πατίλης ἐπιδιώκει, οὔτε ὅμως κι ἡ πρωτοποριακὴ ἀταξία. Οἱ ὅροι προσέγγισης τοῦ ἔργου του δὲν μποροῦν νὰ τοποθετηθοῦν κάτω ἀπὸ τὶς στεγανοποιητικὲς αὐτὲς κατηγοριοποιήσεις. Ὅπως ἡ στιγμὴ ὑπάρχει μόλις γιὰ λίγο κι ἔπειτα σβήνει, ἔτσι καὶ τὸ ἐρείπιο παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ζεῖ μέσα στοὺς αἰῶνες χαρίζει μόλις μιὰ στιγμή του στὴν ποίηση. Στιγμὲς-ἐρείπια συγκεντρώνει ὁ Πατίλης καὶ τὶς καταστερίζει στὰ ποιήματά του. Στιγμὲς ποὺ ζεῖ ὄχι μόνο μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ ποιητῆ, ἀλλὰ μὲ ὅλες τὶς παραπάνω ποὺ ἀναφέραμε καὶ μὲ ἄλλες τόσες: τοῦ ἄντρα, τοῦ υἱοῦ, τοῦ συζύγου, τοῦ πατέρα, τοῦ φίλου, τοῦ συνεργάτη, τοῦ δασκάλου, τοῦ ὁδηγοῦ, τοῦ κουβαλητῆ κ.τ.ρ. Στιγμὲς θραυμαστικὲς ποὺ μέσα στὴν ἀποσπασματικότητά τους ἐμπεριέχουν τὸ ζεστὸ ἀπόθεμα μιᾶς πολυπρισματικῆς ἐμπειρίας ποὺ περιμένει τὸν συστηματικὸ της ἐρευνητὴ ποὺ θὰ ἐπανασυγκολλήσει τὰ ψηφία ποὺ αὐθόρμητα ὁ Πατίλης σκόρπισε στὸ δάπεδο τοῦ ἔργου του· ἄλλως, ποὺ θὰ ἐπανασυγκολλήσει τὸ δεξί ἄνω ἄκρο του, μὲ τὸ ὁποῖο κατέστρωσε τὸ σύστημα τῆς ποιητικῆς του.

Ἂς κλείσουμε τὸ κείμενό μας μὲ μιὰ τέτοια στιγμὴ-ἐρείπιο κι ἂς ἀφήσουμε τὸν ἀναγνώστη νὰ πάρει τὴν εὐρετική μας ἀνάγνωση καὶ νὰ περιηγηθεῖ στοὺς κήπους αὐτοῦ τοῦ ποιητικοῦ συστήματος, ἐπιχειρώντας μὲ τὴ σειρά του νὰ τὸ ἐπαναναγνώσει καὶ (γιατὶ ὄχι;) νὰ διαρθρώσει κι αὐτὸς ἐκ νέου ἕνα δικό του:

Ἴσως ἴσως
μικρὸ ζωύφιο ἴσως
ὅταν πέσαν στὸ ἴσως
τὸ ἀπόγευμα ὁ καιρὸς τὸ βλέμμα τὰ μαλλιά
Μπερδεύτηκαν τὰ λόγια κι οἱ προθέσεις
σὲ μιὰ μικρὴ διαδρομὴ στὴν Προποντίδος πρὸς τὴν Καλλίπολη
Κι ἦταν τόσο καλὰ σ’ αὐτὸ τὸ πράγμα
καὶ τρέκλιζαν σὰ νά ’χαν πιεῖ αὐτὰ τὰ οὖζα
μαζὶ μ’ ὅλους τοὺς δρὀμους καὶ τὰ φῶτα
ποὺ γι’ ἄλλη μιὰ φορὰ σ’ εἶχαν μισήσει
Μεγάλη Βεβαιότητα Σκοτώστρα

(“7”, Ἀκτὴ Καλλιμασιώτη καὶ ἄλλα ποιήματα, 2009)

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ