Φραντς Κάφκα

Franz Kafka, Έρευνες ενός σκύλου

 *

Μετάφραση Πέτρος Γιατζάκης

~.~

Πόσο έχει αλλάξει η ζωή μου και εντούτοις πόσο απαράλλακτη έχει μείνει κατά βάθος!

Όταν τώρα πια αναλογίζομαι τα περασμένα και ανακαλώ στη μνήμη μου τον καιρό που ζούσα ακόμα καταμεσής στους κόλπους της κοινότητας των σκύλων, όταν συμμετείχα σε όλες τους τις έγνοιες, ένας σκύλος ανάμεσα σε σκύλους, βρίσκω όντως όταν κοιτάζω από κοντά, ότι εδώ εξαρχής κάτι δεν ταίριαζε, ότι υπήρχε μια μικρή ρωγμή, ότι με καταλάμβανε μια ελαφριά δυσφορία ακόμα και εν μέσω των πιο σεπτών εκδηλώσεων του λαού μου, μερικές φορές μάλιστα ακόμα και μέσα στον πιο έμπιστο, φιλικό μου κύκλο.

Όχι, ούτε καν μερικές φορές, αλλά μάλλον πολύ συχνά, ακόμα και το απλό θέαμα ενός σκύλου, αγαπημένου μου συντρόφου, το απλό αυτό θέαμα, σαν να το έβλεπα κατά κάποιο τρόπο με νέο βλέμμα, μου προκαλούσε αμηχανία, με τρόμαζε, με οδηγούσε σε αδιέξοδο, μου προξενούσε εν τέλει απελπισία. Προσπαθούσα κατά κάποιον τρόπο να καλμάρω, φίλοι στους οποίους το εμπιστευόμουν αυτό με βοηθούσαν, κι έτσι έρχονταν πάλι πιο ήσυχοι καιροί, καιροί κατά τους οποίους δεν έλειπαν μεν εκείνες οι εκπλήξεις, αλλά εγώ τις δεχόμουν πλέον με μεγαλύτερη αταραξία, εντάσσονταν πλέον πιο αδιατάρακτα στη ζωή μου, με έκαναν ίσως θλιμμένο και πιο κουρασμένο, αλλά κατά τα άλλα με άφηναν να υπάρχω ως έναν μεν λιγάκι ψυχρό, επιφυλακτικό, φοβισμένο, υπολογιστικό σκύλο, αλλά σε γενικές γραμμές ασφαλώς έναν απολύτως κανονικό σκύλο. Πώς άλλωστε θα μπορούσα να φθάσω στην  ηλικία που έχω τώρα δίχως αυτά τα διαλείμματα ανάπαυσης, πώς θα ήμουν σε θέση να καταλήξω στη γαλήνη με την οποία παρατηρώ τους τρόμους της νιότης μου και αντέχω τους φόβους των γηρατειών μου; Πώς θα μπορούσα να φτάσω στο σημείο να βγάλω τα σωστά συμπεράσματα από την –οφείλω να το παραδεχθώ– ατυχή, ή για να το εκφράσω κάπως πιο προσεκτικά, όχι και πολύ ευτυχή φύση μου και να ζήσω σε σχεδόν απόλυτη αρμονία μαζί τους;

Ζω αποτραβηγμένος, μοναχικός, απασχολημένος μονάχα με τις δικές μου, μικρές και απέλπιδες, αλλά για μένα απολύτως απαραίτητες έρευνες. Έτσι ζω εγώ, (περισσότερα…)

Οκτώ παράγραφοι για τον Γιώργη Παυλόπουλο

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Συμπληρώθηκαν εφέτος 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιώργη Παυλόπουλου (1924-2008). Η ομιλία που ακολουθεί εκφωνήθηκε στην εκδήλωση που έγινε για τον ποιητή με την ευκαιρία της έκδοσης των απάντων του (Ποιήματα 1943-2008, Κίχλη 2017) στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος την 20ή Μαΐου 2018.

~.~

I

Με την εξαίρεση των πρώτων πρώτων δημοσιευμάτων του στον περιοδικό τύπο, Γιώργη Παυλόπουλο ποιητή νεαρό δεν γνωρίσαμε. Το Κατώγι βγαίνει όταν ο Παυλόπουλος ζυγώνει τα πενήντα – δεν ξέρω άλλον ονομαστό ποιητή μας που να βγαίνει στα φόρα τόσο αργά. Όμως και στον τόνο της, η ατμόσφαιρα του πρωτόλειου βιβλίου του είναι υπερώριμη, για να μην πω γεροντική. Οι στίχοι του, αργόσυρτοι και βαρύθυμοι, γέμουν από σύμβολα, εικόνες και ρυθμούς δάνειους – από τα βάθη τους αντηχεί η φωνή του Γιώργου Σεφέρη. Λ.χ.:

Πιο χαμηλά το πέλαγο θρυμματισμένο
φύλλα χρυσά σκοτεινιάζοντας στο κατέβασμα του αγέρα

ή

Κοντά σε τούτες τις πέτρες
μαύρες μέσα στο φως

ή

Ταξιδεύαμε απ’ την αυγή.
Στο πλευρό μας η θάλασσα
λαμπερή σα γιαταγάνι
κόβοντας ίσκιους από πεύκα

ή ακόμη

Από τότε πολλές φορές άκουσα τη φωνή της
ξυπνώντας μέσα σ’ αυτό το φως
μαύρο σαν ένα μελίσσι
που μου έτρωγε τα μάτια

κ.ο.κ., κ.ο.κ. Η αλληλογραφία Σεφέρη-Παυλόπουλου είναι σε πολλά αποκαλυπτική για τη σχέση του δασκάλου με τον υπερήμερο ήδη μαθητή. Ο πρεσβύτης ποιητής θα φροντίσει για την έκδοση της συλλογής του ομοτέχνου του, θα αναλάβει ακόμη και το παρεδώσε με τον εκδότη, θα του κάνει παρατηρήσεις πάνω σε συγκεκριμένους στίχους. «Και το νερό ρόδινο γύρω στα λαγόνια της» γράφει αρχικά ο Παυλόπουλος στο ποίημα «Αλφειός». Νερό ρόδινο, δυο ρο απανωτά, κακοφωνία, του υποδεικνύει ο Σεφέρης, κάν’ το καλύτερα «το ρόδινο νερό». Και ο Παυλόπουλος πράγματι τον ακούει.

ΙΙ

Με βήμα γερό ενδιάμεσο το Σακί του 1981, τον απογαλακτισμό ο Παυλόπουλος τον επιτυγχάνει πλήρως μόλις στα 65 του χρόνια, το 1988-1989, όταν δημοσιεύει τα Αντικλείδια. Στο μεταξύ έχει πεθάνει και ο ποιητής της Στροφής και ο στενός φίλος και συντοπίτης του Παυλόπουλου, Τάκης Σινόπουλος, συμμαθητής του παιδιόθεν στα θρανία της ποίησης, και ιδίως αυτά του Σεφέρη. Όσοι αρέσκονται στους ψυχαναλυτισμούς, θα βρουν στη σύμπτωση τη χρονική πολλά να σχολιάσουν. Το Κατώγι βγαίνει στα 1971, χρονιά που εκδημεί ο Σεφέρης, και το ομότιτλο ποίημά της του είναι αφιερωμένο. Η δεύτερη συλλογή του Παυλόπουλου, το Σακί, κυκλοφορεί δέκα χρόνια αργότερα, το 1981, τη χρονιά που πεθαίνει ο Σινόπουλος, και περιέχει κι εκείνη ένα ποίημα αφιερωμένο στον επί δεκαετίες πολλές συνοδοιπόρο (κάποια από τα πρώτα ποιήματα του Σινόπουλου, θυμίζω, είναι γραμμένα από κοινού με τον Παυλόπουλο). Φέρει τον βιογραφικό, προφανώς, τίτλο «Ιβήρων 14, 1949». (περισσότερα…)

Μή­πως ὁ Φρὰν­τς Κάφ­κα εἶναι ὑπερτιμημένος;

*

του ΤΖΟΖΕΦ ΕΠΣΤΑΪΝ

Ὁ Ἔν­τμουντ Οὐ­ίλ­σον ὑ­πο­στή­ρι­ζε πὼς τὸ μό­νο ποὺ δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­βά­ζει παίρ­νον­τας τὸ πρω­ι­νό του θὰ ἦ­ταν ἕ­να βι­βλί­ο τοῦ μαρ­κη­σί­ου ντὲ Σάντ. Ἐ­γώ, γιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς λό­γους, δυ­σκο­λεύ­ο­μαι νὰ δια­βά­σω Φρὰν­τς Κάφ­κα μὲ τὸ πρω­ι­νό μου. Τὰ τό­σα βά­σα­να, ἡ πε­ρι­γρα­φὴ τραυ­μά­των, ὁ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμός, ὁ σα­δο­μα­ζο­χι­σμός, ἡ ἀ­νε­ξή­γη­τη σκλη­ρό­τη­τα, ἡ ἐμ­φά­νι­ση τρω­κτι­κῶν, σκα­θα­ριῶν, ὄρ­νε­ων καὶ ἄλ­λων γκρο­τέ­σκων πλα­σμά­των – καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ μὲ φόν­το τὴν ἔ­σχα­τη ἀ­πελ­πι­σί­α. Αὐ­τὸς δὲν εἶ­ναι προ­φα­νῶς ὁ κα­λύ­τε­ρος τρό­πος ν’ ἀρ­χί­σεις τὴ μέ­ρα σου. Ὁ Κάφ­κα δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀ­να­κου­φι­στι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα οὔ­τε τὴν ὥ­ρα ποὺ πέ­φτεις γιὰ ὕ­πνο.

Ὑ­πο­χόν­δρι­ος, πά­σχων ἀ­πὸ ἀ­υ­πνί­ες, παράξενος μὲ τὸ φα­γη­τό, ἀ­να­πη­ρι­κὰ ἀ­να­πο­φά­σι­στος, τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος ἀπὸ τὴ ζω­ή, ἐμ­μο­νι­κὸς μὲ τὸν θά­να­το, ὁ Φρὰν­τς Κάφ­κα με­τέ­τρε­ψε, ὅ­σο κα­λύ­τε­ρα μπο­ροῦ­σε, τὶς νευ­ρώ­σεις του σὲ τέ­χνη. Ὅ­πως λέ­ει ἕ­νας χα­ρα­κτή­ρας στὸ δι­ή­γη­μα τοῦ Ἰ­σά­ακ Μπά­σε­βιτς Σίν­γκερ “Ένας φίλος τοῦ Κάφκα’’, ἦ­ταν «homo sapiens στὸν ὕ­ψι­στο βαθ­μὸ τοῦ αὐ­το­βα­σα­νι­σμοῦ». Ἐν­τού­τοις, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ἐ­πι­κρα­τεῖ εὐ­ρεί­α συ­ναί­νε­ση ὡς πρὸς τὸ ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­νας μον­τερνιστής δά­σκα­λος: συγ­κε­κρι­μέ­να, ἕ­νας δά­σκα­λος κα­τὰ τὴ μον­τερ­νι­στι­κὴ πα­ρά­δο­ση, στε­γα­σμέ­νος στὸ ἴ­διο πάν­θε­ον μὲ τὸν Τζό­υς, τὸν Πι­κάσ­σο, τὸν Στρα­βίν­σκυ, τὸν Μαλ­λαρ­μὲ καὶ ἄλ­λους καλ­λι­τέ­χνες ποὺ ἔ­χουν με­τα­βά­λει ρι­ζι­κὰ τὴ σύγ­χρο­νη κα­τα­νό­η­ση τοῦ κό­σμου.

Ὁ Κάφ­κα δη­μι­ούρ­γη­σε μιὰ «συ­σκο­τι­σμέ­νη δι­αύ­γει­α», ἔ­γρα­ψε ὁ Ἔ­ριχ Χέλ­λερ στὸ βι­βλί­ο του γι’ αὐτόν. «Ἡ τέ­χνη του εἶ­ναι ἡ πι­ὸ ὀ­δυ­νη­ρὰ καὶ ἐ­νο­χλη­τι­κὰ συ­σκο­τι­σμέ­νη τέ­χνη», πρό­σθε­σε, «στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας». Νο­μί­ζει κα­νεὶς ὅ­τι συλ­λαμ­βά­νει τὸ νό­η­μα τοῦ Κάφ­κα, ὅ­μως τὸ συλ­λαμ­βά­νει ὄν­τως; Ὅ­λα μοιά­ζουν πεν­τα­κά­θα­ρα, μὰ εἶ­ναι; Σύμ­φω­να μ’ ἕ­ναν δι­ά­ση­μο ἀ­φο­ρι­σμό του: «Οἱ κρυ­ψῶ­νες εἶ­ναι ἀ­μέ­τρη­τες, ἡ δι­α­φυ­γὴ μό­νο μί­α, ὅ­μως οἱ δυ­να­τό­τη­τες δι­α­φυ­γῆς εἶ­ναι ἐ­πί­σης τό­σες ὅ­σες καὶ οἱ κρυ­ψῶ­νες». Σύμ­φω­να μ’ ἕ­ναν ἄλ­λο ἀ­φο­ρι­σμό: «Ἕ­να κελ­λὶ πῆ­γε νὰ βρεῖ ἕ­να που­λί».

Ὅ,­τι ἰ­σχύ­ει γιὰ τοὺς ἀ­φο­ρι­σμοὺς τοῦ Κάφ­κα, ἰ­σχύ­ει καὶ γιὰ τὶς σύν­το­μες πα­ρα­βο­λές του. Οἱ πα­ρα­βο­λές, ὅ­πως ἔ­γρα­ψε ὁ Βάλ­τερ Μπέν­γι­α­μιν, «δὲν ἐ­ξαν­τλοῦν­ται πο­τὲ ὡς πρὸς τὶς δυ­να­τὲς ἐ­ξη­γή­σεις τους. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὁ Κάφ­κα ἔ­λα­βε ὅ­λες τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες προ­φυ­λά­ξεις ἐ­νάν­τι­α στὴν ἑρ­μη­νεί­α τῶν γρα­πτῶν του». Ὅ­ποιες κι ἂν ἦ­ταν αὐ­τὲς οἱ προ­φυ­λά­ξεις, ἀποδείχτηκαν ἀ­νε­παρ­κεῖς, ἀ­φοῦ τὰ ἔρ­γα τοῦ Φρὰν­τς Κάφ­κα –πέρα ἴ­σως ἀ­πὸ τὴ Βί­βλο καὶ τὰ ἔρ­γα τοῦ Σαίξ­πη­ρ– ἐν­δέ­χε­ται νὰ εἶ­ναι τὰ πι­ὸ ἑρ­μη­νευ­μέ­να, ἂν ὄ­χι ὑ­πε­ρερ­μη­νευ­μέ­να, ἔρ­γα στὴ νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα.

Στὸ τεῦ­χος τῆς 7ης Σε­πτεμ­βρί­ου 2012 τοῦ Times Literary Supplement δημοσιεύεται μιὰ κρι­τι­κὴ τοῦ Γκάμ­πρι­ελ Τζο­σι­πο­βί­τσι γιὰ τὰ πρό­σφα­τα ἔργα περὶ Κάφ­κα. Μὲ τὸ βι­βλί­ο Franz Kafka: The Poet of Shame and Guilt τοῦ Σά­ουλ Φρην­τλαῖν­τερ στὸν ἀμφίρροπο ἀγῶνα εἰσέρχεται ἄλλος ἕνας γερὸς ἀθλητής. Ὁ Φρην­τλαῖν­τερ δὲν ἐ­παγ­γέλ­λε­ται τον κρι­τι­κὸ λο­γο­τε­χνί­ας, εἶναι ἱ­στο­ρι­κός. Ἡ σχέ­ση του μὲ τὸν Κάφ­κα εἶ­ναι ἱ­στο­ρι­κὴ καὶ προ­σω­πι­κή. Ἡ οἰ­κο­γέ­νει­ά του, γερ­μα­νό­φω­νη καὶ ἑ­βρα­ϊ­κὴ ὅ­πως καὶ τοῦ Κάφ­κα, κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν Πρά­γα. Ὁ πα­τέ­ρας του πῆ­γε στὸ ἴ­διο πα­νε­πι­στή­μι­ο μ’ αὐτὸν, ἂν καὶ κά­που δεκαπέντε χρό­νι­α ἀρ­γό­τε­ρα. Κι ὅ­πως ὁ Κάφ­κα ἔ­χα­σε τὶς τρεῖς ἀ­δερ­φές του, ὁ Φρην­τλαῖν­τερ ἔ­χα­σε τοὺς γο­νεῖς του στὰ να­ζι­στι­κὰ στρα­τό­πε­δα.

Ὁ Φρην­τλαῖν­τερ γνω­ρί­ζει κα­λὰ τὶς ἀν­τι­τι­θέ­με­νες θε­ω­ρί­ες γιὰ τὸ περιορισμένο σὲ ὄγκο ἔρ­γο τοῦ Κάφ­κα, τὸ ὁ­ποῖ­ο πε­ρι­λαμ­βά­νει τρί­α ἀ­νο­λο­κλή­ρω­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, κάτι παραπά­νω ἀ­πὸ εἴ­κο­σι ση­μαν­τι­κὰ δι­η­γή­μα­τα, μιὰ συλ­λο­γὴ ἀ­πὸ πα­ρα­βο­λὲς καὶ σύντομα ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κὰ ἔρ­γα, ἡ­με­ρο­λό­γι­α, συλ­λο­γὲς ἐ­πι­στο­λῶν (πολ­λὲς σὲ ἐ­ρω­μέ­νες του ποὺ δὲν παν­τρεύ­τη­κε), κα­θὼς καὶ τὴν πε­ρί­φη­μη Ἐ­πι­στο­λὴ στὸν πα­τέ­ρα, τὴν ὁ­ποί­α δὲν ἔ­στει­λε πο­τέ. Στὸ μι­κρό του βι­βλί­ο ὁ Φρην­τλαῖν­τερ πη­γαι­νο­έρ­χε­ται με­τα­ξὺ ζω­ῆς καὶ ἔρ­γου τοῦ συγγραφέα σὲ μιὰ προ­σπά­θει­α νὰ ἐ­ξηγήσει τὴ σπουδαιότητά του. Δὲν ἀμ­φι­σβη­τεῖ τὸ με­γα­λεῖ­ο του, ἂν καὶ ἀν­τι­στέ­κε­ται στὸν πειρασμὸ νὰ ὁρίσει σὲ τί ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὸ συ­νί­στα­ται. (περισσότερα…)