Χρίστος Κρεμνιώτης

Herbert Clyde Lewis, Τζέντλεμαν στη θάλασσα!

*

Προλόγισμα – Μετάφραση
Χρίστος Κρεμνιώτης

~.~

Ο Χέρμπερτ Κλάυντ Λιούις γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1909 και πέθανε στην ίδια πόλη το 1950. Εργάστηκε ως ανταποκριτής σε διάφορες εφημερίδες, έγραψε το σενάριο για κάποιες ταινίες, δημοσίευσε επί πληρωμή αρκετά διηγήματα, ωστόσο έζησε ως επί το πλείστον με στερήσεις. Κάποια στιγμή, το όνομά του για λόγους που εν μέρει σχετίζονται και με τον αντιμιλιταρισμό των έργων του, των οποίων η έκδοση συνέπεσε με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρέθηκε στη μαύρη λίστα λόγω «αντιαμερικανικών ενεργειών». Το γεγονός αυτό έδωσε τη χαριστική βολή στον ήδη εξαντλημένο συγγραφέα που αγωνιούσε επιπλέον για την επιβίωση της οικογένειάς του. Το αν πέθανε από έμφραγμα ή αυτοκτόνησε παραμένει αδιευκρίνιστο.

Δεκαετίες αργότερα, όταν ένας Αργεντινός εκδότης ζητά από τον Αμερικανό συγγραφέα και κριτικό Μπραντ Μπίγκελω να του προτείνει ένα βιβλίο προς μετάφραση, ο δεύτερος έχει κατά σύμπτωση μόλις εντοπίσει στο Αρχείο του Time μια βιβλιοκρισία για το Genteleman Overboard. Το βιβλίο θα εκδοθεί στην Αργεντινή το 2010. Αμέσως μετά εκδίδεται στο Ισραήλ πουλώντας χιλιάδες αντίτυπα και, μέσα από ατραπούς που πάντως οδήγησαν στο φως, στα 2020 φτάνει στην Αγγλία μέσω του οίκου Recovered Books.

Στα εννέα κεφάλαια του έργου, ανθίζουν μεσοπέλαγα –και λουσμένες κάπου κάπου με σκοτεινές ανταύγειες μαύρης κωμωδίας– σκέψεις συγγενικές με εκείνες του Ιβάν Ίλιτς, προσφέροντας λάμψεις ενός μικρού λογοτεχνικού διαμαντιού που μπορεί να απολαύσει τόσο ένας αναγνώστης όσο, πιστεύω, και ένας θεατής. – XK

///

Όταν ο Χένρυ Πρέστον Στάντις έπεσε στον Ειρηνικό ωκεανό, ο ήλιος μόλις που είχε αρχίσει να φαίνεται στον ορίζοντα. Με τη θάλασσα να απλώνει ατάραχη σαν λίμνη, τον ήπιο καιρό και την πραότητα της αύρας, ήταν αδύνατον να μην αισθάνεσαι νικημένος από μια ακαταμάχητη μελαγχολία. (περισσότερα…)

Federigo Tozzi, Κτήνη

*

Προλόγισμα-Μετάφραση
Χρίστος Κρεμνιώτης

~.~

Ο Φεντερίγκο Τότσι (Σιένα, 1883 – Ρώμη,1920) είναι, όχι μόνον εκτός αλλά και εντός της χώρας του, μία από τις λιγότερο γνωστές φυσιογνωμίες της ιταλικής τέχνης. Αφορμώμενος από τον Βέργκα, συνέχισε εξοπλίζοντας τη γραφή του με τη μελέτη της αναδυόμενης τότε ψυχανάλυσης χωρίς όμως να την καταστήσει αυτοσκοπό του έργου του και δίχως ποτέ να παραγκωνίσει την ποιητική του λόγου. Όπως ο Μοράβια είχε παρατηρήσει, ενώ στον Σικελό έχουμε την τελειότητα της περιγραφής των ηττημένων, στον Τότσι έχουμε τον συγγραφέα να μιλά ως ένας από αυτούς. Δημιουργός ευρηματικός, λακωνικός, ρέκτης του ανθρώπινου ψυχισμού και θαρραλέος προβολέας της παραμόρφωσής του, έχει χαρίσει έργο του οποίου τα πιο επιτυχημένα αποτελέσματα είναι αντίστοιχου επιπέδου με εκείνα του πιο γνωστού παγκόσμιου λογοτεχνικού πανοράματος. Σε ιταλική κλίμακα, τα διηγήματα και οι νουβέλες του, για παράδειγμα, στέκουν δίπλα σε εκείνα του Πιραντέλλο, o οποίος προσπάθησε  να τον στηρίξει.

Τα παρόντα «μικροδιηγήματα», είναι πέντε μόλις από τα περίπου εβδομήντα που συναποτελούν το έργο του Κτήνη, το οποίο εκδόθηκε το 1917. Σε αυτά, στις πιο απλές ανθρώπινες καταστάσεις, ένα ζώο –ένα κτήνος– εμφανίζεται πότε ως καταλύτης της έντασης, πότε ως μιαν ανταύγεια μέσα στη μονοτονία της καθημερινότητας.  Αποτελεί έργο του οποίου η μεν πρωτοτυπία δεν εμποδίζει το ανθρώπινο βλέμμα, η δε «ταχύτητα» δεν αναστέλλει τον λυρισμό και την ακρίβεια. Ένα από τα αριστουργήματά του, το έργο του Τρεις σταυροί, θα κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες από τις Εκδόσεις Ίνδικτος. — Χ.Κ.

 ///

 –42–

Χτυπήθηκα από τύφο και ο πυρετός ανέβαινε διαρκώς. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να κάθεται μαζί μου όσο ήθελε κι έτσι, έπρεπε να την περιμένω στο κρεβάτι με τις ώρες· μόνος. Απ’ το παράθυρο που έστεκε μισάνοιχτο, με τα τζάμια του ακαθάριστα από τότε που ήμουν καλά, έβλεπα τα σύννεφα να προσπερνούν και την κορφή μιας κερασιάς ν’ ανατριχιάζει, ακριβώς όπως και εγώ όταν με έκαιγε ο πυρετός. Κάποιο πρωί, πήρα το φάρμακο, πεινούσα· και δεν ερχόταν κανείς. Ήθελα να σηκωθώ μα, πιο πολύ, να κλάψω. Τα σκεπάσματα ένιωθα να με καταπλακώνουν, άπλωναν επάνω μου όπως απλώνουν τα βουνά και, εκείνα τα σύννεφα, έκαναν τα πάντα να με βαραίνουν περισσότερο. Στο κεφαλάρι του κρεβατιού υπήρχε το ηλεκτρικό κουδούνι, όμως δεν τολμούσα να το πατήσω γιατί ο ήχος του χειροτέρευε την κατάστασή μου. Ήμουν έτοιμος να ουρλιάξω, έντρομος από τα σκεπάσματα που ανασηκώνονταν από τα γόνατά μου και μέσα σε μια κατάσταση παραίσθησης νόμιζα πως ανέβαιναν ως το ταβάνι για να μου επιτεθούν και να με πνίξουν. Μία μέλισσα ήρθε. Γύρισα το κεφάλι μου για να τη δω. Χτύπησε στα παράθυρα, ο βόμβος της ξεκίνησε να αντηχεί αλλά, μ’ έναν τρόπο τόσο γλυκό που καταλάγιαζε την κατάστασή μου. Παρευθύς, ήρθαν στον νου μου τα γινομένα σύκα και ένα σωρό άλλοι καρποί. Είχα τη γεύση τους στο στόμα μου! Ποιος ξέρει πώς θα μοσχοβολούν οι κάμποι τούτη την ώρα! Η μέλισσα πέταξε στην οροφή, πήγε από δοκάρι σε δοκάρι και γύρισε στο παράθυρο. Δεν έκλαιγα πια. Είχα απορροφηθεί από τη μονοτονία του θορύβου της που, εκείνη τη στιγμή, μού φαινόταν σαν μια μουσική που έπρεπε να έντυνα με στίχους. Η μητέρα μου επέστρεψε, την έδιωξε· και δεν μου άρεσε. Και όλη την ημέρα σκεφτόμουν μόνο αυτό, έκπληκτος που δεν μπορούσα να σκέφτομαι τίποτα άλλο, παρά μόνο αυτό. (περισσότερα…)

Simone Weil, Άτακτες σκέψεις σχετικά με την αγάπη του Θεού

 

*

Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1962 στο ομότιτλο βιβλίο της Σιμόν Βέιλ, απ’ όπου προέρχεται και το δοκίμιο που αναρτήσαμε στο Νέο Πλανόδιον στις 18.7.2025. Αποσπάσματά του περιελήφθησαν υπό άλλη μορφή στο έργο της Περιμένοντας τον Θεό. Το πιθανότερο είναι ότι συντάχθηκαν εν πλω, κατά το ταξίδι της προς τη Νέα Υόρκη.

Μετάφραση: Χρίστος Κρεμνιώτης

~.~

Ανά πάσα στιγμή, υλικό και ουσία του ίδιου του είναι μας αποτελεί η αγάπη που ο Θεός τρέφει για εμάς. Η δημιουργός αγάπη του Θεού που μας κρατά στη ζωή, δεν είναι μόνο άφθονη γενναιοδωρία αλλά και αυταπάρνηση και θυσία. Όχι μόνο τα πάθη αλλά και η δημιουργία είναι αυταπάρνηση και θυσία, εκ μέρους του Θεού. Τα πάθη του αποτελούν μόνο το αποκορύφωμα. Ήδη ως δημιουργός, ο Θεός, «αδειάζει» από τη θεότητά του, παίρνει τη μορφή ενός δούλου, υποτάσσεται στην ανάγκη, «κατεβαίνει». Η αγάπη του είναι εκείνη που συντηρεί τα πάντα, που τα «κρατά» στην ύπαρξη, μιαν ύπαρξη ελεύθερη και αυτόνομη, όντων διαφορετικών από τον Ίδιο, διαφορετικών από το καλό: κατώτερων του καλού. Από αγάπη, τα εγκαταλείπει στη δυστυχία και την αμαρτία: δίχως αυτήν την εγκατάλειψη, δεν θα υπήρχαν. Η παρουσία του θα τους στερούσε την ύπαρξη με τον ίδιο τρόπο που η φλόγα καίει μία πεταλούδα.

Η θρησκεία διδάσκει ότι ο Θεός δημιούργησε όντα διαφορετικών, σε σχέση με την τελειότητά του, βαθμίδων μετριότητας. Εμείς, τα ανθρώπινα πλάσματα, διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε στο έσχατο όριο εκείνο μετά από το οποίο ο Θεός δεν είναι δυνατόν ούτε να γίνει αντιληπτός ούτε να αγαπηθεί.

Κάτω από εμάς υπάρχουν μόνο τα ζώα, είμαστε τόσο μέτριοι και τόσο μακριά από τον Θεό, όσο μπορεί να είναι μόνο ένα έλλογο δημιούργημα. Και αυτό είναι μεγάλο προνόμιο. Ο Θεός είναι εκείνος που διανύει τη μεγαλύτερη διαδρομή για να έρθει ως εμάς, είναι εκείνος που διανύει το μεγαλύτερο τμήμα της απόστασης που μας χωρίζει από εκείνον. Αφού λάβει και μεταμορφώσει τις καρδιές μας, τότε είμαστε εμείς εκείνοι που θα πρέπει να βαδίσουμε περισσότερο ωσότου φτάσουμε σε αυτόν. Η αγάπη είναι ανάλογη της απόστασης και τανάπαλιν.

Η αγάπη που οδήγησε τον Θεό να έρθει ως εμάς –δημιουργήματα τόσο μακριά από αυτόν– είναι ασύλληπτη για τις δικές μας ικανότητες. Χάρη σε αυτήν την ασύλληπτη αγάπη κατεβαίνει ως εμάς. Εξαιτίας αυτής, ανυψωνόμαστε έως εκείνον. Είναι η ίδια αγάπη εκείνη που μας ανεβάζει ως αυτόν και εκείνη που αυτός ενέπνευσε σε εμάς, όταν κατέβηκε αναζητώντας μας. Η αγάπη που τον ώθησε να μας δημιουργήσει τοποθετώντας μας τόσο μακρυά από τον ίδιο. Τα πάθη του δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά ανεξάρτητα από τη δημιουργία. Η ίδια μου η ύπαρξη, όπως η ύπαρξη του καθενός από εμάς, αποτελεί έναν σπαραγμό του Θεού, έναν σπαραγμό που είναι ταυτόσημος με την αγάπη. Όσο μεγαλύτερη είναι η ελεεινότητά μου, τόσο πιο έκδηλη είναι η αγάπη που με κρατά στην ύπαρξη. (περισσότερα…)

Simone Weil, Σημειώσεις επάνω στην αγάπη του Θεού

*

Μετάφραση Χρίστος Κρεμνιώτης

~.~

Από εμάς εξαρτάται η άρνηση να προσφέρουμε την αγάπη μας σε ψεύτικες θεότητες, όχι η πίστη μας στον αληθινό Θεό.

Πρώτα απ’ όλα, δεν θα πρέπει να πιστεύουμε πως το μέλλον είναι φορέας ενός τέτοιου αγαθού το οποίο θα κατευνάσει απολύτως τη λαχτάρα μας για ευτυχία. Τα επερχόμενα, είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό με το παρόν.

Είναι γνωστό πως ο πλούτος, η ισχύς, η εκτίμηση, οι γνώσεις, η αγάπη εκείνων που νοιαζόμαστε, η καλοτυχία εκείνων για τους οποίους ενδιαφερόμαστε και τα τοιαύτα, δεν μπόρεσαν ποτέ να μας ικανοποιήσουν πραγματικά. Ωστόσο επιμένουμε πεισματικά να πιστεύουμε πως, την ημέρα εκείνη που θα έχουμε «κάτι περισσότερο» απ’ ο,τι τώρα, θα είμαστε επιτέλους ευτυχισμένοι. Το πιστεύουμε διότι λέμε ψέματα στους εαυτούς μας. Πράγματι, εάν συλλογιζόμασταν έστω και λίγο σοβαρά, θα καταλαβαίναμε αμέσως πως κάτι τέτοιο, δεν είναι αλήθεια.

Παρομοίως, όταν υποφέρουμε εξαιτίας κάποιας ασθένειας ή λόγω της ανέχειας, οποτεδήποτε τέλος πάντων είμαστε δυστυχισμένοι, έχουμε ταυτοχρόνως την πεποίηθηση πως την ημέρα που θα εκλείψει η αιτία της οδύνης μας, θα βρούμε και πάλι την ευτυχία. Όμως και πάλι, από τα βάθη μας, κάποια φωνή ακούγεται να ψιθυρίζει πως αυτό δεν είναι αλήθεια και πως, όταν θα συνηθίσουμε και την απουσία τη οδύνης, τότε και πάλι θα ξεκινήσουμε να επιθυμούμε κάτι άλλο. (περισσότερα…)

Max Scheler, Η τάξη της αγάπης

*

Εισαγωγή-Μετάφραση αποσπασμάτων:
Χρίστος Κρεμνιώτης

Το δοκίμιο Η τάξη της αγάπης συντάχθηκε μεταξύ των ετών 1916-1917, μολονότι στα χειρόγραφα του φιλοσόφου βρίσκονται σελίδες στις οποίες ήδη από το 1914 αναπτύσσει τις σκέψεις του γύρω από τη φράση του Πασκάλ «Le coeur a ses raisons», φράση θεμελιώδη για το παρόν δοκίμιο, το οποίο παρέμεινε μερικώς ανολοκλήρωτο. Ο δε τίτλος του έχει τις ρίζες του στον Ιερό Αυγουστίνο. Άλλα μείζονα έργα του συγγραφέα σχετικά είναι τα Αγάπη και γνώση, Το αιώνιο στον άνθρωπο καθώς και ο Φορμαλισμός.

Στην Τάξη της αγάπης, ο Σέλερ αναπτύσσει όρους όπως το αγάπημα, η συναισθηματική αντίληψη και ο ατομικός προσδιορισμός που αποτελούν, συνειδητοποιημένες ή όχι, μήτρες κατοπινών όρων, αναπτυγμένων κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνος, όρων όπως «συναισθηματική νοημοσύνη», «αυτοδιάθεση», «αυτοπροσδιορισμός». Φυσικά, ο Σέλερ, «o ισχυρότερος φιλοσοφικός νους της εποχής μας» κατά τον Χάιντεγκερ (ο οποίος ωστόσο, μετά τον θάνατό του Γερμανοεβραίου και καθολικού συναδέλφου του, αρνήθηκε τη βοήθεια προς τη χήρα του προκειμένου να εκδοθούν τα Άπαντά του ακόμη και ύστερα από την πτώση του Καθεστώτος), ανήκει στην χορεία εκείνων που δεν περιορίζονται μόνο στο να αναλύουν ιατροδικαστικά το πτώμα του κατόπιν αλλά το ακτινογραφούν εκ προοιμίου ως ζωντανό σώμα προς σωτηρία, οπότε και οι όροι αυτοί αντάμα με την κριτική του στον ψυχολογισμό –σε ό,τι έβλεπε ως κατάσταση παράδοσης του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου στην ψυχολογία και μόνο– έχουν μέσα τους μια ζώσα ελευθερία, που μόνο σκόρπια ματωμένα μέλη της βλέπει κανείς σε αναπτύγματά τους και σε παρεμφερείς με εκείνα έννοιες αυτού που αποκαλούμε «εποχή μας».

~.~.~.~

Βρίσκομαι σε έναν κόσμο απέραντο και γεμάτο από αντικείμενα, αισθητά και πνευματικά, τα οποία θέτουν σε ασταμάτητη κίνηση την καρδιά μου και τα πάθη μου. Γνωρίζω πως τόσο τα πράγματα που θα κατορθώσω να γνωρίσω, αφού τα διακρίνω, τα αντιληφθώ και σκεφτώ γύρω από αυτά, καθώς και όλα όσα επιθυμώ, επιλέγω και κάνω, εξαρτώνται από αυτή την κίνηση της καρδιάς. Όλα λοιπόν τα ορθά, τα εσφαλμένα ή τα στεβλά στη ζωή μου και στις πράξεις στις οποίες αφιερώνω τον χρόνο μου, θα καθορίζονται, πρώτον, από το εάν υπάρχει ή όχι, μία αντικειμενικά ορθή τάξη των κινήσεων αυτών της αγάπης μου και του μίσους μου, των προτεραιοτήτων μου, των όσων με έλκουν και με απωθούν, του πολύμορφου ενδιαφέροντός μου για τα πράγματα αυτού του κόσμου. Και, δεύτερον, από το εάν μπορώ ή όχι, να εντυπώσω στη ψυχή μου αυτήν την τάξη που ακολουθώ και, τελικά, τον βαθμό συμφωνίας της με την σε παγκόσμια ισχύ τάξη της αγάπης. (περισσότερα…)

Maria Zambrano, Η αγωνία της Ευρώπης

*

Μετάφραση Χρίστος Σ. Κρεμνιώτης

Η Μαρία Θαμπράνο Αλαρκόν (María Zambrano Alarcón, Μάλαγα, 22 Απριλίου 1904 – Μαδρίτη, 6 Φεβρουαρίου 1991) υπήρξε φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Ανήκει στον κύκλο των σημαντικότερων στοχαστών που ανέδειξε η Ισπανία του 20ού αιώνα. Δίδαξε φιλοσοφία στην πατρίδα της και, μετά την επιβολή του φρανκικού καθεστώτος, στο Μεξικό, την Κούβα και το Πουέρτο Ρίκο. Πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της στην εξορία.

~.~

Εδώ και αρκετά χρόνια λέγεται πως η Ευρώπη παρακμάζει. Πλέον, δεν χρειάζεται να επαναληφθεί. Πολλοί από εκείνους που το πιστεύουν αναφέρονται σε αυτό κεκαλυμμένα, με ειρωνικά χαμόγελα, παρόμοια με κάποιον που υπονοεί ένα μυστικό τόσο διαδεδομένο που η προσπάθεια του να το κρύψει, ενώ μοιάζει να χαρακτηρίζεται από ευγένεια και οίκτο, το διαδίδει περισσότερο και μάλιστα με έναν τρόπο ακόμη πιο ταπεινωτικό.

Κάθε καταστροφή επιτρέπει στους ανθρώπους να εκδηλώσουν το πιο σκληρό πρόσωπό τους. Είναι το πιο ακριβές και αποτελεσματικό εργαλείο εκδήλωσης και αποκάλυψης του εσωτερικού κόσμου. Κάτι τέτοιο ισχύει ιδιαιτέρως για τα στρώματα εκείνα της κοινωνίας –ή για τις κοινωνίες εκείνες– όπου τα άτομα ζουν και συνυπάρχουν στην αφάνεια. Εκεί η μνησικακία ενώπιον της πτώσης εκείνου που για αιώνες παρέμενε νικηφόρο και ένδοξο, η χολή και η εκδικητικότητα που συσσωρεύτηκαν, εκδηλώνονται απροκάλυπτα. Είναι η ώρα της μνησικακίας. Είναι η ώρα της κάθε αναξιοσύνης. Είναι, ακόμα, η ώρα των νεοφερμένων, εκείνων που λατρεύουν την επιτυχία ως μοναδικό κριτήριο των θεϊκών και των ανθρώπινων πραγμάτων.

Η μνησικακία εξαπολύει το πρώτο μέρος της καταστροφικής δράσης εκείνης που μόνον αργότερα εδραιώνεται με τα όπλα. Η Ευρώπη, όπως κάθε ιστορική πραγματικότητα με αίγλη, είχε την τιμή να παράγει δόλιους εχθρούς και να γεννά τη μνησικακία στα θεοσκότεινα άντρα στα οποία αυτή αναπτύσσεται. Σήμερα, το συναίσθημα αυτό, ξεσπά με τρομακτική αρνητική ορμή: φθείρει, διαγράφει, μεταμορφώνει τον κόσμο σε έναν τόπο κενό και ερειπωμένο. Στερεί στα μάτια την ομορφιά των ορατών και υφαρπάζει από την καρδιά ξεγελώντας την, όλα όσα αυτή μπορεί να αγαπήσει.

Η ανάλυση της στυγνής μνησικακίας που εξαπλώνεται ανεξέλεγκτα απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Είναι το πρώτο πάθος από το οποίο θα πρέπει να εξαγνιστεί ο σύγχρονος άνθρωπος ώστε να κατορθώσει να βγει από τον λαβύρινθό του. Είναι το πρώτο βήμα για την αναγκαία απολύτρωσή του. Διότι εκείνο που κάνει τρομακτική τη μνησικακία είναι η ουσιώδης της αποστασία. Ότι στρέφεται πάντοτε μανιασμένη εναντίον εκείνου που μπορεί να τη λυτρώσει. Το μνησίκακο πλάσμα καταστρέφει το μοναδικό πράγμα στο οποίο θα μπορούσε να στηριχτεί, εξεγείρεται εναντίον των αρχών του, οι οποίες, μολονότι μισημένες, παραμένουν ουσιώδεις για αυτό και είναι οι μόνες στις οποίες θα μπορούσε να αναπαυθεί το απεγνωσμένο του πνεύμα. (περισσότερα…)

Εαρινό

*

Μικρές σκιές φτεροκοπούν στον τοίχο:
πουλιά, που πέρα απ’ τα παράθυρα πετάνε
και αχόρταγα στην κάμαρα στοιβάζει
η καταιγίδα του φωτός τ’ αρνητικά τους.
Μια πέτρα συγκρατεί σονέτα του Πετράρχη
γραμμένα όπως τα θυμόμουν, από στήθους,
με μια βυζαντινή καλλιγραφία κι έτσι
καθώς φυσά στη λιμνοθάλασσα της μνήμης
φέρνει το κύμα ήχους από μάχες:
μνήμη από μάχες τον μήνα του Μάρτη
και οι σκέψεις ζητούν, τι απομένει στον χάρτη
αυτού του κάμπου των απέραντων καιρών που βρίθει
βάλτους με αίμα και άνθρωπο: μόνο
με την καρδιά του ανθρώπου. Νυχτώνει.
Οι χρονοβόροι πλάτανοι επιμένουν να πλουμίζουν
τις φυλλωσιές· το φθισικό φεγγάρι
βαραίνει, μοιάζει έτοιμο να πέσει
κι ένα άστρο ακλόνητο σιμά του, ειρωνεύεται.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΡΕΜΝΙΩΤΗΣ

*

*

*

Λύματα

*

Rigor mortis

Η λάσπη σέρνει μέσα της καρπούς ανδρών
Και φλούδες μισοφαγωμένης σήψης
Κομμάτια έμβρυα και ρούχα
Στο πέτο φιλημένα τρυφερά

Το απορριμματοφόρο λιτανεύει της καρδιάς τον θησαυρό
Που αιφνίδιος διαρρήκτης, Φως αλλουθινό
Τον ψηλαφίζει
Κι όπως εμούν τα λύματα της σάρκας οι έσχατοι παλμοί
Με πικραμένη οργή σ’ εγκαταλείπει
Στ’ ανάξια σου τιμαλφή.

~.~

Η Επίσκεψη

Τέτοια η λάμψη που σκοτείνιασαν τα πάντα

Χιλιάδες σχήματα γυαλί
στο πρόσωπο της απραγίας
σπάρθηκαν

Χαράχτηκαν και ψέμα και σιωπή
Κι απ’ τα σκισίματά τους έμπαιναν πουλιά
Μες στην αυτοπεποίθηση της σκοτομήνης

Άρπαζαν με τα ράμφη τους τα ορατά
Κι αργά
Βυθίζονταν μαζί στο νόημά τους

ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΡΕΜΝΙΩΤΗΣ

*

 

 

 

 

 

Νέοι ποιητές ενός νέου αιώνα |60. Χρίστος Κρεμνιώτης

ΔΙΑΡΚΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ 2000-2020

Ποιά ἡ ποίηση τοῦ 21ου αἰώνα καὶ ποιοί οἱ ποιητές της; Χιλιάδες ποιητικὲς συλλογές, εἴτε τυπωμένες ἀπὸ ἐπώνυμους οἴκους εἴτε αὐτοεκδόσεις, ἑκατοντάδων ἢ καὶ χιλιάδων ποιητῶν ποὺ ἀναζητοῦν τὴν θέση τους στὴν Νεοελληνικὴ Λογοτεχνία. Τί μένει ὅμως καὶ τί περνάει ἀπὸ τὴν κρησάρα τῆς κριτικῆς; Τί ἐπιβιώνει –ἢ ἔστω, τί φαίνεται ὅτι μπορεῖ νὰ ἐπιβιώσει– στὴν μνήμη τῆς ἀναγνωστικῆς κοινότητας;

Ἀποπειρώμενο μιὰν ἀπάντηση στὰ παραπάνω, τὸ Νέο Πλανόδιον ἐγκαινιάζει τὴν ἑβδομαδιαία στήλη ‘‘Νέοι ποιητὲς ἑνὸς νέου αἰώνα. Διαρκὴς ποιητικὴ ἀνθολογία 2000-2020’’. Γιὰ διάστημα δύο ἐτῶν καὶ ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2019, θὰ ἀνθολογοῦνται κάθε ἑβδομάδα ἕνα ἢ περισσότερα ποίηματα ἑνός/μιᾶς συγγραφέα, ποὺ θὰ πληροῦν δύο προϋποθέσεις: θὰ εἶναι α) δημοσιευμένα μετὰ τὸ 2000, καὶ β) γραμμένα ἀπὸ ποιήτριες ἢ ποιητὲς 45 ἐτῶν καὶ νεώτερους, γεννημένους δηλαδὴ ἀπὸ τό –σημαδιακό– 1974 καὶ ἑξῆς. (περισσότερα…)

Πάνω στην κόψη των αισθημάτων

Χρίστος Κρεμνιώτης
Γεωμετρία της νήψης.
(σύνθεση σε έξι μέρη)
Φρέαρ / 5, 2015.

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

187497Ο απίθανος αυτός τίτλος και συνάμα προκλητικός αφορά μια ποιητική σύνθεση 63 σελίδων, όπου μικρά ποιήματα ενώνονται με εκτενέστερα και όλο αυτό παρουσιάζεται ως μια ποιητική ενότητα, ως μια πορεία ποιητική εξαιρετικά πλούσια σε λόγο, αλλά και εξαιρετικά πυκνή. Ο ποιητής έχει απαιτήσεις από τον ίδιο και από τον ποιητικό του λόγο, ανοίγεται στα πέρατα, ταξιδεύει σε χώρους και χρόνους, επιχειρεί διεισδύσεις, αναμοχλεύει μυστικά, ψηλαφεί την μέσα όψη των προσώπων και των πραγμάτων.

Πρέπει να πω ωστόσο, ότι ο τίτλος Γεωμετρία της νήψης κάπου πάσχει. Γιατί η νήψη –αν πρόκειται για την αληθινή– δεν γεωμετρείται. Όπως κάθε αληθινή πνευματική πραγματικότητα απέχει των μαθηματικών. Είναι σαν να λέμε θα γεωμετρήσω τον ουρανό, με την έννοια της θείας διάστασης. Το κοντάρι μπορεί να το ρίχνουμε μακριά –κάτι μας ωθεί σε αυτό, ίσως τα χαρίσματά μας–, αλλά κινδυνεύουμε να σπάσουμε καί το κοντάρι καί τον εαυτό μας!

Κι όμως αρχίζει τόσο ωραία:

Ισορροπώ ανάμεσα στο φως – τότε που ντύνει
Τους δρόμους που τυλίγουνε τους λόφους…

Υπάρχουν όντως στιγμές που το φως δημιουργεί μιαν αιθρία σιγή και μέσα της τυλίγονται όλα δρόμοι και λόφοι και σπίτια και το βλέμμα μας.

Κι έτσι έρχεται η νοσταλγία και η ποίηση και μια αίσθηση θαλπωρής που ανάλογα με τον άνθρωπο και το πνεύμα του προχωρεί στο βάθος ή αποσύρεται.

Σημειώνω ενδεικτικούς τίτλους: «Ελεγεία Α΄», «Νόστος», «Εσχατολογική σημειολογία του έρωτα», «Άσμα Α΄», «Σημεία τύψης», «Του μύθου», «Επίγραμμα Α΄», «Φιλοδοξία ενός οράματος», «Ens amans», «Γυναίκα», «Ο θρήνος της θύελλας» (το εκτενέστερο) και άλλα.

Και μόνο οι τίτλοι προδίδουν ιδιαίτερη ποιητική φιλοδοξία, συνομιλία με μεγάλα έργα, ελληνικά και ξένα, έτσι ώστε να διευρύνεται το πεδίο της φαντασίας, της ελευθερίας, της ευαισθησίας, της αναζήτησης.

Απλώνει και ξεδιπλώνει έναν χάρτη. Ο χάρτης περιέχει πρωινά, φύλλα που στέκουν και κοιτούν ή τα φυσά ο άνεμος, εικόνες που τον χτυπούν στα μάτια καθώς οδοιπορεί μοναχικός, πρόσωπα γυναικών, πρόσωπα εφήβων, πρόσωπα νεκρών, πηγαινοέρχεται ο θάνατος και ο έρωτας, μισοαληθινός ή ολόκληρη ψευδαίσθηση, μετακινούνται σώματα, καρδιές, ψυχές, πουλιά και σύννεφα, ο κόσμος στριφογυρίζει, όλο και κάποια βρισιά του ξεφεύγει, όλο και κάποια σκούρα και σκοτεινή απόχρωση ζωής, μισοπεθαμένα σχήματα και αισθήματα: ιδού το περιεχόμενο. Αλλά τίποτα δεν γίνεται χωρίς μουσική. Γι’ αυτό κάθε τόσο παρουσιάζεται ο Κρόμμερ, ο Βιβάλντι, ο Μπαχ, ο Σούμπερτ και άλλοι που συνέλαβαν το εξώκοσμο νήμα, τον ήχο, την φωνή και τα εισόδευσαν μέσα στον κόσμο.

ΚΡΕΜΝΙΩΤΗΣ ΦΩΤΟ 2014Και ολοένα να περιφέρεται η Αγάπη με κεφαλαίο και με μικρό, να στενάζει, να αδημονεί, να επιμένει, με ή χωρίς υπομονή, να κρύβεται, να σωπαίνει αλλά καθόλου να μειδιά. Κι αλήθεια: τι να σημαίνει εκείνο το «στέκομαι μόνος περιμένοντας εμένα»; Γιατί, είτε είναι σημάδι αφόρητης μοναξιάς και κάπου εκούσιας, είτε σημαίνει το βαθύ και αληθινό εκείνο: στέκομαι μόνος ως να με βρώ. Κι αυτό ευτυχώς είναι πιο φιλ-άνθρωπο.

Ωστόσο, κάθε τόσο όλο και κάποιο φως παρουσιάζεται άλλοτε σαν ανταύγεια, άλλοτε λεπίδα φεγγαριού, σαν αυτές τις φωτεινές χαρακιές που αποτυπώνονται στο εξώφυλλο του βιβλίου. Μπορεί να τις φανταστεί κανείς και σαν ακίδες που μας τρυπούν με τρόπο για να ξυπνήσουμε στο Φως, όπως το σπαθί του γεροινδιάνου ιερέα που η μύτη του μόλις που άγγιξε τον Αρτώ όταν γύρεψε να μυηθεί στα μυστήριά τους.

Φώτα που παρουσιάζονται κάθε τόσο σαν πυγολαμπίδες, φώτα που συμβολίζουν, παραπέμπουν, σημαίνουν, υποδείχνουν. Ο Κρεμνιώτης έχει ξεσπάσματα οργής, αλλά έχει και κάποιους αριστουργηματικούς στίχους όπως:

…αστράπισμα κεριού
Να με καλεί χρυσίζοντας βαθιά
Στο μέσα σούρουπο του ανθρώπου
Να βγω στους δρόμους μυστικά και μόνος
Με της καρδιάς μου την πιο πρώτη ανάμνηση ∙
Φωτάει γλυκά σαν χούφτα θράκα πεταμένη σε σωθικά ενός σύννεφου: και παίρνουν
Οι αισθήσεις την παλιά τους Νόηση.
Έπειτα, αργά, η αποσαφήνιση του κόσμου:
Κραυγές αποδημητικών κι ό ήχος
Που πιάνει μόνο η διόραση-σκιάς
Ακροθαλάσσιος των βράχων που συχνά
Αποτραβιέται ο Θεός στην προσευχή Του.

(«Φιλοδοξία ενός οράματος»)

Δεν είναι άμοιρος μυθολογίας και αρχαιοελληνικών πτήσεων, αναφέρει ονομαστικά τον Αρίωνα, αυτόν τον κολοφώνειο κιθαρωδό που ο μύθος λέει ότι τον πήρε στην πλάτη το δελφίνι-στην υπηρεσία του Απόλλωνα- όταν τον άκουσε να παίζει στο καράβι που οι ναύτες του ήθελαν να τον ληστέψουν και να τον πετάξουν στη θάλασσα. Ο Κρεμνιώτης μάλλον αποδομεί, γιατί οι στίχοι του μας το λένε έτσι:

Δελφίνια να δαγκώνουν απ’ την πίκρα τους
Νερά κοκκινισμένα από τον φόνo
Του άσματος του Αρίωνα.

Αναφέρει και τον Ξενοφάνη που σαν άλλος Σωκράτης απέρριπτε τα μυθολογήματα για τους ανθρωπομορφικούς θεούς κι ανέβαζε το επίπεδο της θείας εικόνας.

Υπάρχει ένας πληθωρισμός λόγου, ένας κατακλυσμός λέξεων-εικόνων, μια έξαρση νοημάτων μέσα από ένα διονυσιασμό που θέλει να μιλήσει για την Αγάπη, που θέλει να την βρει αλλά χάνεται μέσα στην περίσσεια των χαρισμάτων του, μέσα στον στρόβιλο των πραγμάτων του αιώνα. Διακρίνεις μια πάλη: πάλη με την ψυχή και το σώμα, πάλη με τον περίγυρο, πάλη για να ξεφύγεις από ταπεινές μέριμνες, πάλη για να σηκώσεις την ψυχή όσο γίνεται ψηλότερα. Κάπου υπάρχει και μια νοσταλγία αύλωσης, κάπου σημειώνεται κι ένας ιδιόρρυθμος κυνισμός που γίνεται βρισιά ή θυμός. Πόνος κρυμμένος, αναζήτηση του Απόλυτου που όμως σκορπίζει κομμάτια ζωής, ομορφιάς, συγκίνησης, υπεροψίας, θραύσματα λόγου, ανεκπλήρωτες επιθυμίες μα και μια πληθώρα ερωτημάτων. Πώς να κοπάσει αυτή η λαίλαπα; Και πώς να την υποτάξει η γλώσσα; Οριακή γραφή, τρίζουν ρήματα, ουσιαστικά, επίθετα, ποιητικές ασυνταξίες για να προκαλέσει σκοτοδίνη, για να σταθεί πάνω στην κόψη των αισθημάτων.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ