*
Ὁ Μηνὰς ἔκοβε τελετουργικὰ τὸν παστουρμὰ μὲ τὴ φαλτσέτα, ὅπως ὁ χειρουργὸς τὸν κακοήθη ἰστό – ἀργὰ, ὑπομονετικὰ, σχεδὸν μὲ στοργή. Κάθε φέτα, λεπτὴ σὰ τσιγαρόχαρτο, ἄφηνε καὶ λίγο τσιμένι στὴν ἀκρούλα γιὰ τὴ μυρωδιά, ἀκουμποῦσε ἐπάνω της ἕνα κομμάτι καυτερὸ λάχανο τοῦρσὶ ἢ καμιὰ πιπεριὰ ξιδάτη. Τύλιγε καὶ φτιαχνε ἕναν μεζὲ στωικό, ὅπως ἔφτιαχνε τὴ ζωή του: ἀργὰ, λιτά, ἀλμυρά.
Στὸ τραπέζι εἶχε φρυγανιές, λίγες τσακιστὲς ξιδάτες ἐλιές, σκορδαλιὰ σπιτικὴ φτιαγμένη ἀπὸ τὴ Φεβρωνία του – γυναῖκα σεμνή, καπνεργάτρια, μὲ βλέμμα ἄγρυπνο καὶ χέρια γεμᾶτα πλὴγὲς ἀπὸ τὰ καπνὰ καὶ μιὰ ζωὴ μόχθου.
Τὸ σπίτι τους, φτωχικό, ξύλινο, ἀσάλευτο στὴν πρόθεση, ἀλλὰ ἐλαφρῶς ἔκπτωτο στὴν κατασκευή. Τό ’χε φτιάξει ὁ Μηνᾶς μὲ τὰ χέρια του, τὰ ξαδέρφια του καὶ τὸν πατέρα του, ὅλοι μαραγκοί, ὅλοι ἀπόγονοι ξεριζωμένων ἀπὸ Σμύρνη. Μὰ τὰ θεμέλια, ὅπως καὶ τὰ θεμέλια τῆς ζωῆς τους, δὲ στάθηκαν ὀλόρθια γιὰ πολύ. Μετὰ ἀπὸ φεγγάρια μερικῶν χρόνων, ὁ δεύτερος ὄροφος ἔγερνε ἐλαφρῶς στὰ δεξιά. Ἡ Φεβρωνία ἔλεγε ὅτι ἔφταιγε ποὺ δὲ σφάξανε κοκόρι. Τὴν πίστευες μόνο ὅταν ἔμπαινες στὸ σαλόνι. Τότε, ἔνιωθες πὼς ἂν κατρακύλαγες, θὰ ἔφευγες ὡς καὶ ἀπὸ τὸ παράθυρο, μία κι ἔξω, στὴν πρώτη σου ἔξοδο γιὰ ἀνυπαρξία.
Μα ὁ Μηνᾶς δὲν χαλιόταν. Τὸ τραπέζι ἦταν πάντα στὸ κέντρο, ὅπως καὶ ἡ καρδιά του. Ἦταν Κυριακή. Ἡμέρα χαρᾶς. Ξεκούρασης. Οἰκογένειας. Οἱ δυὸ ἀνιψιοὶ του, ὁ Γιωργὴς καὶ ὁ Χρηστάκος, μόλις ἦρθαν ἐκατσαν κοντά του. Παιδιὰ τῆς Δέσποινας, ἀδερφῆς του, μαραγκόπαιδα στὴν ἐκπαίδευση. Περνούσαν καρφιά ἀπὸ τη μία παλάμη, χαντζαροπρίονα ἀπὸ τὴν ἄλλη. Μα δὲν παραπονιόνταν· μονάχα χαμογελοῦσαν. Τὰ δυὸ δικά του, μικρότερα, ὁ Χάρης καὶ ὁ Ἀνέστης, ἦταν διαβολάκια. Ἕτρεχαν, φώναζαν, ἔπαιζαν μὲ ποντικοπαγίδες ποὺ ἔφτιαχνε ὁ Μηνᾶς γιὰ πλάκα, καὶ ἂν πιανόταν κανένα ποντίκι, ἔπαιζαν βασανιστήρια. Τοῦ κάρφωναν, τοῦ ἄμοιρου, ξυλάκια στὰ μάτια, στὰ αὐτιὰ, στὸ μυαλό καὶ γέλαγαν. Παράξενα χρόνια, τὰ παιδιὰ γελοῦσαν μὲ τὸν θάνατο καὶ οἱ μεγάλοι τὰ καμάρωναν. (περισσότερα…)

