
*
«Όχι, που να πάρει, όχι!»
Ξεστομίζοντας αυτή τη φράση διαμαρτυρίας πέθανε ο Μπωντλαίρ στις 31 Αυγούστου του 1867 στο σανατόριο του δρος Ντυβάλ, στην οδό Ντομ στο Παρίσι. Η επιθανάτια αγωνία του είχε διαρκέσει περισσότερο από έναν χρόνο, απ’ όταν είχε καταρρεύσει στην εκκλησία του Σαιν-Λούπ, στη Ναμύρ (Βέλγιο), χτυπημένος από εγκεφαλικό επεισόδιο κι αυτό είχε αποτέλεσμα να μείνει παράλυτος στη δεξιά πλευρά, ανίκανος να μιλήσει, αφασικός, ο εγκέφαλός του είχε πειραχτεί καθώς και η εκπληκτική του ευφυΐα, που ήταν γεμάτη εικόνες και ρυθμούς και είχε σπουδαία βιβλία κι έργα να δώσει, και το κριτικό, αιχμηρό, κυνικό, ρεαλιστικό κι απογοητευμένο μα ακόμη ζωηρό του πνεύμα, ήταν στα μάτια του συγκεντρωμένο, στα εκφραστικά του μάτια.
H κυρία Οπίκ, σύζυγος στρατηγού, η μητέρα του, που «τον λάτρευε» και την οποία είχε βασανίσει και της είχε καταστρέψει τη ζωή, τον θρήνησε. Ελάχιστοι φίλοι παραβρέθηκαν στην κηδεία του. Ο Μπανβίλ και ο Ασσελινώ είπαν δυο κουβέντες γι’ αυτόν. Η Εταιρεία Λογοτεχνών δεν μπήκε καν στον κόπο να στείλει αντιπρόσωπο. Στον Τύπο έγιναν λιγοστές αναφορές στον θάνατό του. Ο Μπωντλαίρ έφυγε παρερμηνευμένος και συκοφαντημένος…
«Όχι, που να πάρει, όχι!»
Σ’ όλη του τη ζωή αγωνίστηκε να επιβιώσει, ασταμάτητα, ώς το τέλος, και μες στην καταδίκη του αυτός που είχε επιδέξια επιδοθεί στην καλλιέργεια της ευαισθησίας του μπροστά σ’ έναν καθρέφτη, με το βλέμμα στυλωμένο στο ταβάνι, αφασικός, με το μυαλό σαλεμένο και τις αισθήσεις κλονισμένες, διαμαρτυρήθηκε:
«Όχι, που να πάρει, όχι!»
Είναι η κραυγή του ανθρώπου.
… Δεν είχα κατά νου να γράψω κάτι τέτοιο. Ιδού ξεγυμνώθηκα, ιδού η καρδιά μου, η καρδιά μου απόμεινε γυμνή …
ΜΠΛΑΙΖ ΣΑΝΤΡΑΡ
Αιξ-αν-Προβάνς, 1η Ιανουαρίου 1946
Προλογικό σημείωμα στον τόμο Τα Άνθη του Κακού του Σαρλ Μπωντλαίρ, (έκδοση της Βιβλιοφιλικής Ένωσης Γαλλίας).
Μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς.
*