Τέτος Σούρδος

Ἐμίλ Σιοράν, Ὁ παλαιότερος ὅλων φόβος

*

Επιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενης πόλης. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας»… (Ἡ συνέχεια τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τῆς σειρᾶς, ἐδῶ).

Σ χ ε τ ι κ ά   μ έ   τ ό ν   Τ ο λ σ τ ό ι

Ἡ φύση στάθηκε γενναιόδωρη μονάχα ἀπέναντι σέ ἐκείνους πού τούς ἀπάλλαξε ἀπό τήν σκέψη τοῦ θανάτου. Τούς λοιπούς ἀνθρώπους τούς παρέδωσε στόν πιό ἀρχαῖο καί διαβρωτικό φόβο, δίχως ὅμως καί νά τούς διαθέσει τα μέσα ἤ ἔστω νά τούς ὑποδείξει ἕναν τρόπο γιά νά τόν νικήσουν. Εἶναι φυσικό νά πεθαίνουμε, δέν εἶναι ὅμως φυσικό νά μένουμε προσκολλημένοι στόν θάνατο, νά τόν σκεφτόμαστε σέ κάθε εὐκαιρία. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν βγάζει τόν θάνατο ἀπό τό μυαλό του εἶναι ματαιόδοξος καί ἐγωπαθής∙ ζῶντας ἀποκλειστικά σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα πού οἱ ἄλλοι ἔχουν μορφώσει γι’ αὐτόν, ἀναστατώνεται στήν σκέψη καί μόνο ὅτι μιά μέρα θά φτάσει νά εἶναι ἕνα τίποτα∙ Καθώς ἡ λήθη εἶναι ὁ μόνιμος ἐφιάλτης του, ἐμφανίζεται ἐπιθετικός καί χολωμένος, βρίσκει ἀμέσως ἀφορμή γιά νά δείξει πόσο κακεντρεχής καί κακότροπος εἶναι. Δέν διακρίνουμε ἄραγε στόν φόβο τοῦ θανάτου μιά ὁρισμένη ἔλλειψη κομψότητας; Ὁ φόβος πού ἐμποιεῖ ὁ θάνατος πτοεῖ καί παραλύει τούς φιλόδοξους, ἀφήνει ὅμως ἀνεπηρέαστους τούς ἀπονήρευτους∙ τούς ἐγγίζει, ἀλλά δέν τούς κυριεύει. Οἱ ὑπόλοιποι τόν ὑπομένουν μέ αἴσθημα πικρίας καί θυμοῦ, καθώς καί μέ μιά ὑποβόσκουσα μνησικακία ἀπέναντι σέ ἐκείνους πού διόλου δέν ἀγριεύουν μέ τήν σκέψη του. Οὐδέποτε ἕνας Τολστόι θά συγχωροῦσε ἐκείνους πού γιά καλή τους τύχη δέν κυριεύτηκαν ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου· θά τούς τιμωρήσει ἐμβάλλοντάς τους τόν τρόμο, περιγράφοντάς τον μέ μιά ἀκρίβεια πού τόν καθιστᾶ συνάμα ἀποκρουστικό καί μεταδοτικό. Ἡ τέχνη του ἔγκειται στό νά φτιάχνει ἀπό κάθε ξεχωριστή, ἐπί μέρους ἀγωνία, τήν ἀγωνία αὐτή καθ’ ἑαυτή, στό νά ὑποχρεώνει τόν κάθε ἀναγνώστη νά ἐπαναλαμβάνει πρός ἑαυτόν, ἐμβρόντητος καί γοητευμένος, τά ἀκόλουθα λόγια: «ὥστε ἔτσι, λοιπόν, πεθαίνουμε».

Στόν συμβατικό καί στερεότυπα ἐπαναλαμβανόμενο κόσμο ὅπου ζεῖ ὁ Ἰβάν Ἴλιτς, ἡ ἀσθένεια μπουκάρει ἀπρόσκλητη. Ἀρχικά νομίζει ὅτι πρόκειται γιά μιά προσωρινή ἀδιαθεσία, κάτι τό περαστικό καί ἀσήμαντο∙ στή συνέχεια, καθώς ὁ πόνος χειροτερεύει, γίνεται ὅλο καί πιό συγκεκριμένος καί ἀνυπόφορος, ὁ Ἰβάν Ἴλιτς ἀρχίζει νά ἀντιλαμβάνεται τή σοβαρότητα τῆς κατάστασης, ὥσπου στό τέλος ἀποκαρδιώνεται ἐντελῶς. «Κάποιες στιγμές, μετά ἀπό πολύωρους πόνους, ὅσο κι ἄν ντρεπόταν νά τό ὁμολογήσει, πάνω ἀπ’ ὅλα ἤθελε νά τόν λυπηθεῖ κάποιος σάν νά ἦταν ἕνα ἄρρωστο παιδί. Ἤθελε νά τόν κανακεύουν, νά τόν φιλᾶνε, νά κλαῖνε γι’ αὐτόν, ὅπως χαϊδεύουν καί παρηγοροῦν τά παιδιά. Ἤξερε ὅτι εἶναι ἕνας σοβαρός δικαστής μέ γκρίζα γενειάδα, καί ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο ἦταν ἀδύνατο νά γίνει ἕνα τέτοιο πρᾶγμα. Ἔλα ὅμως πού τό ἀποζητοῦσε».[*] (περισσότερα…)

Ἐμίλ Σιοράν, Ἐπιθυμία καί φρίκη γιά τή δόξα

*

Επιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενης πόλης. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας»… (Ἡ συνέχεια τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τῆς σειρᾶς, ἐδῶ).

Ἔστω ὅτι ὀμολογούσαμε τήν πιό κρυφή μας ἐπιθυμία, αὐτή πού λανθάνει σέ κάθε μας ἀποστολή καί οἰστρηλατεῖ τήν κάθε μας πράξη∙ θά λύναμε τότε τή σιωπή μας μέ τή φράση: «προσβλέπω στόν ἔπαινο». Κανείς ὅμως δέν θά ξανοιγόταν σέ ἐκμυστηρεύσεις τοῦ εἴδους αὐτοῦ, διότι εἶναι λιγότερο ἀτιμωτική ἡ διάπραξη μιᾶς κακοήθειας ἀπό τήν παραδοχή μιᾶς τόσο ἀξιοθρήνητης καί ταπεινωτικῆς ἀδυναμίας, γέννημα ἑνός αἰσθήματος μοναξιᾶς καί ἀνασφάλειας ἀπό τό ὁποῖο καταθλίβονται τόσο οἱ ἀπόκληροι τῆς τύχης ὅσο καί οἱ εὐνοηθέντες. Κανείς δέν εἶναι βέβαιος γιά τό ποιός εἶναι ἤ τί κάνει. Ὅσα χαρίσματα κι ἄν ἔχουμε, μᾶς κατατρώει ἡ ἀνησυχία, τό μόνο δέ πού ζητᾶμε γιά νά τήν ξεπεράσουμε εἶναι νά ἐξαπατηθοῦμε, νά μᾶς ἀπονείμουν ἕνα ὁποιοδήποτε βραβεῖο. Ὁ παρατηρητής ἐντοπίζει ἀμέσως μιά ἔκφραση θερμῆς παράκλησης στό βλέμμα ὁποιουδήποτε ἔχει ἤδη περατώσει ἕνα ἔργο ἤ ἔχει ἁπλῶς ἑτοιμαστεῖ νά λάβει μέρος σέ μιά ὁποιαδήποτε δραστηριότητα. Ἡ ἀνεπάρκεια εἶναι καθολική· ἄν ὁ Θεός ἐμφανίζεται ἀλώβητος, τό ὀφείλει στή δημιουργία, μετά τήν ἀποπεράτωση τῆς ὁποίας, ἐλλείψει μαρτύρων, δέν μποροῦσε νά ὑπολογίζει σέ ἐπαίνους. Θά τούς ἀπευθύνει ὁ ἴδιος στόν ἑαυτό του, στό τέλος τῆς κάθε ἡμέρας!

*

Κάθε ἄνθρωπος, προκειμένου νά δημιουργήσει μιά καλή φήμη, ἀνταγωνίζεται τούς ἄλλους. Κατά παρόμοιο τρόπο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πρωταρχίνιζε τή δράση του, πρέπει νά τοῦ γεννήθηκε ἡ ἀκαθόριστη ἐπιθυμία νά ἐπισκιάσει τά ζῶα, νά διαδραματίσει εἰς βάρος τους ἕναν πρωτεύοντα ρόλο, νά λάμψει πάσῃ θυσίᾳ. Μιά ἀναστάτωση, πηγή φιλοδοξίας, ἄν ὄχι ἐνέργειας, κατέστρεψε τήν ἠρεμία τῆς ζωτικῆς του οἰκονομίας· βρέθηκε ἔτσι σέ ἀνταγωνισμό μέ ὅλα τά ἔμβια ὄντα, εἰσερχόμενος μετ’ ὀλίγον καί σέ μιά ἀναμέτρηση μέ τόν ἑαυτό του παρακινούμενος ἀπό τούτη τήν ἄγρια τρέλα τῆς προσπέρασης τῶν πάντων, ἡ ὁποία βαίνοντας συνεχῶς ἐπί τά χείρω ἔμελλε νά ἀποτελέσει τό πιό δικό του χαρακτηριστικό γνώρισμα. Αὐτός μόνο στή φυσική κατάσταση θέλησε νά εἶναι σημαντικός, αὐτός μόνο, ἀνάμεσα στά ζῶα, πάσχισε νά βγεῖ ἀπό τήν ἀνωνυμία. Νά ἀξιοδοτείται, αὐτό πάντα ὀνειρευόταν. Δυσκολευόμαστε νά πιστέψουμε ὅτι θυσίασε τόν παράδεισο γιά τήν ἁπλή ἐπιθυμία νά γνωρίσει τό καλό καί τό κακό∙ ὅλως ἀντιθέτως, εὔκολα τόν φανταζόμαστε νά διακινδυνεύει τά πάντα γιά νά γίνει κάτι ξεχωριστό. Πρέπει, συνεπῶς, νά κάνουμε μιά διόρθωση στή Γένεση: ἄν ὁ ἄνθρωπος κατέστρεψε τήν ἀρχική εὐτυχία του, δέν τό ἔκανε ἀπό δίψα γιά γνώση, ἀλλά ἀπό τή βουλιμία του γιά τή δόξα. Ὅταν ὑπέκυψε στή γοητεία της, πέρασε στήν πλευρά τοῦ διαβόλου. Καί εἶναι πράγματι διαβολική τόσο καθαυτή ὅσο καί στίς ἄμεσες ἐκδηλώσεις της. Ἐξαιτίας της ὁ πιό προικισμένος ἀπό τούς ἀγγέλους κατέληξε τυχοδιώκτης καί πλείονες τοῦ ἑνός ἅγιοι ἔγιναν σαλτιμπάγκοι. Ὅσοι τή γεύτηκαν ἤ ἔστω λίγο ἔλειψε νά τήν ἀποκτήσουν, δέν τήν ἀφήνουν στιγμή· μάλιστα, δέν θά ἀποφύγουν καμιά κακοήθεια ἤ ἀχρειότητα προκειμένου νά παραμείνουν κοντά της. Ὅταν δέν μποροῦμε νά σώσουμε τήν ψυχή μας, ἐλπίζουμε τουλάχιστον στή διάσωση τοῦ ὀνόματός μας. Ἄραγε, τοῦτος ἐδῶ ὁ σφετεριστής, πού ἔπρεπε σώνει καί καλά νά ἐξασφαλίσει μιά προνομιακή θέση στό σύμπαν, θά τά κατάφερνε ποτέ χωρίς νά κατέχεται ἀπό τή ζωηρή ἐπιθυμία νά συζητεῖται τό ὄνομά του, χωρίς τήν μετά μανίας καί μετ’ ἐπιμονῆς ἐπιδίωξη διάκρισης; Ἄν τούτη ἡ μανία κατελάμβανε ἕνα ὁποιοδήποτε ζῶο, ὅσο «καθυστερημένο» κι ἄν ἦταν, αὐτό θά προχωροῦσε τόσο ἁλματωδῶς πού χωρίς μεγάλη καθυστέρηση θά προλάβαινε τόν ἄνθρωπο. (περισσότερα…)

Ἐμίλ Σιοράν, Περί ἀσθένειας

*

Επιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενης πόλης. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας» (Σελίν). Τό 1928 ἐγγράφεται στή Φιλοσοφική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Βουκουρεστίου. Μελετᾶ Κάντ, Σοπενάουερ καί Νίτσε. Πιάνει φιλίες μέ τόν Ἰονέσκο καί τόν Ἐλιάντε. Τό 1933 πραγματοποιεῖ σπουδές στό Βερολῖνο μέ ὑποτροφία τοῦ Ἱδρύματος Humboldt. Μελετᾶ Χάρτμαν, Κλάγκες κ.ἄ. Ἐξονυχίζει τό ἔργο τοῦ Ζίμελ. Τήν περίοδο αὐτή υἱοθετεῖ ἀκραῖες ἐθνικιστικές καί ἀντισημιτικές θέσεις, οἱ ὁποῖες γρήγορα θά πάρουν τέλος. Ὅταν τόν ρώτησαν τί σκέφτεται γιά τό ἀλλοτινό του παραλήρημα, ἀπάντησε ὅτι «εἶναι σάν νά ἀντικρίζω τίς ἐμμονές ἑνός ξένου, καί μένω ἀποσβολωμένος ὅταν διαπιστώνω ὅτι αὐτός ὁ ξένος εἶμαι ἐγώ» (Καραβασίλης). Τό 1933 δημοσιεύει τό πρῶτο του βιβλίο, Στό ἀπόγειο τῆς ἀπελπισίας. Τό 1937 δημοσιεύει τό περιώνυμο καί ἐπίμαχο Περί δακρύων καί ἁγίων. Τήν ἴδια χρονιά ἀναχωρεῖ γιά τό Παρίσι, «παγκόσμια πολιτεία τῶν γραμμάτων» (Καζανοβά), μέ ὑποτροφία τοῦ Γαλλικοῦ Ἰνστιτούτου καί μέ τήν πρόθεση νά ἐκπονήσει διδακτορική διατριβή πάνω στόν Μπεργκσόν. Τό ὅτι δέν τήν ὁλοκλήρωσε, τό ξέρουμε. Μαντεύουμε ὅμως καί ὅτι δέν τήν ἄρχισε κἄν. Δέν θά ἐπιδιώξει νά συγκαταλεχθεῖ στήν τιμητική φρουρά τοῦ γαλλικοῦ ἀκαδημαϊκοῦ πνεύματος· ἀλητεύει στίς γειτονιές της Μονμάρτης, στήν πλατεῖα Σαίν-Μισέλ, στό Καρτιέ Λατέν, νά πιάνει γνωριμίες μέ κάθε λογῆς ἀδέσποτους παλαβούς, πένητες καί πόρνες· κοντολογίς, δέν ἔχασε χρόνο καί ἄρχισε νά μειονεκτεῖ, νά προστυχαίνει τήν ἀξία καί νά ψευτίζει τήν κεφαλαιώδη σημασία. Θά ζήσει σέ φτηνά ξενοδοχεῖα καί σέ σοφίτες. Χωρίς ἐπιτήδευμα, χωρίς εἰσόδημα καί χωρίς ἀκαδημαϊκούς τίτλους. Θά γευματίζει (γιά περίπου δεκαπέντε χρόνια) στήν φοιτητική ἑστία καί οὐδέποτε θά ἀμελήσει τίς σπουδές του στούς Γάλλους moralistes: Σαμφόρ, Λά Ροσφουκώ, Ριβαρόλ κ.ἄ. Ὅταν, δε, τό Πανεπιστήμιο θά τοῦ δηλοποιήσει ἐπισήμως ὅτι τοῦ ἀνακαλεῖ λόγῳ προκεχωρημένης ἡλικίας τήν φοιτητική ἰδιότητα, αὐτός θά χαρακτηρίσει τήν ἡμέρα ἐκείνη «ὡς μία ἀπό τίς πιό τραγικές τῆς ζωῆς μου» (Καραβασίλης). Φαίνεται λοιπόν πώς τήν ζωογόνο ἐπαφή μέ τήν ζωή δέν τήν στερήθηκε. Γνώρισε τήν ὑπερένταση καί τήν ζέση, «τό παλμῶδες αἴσθημα τοῦ ὑπάρχειν, τήν διψαλέα ἀπόλαυση τοῦ παρόντος» (Νικολαρεΐζης). Ἡ βραχύτητα τῆς ζωῆς καί ὁ συνακόλουθος αἰσθησιασμός θά τόν ἀπασχολοῦν εἰς τό διηνεκές. Πάντοτε φιλικά προσκείμενος στήν χοϊκή, ἐνθαδική ἀνθρωπότητα, οἱ ἀνώτερες σφαῖρες θά εἶναι γι’ αὐτόν ἁπλῶς κάτι μεγάλες μπάλες πού πουλᾶνε τά ἐπώνυμα πρατήρια σκέψης. Θά ἀπέχει ριζικά ἀπό τήν μεταρσίωση. Δέν θά ἀποκτήσει μαθητές καί οὐδέποτε θά ἀνεβεῖ στήν ἕδρα τοῦ λόγου του γιά νά χειρονομεῖ καί νά ἀναγγέλλει διά προσωποπαγῶν σημάτων τίς σημασίες του. Τό 1947 ἀλλάζει γλῶσσα· ἀσκεῖται ἐξαντλητικά στήν γαλλική. Καρπός τῆς προσπάθειας αὐτῆς εἶναι ἡ δημοσίευση, τό 1949, τοῦ Ἐγκόλπιου ἀνασκολοπισμοῦ – ὁ τίτλος εἶναι πρωτότυπη παραγωγή τοῦ ἀείμνηστου Παπαγιώργη. Σήμερα εἶναι τό πιό φημισμένο. Ὁ Τσελάν τό μεταφράζει στά γερμανικά τό 1953. Ἀκολουθοῦν οἱ ἐκδοτικές ἀποτυχίες: Συλλογισμοί τῆς πίκρας (1952) καί Πειρασμός τοῦ ὑπάρχειν (1956). Τή δεκαετία τοῦ ’60 δημοσιεύει τά βιβλία Ἱστορία καί οὐτοπία, Πτώση μέσα στόν χρόνο καί Ὁ κακός δημιουργός. Ἡ πρώτη του ἐκδοτική ἐπιτυχία σημειώνεται μέ τό Περί τοῦ ἀτοπήματος τῆς ἔλευσης στήν ζωή (1973). Σιγά σιγά φημίζεται, ἔστω καί σ’ ἕναν στενό κύκλο ἀναγνωστῶν ἀρχικά. Δείχνει μετριοπάθεια στήν ζωή του. Διάγει βίον, ἄν ὄχι ἀσκητικό, τοὐλάχιστον ἐγκρατῆ. Οἱ ἀλλοτινές νύκτιες σωμασκίες στούς δρόμους τῆς πόλης, ἐκδηλώσεις ἐνθουσιασμοῦ καί διάψευσης συνάμα, καταπαύουν καί σβήνουν. Δέν ξέρω ἄν ἔγινε κύριος τῶν παθῶν του, πάντως ἐμφανίζεται μετρημένος καί ὀλιγαρκής. Ἐξάλλου ἡ μισανθρωπία καί ἡ μοναξιά δέν τόν ἐμπόδισαν νά συνάψει δεσμούς (Σιμόν Μπουέ, ἡ ἰσόβια σύντροφός του) ἤ σχέσεις φιλίας (Μπέκετ, Τσελάν κ.ἀ.). Ἐφεξῆς, καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, θά κάνει ἤρεμους περιπάτους στόν Κῆπο του Λουξεμβούργου. Τά πάθη καί τά βιώματα σοβαρεύουν τή ζωή, κι ἄν δέν καταστρέψουν τόν ἄνθρωπό τους, τόν στρώνουν στή δουλειά. Τό ἔργο πού θά προκύψει εἶναι πνευματικό γεγονός, ὁλοκληρία μή ἔχουσα αἰτιώδη ἐξάρτηση μέ τή διαδρομή τῶν βιωμάτων. Θά γράφει μέχρι τέλους… Καὶ μετὰ τὸ τέλος του, θὰ ἐρίζουν γιὰ τὰ κατάλοιπα ἄφησε. Ποιός νὰ τοῦ τό ’λεγε! Ἀπεβίωσε στίς 20 Ἰουνίου τοῦ 1995.

(περισσότερα…)