Σαρλ Μπωντλαίρ

Charles Beaudelaire, «Θα ονειρευτώ ορίζοντες που κυανίζουν…»

*

Τοπίο

Αυθεντικά ειδύλλια θα ήθελα να πλάσω
και, σε όνειρο θαρρείς, με τα καμπαναριά κοντά μου,
ύμνους ιερούς καθώς ο αέρας φέρνει ώς τα αυτιά μου,
σαν αστρολόγος πλάι στον ουρανό να ξαποστάσω.
Τα χέρια στο πηγούνι μου, ψηλά από τη σοφίτα
θα δω το εργαστήριο όλο τραγούδι και φλυαρία,
καμπαναριά, φουγάρα, λες της πόλης τα ιστία,
και τους βαθιούς τους ουρανούς, αιώνιοι σαν να ήταν.

Είναι όμορφο, μες από τις ομίχλες να γεννιέται
το άστρο του γλαυκού, στο παραθύρι η λάμπα πλάι,
ποτάμι από κάρβουνο που στα ουράνια πάει,
και της σελήνης η αχνή σαγήνη να σκορπιέται.
Φθινόπωρα θα αντικρίσω, ανοίξεις, καλοκαίρια
κι όταν της χειμωνιάς χιόνια μονότονα απαντήσω,
παντού πόρτες, παράθυρα θα πρέπει να σφαλίσω
στη νύχτα τα παλάτια για να χτίσω τα αιθέρια.
Τότε θα ονειρευτώ ορίζοντες που κυανίζουν, (περισσότερα…)

Η κριτική του Σαραντάρη στους ποιητές

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Μην ανοίξης ποτέ το στόμα να πής την αλήθεια
Γιατί ξάφνου θ’ ανάψουν οι γύμνιες του κόσμου
Θα πιάσει φωτιά η λαίμαργη ανθρώπινη σκόνη!
Έργα, Β΄ τόμ., σελ. 82 (1935)

Εάν ισχύει αυτό που λέει ο Λορεντζάτος ότι η ποίηση συνιστά την «εσχατολογία της λογοτεχνίας» και εάν η σχέση του Σαραντάρη με την ποίηση είναι σχέση ζωής, τότε αξίζει να δούμε πως ο φιλόσοφος αυτός ποιητής κρίνει τους άλλους ποιητές. Αρχίζοντας από κάποιες γενικές προϋποθέσεις. Ο Σαραντάρης ξέρει την Ευρώπη, τη φιλοσοφία της και την ποίησή της. Είναι από τους σπάνιους εκείνους ανθρώπους με ανεπτυγμένη πολύ νωρίς αντιληπτικότητα και ευαισθησία. Ερχόμενος στην Ελλάδα απο την Ιταλία διαβάζει στα ελληνικά ποιήματα τα σημάδια της ευρωπαϊκής σφραγίδας ή επίδρασης, λόγου χάρη την απαισιοδοξία. Ασκημένος πάνω στους Ευρωπαίους αλλά μέσα από μια άλλη αίσθηση ζωής χριστιανικής απαίτησης, αρνείται την πρωτοκαθεδρία στην καλλιέργεια προσωπικού ύφους (πράγμα που προσάπτει στον Καβάφη), ειδικά όταν αυτό είναι σε βάρος μιας «ομιλίας», όπως λέει, που «να συμβαδίζει παράλληλα με τη λαλιά του λαού μας». Απαιτεί ένα βασανισμό του ποιητή, που να θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια του την υπόσταση, ή να το πω αλλιώς, να μην αφήνει περιθώρια αυταπάτης ή ωραιοπάθειας. Αυτό συνάδει με την πεποίθησή του ότι ο ποιητής χαρακτηρίζεται από προωθημένη αυτοσυνειδησία.

Πρέπει ακόμη να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι ο Σαραντάρης στα 32 του έχει φύγει από τούτο τον κόσμο. Το έργο του κυοφορήθηκε και υλοποιήθηκε ουσιαστικά μέσα σε δώδεκα χρόνια, αν λογαριάσουμε ότι από τα είκοσι και μετά σχημάτισε στο χαρτί κείμενα απαιτήσεων αλλά και πλεονάσματα ψυχής. Παραμένει απορίας άξιον πώς ένας τόσο νέος άνθρωπος παρουσιάζει τέτοια ωριμότητα χωρίς να χάνει σε φρεσκάδα, χωρίς να γεροντοποείται αν μπορούμε να πούμε, χωρίς να απελπίζεται, παρ’ όλο που σε μερικά του ποιήματα καταγράφεται μια αβυσσαλέα μοναξιά. Όλες οι παραπομπές εδώ αναφέρονται στη δίτομη έκδοση της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου Κρήτης, που επιμελήθηκε με περισσή φροντίδα η φίλη Σοφία Σκοπετέα.

*

Ας δούμε λοιπόν πώς αντικρύζει ο άνθρωπος αυτός την ποίηση των άλλων, ελλήνων και ξένων και πως αυτή η στάση συνδυάζεται με τη γενικότερη θεώρηση της ζωής που περιέχει το έργο του.

Αραδιάζω μερικά ονόματα στο χαρτί: Μελισσάνθη, Καρέλλη, Παπατζώνης, Σαραντάρης. Ποιό είναι το κοινό τους σημείο; Για τους δύο τουλάχιστον είναι η πίστη, ή μια θρησκευτική διάσταση. Όμως ο Σαραντάρης, καθώς ετοιμάζεται να μιλήσει γι’ αυτούς, αρχίζει με τη φράση: «Ποιός σύγχρονος ποιητής μας έχει μια βίωση μέσα στην πίστη; Αναζητώ και δεν βρίσκω». (περισσότερα…)

Blaise Cendrars, Για τα Άνθη του Κακού

*

 «Όχι, που να πάρει, όχι!»

Ξεστομίζοντας αυτή τη φράση διαμαρτυρίας πέθανε ο Μπωντλαίρ στις 31 Αυγούστου του 1867 στο σανατόριο του δρος Ντυβάλ, στην οδό Ντομ στο Παρίσι. Η επιθανάτια αγωνία του είχε διαρκέσει περισσότερο από έναν χρόνο, απ’ όταν είχε καταρρεύσει στην εκκλησία του Σαιν-Λούπ, στη Ναμύρ (Βέλγιο), χτυπημένος από εγκεφαλικό επεισόδιο κι αυτό είχε αποτέλεσμα να μείνει παράλυτος στη δεξιά πλευρά, ανίκανος να μιλήσει, αφασικός, ο εγκέφαλός του είχε πειραχτεί καθώς και η εκπληκτική του ευφυΐα, που ήταν γεμάτη εικόνες και ρυθμούς και είχε σπουδαία βιβλία κι έργα να δώσει, και το κριτικό, αιχμηρό, κυνικό, ρεαλιστικό κι απογοητευμένο μα ακόμη ζωηρό του πνεύμα, ήταν στα μάτια του συγκεντρωμένο, στα εκφραστικά του μάτια.

H κυρία Οπίκ, σύζυγος στρατηγού, η μητέρα του, που «τον λάτρευε» και την οποία είχε βασανίσει και της είχε καταστρέψει τη ζωή, τον θρήνησε. Ελάχιστοι φίλοι παραβρέθηκαν στην κηδεία του. Ο Μπανβίλ και ο Ασσελινώ είπαν δυο κουβέντες γι’ αυτόν. Η Εταιρεία Λογοτεχνών δεν μπήκε καν στον κόπο να στείλει αντιπρόσωπο. Στον Τύπο έγιναν λιγοστές αναφορές στον θάνατό του. Ο Μπωντλαίρ έφυγε παρερμηνευμένος και συκοφαντημένος…

«Όχι, που να πάρει, όχι!»

Σ’ όλη του τη ζωή αγωνίστηκε να επιβιώσει, ασταμάτητα, ώς το τέλος, και μες στην καταδίκη του αυτός που είχε επιδέξια επιδοθεί στην καλλιέργεια της ευαισθησίας του μπροστά σ’ έναν καθρέφτη, με το βλέμμα στυλωμένο στο ταβάνι, αφασικός, με το μυαλό σαλεμένο και τις αισθήσεις κλονισμένες,  διαμαρτυρήθηκε:

«Όχι, που να πάρει, όχι!»

Είναι η κραυγή του ανθρώπου.

… Δεν είχα κατά νου να γράψω κάτι τέτοιο. Ιδού ξεγυμνώθηκα, ιδού η καρδιά μου, η καρδιά μου απόμεινε γυμνή …

ΜΠΛΑΙΖ ΣΑΝΤΡΑΡ
Αιξ-αν-Προβάνς, 1η Ιανουαρίου 1946

Προλογικό σημείωμα στον τόμο Τα Άνθη του Κακού του Σαρλ Μπωντλαίρ, (έκδοση της Βιβλιοφιλικής Ένωσης Γαλλίας).

Μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς.

*

ڤنتون → pantoum → παντούμ: Οι μεταμορφώσεις ενός είδους [1/2]

*

Μικρή εισαγωγή στο μαλαϊκό, ευρωπαϊκό και ελληνικό παντούμ,
μεταφραστική περιήγηση στους σημαντικούς του σταθμούς
και πρώτη χαρτογράφηση της διαδρομής του στην Ελλάδα  [ 1/2 ]

~.~

του ΣΤΑΘΗ Α. ΚΙΣΣΑΜΙΤΗ

En un pantoum sans fin, magique et guérisseur
Bercez la Terre, votre soeur.
JULES LAFORGUE

Εξαιτίας ενός τυπογραφικού λάθους ενδεχομένως, το μαλαϊκό «παντούν», είδος ποιητικό που στην Ελλάδα συνδέεται συνήθως με το όνομα του Γιώργου Σεφέρη, έγινε γνωστό στην Ευρώπη ως «παντούμ». Η λέξη απαντά πρώτη φορά το 1829, στις επισημειώσεις των Ανατολίτικων, συλλογής ποιημάτων του Βίκτωρος Ουγκώ. Εκεί ο νεαρός αλλά ήδη διάσημος Γάλλος παραθέτει ένα δείγμα, στην πεζή μετάφραση που του είχε προμηθεύσει ένας οριενταλιστής της εποχής, ο Ernest Fouinet (1799-1845), που κι αυτός το είχε βρει στο βιβλίο ενός άλλου μελετητή, του Ιρλανδού William Marsden. Είναι το, έκτοτε, περίφημο «Les papillons jouent a l’entour sur leurs ailes» – «Kupu-kupu terbang melintang» στα μαλαϊκά.

Το αν ο Ουγκώ επενέβη στη μετάφραση του Φουινέ δεν το ξέρουμε, δεν φαίνεται πιθανό ωστόσο. Ο ίδιος ο Φουινέ ήταν πολυγραφότατος ποιητής, το πρώτο έργο του μάλιστα ήταν ένα έπος για την Καταστροφή των Ψαρών το 1824. (Θυμίζω ότι και τo Les Orientales του Ουγκώ είναι έργο αφιερωμένο στην Ελληνική Επανάσταση. Είναι οι καιροί ακόμη που για τους Γάλλους η Ανατολή –l’Orient– ξεκινάει από τα οθωμανοκρατούμενα Βαλκάνια και φτάνει ώς τη Θάλασσα της Ιαπωνίας). Το βέβαιο είναι ότι το ερέθισμα που θα προκύψει θα αποδειχθεί αναπάντεχα γόνιμο. Πολλοί από τους γνωστότερους ποιητές του γαλλικού 19ου αιώνα, από τον Γκωτιέ ώς τον Μπωντλαίρ και από τον Βερλαίν ώς τον Λαφόργκ, θα γοητευθούν και θα συνθέσουν δικά τους παντούμ.

Ιδίως η σχολή των παρνασσιστών, στον αγώνα της κατά της υστερορομαντικής χαλάρωσης του στίχου, είδε στο παντούμ ένα καλοδεχούμενο πρότυπο μορφικής αυστηρότητας. Σ’ αυτό συνετέλεσε βέβαια το ότι το ποίημα «του» Ουγκώ ανήκει σε μια περίτεχνη, σχεδόν εξεζητημένη παραλλαγή του είδους, το λεγόμενο αλυσιδωτό παντούν (pantun berkait). Κατά την παραλλαγή αυτή, ο δεύτερος και τέταρτος στίχος κάθε στροφής επαναλαμβάνονται ως πρώτος και τρίτος της επομένης, επωδική ανακύκληση που δίνει ρυθμικό άκουσμα συγγενικό με εκείνο της βιλανέλλας ή του ροντώ. (περισσότερα…)