Σίγκμουντ Φρόυντ

Φρόυντ, Θεός, Πόλεμος

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Οπενχάιμερ, Μπέκετ, Μπερνστάιν, Νταλί, Φρόυντ: νά κάποιες από τις πρόσφατες ταινίες που, όποια ειδολογική ορολογία κι αν χρησιμοποιούν οι προχώ κριτικοί κινηματογράφου, μας δείχνουν ότι η βιογραφία των προβεβλημένων προσωπικοτήτων είναι στο επίκεντρο της κινηματογραφικής καλλιτεχνικής έρευνας αλλά και της βιομηχανικής σπέκουλας. Το πρόσωπο, παρά τους τόνους αντιβιογραφιστικής μελάνης που έπεσαν πάνω του και παρά τις προανακρούσεις της εξαφάνισής του, παραμένει «ζωντανό», χρηστικό: η σπαρταριστή βιωματική ύλη μάς τραβάει περισσότερο από τις νοητικές δομές, από τους ετερώνυμους επικαθορισμούς του πνευματικού έργου. Το ποιος ζωντανός έφτιαξε αυτό το έργο, πώς συγκλίνει αυτό με τη ζωή του, ποια σχέση έχει η φαεινή έμπνευσή του με την πτυχή ανάμεσα στα μάτια του, αποτελούν εντελώς εύλογα και συγγνωστά ερωτήματα, όσο κι αν μας αποπροσανατολίζουν κάποτε, όσο κι αν το «εγώ» που δημιουργεί δεν είναι πάντα το ληξιαρχικό εγώ, αλλά ένα άλλο εγώ, που μένει να το ανακαλύψουμε πίσω από τα αλλεπάλληλα παραπετάσματα που κρεμά ο «ανθρώπινος» βίος του μοναδικού ατόμου.

Βέβαια, ενδιαφερόμαστε για τη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά όταν αυτός ο άνθρωπος είναι ένας προβεβλημένος άνθρωπος λόγω των όποιων επιτευγμάτων του, δεν προσεγγίζουμε ποτέ αυτήν τη ζωή εντελώς παρθένοι: πάμε να δούμε μια ταινία με τη ζωή κάποιου έχοντας ήδη στημένες, και σκουριασμένες, τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις μας για αυτόν. Ξέρουμε ήδη αρκετά ώστε να μην μπορούμε να δούμε τη ζωή του αμερόληπτοι. Όχι μόνο στον κινηματογράφο, μια σειρά από τύπους πληροφοριών, θέλουν να προκαταλάβουν την κρίση μας για το έργο τέχνης. Ο παρθένος θεατής, ο παρθένος αναγνώστης είναι μια θεωρητική ουτοπία. Οι προσδοκίες μας για το έργο τέχνης προπαρασκευάζονται συστηματικά, ηθελημένα ή όχι, και υπόγεια πριν από την άμεση επαφή μας μαζί του.

Πώς να κρίνει κανείς μια ταινία για τον Φρόυντ, κάνοντας αφαίρεση όσων ξέρει κανείς για αυτόν, όχι πάντα από «έγκυρες» πηγές, αλλά έστω κι αν έχει εντρυφήσει στους συλλογιστικούς μαιάνδρους της Ερμηνείας των ονείρων, ας πούμε. Πώς να αποφύγει τους σκοπέλους των κατηγοριών του χυδαίου πανσεξουαλισμού που διακινούνται πάνω από έναν αιώνα γύρω από το όνομά του; (Α, ο «sex doctor», λέει σε κάποια σκηνή ένα πρόσωπο της ταινίας Η τελευταία συνεδρία του Φρόυντ του Ματ Μπράουν, για την οποία ο λόγος). Αλλά και όσον αφορά στον ίδιο τον δημιουργό: πώς μπορεί να φτιάξει μια ιστορία που να στέκεται αυτόνομα, που να ολοκληρώνεται με βάση την εσωτερική της δραματουργική λογική, και όχι επικαλούμενη τα déjà vu, τα déjà raconté που έρχονται έξωθεν του φιλμικού κειμένου για να το στηρίξουν, για να το αιτιολογήσουν, για να το νομιμοποιήσουν καλλιτεχνικά; Μπορεί να φτιαχτεί ένα αξιόλογο φιλμικό κείμενο, χωρίς τα άλλα κείμενα πάνω στα οποία έρχεται να προστεθεί, τα οποία επεξεργάζεται, ενώ αυτά είναι ήδη επεξεργασμένα; (περισσότερα…)

Ο ψυχαναλυτής Όττο Ρανκ και το “τραύμα” της γέννησης ως αφετηρία του ανθρώπινου πολιτισμού

 

1

 

του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Το κίνημα της ψυχανάλυσης είναι γνωστό και δεν χρειάζεται ειδικές συστάσεις: οι ρηξικέλευθες παρατηρήσεις του Φρόυντ για την παιδική σεξουαλικότητα, τα στάδιά της και τη γενικότερη επίδραση της λίμπιντο (σεξουαλική ενέργεια), συγκλόνισαν την πουριτανική βιεννέζικη κοινωνία των αρχών του 20ού αιώνα, καθώς και την υπόλοιπη Ευρώπη. Ωστόσο, ο ριζοσπαστισμός της ψυχανάλυσης δεν περιοριζόταν μονάχα στην κατάδειξη της σημασίας του σεξουαλικού ενστίκτου, που τότε εθεωρείτο “ταμπού”, αλλά σηματοδότησε και κάτι ακόμη: το ιδανικό του ορθολογικού, συγκροτημένου και πειθαρχημένου ατόμου, που υποτάσσει την άλογη φύση “εξαναγκάζοντάς” τη να του αποκαλύψει τα μυστικά της, υπέρ της βελτίωσης της ζωής του, δηλαδή το κύριο ιδεώδες του αστικού πολιτισμού των Νεώτερων Χρόνων, υπέστη ένα καίριο πλήγμα. Η διάκριση του ψυχισμού σε συνειδητό και ασυνείδητο, θεμελιώδης προϋπόθεση για την ψυχανάλυση, ήταν αρχικά μια εξευτελιστική επίγνωση που οι άνθρωποι δυσκολεύονταν ν’ αποδεχτούν. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, μέσα στον ανθρώπινο ψυχισμό υπάρχει ένα μεγάλο άλογο τμήμα, το οποίο μας επηρεάζει σημαντικά εν αγνοία μας και εκδηλώνεται μέσα από τις γλωσσικές παραδρομές και τα όνειρα. Το μη συνειδητό διαιρείται με τη σειρά του σε δύο τμήματα: αυτό του ασυνειδήτου, που αδυνατεί από μόνο του να γίνει συνειδητό διότι υπέστη “απώθηση” από τον μηχανισμό της αντίστασης, και εκείνο του προσυνειδητού, που είναι απλώς ένα λανθάνον συνειδητό. Κάνοντας μία ακόμη διάκριση, ο Φρόυντ ονόμασε «Εγώ» το συνεκτικό πυρήνα που αντιπροσωπεύει τη λογική και προκαλεί τις απωθήσεις, ενώ αποκαλεί «Αυτό» (η έννοια αντλήθηκε από τον παθολόγο Γκέοργκ Γκρόντεκ, που την είχε δανειστεί με τη σειρά του από τον Νίτσε), το σκοτεινό τμήμα του ψυχισμού που αντιπροσωπεύει τα πάθη. Πάντως, το Αυτό, αντιπροσωπεύοντας τα πάθη, λειτουργεί με βάση την αρχή της ηδονής, σε αντίθεση με το Εγώ που λειτουργεί με την αρχή της πραγματικότητας. Βέβαια, τα όρια ανάμεσα στο Εγώ και το Αυτό είναι αρκετά ασαφή, αφού αυτά επικοινωνούν. (περισσότερα…)